Θαύματα και θαυμαστά γεγονότα

Μεγάλο θαύμα στη Σερβία (1ο μέρος)

8 Ιουλίου 2010

Μεγάλο θαύμα στη Σερβία (1ο μέρος)

Ο άσχετος με τη Χριστιανική πίστη ο Σέρ­βος Ντούσαν (ανάπηρος πολέμου) γίνεται ξαφνικά πιστός Χριστιανός ύστερα από ένα όραμα. Οι μοναδικές περιγραφές του για τον Παρά­δεισο και την Κόλαση που είδε με θαυμαστό τρόπο. Τι είδε και τι γνώρισε στον άλλο κόσμο. Απίστευτες λεπτομέρειες που προβληματίζουν κάθε άνθρωπο. Πρωτόγνωρες εμπειρίες, ωφέλιμα διδάγμα­τα και προτροπές για όλους.

Δυο παράξενοι, ασυνήθιστοι ταξιδιώτες μπαίνουν στο αμάξι μου

Θα προσπαθήσω να σας εξιστορήσω, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια, τα αληθινά γεγονότα που έζησα στις 11 Ιουλίου 1976, στα σαράντα οκτώ χρόνια της ζωής μου. Χάρις σ’ αυτά τα πνευματικά οράματα που είδα, άλλαξε από τότε η ζωή μου όλη.

Ως ανάπηρος πολέμου, πηγαίνω κάθε χρόνο για θερα­πεία σε κάποιο από τα ιαματικά μας Λουτρά. Έτσι και κείνη τη χρονιά του 1976, στο τέλος του Ιουνίου, και αρχές Ιουλίου, το πέρασα στα Λουτρά της Ματαρούσκα. Διέμενα στο ξενοδοχείο «Ζίτσα».

Μετά από δέκα μέρες θεραπείας, διέκοψα στις 9 Ιου­λίου προσωρινά τη διαμονή μου στα Λουτρά λόγω επι­στροφής στο σπίτι μου στο Κραγκούγιεβατς, για να παραστώ την επομένη μέρα, σε ετήσιο μνημόσυνο. Ήταν κάποια στενή μου συγγενής.

Μετά την τέλεση του μνημόσυνου κίνησα, την άλλη μέρα, στις 11 Ιουλίου, λίγο πριν τις δέκα, με το αυτοκί­νητο μου από το Κραγκούγιεβατς για τα Λουτρά της Ματαρούσκα για να συνεχίσω τη θεραπεία που άρχισα.

Όταν έφτασα στη γέφυρα του Ίμπαρ στο Κράλιεβο, υπήρχε διακοπή στη συγκοινωνία, που οφειλόταν, σύμ­φωνα με τη διήγηση των παρόντων οδηγών, σε μια σύγκρουση αυτοκινήτων που έγινε κοντά στο πρατήριο καυσίμων στο δρόμο προς το μοναστήρι της Ζίτσα. Η Τροχαία άφηνε εκ περιτροπής τα οχήματα πότε προς τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση. Αυτό καθυστερούσε την κυκλοφορία, αλλά σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχουν και καλύτερες λύσεις.

Βγαίνοντας από την γέφυρα πήρα το δεξιό δρόμο που πάει προς τη Ζίτσα. Σε απόσταση κάποιων δεκάδων μέτρων από τη γέφυρα βρίσκεται η τοπική στάση λεω­φορείων για τη μεταφορά ταξιδιωτών προς την κατεύ­θυνση Ζίτσα, και Λουτρά της Ματαρούσκα.

Στη στάση περίμεναν το λεωφορείο καμιά δεκαριά ταξιδιώτες, και ανάμεσα τους ένας καλόγερος και μια καλόγρια, «χτυπητοί» από την ωραία τους όψη.

Σ’ αυτό το τμήμα του δρόμου, το έδαφος είναι λίγο επικλινές και είχα καλή ορατότητα, ενώ η μικρή ταχύ­τητα που είχα, συνέβαλε, στο να προσέχω καλύτερα, τι συμβαίνει μπροστά μου.

Παρατήρησα, ότι ο καλόγερος ήταν μετρίου αναστή­ματος, εβδομηντάρης, με ασπρισμένο πυκνό και κυματι­στό γένι, αλλά από την κινητικότητα φαινόταν σαν πενήντα χρόνων. Φορούσε καλυμμαύχι καλυμμένο από μακρύ μαύρο επανωκαλύμμαυχο που έπεφτε στις πλά­τες. Στο στήθος του κρέμονταν από αλυσίδα ή κορδόνι ένα είδος εγκολπίου ή εικονιδίου, σαν την Αγία Θεοτό­κο με τον Ιησού Χριστό- ήταν πάντως γυναικείο πρόσω­πο με παιδί.

Η καλόγρια που στέκονταν δίπλα του φορούσε μακρύ μαύρο φόρεμα. Στο κεφάλι είχε το ίδιο καλυμμαύχι με τον καλόγερο, μόνο που το μαύρο βέλο της έπεφτε στουςώμους. Ήταν μετρίου αναστήματος, με μεγάλα πολύ ωραία μάτια. Στον τράχηλο της κρέμονταν Σταυρός και εγκόλπιο όπως και του καλόγερου.

Όλα αυτά λαμπύριζαν στον ήλιο. Εγώ τότε, δε γνώ­ριζα από καλογερική ενδυμασία.

Με την ύψωση του χεριού τους, ο καλόγερος και η καλόγρια, προσπαθούσαν να σταματήσουν οποιοδήποτε από τα αυτοκίνητα που περνούσαν από μπροστά τους, αλλά μάταια.

Κανένας από τους οδηγούς δεν έλεγε να σταματήσει, αν και σε πολλά οχήματα υπήρχαν θέσεις για δύο άτομα, ακόμη και για περισσότερα.

Μέσα μου κατέκρινα τους οδηγούς που μπορούσαν, αλλά δεν ήθελαν, να τους πάρουν. «Γιατί; Αναρωτήθη­κα φωναχτά». Αφού και οι καλόγεροι είναι άνθρωποι όπως εμείς. Γιατί όλοι γυρίζουν το κεφάλι τους όταν τους βλέπουν;

Δεν μπορούσα να υποφέρω αυτήν αδιαφορία προς τους καλόγερους και αποφάσισα να τους πάρω εγώ, στην περίπτωση που δεν θα τόκανε κάποιος άλλος, πριν από μένα. Δυστυχώς, κανένας τέτοιος δεν παρουσιάστηκε.

Μόλις έφτασα σχεδόν μπροστά τους, μου έκαναν και μένα σήμα να σταματήσω.

Αποδέχθηκα το κάλεσμα τους.

Βγήκα με το αυτοκίνητο από τη σειρά και σταμάτησα δίπλα στο δρόμο να τους πάρω…

Συνεχίζεται…

Πηγή: Ιωάννου Β. Στόγια , Ένα Μεγάλο Σύγχρονο Θαύμα, Ζωντανός στον άλλο κόσμο, Δράμα 2010, σ.5-7.