Άγ. Ιωσήφ ΗσυχαστήςΓέρ. Ιωσήφ ΒατοπαιδινόςΈργα Γέρ. Ιωσήφ

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (2 Νοεμβρίου 1898 – 28 Αυγούστου 1959): 51 χρόνια από την μακαρία του Κοίμηση

28 Αυγούστου 2010

Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (2 Νοεμβρίου 1898 – 28 Αυγούστου 1959): 51 χρόνια από την μακαρία του Κοίμηση

Συμπληρώνονται σήμερα (15 π.ημ./ 28 ν.ημ. Αυγούστου 2010), 51 χρόνια από την οσιακή κοίμηση του Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστού. Εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (παλ. ημερ.), όπως τον είχε η ίδια πληροφορήσει: «ότι θα τον πάρει στην εορτή Της».
Το κείμενο που ακολουθεί, είναι από το ομώνυμο βιβλίο του μακαριστού Γέροντα Ιωσήφ του Βατοπαιδινού, υποτακτικού της συνοδείας και πνευματικού τέκνου του Οσίου αυτού Γέροντα, που αναφέρεται στον βίο και την πολιτεία αυτού του σύγχρονου εργάτη και δασκάλου της ησυχίας και της αδιάλειπτης προσευχής.
[…]Όσοι θέλουν «δικαιούν εαυτούς» δεν θα συναντήσουν στους λόγους ή τους τρόπους του Γέροντα ούτε θεολογικούς όρους, ούτε φιλοσοφικές εκφράσεις, ούτε άψογη εκφραστική διατύπωση. Από την νεαρή του ηλικία ο αείμνηστος επιθυμούσε με δίψα την στροφή προς τον Θεό, όπως προτρέπει η πρώτη και κύρια εντολή «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου» και την θεία πνοή που απορρέει κατά συνέπεια από εκεί. Υπέμεινε γενναία το «μαρτύριον της συνειδήσεως» με τον ανύσταχτο ζήλο του θείου πόθου και τα δάκρυα έγιναν γι’ αυτόν «άρτος ημέρας και νυκτός». «Ουκ έδιδε ύπνον τοις οφθαλμοίς ουδέ ανάπαυσιν τοις κροτάφοις, έως ου εύρη τόπον τω Κυρίω». Θυμάμαι ότι μας έλεγε· «αφ’ ότου φόρεσα το ράσο, ούτε ψωμί χόρτασα ούτε ύπνο». Ασφαλώς δεν κυριολεκτούσε, όταν έλεγε ότι δεν χόρτασε ποτέ τροφή και ύπνο, αλλά εννοούσε την συνεχή έγνοια και επαγρύπνησή του για την διαφύλαξη του θείου φόβου, μήπως και υποκλαπεί από κάποιο πάθος. Όταν ζητούσε έλεος με αλάλητους στεναγμούς της καρδίας, «αι εκ της Χάριτος παρακλήσεις του εύφραναν την καρδίαν».
Πόσο ποθούσε τη Χάρη! Πόσο την αναζήτησε! Πόσο εργάστηκε γι’ αυτήν! Τα σπήλαια και τα φαράγγια του μαρτυροτόκου Άθωνα γνωρίζουν όλα αυτά. Η φιλόπονος τήρηση της “πρακτικής” εργασίας, στην οποία αγωνιζόταν με υπομονή «ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω», δεν άργησε να του προσφέρει τους πρώτους καρπούς, την «έν Θεώ αίσθησιν». Ο αδαμιαίος θρήνος του έγινε «άρτος ημέρας και νυκτός». «Ίνα τί απώσω με και ίνα τί σκυθρωπάζων πο¬ρεύομαι εν τω εκθλίβειν τον εχθρόν μου;»… Ο άγιος Σιλουανός αναφέρεται πολύ εύστοχα στον αδαμιαίο θρήνο· «ο πρώτος θρήνος ήταν για την ανεύρεση της Χάριτος «από τον κατάλογο των πεπτωκότων», ο δεύτερος, που ήταν και οδυνηρότερος, ήταν η ανάκληση της Χάριτος, που κρύβεται κατά τους μυστηριώδεις τρόπους της λειτουργίας της».
