Ορθόδοξη πίστη

Ό φίλος των αγγέλων

12 Αυγούστου 2010

Ό φίλος των αγγέλων

Ο ΑΓΙΟΣ Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανης, αρχαίος ιεράρχης της Αλεξανδρινής Έκκλησίας και σύγχρονος του Μ. Αθανασίου (4ος αι.), αξιώθηκε νά δει στήν επίγεια ζωή του πλήθος οραμάτων, κι ανάμεσα σ’ αυτά πολλές άγγελοφάνειες.

Ηταν οικείος και αγαπητός στους αγγέλους. Συχνά του φανερώνονταν, χάρη στήν αγία του βιοτή, και του αποκάλυπταν μυστήρια τοϋ ούρανού, ωφέλιμα και διδακτικά σέ όλους.

Νέος ακόμα ο άγιος, ζώντας στήν Κωνσταντινούπολη, υποχώρησε στήν κακή επιθυμία. Οι δαίμονες πανηγύρισαν γιά τήν ήττα του, πού είχαν προκαλέσει οι ίδιοι με φοβερούς πειρασμούς. Εκείνος όμως, μετανοημενος, τα έβαλε με τή σάρκα του κι άρχισε μ’ όλη του τή δύναμη νά χτυπάει τό πρόσω¬πο του. Πύρινη προσευχή έβγαινε άπό τα χείλη του με κατάνυξη και συντριβή.

Αμεσως παρουσιάστηκε άγιος άγγελος και τόν στεφάνωσε γιά τή μετάνοια του. “Υστερα άπλωσε ένα σχοινί κι έδεσε όλους μαζί τούς δαίμονες, πού τόν είχαν ρίξει στήν αμαρτία. Και βγάζοντας έναν-έναν, τούς έδινε άπό χίλιους ραβδισμούς, λέγοντας:

– “Αλλη φορά νά μή γίνεστε αιτία νά χτυπούν οι δούλοι του Θεού τό κορμί τους!

Ό άγγελος τούς τυράννησε γιά πολύ, κι οι δαίμονες χάλαγαν τόν κόσμο με τις κραυγές τους. Άπό τότε, όταν έβλεπαν τό Νήφωνα, γίνονταν άφαντοι, γιατί φοβούνταν τό ξύλο…

Κάποτε, περνώντας έξω άπό ένα κακόφημο σπίτι, είδε έναν άνθρωπο ευγενικό άλλά θλιμμενο. Έκλαιγε, έχοντας τό πρόσωπο σκεπασμενο με τις πα¬λάμες του και προσευχόταν στενάζοντας.

– Τί συμβαίνει, αδελφέ; τόν ρώτησε ο άγιος. Γιατί είσαι τόσο θλιμμενος;

– Είμαι άγγελος Κυρίου, Νήφων. Αυτή τή στιγ¬μή, μεσα σέ τοϋτο δω τό καταγώγιο, άμαρτάνει με κάποια γυναίκα ο άνθρωπος πού μοϋ ανέθεσε ο Θε¬ός νά προστατεύω. Πώς νά μή θρηνώ γιά τήν εικόνα του Θεού, πού κατρακύλησε τόσο;

– Γιατί δέν τόν νουθετείς νά σταματήσει τήν αμαρτία;

– Δέν μπορώ νά τόν πλησιάσω. ‘Απ’ τή στιγμή πού άρχισε, έγινε δούλος των δαιμόνων, κι έτσι εγώ δέν έχω εξουσία επάνω του.

– Πώς δέν έχεις εξουσία! Δέν σού εμπιστεύθηκε ο Θεός τή σωτηρία του;

– ο Κύριος μας έπλασε τόν άνθρωπο αυτεξούσιο, αποκρίθηκε ο άγγελος, και τόν άφησε νά πορευθεί στό δρόμο πού του αρέσει. Λοιπόν, τί νουθεσία νά του δώσω, άφού ο ίδιος ο Χριστός, με τό δικό Του στόμα, νουθετεί και διδάσκει ν’ απέχουν όλοι άπό τήν αμαρτία;

– Και γιατί σήκωνες τα χέρια σου στόν ουρανό και αναστέναζες;

– Έβλεπα γύρω του τούς δαίμονες νά τραγουδούν, νά παίζουν κιθάρα, νά χτυπούν παλαμάκια και νά τόν περιγελούν. Γι’ αυτό παρακαλούσα τό Θεό νά τόν λυτρώσει, και νά χαρώ έτσι κι εγώ γιά τήν επιστροφή του.

