Θεολογία και Ζωή

Κουράστηκε ο κόσμος από λόγια. Έργα ζητάει

17 Ιουνίου 2010

Κουράστηκε ο κόσμος από λόγια. Έργα ζητάει

  Η ΑΓΑΠΗ

 Ένας ευλαβής ιερέας κάθεται στο γραφείο του και συζητεί ήρεμα με ένα επισκέπτη του. Για πολλά και διάφορα. Μα έχει και την καλή αρχή, να προσπαθεί πάντοτε να οδηγήσει τους συνομιλητές του σε μια καλύτερη μορφή πνευματικής ζωής, κάνοντάς τους κάποια ερώτηση, που δίνει αφορμή για βαθύτερη συζήτηση.
– Να σας κάνω μια ερώτηση, τέκνον;

 – Χαρά μου, πάτερ.

– Πόσες είναι οι εντολές του Θεού; Ένδεκα, πάτερ!

– Βλέπεις, παιδί μου, (είπε με ευγενικό χαμόγελο ο αγαθός λευίτης), ότι συ ξέρεις μια εντολή περισσότερο από εμένα! Θα ήθελες να μου ειπείς, ποιά είναι η ενδέκατη εντολή;

Η αγάπη, πάτερ. Δεν είπε ο Κύριος στο άγιο Ευαγγέλιο, “εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους”; Δεν είναι η εντολή αυτή, η “καινή εντολή” του Χριστού, η ενδέκατη εντολή της νομοθεσίας του Θεού;

Ενθουσιάστηκε από την περιεσκεμμένη αυτή απάντηση ο παπάς. Σηκώθηκε, του έσφιξε θερμά το χέρι και τον φίλησε στοργικά στο μέτωπο, λέγοντας: Μπράβο, παιδί μου. Ωραία παρατήρηση. Προσπαθώ να την βιώνω, χωρίς να την έχω έτσι προσέξει. Σε συγχαίρω και Σε ευχαριστώ.
Η εντολή της αγάπης είναι η πιο μεγάλη από όλες. Όταν ο άνθρωπος έχει αγάπη τηρεί όλες τις εντολές σε τέλειο βαθμό. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος λέει: • “Πλήρωμα νόμου η αγάπη”.• “Η αγάπη είναι σύνδεσμος τελειότητας”. Κουράστηκε ο κόσμος από λόγια. Έργα ζητάει. Αυτά πείθουν. Αυτά συγκινούν. Αυτά χορταίνουν την καρδιά.
• Να πάμε εθελοντικά να ξενυχτίσομε κοντά στον άρρωστο.
• Να τρέξουμε να βοηθήσουμε τον κατατρεγμένο· το ορφανό· την χήρα.
• Να ψάξουμε να βρούμε τον πονεμένο.• Να αναζητήσουμε τον πλανεμένο, και να τον πάρουμε από το χέρι με στοργή και αγάπη να τον οδηγήσουμε στο Πανδοχείο της θείας χάρης, στην Εκκλησία, στην εξομολόγηση, στην θεία Κοινωνία.