Όσο και αν προσπάθησα ο ευτε¬λής να συλλάβω την λεπτότητα των τρόπων των μυστηρίων της Χάριτος κατά το διπλό αυτό τρόπο της ενεργείας της, δεν το κατάφερα σωστά, γιατί ο Γέροντας συνήθως έκλαιε, όταν μας ερμήνευε αυτή την τέχνη. «Ένα σας λέω, παιδιά, μας έλεγε, προκειμένου να χάσετε τη Χάρη και να αγνοείτε την ανάκλησή της, προτιμώ να μην την βρείτε, όσο και αν σας φαίνεται σκληρό. Γι’ αυτό σας εύχομαι μάλλον πείρα παρά Χάρη. Η πείρα φέρνει πολλές χάριτες και τις ανακαλεί αν αποκρυβούν, αλλά η πρόωρη Χάρις δεν φέρνει καμία πείρα».
Από τα κύρια χαρακτηριστικά του Γέροντος περίσσευε ο ζήλος, τον οποίο παρέτεινε ως τα τέλη της ζωής του, καθώς και η λιτότητα και η ολιγάρκεια για χάρη της αμεριμνίας και του απερίσπαστου, τα οποία συστηματικά επεδίωκε. Για να φρονεί ταπεινά και να εκφράζει την ταπεινοφροσύνη του, μεταχειριζόταν ιδιαίτερες εκφράσεις, που είναι ασυνήθιστες στην κοινή φρασεολογία· ερμήνευε όμως με τον τρόπο αυτό το βάθος του ταπεινού του φρονήματος, το οποίο θεωρούσε πολύ βασικό στην εν Χριστώ φιλοσοφία. Το αυστηρό και ανελέητο, που εφάρμοζε στον εαυτό του, δεν εμπόδιζε την ελευθερία και ευρύτητα του πνεύματος, με την οποία διέκρινε τα πράγματα αναλόγως της φύσεως και θέσεως τους. Ο Γέροντας, αν και βρέθηκε στην πιο κρίσιμη καμπή του συμβιβασμού με τον νεωτερισμό που εισχώρησε διαμέσου των Ρώσων ο οποίος σιγά-σιγά γινόταν παραδεκτός σε αυτόν τον τόπο, δεν συνθηκολόγησε κατ’ ουδένα τρόπο. Έχοντας επίγνωση της Πατερικής κληρονομιάς και με ζήλο στην Πατερική παράδοση, δεν αρκέστηκε στον έξω μόνο τύπο. Υπομένοντας αθόρυβα τον βαρύ χλευασμό του “πλανεμέ¬νου”, διέσχισε το πέπλο του συμβιβασμού και σταθεροποίησε την ανόθευτη παράδοση «της πράξεως ως επίβασιν θεωρίας». Έτσι διατήρησε στους Αθωνίτες ησυχαστές την Παλαμική περί νήψεως θεωρία. Με την ευρύτητα της ελευθερίας που τον διέκρινε, δεν δογμάτιζε ποτέ για ένα τρόπο ζωής, παρά την αυστηρότητα της προσωπικής του έμμονης. Απέδιδε ίση σπουδαιότητα σε όλα τα μοναστικά συστήματα του Άθωνα, αρκεί ο φόβος του Θεού να διέπει τον κάθε σκοπό, που πολύ συχνά συνιστούσε σε όσους τον επισκέπτονταν για συμβουλή. Αν και έδειχνε κατά κάποιο τρόπο προτίμηση στο σύστημα «του καθέζεσθαι εις υπακοήν πατρός πνευματικού», στις μικρές συνήθως συνοδείες, εκτιμούσε πολύ και το κοινοβιακό σύστημα, όταν εφαρμόζεται κατά την Πατερική μας παράδοση. «Στους αληθινούς κοινοβιάτες, έλεγε, διακρίνεται μία ιδιαίτερη ημερότητα και γαλήνη, και όχι στους άλλους που ασχολούνται με πολλές μέριμνες». Στον κελλιώτικο επίσης βίο διέβλεπε πολλές ευχέρειες και μέσα, που θα μπορούσαν να φέρουν καρποφορία στην ησυχία και την εσωστρέφεια, αν στρέφονταν με επίγνωση προς την πνευματική ζωή. Απόδειξη αυτού, καθώς μας έλεγε, είναι η επίδοση στη νήψη και τα μυστήρια της Χάριτος των τότε κελλιωτών, όταν τους επισκέφθηκαν οι μεγάλοι νηπτικοί Πατέρες την εποχή του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου και έπειτα.
