Υπόθεση Μονής Βατοπαιδίου

Αποκάλυψη τώρα για το σκάνδαλο Βατοπεδίου

6 Ιουλίου 2010

Αποκάλυψη τώρα για το σκάνδαλο Βατοπεδίου

Η αμφισβήτηση των χρυσόβουλων σημαίνει άγνοια κινδύνου ή εθνική προδοσία

Πίσω από το σκάνδαλο με τις ανταλλαγές των ακινήτων μεταξύ του Δημοσίου και της Λίμνης Βιστωνίδας, υπάρχει ένα πλούσιο παρασκήνιο, το οποίο φτάνει ακόμα και στα εθνικά θέματα. Όποιοι δεν το γνωρίζουν πρέπει ναπληροφορηθούν ότι τα περίφημα οθωμανικά χρυσόβουλα, με τα οποία εκχωρήθηκε η κυριότητα της Λίμνης Βιστωνίδας στη Μονή του Αγίου Όρους, δεν είναι τα μοναδικά που καθορίζουν ιδιοκτησίες. Χρυσόβουλα καθορίζουν και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των Πατριαρχείων. Αν υπάρχουν πολιτικοί ή άλλοι που το ξέρουν και το αμφισβητούν, σκοπίμως θυσιάζουν πάγια εθνικά συμφέροντα στη συγκυριακή μικροκομματική σκοπιμότητα. Όποιοι το κάνουν από άγνοια, οφείλουν να μάθουν τις συνέπειες που θα είχε η αμφισβήτηση των χρυσόβουλων. Όσοι με τις αποφάσεις τους, άμεσα ή έμμεσα, καθορίζουν τις εξελίξεις στην υπόθεση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος στο Άγιο Όρος θα πρέπει να γνωρίζουν ότι τα γεγονότα παρακολουθούν με ζωηρό ενδιαφέρον και προσοχή -εσχάτως και με ανησυχία- γειτονικά κράτη και οι ισχυρές, σχεδόν κρατικές ορθόδοξες Εκκλησίες τους που έχουν στο Άγιο Όρος μοναστικές αδελφότητες: η Σερβία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, προπάντων μάλιστα η Ρωσία.

Με ενδιαφέρον όμως -και ίσως με αναπτερωμένες τις ελπίδες τους – παρακολουθούν τις εξελίξεις και προσβλέπουν σε λάθος αποφάσεις, κράτη και Εκκλησίες μακριά από τη γειτονιά μας, στους Αγίους Τόπους, ώστε να σπεύσουν και να λύσουν υπέρ τους έριδες ετών. Τι εθνικούς κινδύνους κρύβει ο λάθος χειρισμός από όλους τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση Βατοπεδίου; Ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις οι οποίες ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να παίζουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο στη διεθνή σκακιέρα, που είχαν ζητήσει και επιδιώκουν ακόμα και σήμερα τη διεθνοποίηση του Αγίου Όρους; Ποιοι θα ωφεληθούν και ποιοι θα χάσουν από τους λάθος χειρισμούς στο θέμα; Γιατί αγωνιά ο Οικουμενικός Πατριάρχης και τα άλλα Πατριαρχεία; Ξεχάστηκαν τόσο γρήγορα όσα έγιναν στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων; Γιατί η εξεταστική επιτροπή, διά στόματος του προέδρου του Μανώλη Μπεντενιώτη, αρνείται να εξετάσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς – χρυσόβουλα, αφήνοντας μετέωρα τόσα κρίσιμα θέματα, με απρόβλεπτες συνέπειες;

Η Λίμνη Βιστωνίδα

Σε όλα αυτά τα ερωτήματα απαντά με τρόπο αποκαλυπτικό ο ειδικός στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Κονιδάρης, στην κατάθεσή του στην Εξεταστική Επιτροπή. Ο καθηγητής ανέλυσε στους βουλευτές ότι το 1922 οι υπουργοί Παπαναστασίου και Μπακλάμπασης έφεραν νόμο, με τον οποίο η Μονή Βατοπεδίου παραχώρησε στο δημόσιο 35.000 στρέμματα που είχε στην κυριότητα της στη Χαλκιδική. Από την πλευρά του, το δημόσιο παραιτήθηκε πάσης αξιώσεως επί της λίμνης με τα ιχθυοτροφεία αυτής και την παραλίμνια έκταση. Ο καθηγητής ήταν ξεκάθαρος. Απαντώντας σε ερωτήσεις του βουλευτή της Ν.Δ., Ευριπίδη Στυλιανίδη, αποδεικνύει ότι τα χρυσόβουλα είναι έγκυρα και σημαντικής αξίας έγγραφα. «Η Αγία Αικατερίνη του Σινά στηρίζει όλα τα περιουσιακά δικαιώματα της σε έναν ακτιναμέ του Μωάμεθ, δηλαδή σε ένα τουρκικό έγγραφο. Αυτούς τους τίτλους εμείς εδώ κάπως τους λοιδορούμε. Για μένα είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα χρυσόβουλα είναι τίτλοι. Για τα χρυσόβουλα και όλους τους τίτλους κυριότητας των εκάστοτε κρατούντων να μην έχουμε καμία αμφιβολία ότι είναι πολύ σημαντικοί. Πιστεύω ότι και εθνικοί λόγοι επιβάλλουν να είμαστε πολύ προσεκτικοί σε αυτά, διότι όλα αυτά τα προσκυνήματα έχουν μεγάλη αξία», τόνισε. Πέρα από την περίπτωση των Αγίων Τόπων, ο I. Κονιδάρης επεσήμανε ότι η αγιορίτικη Μονή Ιβήρων έχει μετόχι στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας και δεν το αμφισβητεί κανένας. «Είναι αναγνωρισμένο και από τη νέα ηγεσία και από την ισχυρότατη ρωσική Εκκλησία», πρόσθεσε. Μάλιστα, διατύπωσε την εκτίμηση ότι σε περίπτωση προσφυγής στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, η Μονή Βατοπεδίου «έχει χρηστές ελπίδες να δικαιωθεί» για το ιδιοκτησιακό καθεστώς.

