Συναξαριακές Μορφές

Ιούδας – Αμαρτωλή γυναίκα, δύο μορφές αντίθετες.

30 Μαρτίου 2010

Ιούδας – Αμαρτωλή γυναίκα, δύο μορφές αντίθετες.

Δύο μορφές αντίθετες. Η μία προκαλεί τη συμπάθεια, η άλλη την αποστροφή. Στους αίνους της αποψινής βραδιάς ο ιερός υμνογράφος αντιπαραβάλλει, αντιπαραθέτει και συγκρίνει τις δύο μορφές, τον Ιούδα και την αμαρτωλή γυναίκα.

Βλέπει δύο πράξεις τους να γίνονται την ίδια ώρα . Η αμαρτωλή γυναίκα κάνει τη μεγάλη προσφορά, για να τιμήσει το Χριστό.Και  ο Ιούδας ετοιμάζει την προδοσία, για να πουλήσει το Χριστό. «Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον, τότε ο μαθητής συνεφώνει τοις παρανόμοις»… Την ίδια ώρα, που οι πιστοί προσφέρουν στο Χριστό τους ύμνους και τη λατρεία τους, την ίδια ώρα οι ασεβείς προδίδουν, αρνούνται και βλαστημούν το Χριστό. Την ώρα, που διάκονοι της αγάπης προσφέρονται στην υπηρεσία του Χριστού και στη διακονία του λαού του Θεού, την ίδια ώρα άλλοι άνθρωποι εκμεταλλεύονται την κοινωνία και προδίδουν όσια και ιερά.

Βλέπει ο ιερός υμνογράφος τον Ιούδα ν’ απομακρύνεται από το Χριστό για πάντα, και τη γυναίκα την αμαρτωλή να συνδέεται με το Χριστό, που τον πίστεψε για Σωτήρα της και τον αγάπησε θερμά. «Αύτη τον Δεσπότην επεγίνωσκεν, ούτος του Δεσπότου εχωρίζετο». Διαφοροποίηση που συμβαίνει και σήμερα. Κόσμος πάει κι έρχεται. Άνθρωποι, που τους βλέπαμε μακρυά από το Χριστό, πλησιάζουν, συγκινούν­ται από το μεγαλείο του, γίνονται θαυμαστές του, τον ακολουθούν πλέον πιστά. Κι άλλοι, που τους ξέραμε κοντά στο Χριστό, γίνανε λιποτάκτες, έφυγαν, τον αρνήθηκαν, μαγεύτηκαν από τα θέλγητρα του κόσμου.

Βλέπει ο ιερός υμνογράφος στα πρόσωπα της γυναίκας και του Ιούδα τον σκλαβωμένο και τον απελεύθερο άν­θρωπο. Σκλαβωμένη η γυναίκα, δεμένη με τα δεσμά της αμαρ­τίας, ελευθερώθηκε από το Χριστό. Και ο Ιούδας, καλεσμένος για ελευθερία, υποδουλώθηκε στο πάθος, «Αύτη ηλευθερούτο και ο Ιούδας δούλος εγεγόνει του εχθρού». Λύνει η αμαρτωλή γυναίκα τα πλοκάμια, τις πλεξούδες των μαλλιών της, και πίσω από το λύσιμο αυτό ο υμνογράφος διακρίνει ότι λύθηκαν και τα πλοκάμια της αμαρτίας, τα μπλεξίματα με την αμαρτία. Και αντίθετα βλέπει τον Ιούδα, που κοντά στο Χριστό απήλαυσε την ελευθερία, να δένεται σφιχτά με το σχοινί της κα­κίας· ένα σχοινί, που ύστερα από λίγο θα τυλιχθεί στο λαιμό του, θα γίνει κρεμάλα, θα τον πνίξει και θα του αφαιρέσει για πάντα τη δυνατότητα της σωτηρίας. «Εκείνη τους πλοκάμους διέλυσε, και ούτος τω θυμώ εδεσμείτο»…. Ελευθερία και σκλαβιά. Σκλάβοι του κόσμου, σκλάβοι των παθών, σκλάβοι της αμαρτίας, ας πλησιάσουμε το Χριστό. Αυτός είναι ο μόνος, που μπορεί να λύσει το Γόρδιο δεσμό με το σπαθί του σταυρού. Μπορεί να μας ελευθερώσει από τα πάθη και να μας δώσει την άφεση. Σκλαβωθήκαμε; Γίναμε δούλοι της φθοράς, νικημένοι από τους πειρασμούς; Ας σπεύσουμε στην εξομολόγηση. Αμέσως ξεσκλαβωνόμαστε. Δυστυχισμένος είναι ο κόσμος, που μιλάει για λευτεριά και αγωνίζεται για λευτεριά, κι όμως παραμένει υπόδουλος στον προαιώνιο εχθρό και, το χειρότερο, αγνοεί τον Ελευθερωτή Ιησού.