Μιά μερα ο όσιος αξιώθηκε νά δει τήν ακόλουθη οπτασία: Περνώντας έξω άπό ένα σπίτι, είδε μεσα καθισμενους στό τραπέζι τόν οικοδεσπότη με τή γυναίκα και τα παιδιά του. Γύρω τους είδε νά παραστέκουν κάποιοι λαμπροντυμενοι νέοι.

“Τί συμβαίνει;” αναρωτήθηκε. “Οι καθιστοι είναι πάμπτωχοι, ενώ οι όρθιοι λαμπροντυμενοι!”.

Αυτοι οι νέοι, καθώς του φανέρωσε ο Θεός, ήταν άγγελοι. “Εχουν εντολή νά παραστέκουν στους χριστιανούς τήν ώρα του φαγητού με σταυρωμενα χέρια, σάν καλοι δούλοι. “Αν όμως ακούσουν στό τραπέζι κατάκριση ή οποιαδήποτε άλλη κακολογία, φεύγουν αμεσως όπως οι μελισσες απ’ τόν καπνό. Στή θέση τους τότε έρχεται ένα μαύρο δαιμόνιο και κυλιέται ανάμεσα στους συνδαιτημόνες.

Με πολλή χαρά ο όσιος έτρεχε στους ναούς γιά τις ιερές ακολουθίες. Σέ μιά λειτουργία βλέπει ξαφνικά νά κατεβαίνει φωτιά άπό τόν ουρανό και νά σκεπάζει τό θυσιαστήριο και τό λειτουργό. Στόν τρισάγιο ύμνο κατέβηκαν τέσσερις άγγελοι και συνέψαλλαν με τούς πιστούς.

Λίγο πριν άπό τή μεγάλη είσοδο, άνοιξε ο ουρανός κι άρχισαν νά κατεβαίνουν άγγελοι, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες. Αμεσως φάνηκε ένα γλυκύτατο βρέφος. Τό μετέφεραν Χερουβείμ πάνω στίς παλάμες τους και τό απόθεσαν στό άγιο δισκάριο. Γύρω του μαζεύτηκαν πλήθος λευκοφόροι νέοι.

Όταν βγήκε ο ιερέας γιά τή μεγάλη είσοδο, προπορεύονταν δύο Χερουβείμ και δύο Σεραφείμ, κι ακολουθούσαν άπειροι άγγελοι ψάλλοντας. Μόλις ο λειτουργός τοποθέτησε τα τίμια Δώρα στήν άγια Τράπεζα, Οι άγγελοι τή σκέπασαν με τις φτερούγες τους. Κι όταν, μετά τό «Πιστεύω», ευλόγησε τα άγια και είπε, «…μεταβαλών τω Πνεύματί σον τω άγίω…», βλέπει ο όσιος έναν άγγελο νά σφάζει με μαχαίρι τό βρέφος. Κι άφού έχυσε τό αίμα του στό άγιο ποτήριο, τεμάχισε τό σώμα του και τό έβαλε πάνω στό δισκάριο.

Όταν ήρθε η ώρα νά μεταλάβουν οι πιστοί, οι άγγελοι παρακολουθούσαν αοράτως. Μόλις πλησίαζε κάποιος ενάρετος, του έβαζαν στεφάνι στό κεφάλι. “Αν όμως ερχόταν κάποιος αμετανόητος, τόν αποστρέφονταν.

Άφού μετέλαβαν όλοι κι έγινε ή κατάλυση, βρέθηκε πάλι σώο τό θείο βρέφος στίς ύπτιες παλάμες τών Χερουβείμ, πού τό ανέβασαν με ψαλμωδίες στόν ουρανό.

Κάποτε ο όσιος, εκεί στήν Κωνσταντινούπολη, επισκέφθηκε τό ναό του άγιου Νικολάου, πού ήταν κοντά στό παλάτι της Αφθονίας. Έκεί αξιώθηκε νά δει και νά συζητήσει με τόν άγιο άγγελο πού φρουρούσε τό ιερό θυσιαστήριο.

– Άπό καιρό έπιθυμούσα νά σέ δώ, είπε ο άγγελος στόν όσιο. Παρακαλούσα τό Θεό νά έρθεις κάποτε νά προσευχηθείς εδώ, γιά νά σε γνωρίσω κοά ν’ απολαύσω την προσευχή σου.