Η κοινοχρησία

Με τις απόψεις του καθηγητή συμφώνησε και ο πρόεδρος της Εξεταστικής Μανώλης Μπετενιώτης. Απαντώντας στις ερωτήσεις του, ο I. Κονιδάρης επεσήμανε ότι «η κοινοχρησία της λίμνης δεν εξυπακούεται ούτε συνεπάγεται αυτομάτως κοινοκτησία. Στο ιδιόκτητο, δεν αποκλείεται να υπάρχει κοινοχρησία. Δηλαδή, έχουμε μία ιδιωτική λίμνη, αλλά έχει κοινοχρησία». Στην ερώτηση του Μαν. Μπετενιώτη εάν η λίμνη είναι εκτός συναλλαγής, ο καθηγητής ήταν πάλι σαφής: «Όχι, δεν είναι εκτός συναλλαγής», όπως προκύπτει και από τη γνωμοδότηση Δωρή.

Ακολουθεί ο εξής διάλογος:

ΜΠΕΤΕΝΙΩΤΗΣ: «Μπορεί μία λίμνη, ένα δάσος να είναι εντός συναλλαγής;»

ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ: «Το Άγιο Όρος και τα εκτός Αγίου Όρους κείμενα εξαιρούνται ρητά και από τον αρχαιολογικό νόμο. Μπορείτε να το δείτε στη γνωμοδότηση μου. Υπάρχει ειδικό καθεστώς».

ΜΠΕΤΕΝΙΩΤΗΣ: «Είναι έτσι όπως το λέτε. Μπορεί να είναι εντός συναλλαγής οι λίμνες, τα ποτάμια και τα ιστορικά μας μνημεία;» ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ: «Κατά μία άποψη, βεβαίως. Όχι τα ποτάμια και οι λίμνες. Οι συγκεκριμένες λίμνες».

Επίσης, αναφέρει ο καθηγητής στην κατάθεση του στην Εξεταστική Επιτροπή ότι «το κράτος, εάν ήθελε να αποκτήσει και την ιδιοκτησία της λίμνης -διότι την κοινοχρησία την έχει, δηλαδή είναι κοινόχρηστη η λίμνη- θα έπρεπε τότε την κοινοκτησία να την αποκτήσει με απαλλοτρίωση, ούτως ώστε να πάρει και την ιδιοκτησία της λίμνης. Είναι απλούστατο. Το κράτος απαλλοτριώνει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας της Μονής επί της λίμνης, το πληρώνει και παίρνει και την ιδιοκτησία επί της λίμνης. Οπότε, το κοινόχρηστο με το κοινόκτητο γίνονται μαζί ένα». Ευθέως ο I. Κονιδάρης κατηγόρησε το ελληνικό δημόσιο ότι είναι αναξιόπιστο, από τη στιγμή που «τους ίδιους τίτλους που εδέχθη για να μεταβιβαστεί η κυριότητα των κτημάτων της Μονής στο δημόσιο, δεν τους αναγνωρίζει για την άλλη πλευρά». Τόνισε ότι «το δημόσιο πήρε 35.000 στρέμματα από τη Μονή κατά κυριότητα (σ.σ. στη Χαλκιδική με τον νόμο Παπαναστασίου το 1922). Έγινε σύμβαση και τα πήρε. Τι τίτλους δέχθηκε το δημόσιο και πήρε αυτά τα 35.000 στρέμματα στη Χαλκιδική, που γνωρίζετε τι αξία έχουν σήμερα; Ταπία, χρυσόβουλα, τίτλους Σέρβων ηγεμόνων κ.λπ.»

Πηγή: Γιάννης Κορίνθιος, εφημερίδα «Άποψη», σελ. 20, Σάββατο 26 Ιουνίου 2010