Βλέπει ο ιερός υμνογράφος τα δύο φιλήματα: Το φίλημα της γυναίκας, που ασπάζεται τα πόδια του θείου Διδασκάλου και το φίλημα του Ιούδα, που έδωσε υποκριτικά και προδοτικά τη νύχτα της συλλήψεως στον κήπο της Γεθσημανή. «Ω, της Ιούδα αθλιότητος! Εθεώρει την πόρνην φιλούσαν τα ίχνη και εσκέπτετο δόλω της προδοσίας το φίλημα». Πόσο διαφορετικά τα δύο φιλήματα! Το δικό μας φίλημα τί είναι; Φίλημα αγάπης ή φίλημα υποκρισίας; Φίλημα αφιερώσεως ή φίλημα συμφέροντος;

Βλέπει ο ιερός υμνογράφος και μια ακόμη αντίθεση. Βλέπει το άπλωμα. Η αμαρτωλή γυναίκα απλώνει τα μαλλιά της σαν ζητιάνα της αγάπης. Ζητιανεύει την άφεση. Απλώνει ο Ιούδας τα χέρια του προς τους εχθρούς του Χριστού, ζητιάνος ελεεινός της φιλαργυρίας. Ζητιανεύει τα τριάκοντα αργύρια. «Ήπλωσεν η πόρνη τας τρίχας σοι τω Δε­σπότη, ήπλωσεν Ιούδας τας χείρας τοις παρανόμοις· η μεν λαβείν την άφεσιν, ο δε λαβείν αργύρια».

Είμαστε κι εμείς ζητιάνοι στη ζωή αυτή. Το θέμα είναι τί ζητάμε κι από ποιόν το ζητάμε. Ένας κόσμος, βυθισμένος στο σκοτάδι, άθελά του βαδίζει στα ίχνη του Ιούδα. Είναι ζητιάνοι του κακού. Ζητιάνοι της σαρκικής ηδονής, ζητιάνοι των χρημάτων, ζητιάνοι της δόξας. Με άτιμα μέσα, με τρόπους αμαρτωλούς, με αρνήσεις και προδοσίες, προσπαθούν να πετύχουν ό,τι ο Διάβολος προσφέρει.

Ας μη ζηλεύουμε τους ζητιάνους του Διαβόλου. Ζητιάνοι του Χριστού να είμαστε. Το έλεός του να ζητάμε. Πεσμένοι στα πόδια του, όπως η αμαρτωλή γυναίκα, να ζητάμε το έλεος. Το έλεος του Θεού είναι για τους πιστούς είδος πρώτης ανάγκης. Χωρίς αυτό δεν μπορούμε να ζήσουμε. Ας προσέλθουμε στο Λυτρωτή Ιησού, στον Κύριο του ελέους. Κι’ ας προσευχηθεί ο καθένας μας με πίστη: «Σιγή δεόμενος, προσπί­πτω σοι, πόθω ασπαζόμενος τους αχράντους σου πόδας, όπως μοι την άφεσιν, ως Δεσπότης, παράσχης των οφλημάτων, κράζοντι, Σωτήρ· εκ τού βορβόρου των έργων μου ρύσαί με»(σιωπηλά Σε ικετεύω,γονατίζοντας μπροστά Σου και με πόθο ψυχής ασπάζομαι τα άχραντα πόδια Σου, για να δώσεις ως Βασιλιάς που είσαι, τη συγχώρηση των αμαρτημάτων σε μένα , που κράζω· Σωτήρα μου λύτρωσέ με από το βόρβορο των αμαρτωλών έργων μου.)

(Αρχ. Δανιήλ Αεράκη, «Στη Μεγάλη Εβδομάδα»).