– Που με ξέρεις; απόρησε ο Νήφων. Και γιατί επιθυμείς τόσο πολύ νά δεις ένα γέρο σαπισμενο στην αμαρτία;

– Γι’ αυτό σέ ποθούσα, γιά νά γνωρίσω αυτή σου τήν ταπείνωση. Είχα ακούσει στόν ουρανό ότι σου τή χάρισε ο Χριστός με τό ίδιο Του τό χέρι.

– Μά είναι δυνατό νά γίνεται λόγος στόν ουρανό γιά ένα έκτρωμα σάν κι εμενα;

– Σου είπα τήν αλήθεια. Έγώ, καθώς βλέπεις, υπηρετώ αυτό τό άγιο θυσιαστήριο. Κάθε φορά πού ανεβαίνω στόν ουρανό γιά νά προσφέρω στό Θεό τις προσευχές τών πιστών, ακούω όσα Οι άγγελοι λένε γιά σένα: Ότι ο Νήφων είναι αγαπητός στόν Ύψιστο, γιατί με τή βαθειά του ταπείνωση κάνει στάχτη τούς δαίμονες, κι ότι θυμάται στις προσευχές του τις μακάριες δυνάμεις. Γι’ αυτό ο Κύριος πρόσταξε κάθε άγγελο και αρχάγγελο νά σέ μνημονεύουν αδιάκοπα στις νοερές τους θυσίες.

Αυτά είπε ο άγγελος, κι αφού μακάρισε πάλι τόν όσιο γιά τήν ταπείνωση του, έγινε άφαντος.

Συχνά ο δίκαιος έφευγε άπό τήν πόλη πρός τις βορεινές περιοχές, γιατί αγαπούσε πολύ νά συνομιλεί με τό Θεό στήν ησυχία. Κάποτε, ενώ προσευχόταν στήν έξοχη, είδε ν’ ανοιγουν οι ουρανοι. Είδε τόν Κύριο καθισμενο σέ ένδοξο θρόνο και περιστοιχισμενο άπό πλήθος αγγέλων. Κι ένώ κοιτούσε έκθαμβος, άκουσε τούς αγγέλους νά λένε μεταξύ τους:

– Νά ο αγαπητός μας Νήφων! Με τί αγάπη και πόθο μας κοιτάζει! Δίκαια κι έμεϊς τόν μνημονεύουμε στις θείες ιερουργίες μας.

Αποφεύγοντας ο Νήφων τή δόξα τών ανθρώπων, εγκατέλειψε τή Βασιλεύουσα και ταξίδεψε στήν Αλεξάνδρεια. Έκεϊ όμως έπεσε στή θεϊκή παγίδα. Χειροτονήθηκε, παρά τή θέληση του, επίσκοπος Κωνσταντιανής και εργάστηκε με ζήλο γιά τό ποιμνιο του.

Στά τελευταία της ζωής του ήρθε σέ έκσταση. Είδε πώς μπήκε σέ θεϊκά ανάκτορα.

– Μιχαήλ, άκουσε τήν ήρεμη φωνή του ουράνιου Βασιλιά, δείξε στόν αγαπητό μας Νήφωνα τόν τόπο της καταπαύσεώς του.

Αμεσως ο αρχάγγελος τόν οδήγησε σέ κάποια παλάτια τόσο φωτεινά, πού τόν θάμπωσαν. Έκεί τούς κύκλωσαν πλήθος λευκοφόροι λέγοντας:

– Δέσποτα Μιχαήλ, πότε θά μάς δώσεις τόν αγαπητό μας Νήφωνα;

– Ή βουλή του Θεού, απαντούσε εκείνος, είναι νά σάς χαριστεί μετά άπό τρεις μερες.

Οι άγγελοι, ακούγοντας το, σκίρτησαν άπό χαρά. Μερικοι μάλιστα άρχισαν τις ουράνιες προετοιμασίες.

– Η φιλανθρωπία του Χρίστου, πού σ’ ελέησε, του είπε ο αρχιστράτηγος οδηγός του, όρισε έδώ τήν κατάπαυση σου. Σου τα χάρισε όλ’ αυτά, γιατί αγάπησες κι Αυτόν κι εμάς. Νά, τώρα θά έχεις θρόνους, φωτεινά ιμάτια, κοιτώνες και θαλάμους αμετρητους. Όλα στά έχει ετοιμάσει με τό ίδιο Του τό χέρι ο πανάγαθος Θεός.

Πηγή: Εμφανίσεις και θαύματα αγγέλων, Ιερά Μονή Παρακλήτου