Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Λόκι ο πανούργος (Σκανδιναβικός μύθος)

6 Αυγούστου 2010

Λόκι ο πανούργος (Σκανδιναβικός μύθος)

ΟΙ ΘΕΟΙ ανησυχούσαν γιατί η κατοικία τους η Ασγάρδη δεν είχε τείχη για να τους προφυλάξουν από τους εχθρούς. Έτσι, όταν ένας καβαλάρης ήρθε και τους πρότεινε να χτίσει ένα τείχος, τον άκουσαν με ενδιαφέρον.

«Το τείχος θα είναι πανύψηλο και απόρθητο», τους είπε. «Σε δεκαοχτώ μήνες από σήμερα, θα έχετε ήσυχο το κεφάλι σας». «Και τι γυρεύεις για αμοιβή;» ρώτησε ο σοφός Όντιν. «Τη θεά Φράια», απάντησε ο ξένος, «καθώς και τον ήλιο και το φεγγάρι». Οι θεοί έγιναν έξω φρενών και ήταν έτοιμοι να τον πετάξουν έξω από την Ασγάρδη που τόλμησε να διανοηθεί ότι η όμορφη Φράια θα παντρευόταν ένα χτίστη. Αλλά ο παμπόνηρος  Λόκι, ο τρίκστερ, είπε: «Αν καταφέρεις να χτίσεις το τείχος σ’ έξι μήνες, εντάξει». Και στους θεούς ψιθύρισε: «Σε έξι μήνες θα έχει χτίσει μόνο το μισό τείχος, που θα το έχουμε και τζάμπα».

Ο ξένος έριξε άλλη μια ματιά στη Φράια, που έκλαιγε με χρυσά δάκρυα, και είπε ότι δέχεται, αρκεί να τον αφήσουν να χρησιμοποιήσει και το άλογο του για να κουβαλήσει τις πέτρες. Ο ξένος δούλευε όλο το χειμώνα. Με τη βοήθεια του αλόγου του, κατάφερε να πελεκήσει τις πέτρες και να υψώσει ένα γερό τείχος γύρω από την Ασγάρδη.

Το καλοκαίρι ζύγωνε και τους θεούς τους έπιασε απελπισία, καθώς, παρά τις προβλέψεις τους, ο χτίστης κόντευε να τελειώσει το τείχος.

«Για πολύ έξυπνο περνάς τον εαυτό σου, Λόκι», είπε ο Όντιν. «Εσύ μας έμπλεξες, εσύ να μας ξεμπλέξεις. Δε θα αφήσουμε τη Φράια να παντρευτεί τον ξένο, που ίσως να είναι μεταμορφωμένος γίγαντας. Και χωρίς τον ήλιο και το φεγγάρι, η ζωή θα γίνει αφόρητη. Κάνε κάτι!»

Ο Λόκι έστυψε το μυαλό του και τελικά είπε: «Χωρίς το άλογο, ο χτίστης δεν μπορεί να κουβαλήσει τις πέτρες και να τελειώσει το έργο του».

Ο Λόκι μπορούσε να αλλάζει σχήμα κι έτσι, εκείνη τη νύχτα, μεταμορφωμένος σε όμορφη φοράδα, παρέσυρε μακριά το άλογο του ξένου.

Βλέποντας ότι δεν μπορούσε να ολοκληρώσει το τείχος, ο ξένος αγρίεψε και τότε είδαν πως ήταν μεταμφιεσμένος γίγαντας, θανάσιμος εχθρός των θεών. Οι θεοί φώναξαν τον Θωρ, τον πιο δυνατό θεό. Με το σφυρί του, το Μιέλνιρ, ο Θωρ πλήρωσε το χτίστη με αυτό που του άξιζε: ένα γερό χτύπημα.

