Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Sir Steven Runciman. Ο μέγιστος Βυζαντινολόγος του 20ου αιώνα (μέρος 1ο)

12 Μαΐου 2010

Sir Steven Runciman. Ο μέγιστος Βυζαντινολόγος του 20ου αιώνα (μέρος 1ο)

«Χαίρομαι με τη σκέψη ότι στα επόμενα 100 χρόνια η Ορθοδοξία θα είναι η μόνη ιστορική Εκκλησία πού θα υφίσταται».

Ο άνθρωπος πού κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να απαλλάξει την εικόνα του Βυζαντίου από το στίγμα, πού την εννοούσε ως περίοδο παρακμής, διαφθοράς και δολοπλοκίας, ο άνθρωπος πού συσχέτισε τη μεσαιωνική έκφανση του ελληνισμού με τη σύγχρονη Ελλάδα («δέν νομίζω ότι οι σημερινοί Έλληνες είναι περισσότερο Έλληνες από τους Βυζαντινούς!»), ο άνθρωπος πού κέρδισε παγκόσμια φήμη παρουσιάζοντας τους μέχρι πρότινος «ιππότες» Σταυροφόρους ως «βαρβάρους», πού λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη, ήταν Βρετανός. Ο ιστορικός, συγγραφέας, ακούραστος περιηγητής και σαγηνευτικός αφηγητής σέρ Στίβεν Ράνσιμαν γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1903 στη Βόρεια Αγγλία και έζησε 97 χρόνια, για να συνδεθεί και να αγαπήσει όσοι λίγοι τη χώρα μας. Μία από τις πρώτες εικόνες, πού θυμάται, ήταν, όταν είδε από τη θαλαμηγό του παππού του, τον βράχο της Μονεμβασιάς να αναδύεται από τη θάλασσα με το βυζαντινό κάστρο στην κορυφή του. Ήταν τότε 21 ετών, σπουδαστής στο Κέιμπριτζ, ήδη γνώστης της ελληνικής, την οποία διδάχθηκε από την ηλικία των επτά χρόνων και αφού είχε μάθει γαλλικά και λατινικά. Ο γιός των Φιλελεύθερων νομικών με έντονη πολιτική δραστηριότητα (οι γονείς του ήταν το πρώτο ζευγάρι πού κάθισε μαζί στη Βουλή των Κοινοτήτων) σε καμιά περίπτωση δεν ήταν ένα συνηθισμένο αγόρι. Γλωσσομαθής, γοητευτικός, με κοινωνικές γνωριμίες, ο νεαρός Στίβεν γινόταν το επίκεντρο της προσοχής κάθε συντροφιάς. Προτού κλείσει τα 30 του χρόνια ήταν ήδη καθηγητής Πανεπιστημίου στο Κέιμπριτζ ως βυζαντινολόγος. Η καρδιά του όμως ήταν στα ταξίδια και στην έρευνα, ως «περιπλανώμενος λόγιος».

Αρχίζει τα ταξίδια σε όλο τον κόσμο, σε μία εποχή πού ο τουρισμός δεν έχει ακόμη εφευρεθεί και συναντά ανθρώπους μυθικούς: από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως τον Πού Γί, τον τελευταίο αυτοκράτορα της Κίνας. Όταν ξεσπά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, τοποθετείται ακόλουθος Τύπου στη Σόφια, φυγαδεύεται εν συνεχεία στο Κάιρο, μεταβαίνει στα Ιεροσόλυμα και ύστερα από πρόσκληση της Τουρκίας πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη. Σε συνέντευξή του στο «Βήμα» το 1997 διηγήθηκε, πώς βρέθηκε στην πόλη των μελετών του. «Ο πρόεδρος Ινονού περπατούσε στην πόλη και ρωτούσε για διάφορα κτίρια, πού έβλεπε, και ουδείς γνώριζε να του πεί τίποτε περισσότερο πέραν του ότι ήταν Βυζαντινά. Πρόσταξε, λοιπόν, να του βρούν αμέσως έναν καθηγητή. Ο άγγλος πρόξενος στην Τουρκία έτυχε να είναι μαθητής μου και έτσι βρέθηκα να οργανώσω έδρα Βυζαντινών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης».

