Θεολογία και Ζωή

Εδώ θα περνάς…ξεκούραστα!

23 Μαρτίου 2010

Εδώ θα περνάς…ξεκούραστα!

Η Θεοδώρα, που στάθηκε πολύ μακαριστή ανάμεσα στις γυναίκες, όταν αποφάσισε ν’ απαρνηθεί το κόσμο και τις χαρές του και να ταπεινώσει, με τη σοφία της και με την άθλησή της, τον απατεώνα, φόρεσε αντρικά ρούχα, για να ξεφύγει έτσι από τον άντρα της που δεν θάπαυε να την αναζητά, κι’ επήγε να μείνει σ’ ένα ανδρικό Κοινόβιο, που απείχε δεκαοχτώ χιλιόμετρα από την Αλεξάνδρεια. Και μόλις έφτασε κι ακόμη ήταν απέξω από τη πόρτα, ζητούσε επίμονα να της ανοίξουν και να τη δεχτούν μέσα και να γίνει κι’ αύτη ένας από τους ασκούμενους. Της είπαν όμως, παίρνοντάς την για άνδρα κι’ όχι βέβαια για γυναίκα, πως δε θα της ανοίξουν, αν δεν ξενυχτίσει πρώτα έξω από το Μοναστήρι και στο ύπαιθρο, γιατί θέλανε, έτσι, να δοκιμάσουν οι αδελφοί την αντοχή της. Κι’ αυτή, αν και ήξερε καλά, πως στο παντέρημο εκείνο μέρος τριγυρνάνε άγρια θηρία, δέχτηκε, μ’ ευχαρίστηση, να κάνει αυτό που της είπαν και διανυκτέρευσε έξω, στη πόρτα. Κι’ ο Θεός, που τον παλιό καιρό ημέρωσε, για να προστατέψει τον Δανιήλ, τ’ ανήμερα λιοντάρια, ο ίδιος και τώρα, ξέροντας σε τι ύψος αρετής θα έφθανε η Οσία, τη φύλαξε απείραχτη από τα θηρία. Και σαν το είδανε, με τα μάτια τους, αυτό οι αδελφοί, κρίνανε πως είναι θεάρεστο και θέλημα του Θεού να μείνει μαζί τους. Την δεχτήκανε λοιπόν, με μεγάλη προθυμία· κι’ ο Ηγούμενος, την πήρε κατά μέρος και την ρωτούσε εξονυχιστικά, ποιά ήτανε και για ποιά αιτία αποφάσισε να μπει σε Μοναστήρι.

-Γιατί θέλεις ν’ απαρνηθείς το κόσμο; της έλεγε, μήπως έχεις δανειστεί χρήματα και σε βαραίνουνε τα χρέη σου;  μήπως έχεις κάνει κανένα φονικό; ή μήπως επειδή, από φτώχεια, δεν μπορείς να θρέψεις τα παιδιά σου;

-Για τίποτε απ’ αυτά, Πατέρα μου, είπε η Θεοδώρα· αλλά γιατί θέλω να ησυχάσω από την αναταραχή του κόσμου, και να κλάψω για τις αμαρτίες μου.

-Και ποιό είναι τ’ όνομά σου;   την ξαναρώτησε· -Θεόδωρο, με λένε, του είπε.

Εδώ θα περνάς ξεκούραστα· αλλά να ξέρεις, πως αν τ’ αποφασίσεις να μπεις στο ζυγό της υπακοής θα κάνεις όλες τις δουλειές, που χρειάζονται οι αδελφοί. Κι’ όχι μονάχα μέσα στο Μοναστήρι, π.χ. θα περιποιείσαι τα δένδρα και τα λαχανικά, θ’ ανασέρνεις από το πηγάδι και να κουβαλάς νερό για πιόσιμο. Αλλά θα κάνεις και τις εξωτερικές δουλειές του Μοναστηρίου, και θα πηγαίνεις και στην πολιτεία, όσες φορές είναι ανάγκη. Όλα όμως αυτά που σου είπα, δεν θα σου γίνονται καθόλου πρόφαση, για να παραμελείς τον ασκητικό σου αγώνα, αλλά και θα νηστεύεις περισσότερο, και τις προσευχές σου δεν θα παραλείπεις και θα ψάλλεις ακόμη τακτικά και δεν θα λείπεις ποτέ σου, ούτε από τον όρθρο, ούτε κι’ από τον εσπερινό. Κι’ έκτος απ’ αυτά και τις «ώρες», που λένε, δεν θα παραμελείς και θα κοπιάζεις, και θα γονατίζεις, και θα ταλαιπωρείς, μ’ αυτό τον τρόπο, το σώμα σου, γιατί μόνον έτσι μπορείς να σωθείς από τις επιβουλές του εχθρού.

Αυτά λοιπόν τα λόγια τάκουσε με μεγάλη προσοχή η μακαρία Θεοδώρα, και λογιάζοντάς τα σαν χαρά και σαν εντρύφημα της ψυχής της, υποσχέθηκε, πως θα τα κάνει όλα, με πολλή προθυμία κι’ έτσι κατατάχτηκε κι’ αυτή στον άγιο εκείνο χορό των Μοναχών. Κι’ επειδή είχε πάρει απόφαση να μη βγει ψεύτικη στις συμφωνίες της με το Θεό, καταφρόνησε κάθε φρόνημα σαρκικό και κοσμικό κι’ αφοσιώθηκε αποφασιστικά στην βαριά της άσκηση, χωρίς να προφασιστεί ποτέ της το παραμικρό, σ’ οποιαδήποτε διακονία της όριζαν. Οκτώ λοιπόν ολόκληρα χρόνια, φύτευε και πότιζε τα λαχανικά που χρειαζόταν το Μοναστήρι κι’ άλεθε, κάθε ήμερα, το σιτάρι, και κοσκίνιζε το αλεύρι, και το ζύμωνε κατόπιν κι’ έψηνε τα ψωμιά, χωρίς να παραμελεί να μαγειρεύει και τα διάφορα λαχανικά, που μ’ αυτά μονάχα τρέφονταν οι αδελφοί, νεκρώνοντας τα σώματά τους. Ούτε κι’ έλειψε ποτέ της από καμιά σύναξη, παρά φανέρωνε σ’ αυτές περισσότερο ακόμη την αγάπη της προς το Θεό.

Αλλά, μολονότι αυτή ήταν η ζωή που είχε διαλέξει και που ήταν πάρα πολύ κουραστική, δεν την άφηναν να ησυχάσει οι λογισμοί των περασμένων της λαθών και κοντά στις καθημερινές δουλειές πρόσθετε και τις ολονύκτιες αγρυπνίες και δεν άφηνε τον εαυτό της να ησυχάσει ούτε μια στιγμή, παρά κτυπούσε το στήθος της, και έκλαιγε με την ψυχή της ολόθλιβη, και παρακαλούσε το Θεό λέγοντας: -Συγχώρησε, Κύριέ μου, τις αμαρτίες μου, που μ’ έκαναν να λησμονήσω τη ντροπή και τη σωφροσύνη μου!

Κι’ αυτή τις περισσότερες φορές κουβαλούσε με τις καμήλες στο Μοναστήρι και το λάδι και το σιτάρι κι’ οτιδήποτε άλλο χρειαζότανε. Και μ’ ένα λόγο, δεν υπήρχε διακονία δύσκολη, που να μη δείχνει γι’ αυτή περισσότερη από κάθε άλλο αδελφό προθυμία.

( Ευεργετινός)