Όσο για τον Λόκι, αφού πέρασε κάμποσος καιρός, εμφανίστηκε , ξανά στην Ασγάρδη, φέρνοντας ένα παράξενο άλογο με οχτώ ποδάρια, τον Σλάιπνιρ. Ο Λόκι έδωσε τον Σλάιπνιρ στον Όντιν λέγοντας: «Κανένα άλογο δεν μπορεί να του παραβγεί στο τρέξιμο. Με αυτό θα ταξιδεύεις στη θάλασσα και στον αέρα, θα φτάνεις στη χώρα των νεκρών και θα γυρίζεις πίσω». Πράγματι, το άλογο αυτό ποτέ δεν απογοήτευσε τον Όντιν.

Τα παιδιά του Λόκι δεν ήταν όλα σαν τον Σλάιπνιρ. Ο ίδιος ο Λόκι ήταν μισός γίγαντας και είχε κάνει τρία παιδιά με μια γιγάντισσα. Το πρώτο είναι ο λύκος Φένρις, που στο τέλος του κόσμου θα καταβροχθίσει τον Όντιν. Το δεύτερο είναι το φίδι της Μιδγάρδης και το τρίτο είναι  η θεά του θανάτου, η Χελ, που γλεντά με την πείνα και αγάλλεται με την αρρώστια. ‘ Οταν ο Όντιν κατάλαβε ότι αυτά τα τρία παιδιά της συμφοράς έχουν έρθει στον κόσμο, ζήτησε να του τα φέρουν. Το πρώτο, το φίδι, το πέταξε στον ωκεανό όμως αυτό ήταν τόσο μεγάλο που περικύκλωσε τον κόσμο και δάγκωσε την ίδια του την ουρά. Τη Χελ την εξόρισε στο Νίφλχαϊμ, τη χώρα των νεκρών, και την άφησε να εξουσιάζει όλους όσοι πεθαίνουν από αρρώστια ή γεράματα.

Όμως το λύκο Φένρις δεν μπορούσαν να τον κάνουν εύκολα καλά. Μόνον ο θεός Τιρ ήταν αρκετά θαρραλέος ώστε να τον ταΐζει, αλλά ακόμη κι αυτός καταλάβαινε ότι σύντομα ο Φένρις θα γινόταν πολύ δυνατός κι επικίνδυνος. Έτσι οι θεοί έφτιαξαν μια γερή αλυσίδα και τον έδεσαν. Όμως ο λύκος έδωσε μια κλοτσιά κι έσπασε την αλυσίδα. Προσπάθησαν ξανά με μια ακόμη πιο γερή αλυσίδα. Και πάλι ο λύκος έσπασε τα δεσμά του.

Τελικά ο Όντιν ζήτησε βοήθεια από τους νάνους και αυτοί έφτιαξαν ένα λουρί απαλό σαν μετάξι, το Γκλάιπνιρ. Ήταν φτιαγμένο από ειδικά υλικά: από ήχο γατίσιων βημάτων, από γένι γυναίκας, ριζοβούνια, τένοντες αρκούδας, ανάσα ψαριού και σάλιο πουλιού.

Οι θεοί μετέφεραν τον Φένρις σε ένα έρημο νησί και τον προκάλεσαν να σπάσει το Γκλάιπνιρ. Μαντεύοντας ότι του είχαν στήσει παγίδα, ο λύκος δέχτηκε να τον δέσουν, με τον όρο ότι κάποιος από τους θεούς θα Βάλει το χέρι του στο στόμα του ως δείγμα καλής θέλησης. Έτσι ο γενναίος Τιρ έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα τρομερά σαγόνια του θηρίου.

Έδεσαν το λύκο με το μεταξένιο λουρί και αυτή τη φορά, όταν ο Φένρις τινάχτηκε, το λουρί δέθηκε ακόμη πιο γερά. Εξαγριωμένος, ο λύκος έσφιξε τα σαγόνια του κόβοντας το δεξί χέρι του Τιρ.

Αν και ήξεραν ότι κάποτε ο λύκος θα λυθεί και θα φέρει την καταστροφή και το θάνατο, δεν τον σκότωσαν. «Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει», είπαν.

“Μύθοι απ’ όλο τον κόσμο”, Εκδόσεις Dorling Kindersley