Τρία χρόνια από το 1942 ως το 1945 ο Στίβεν Ράνσιμαν διδάσκει στο λίκνο του μεσαιωνικού ελληνισμού Βυζαντινή Ιστορία και Τέχνη. Το 1945 έρχεται στην Ελλάδα, για να διευθύνει δύο χρόνια το Βρετανικό Συμβούλιο και να γνωρίσει, μεταξύ άλλων, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Αγγελο Σικελιανό και τον Δημήτρη Χόρν.

Ο Στήβεν Ράνσιμαν χρίζεται ιππότης το 1958 από τη βασίλισσα Ελισάβετ και δίνει διαλέξεις σε όλα τα μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα του κόσμου. Όσοι είχαν την τύχη να τον ακούσουν, συμφωνούν ότι ήταν ένας αξέχαστος ομιλητής, όπως για παράδειγμα όταν διηγούνταν με μελαγχολία αλλά και σπαραγμό τις τελευταίες στιγμές μίας χιλιόχρονης αυτοκρατορίας, καταδικασμένης να χαθεί, αλλά πολύ περήφανης για να παραδοθεί. Συνεργάζεται επίσης με το Βρετανικό Μουσείο, το Μουσείο Βικτόρια και Αλμπερτ, τη βιβλιοθήκη του Λονδίνου και τιμάται με πολυάριθμα πανεπιστημιακά διπλώματα, ενώ και η Ελλάδα του αναγνωρίζει τη συμβολή του στη μετάδοση μίας εικόνας θετικής για την από πολλούς παραγνωρισμένη περίοδο της ελληνικής ιστορίας : ο ίδιος έχει τιμηθεί με το χρυσό μετάλλιο της πόλης των Αθηνών (1990), δρόμοι στον Μυστρά και στη Μονεμβασιά φέρουν το όνομά του, ενώ στην απονομή των βραβείων Ωνάση το 1997 ο σέρ Στίβεν Ράνσιμαν μοιράζεται το βραβείο για τον Πολιτισμό με την κυρία Ντόλυ Γουλανδρή. Και με μία κίνηση συμβολική διαθέτει το χρηματικό έπαθλο, πού το συνοδεύει, για την αναστήλωση του βυζαντινού πύργου του Πρωτάτου στο Άγιον Όρος.

Ο «προπαγανδιστής» αυτού του κομβικού μέρους της ιστορίας μας ήταν πολυγραφότατος. Την εκπληκτική μονογραφία του για τον «Αυτοκράτορα Ρωμανό Λεκαπηνό και τη βασιλεία του» (1929) ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, «Το πρώτο βουλγαρικό κράτος» (1930), «Βυζαντινός πολιτισμός» (1993) και η τρίτομη «Ιστορία των Σταυροφοριών» (1951, 1954), το γνωστότερο έργο του, πού άλλαξε την αντίληψη του δυτικού κόσμου για τις Σταυροφορίες, κλίνοντας «σαφώς προς την πλευρά του Βυζαντίου έναντι της μισαλλοδοξίας και του πλιάτσικου στο οποίο επιδιδόταν η Δύση», όπως έγραψε η εφημερίδα «The Times». Σημαντικά έργα του επίσης είναι «Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως» (1965), «Βυζαντινή θεοκρατία» (1977) και άλλα.

Ο σέρ Στίβεν Ράνσιμαν δεν παντρεύτηκε ποτέ και έφυγε πλήρης ημερών το φθινόπωρο του 2000. Η ζωή του κύλησε περίπου όπως ο ίδιος όρισε την ιστορία. «Δεν είναι μία σειρά λιμνούλες με στάσιμα νερά, αλλά ένας ποταμός πού τρέχει ασταμάτητα και ορμητικά».

Συνεχίζεται…