Εδώ ας μου επιτραπεί να επανέλθω στο θετικό συμπέρασμα του μακαρίου Γέροντος για την νοερά ησυχία, ότι δεν είναι μία μηχανική μέθοδος, που οδηγεί στην θεία θεωρία, ούτε πάλι περιορίζεται σε εποχιακές και περιοδικές διαστάσεις. Η νοερά ησυχία, αν θεωρείται ως μέσο για την συνάντηση του γήινου ανθρώπου με τον υπερβατικό Θεό, δεν εξαρτάται μόνο από τους τεχνητούς τρόπους, με τους οποίους οι ησυχαστές προσπαθούν να συγκρατούν τον νου τους -«και τούτο δει ποιήσαι». Η κύρια όμως οδός είναι η μαρτυρία της συνειδήσεως για την ακριβή τήρηση των θείων εντολών και την συνεχή αυταπάρνηση, που θα συνοδεύεται αχώριστα με την ταπείνωση, χωρίς την οποία είναι αδύνατον να δει κάποιος τον Θεό· αυτά προσελκύουν την Χάρη του Θεού. Η νοερά λοιπόν προσευχή, η νήψη και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο του θεωρητικού βίου, δεν είναι αποτελέσματα τεχνητής προκλήσεως της Χάριτος, αλλά καρποί της εν Χριστώ τελείας ζωής.
Φθάσαμε ήδη στο τέλος των ταπεινών μας προσπαθειών για την περιγραφή μερικών από τα βιώματα του αειμνήστου Γέροντός μας, και έχουμε την επίγνωση της ατέλειάς μας, όπως και αρχικά τονίσαμε. Τολμήσαμε το έργο αυτό χωρίς λογοτεχνική ή κριτική γνώση με μοναδικό κίνητρο τον ευσεβή πόθο της ωφέλειας του πλησίον και από αίσθηση του χρέους που δημιουργεί η ευγνωμοσύνη προς τους ευεργέτες.[…] «Μαρτυρών περί τούτων ως γράψας ταύτα» δεν απέβλεψα σε κανέναν άλλο σκοπό, ούτε μεταχειρίστηκα καμία υπερβολή, αλλά μάλλον παρασιώπησα πράγματα, όπως και πρόσωπα που ακόμα ζουν. […] Σε όσους έχουν αυτιά για να ακούν και μάτια για να βλέπουν δεν θα κρυφτεί η Χάρις που ενυπάρχει στους λόγους και τα βιώματα του Γέροντος. Θα τους πληροφορήσει ότι είναι καρποί πολλών αγώνων και κόπων, που αποκομίστηκαν ως λάφυρο μιας ολόκληρης και γεμάτης κόπους ζωής και έχουν την σφραγίδα της ακέραιης Πατερικής παραδόσεως.
Στις επιστολές του, που διασώθηκαν και εκδόθηκαν από τους εν Χριστώ αδελφούς μου, βλέπει κανείς το άδολο και φλογερό πνεύμα του Γέροντος να πάλλει από ζήλο και ένθεο πόθο· πνεύμα ιδιάζον ίσως για τους πολλούς, εξαιτίας του τρόπου της εκφράσεώς του. Δεν διατυπώνεται ενδεχομένως με την πληρότητα των νόμων της τέχνης του λόγου, φέρει όμως την μαρτυρία του λόγου της Ζωής. Πρακτικές εμπειρίες των προσωπικών του αγώνων με βάση την Πατερική παράδοση, που αρχίζουν από την μετάνοια και προχωρούν ως την εν Θεώ τελείωση, πείθουν ιδιαίτερα τον σύγχρονο άνθρωπο ότι είναι κατορθωτή η εν Χριστώ ζωή και αποδεικνύουν στον σημερινό κυκεώνα της συγχύσεως ότι η Ευαγγελική αλήθεια είναι η μόνη σώζουσα αλήθεια, όχι μόνο «τω καιρώ εκείνω» αλλά και σήμερα και πάντοτε. Ως εδώ εκπληρώνεται και ένα μεγάλο μέρος του ταπεινού σκοπού της συγγραφής αυτής.
Ικετεύω τον μακάριο Γέροντα να συγχωρέσει τις αδυναμίες μου και όλους τους αναγνώστες να με κρίνουν με επιείκεια. «Αλλά, συμπαθέστατε πατέρα μας, που με την εν Θεώ στοργή σου βοηθούσες, ώστε κάθε τρόπος και πρόφαση να συντελεί στην σωτηρία και με την προσευχή σου ένωνες με τον Θεό αυτούς που είχαν απομακρυνθεί, θυμήσου τώρα και εμάς που είμαστε κυκλωμένοι από δυσκολίες και βρισκόμαστε σε αδυναμία, θυμήσου όλα εμάς τα πνευματικά παιδιά σου, όπως πολλές φορές μας υποσχόσουν ότι κανείς μας δεν θα χαθεί, και ικέτευσε την Δέσποινά μας να χαρίσει στην ευτέλειά μας ταπείνωση και υπομονή, που τόσο επιδίωξες και βρήκες στη ζωή σου. Αμήν».

πηγή: αποσπάσματα από Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 1