Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Εορτασμός… της Αναλήψεως στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας

13 Μαΐου 2010

Εορτασμός… της Αναλήψεως στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας

Η Λέκα-Παναγία


VatopaidiFriend: Η Βασιλική Ράλλη, η οποία γεννήθηκε στη Θέρμη της Λέσβου λίγους μήνες μετά την Μικρασιατική καταστροφή, και με καταγωγήαπό το Μοσχονήσι της Μικράς Ασίας αφού άκουσε από συμπατριώτες της ις ιστορίες και τα βάσανα κτης ζωής τους τα επεξεργάστηκε και μας τα μεταφέρει λογοτεχνικά και σε μας. Από τις πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες που υπάρχουν στο βιβλίο και το οποίο είναι έκδοση του Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» Βατοπαίδι Χαλκιδικής θα αναρτήσουμε στο ιστολόγιό μας κάποια μικρά απόσπάσματα.

Πρέπει δε να πούμε ότι η συγγραφέας του βιβλίου κα Βασιλική Ράλλη είναι η πρώτη που δέχθηκε σε ενύπνιο τις υποδείξεις του Αγίου Ραφαήλ και τις συνοδείας του σχετικά με την αποκάλυψη των λειψάνων τους μέσα στο κτήμα της, στο χώρο αυτό που σήμερα είναι η Ιερά Μονή Αγίου Ραφαήλ.

Στο Γενί-Σεχίρ προοριζόταν να σταματήσει η βοδάμαξα πού μετέφερε τον Παρασκευά με την οικογένεια του. Ήταν νύχτα όταν έφθασαν στο σταθμό. Κι ήταν μια νύχτα βροχερή, ανταριασμένη!… Λυσσομανούσε ο άνεμος κι ο βουρκωμένος ουρανός ήταν έτοιμος να ξεσπάσει σ΄ ατέλειωτο κλάμα.

Κατέβηκαν από το αμάξι σαστισμένοι, αλαλιασμένοι, σαν χαμένοι!

Αφού έγινε η καταμέτρηση των ατόμων από τους τσανταρμάδες, αφέθησαν μετά ελεύθεροι για νάβρουν κατάλυμα να περάσουν την νύχτα.

Όσοι πρόλαβαν μπήκαν σ΄ ένα χάνι πού ήταν κοντά στο σταθμό. Οι άλλοι κούρνιασαν κάτω από τα υπόστεγα του σταθμού.

Σε λίγο ξέσπασε κι η μπόρα μ΄ αστραποβόλια, πού σαν σπαθιά έσχιζαν την κατάμαυρη ράχη τ΄ ουρανού. Ασφυχτικά γεμάτο από πρόσφυγες ήταν το χάνι. Ζαρωμένοι σε μια γωνιά ο Παρασκευας με την Ειρήνη προσπαθούσαν να μερώσουν τα παιδιά πού έκλαιγαν φωναχτά κι ασταμάτητα. Πεινούσαν και νύσταζαν!

– Ειρήνη, ξέρεις τί μέρα είναι σήμερα; ρώτησε για μια στιγμή ο Παρασκευας μ’ ενα βαθύ αναστεναγμό.

– Πώς να ξέρω; αποκρίθηκε με παράπονο η Ειρήνη. Η ταλαιπωρία τόσου μακρινού ταξιδιού κι ο καημός για τον άδικο χαμό της μάνας μου μού έχουν θολώσει το μυαλό. Σωστό πτώμα νιώθω τον εαυτό μου. Απορώ κι η ίδια πώς ακόμα κρατιέμαι στη ζωή.

– Καημένη Ειρήνη! ψιθύρισε ο Παρασκευας μ΄ ένα βούρκωμα στα μάτια. Σήμερα είναι η γιορτή της Αναλήψεως. Σαράντα περίπου μέρες βαδίζομε στο φριχτό Γολγοθά μας!… Αλλά κάνε κουράγιο… Εκείνος πού θυσιάστηκε για την αγάπη των ανθρώπων θα στείλει κάποια μέρα και σε μας την ποθητή Ανάσταση!…

Αντί γι΄ απάντηση η Ειρήνη ξέσπασε σε κλάμα γοερό, ψελλίζοντας ανάμεσα στα δάκρυα της:

– Της Αναλήψεως!… Θεέ μου, τόσα μερόνυχτα μέσα στη βοδάμαξα!… Και τώρα μέσα σ΄ αυτό το υγρό χάνι!… Κι η σκέψη της με λαχτάρα και πόνο ανέτρεξε στα γελαστά ακρογιάλια της πατρίδας της, στο Μοναστήρι της Λέκα-Παναγιάς, πού εκεί πάντα γιόρταζαν πανηγυρικά οι Μοσχονησιώτες τη χαρμόσυνη αυτή ημέρα. Μέσα στο ανθοστόλιστο περιβόλι του Μοναστηρίου, πού έσμιγε με την ασημόχρυση αμμουδιά της ακρογιαλιάς. Και γελούσε η θάλασσα κάτω από ο αστραποβόλημα του ήλιου, γελούσε όλη η φύση γύρω τους, γελούσε κι η καρδιά τους αναγαλλιασμένη από την ευωδιά των ανθισμένων δέντρων και την αλμύρα της θάλασσας!… Αλήθεια, αυτές οι γλυκιές θύμησες στην τωρινή τους άχαρη ζωή, σαν δίκοπο μαχαίρι της τρυπούσαν την καρδιά. Μα έπρεπε να κάνει κουράγιο για το χατίρι των παιδιών της και του ταλαίπωρου συντρόφου της ζωής της, πού είχε καταντήσει η σκιά του εαυτού του.

Πέρασε η νύχτα βασανιστικά ατέλειωτη. Κι έφεξε η αυγή χλωμή, θλιμμένη κι αυτή σαν την καρδιά των πονεμένων αυτών ανθρώπων, των ξερριζωμένατν από την πατρίδα τους και τη θαλπωρή του σπιτιού τους.

Γέμισαν οι δρόμοι του Γενί-Σεχίρ από πρόσφυγες. Με βαθειά χαραγμένα τα σημάδια του πόνου στο πρόσωπό τους άρχισαν να ψάχνουν στις γειτονιές για ΄νά βρούνε κατάλυμα να μείνουν.

Μέχρι το μεσημέρι έψαχνε ο Παρασκευάς. Τον ακολουθούσε η Ειρήνη κρατώντας το ένα παιδί στην αγκαλιά και τ΄ άλλο από το χέρι. Κι αναγκάσθηκε μερικές φορές να χτυπήσει την πόρτα κάποιου σπιτιού ζητώντας παρακλητικά λίγο ψωμάκι για τα παιδιά… Και μαζί με τις σταγόνες της βροχής πού της χτυπούσαν κάθε τόσο το πρόσωπο, έτρεχε κι από τα μάτια της η βροχή της ψυχής της!… Βιώματα τραυματικά, π΄ ανοίξανε βαθειές πληγές στις καρδιές εκείνων πού τα ζήσανε. Τέλος σε μια απόμερη γειτονιά του Γενί-Σεχίρ κατόρθωσαν να νοικιάσουν ένα δωμάτιο σε κάποιο μεγάλο σπίτι όπου είχαν εγκατασταθεί κι άλλοι πρόσφυγες.

Η ανθρώπινη φαντασία όσο κι αν προσπαθήσει δεν θα μπορέσει ποτέ να συλλάβει στην πραγματικότητα το μέγεθος της συμφοράς, πού έπληξε τους Μοσχονησιώτες και Αϊβαλιώτες κατά τα δίσεκτα χρόνια του ξερριζωμού τους από την πατρίδα.

Χρόνια φρικτά, ανεκδιήγητα!… Πείνα, κακουχία, εξευτελισμός, εκμηδένιση ολοκληρωτική της ανθρώπινης αξίας. Νοικοκυροπούλες διαλεχτές, πού είχαν επιστρατεύσει τους άνδρες τους οι Τούρκοι, αναγκάζονταν να ζητιανεύουν για να ζήσουν τα ορφανά τους. Και πολλές απ΄ αυτές πέθαιναν μέσα στο δρόμο. Και σαν να μην έφθανε αυτή η συμφορά, έπληξε την προσφυγιά και μια επιδημία εξανθηματικού παράτυφου. Δεκάδες πέθαιναν καθημερινά χωρίς γιατρό και φάρμακα, μέσα σε σκοτεινά υπόγεια και υγρές αποθήκες. Οι Τούρκοι φόρτωναν τα πτώματα στα κάρα και τα έθαπταν σε ομαδικούς τάφους μέσα στα χωράφια χωρίς παπά και νεκρώσιμη ακολουθία.