 * * *

Ένα παλληκάρι είκοσι δύο χρονών, είχε τελειώσει τις σπουδές του και ήταν έτοιμο να αρχίσει τη σταδιοδρομία του. Μα έχοντας καλωσύνη στην καρδιά του, αγάπη και ζήλο, πήρε την απόφαση να πάει να υπηρετήσει για λίγο σε μία ιεραποστολή στην Αφρική. Και πήγε. Και πρόσφερε πολλά. Με την σωματική του εργασία. Και με την καλωσύνη του. Εκεί έμαθε, πως σε κάποιο απόμερο χωριό, η Εκκλησία είχε φτιάξει ένα ευαγές ίδρυμα, για να ανακουφίζει την δυστυχία. Ήταν ένα λεπροκομείο! Γεμάτος ζήλο ο νεαρός ζήτησε να πάει και εκεί. Να τους προσφέρει κάτι από τον εαυτό του. Του φάνηκε κακό, να αποφύγει να δει τον πόνο, και να αφήσει τους αδελφούς του να τον υποφέρουν μόνοι τους, χωρίς σε κάτι να τους βοηθήσει!
Με συγκίνηση τον άκουσε ο υπεύθυνος για την ιεραποστολή στην χώρα εκείνη αρχιμανδρίτης. Έβλεπε ένα λεβέντη να λάμπει από χαρά στην σκέψη, πως θα ελάφρυνε τον πόνο σε κάποιο αδελφό μας.! Και τον ευλόγησε με όλη του την ψυχή! Και να, μετά από λίγες ήμερες ο νεαρός μας βρέθηκε στο λεπροκομείο. Και εκεί ρίχτηκε στη δουλειά. Άρχισε να γλυκαίνει με την καλοσύνη του τον πόνο. Έχυνε με την στοργή του και την τρυφερότητά του βάλσαμο στις πονεμένες από την απελπισία της ανίατης ασθένειας ψυχές τους. Και οι λεπροί, που μέχρι τότε έβλεπαν να τους υπηρετούν με αηδία, κατάλαβαν! Είδαν τον νεαρό σαν ανοιξιάτικο κρίνο, σαν άγγελο από τον ουρανό. Και ήταν πραγματικά άγγελος και στην μορφή και στην ψυχή. Και τον αγάπησαν με όλη τους την ψυχή.
Είχε πάει εκεί για έξι μήνες. Και σιγά-σιγά οι ήμερες πέρασαν. Και ήρθε η ώρα να φύγει. Μα στάθηκε αδύνατο. Γιατί μόλις οι λεπροί το έμαθαν σκοτείνιασαν οι καρδιές τους και βούρκωσαν τα μάτια τους! – Μη μας αφήνεις!…Αυτά τα λόγια έβγαιναν από καρδιά και χείλη. Και έκλαιγαν με λυγμούς. Και ο νεαρός λύγισε. Επιτρέπεται, σκέφτηκε, να αφήσεις αυτούς τους δυστυχισμένους;

Και πήρε την απόφαση να μείνει εκεί για πάντα. Και έγραψε στον υπεύθυνο για την Ιεραποστολή: Σεβαστέ πάτερ, πέρασαν οι έξι μήνες, που μου είχατε αναθέσει να μείνω κοντά στους λεπρούς. Τώρα θα έπρεπε να έχω γυρίσει κοντά σας. Μα δεν έχω την δύναμη να περάσω την πόρτα του λεπροκομείου προς τα έξω. Αισθάνομαι, πως δεν έχω τη δύναμη να τους αποχωρισθώ. Ζητώ την ευχή σας να μείνω εδώ για πάντα!

Και έμεινε. Για πάντα. Έγινε και κληρικός. Και υπηρετούσε, όλη του την ζωή, τους λεπρούς. Σωματικά και ψυχικά. Και τους έκαμε με την πίστη και την καλωσύνη του, να γεμίσουν από παρηγοριά και από πίστη και αφοσίωση και ελπίδα στο Χριστό.
Μα πέρασαν τα χρόνια. Γέρασε. Έπαψε πια να μπορεί να προσφέρει κάτι. Μα δεν ηθέλησε ποτέ να φύγει. Λίγο πριν πεθάνει, κάλεσε τον διάδοχο του, και του είπε με δάκρυα στα μάτια:
Σου παραδίνω ψυχές λεπτές. Είναι ραγισμένες από τον πόνο.
Δυο δάκρυα κύλισαν στα μάτια του, και παρέδωκε την ψυχή του στα χέρια του Θεού.

Μπορεί κανείς να φαντασθεί, τί πένθος απλώθηκε στον χώρο του λεπροκομείου! Έκλαιγαν απαρηγόρητα. Θρήνος σπαρακτικός αντηχούσε παντού. Και όλοι προσπαθούσαν να δείξουν με κάποιο τρόπο την ευγνωμοσύνη τους στην κηδεία του μεγάλου ήρωα της θυσίας και της αγάπης. Μια κοπέλα έκοψε τα μαλλιά της και τάβαλε αντί για λουλούδια στο φέρετρό του. Και μια μητέρα, πήρε από το δωμάτιο της την φωτογραφία του παιδιού της, την γλυκύτερη της συντροφιά, και του την πρόσφερε αντί για λουλούδια.

Αλλά και ποιός θα διαβάσει την ιστορία αυτή και δεν θα κλάψει;
Ας χύσουμε και μείς δύο δάκρυα, σαν σιωπηλή διαμαρτυρία για την σημερινή κατάντια της ανθρωπότητας, που ξέχασε την καλωσύνη και την αγάπη, και κινείται σε όλα με αυταρέσκεια και εγωκεντρισμό.

 («Θύρα ελέους», εκδ. Ι.Μ.Νικοπόλεως)