Η φοβερή αυτή επιδημία έπληξε και το δύστυχο Παρασκευά. Καθώς ήταν εξαντλημένος από την ταλαιπωρία πού είχε υποστεί, έπεσε στο κρεβάτι του πόνου σε αξιοθρήνητη κατάσταση.

Απελπισμένη ήταν η Ειρήνη. Τα λιγοστά χρήματα πού είχε στο κομπόδεμά της είχαν τελειώσει. Ευτυχώς πού είχε μερικά κοσμήματα μαζί της. Αυτά άρχισε να πουλά ένα-ένα στις χανούμισσες, για να μπορέσει ν΄ ανταπεξέλθει στην απελπιστική οικονομική κατάσταση πού βρισκόταν.

Ζαρωμένος στο φτωχικό του στρώμα ο Παρασκευάς, παρ΄ όλο τον πυρετό και την εξάντληση πού ένιωθε, δεν έπαυε να προσεύχεται. Ακόμα να δίνει με τα ενθαρρυντικά του λόγια κουράγιο στη γυναίκα του, προσπαθώντας να τονώσει το ηθικό της και ν΄ αναπτερώσει την ελπίδα της στον Θεό. Ο πιστός αυτός χριστιανός μέσα στο ισχνό κορμί του έκλεινε μια μεγάλη κι ακατάβλητη καρδιά, πού τούδινε τη δύναμη ν΄ αντιμετωπίζει με ηρεμία και χαμόγελο στα χείλη την κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής του. Ποτέ δεν άφηνε τον εαυτό του να τον κυριεύσει η απόγνωση. Με πυξίδα την ακατάβλητη πίστη προς τον Θεό πορευόταν αγόγγυστα στο δρόμο της ζωής, όσο δύσβατος κι αν ήταν.

Τώρα πιά δεν υπήρχε λόγος να κρύβεται. Ο φόβος της σύλληψης είχε εκλείψει. Ένιωθε λεύτερος, ψυχικά ξεκούραστος. Το μόνο πού τον στενοχωρούσε ήταν πού το Γενί-Σεχίρ ήταν σχεδόν τουρκοχώρι. Εκτός από ένα χριστιανό φούρναρη και μερικές άλλες χριστιανικές οικογένειες, όλοι οι άλλοι ήταν Τούρκοι. Κι ούτε χριστιανική εκκλησία υπήρχε για να πάνε οι χριστιανοί να προσευχηθούν. Κι αντί για το γλυκόλαλο χτύπο μιας καμπάνας, δεν ακουγόταν παρά μονάχα η γοερή κραυγή του μουεζίνη πάνω από τον μιναρέ του τζαμιού. Η κατάσταση αυτή εκνεύριζε τον Παρασκευά. Γι΄ αυτό και έβαλε στο μυαλό του την ιδέα να φύγουν από το Γενί-Σεχίρ. Κάτι τούλεγε μέσα του, μια διαίσθηση, πώς σε κάποιο από τ΄ άλλα τουρκοχώρια θάβρισκε χριστιανούς, θάβρισκε εκκλησία, ακόμα και κάποια εργασία για να μπορέσουν ν΄ αντεπεξέλθουν στο οικονομικό πρόβλημα πού τους στενοχωρούσε.

Μόλις συνήλθε από την αρρώστια κι ανέκτησε τις δυνάμεις του, ανακοίνωσε την απόφαση του αυτή στη γυναίκα του. Κι ενα πρωινό, αφού προσευχήθηκε επικαλούμενος τη βοήθεια του Θεού, πήρε το δρόμο για ν΄ ανιχνεύσει τα γύρω χωριά.

Πηγή: Βασιλική Ράλλη, Ο Γολγοθάς του Ελληνισμού τρης Ανατολής Αληθινές ιστορίες από την καταστροφή, § Παρασκευάς Αναγνώστης ο άνθρωπος του Θεού, §§ Εξόριστοι στη Βιθυνία, Εκδόσεις Άγιος Αρσένιος, Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» Βατοπαίδι Χαλκιδικής, Α΄έκδοσις, Μάϊος 2007