Θεολογία και Ζωή

Τo άλλο της μάτι…

4 Σεπτεμβρίου 2010

Τo άλλο της μάτι…

Ντρεπόταν γι’ αυτήν κι ώρες ώρες την μισούσε.

Η δουλειά τns ήταν μαγείρισσα στην φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τούς φοιτητές καί τούς καθηγητές για να βγάζει τά έξοδά τούς… Δέν ήθελε να του μιλάει γιά νά μήν μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιάς μητέρας μέ… ένα μάτι. Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε τήν έβλεπαν να βγαίνει γιά λίγο από τήν κουζίνα κι έλεγαν πως δέν άντεχαν τό θέαμα και πως τούς προκαλούσε μιά ανυπόφορη ανατριχίλα…

Μά από μικρόs είχε πρόβλημα με την εικόνα τns μητέρας του.

Μιά μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο δημοτικό, πέρασε η μητέρα του στό διάλειμμα νά του πει ένα γειά.

Ενοιωσε πολύ στενοχωρημένos. «Πώς μπόρεσε νά του τό κάνει αυτό»;… αναρωτιόταν… Τήν αγνόησε, της έριξε μόνο ένα μισητό βλέμμα κι έτρεμε.

Τήν επόμενη μέρα ένας από τούς συμμαθητές του φώναξε: «Εεεε, η μητέρα σου έχει μόνο ένα μάτι!..

Ηθελε να πεθάνει. Ηθελε να εξαφανιστεί. Οταν γύρισε σπίτι, τής είπε: «άν είναι όλοι νά γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου τότε καλύτερα να πεθάνεις!». Αυτή δέν του απάντησε…

« Δεν μ’ ένοιαζε τι είπα ή τι αισθάνθηκε, γιατί ήμουν πολύ νευριασμένος», έλεγε αργότερα σ’ ένα φίλο του. «Ηθελα νά φύγω από εκείνο τό σπίτι καί νά μήν έχω καμία σχέση μαζί της. Ετσι διάβασα πάρα πολύ σκληρά μέ σκοπό νά φύγω μιά μέρα μακριά γιά σπουδές… και τα κατάφερα, μα ήλθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη λέσχη για να με βοηθάει… Δέν μπορούσε νά πάει κάπου αλλού;…».

Αργότερα παντρεύτηκε. Αγόρασε ένα δικό του σπίτι. Εκανε δικά του παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τά παιδιά του, την γυναίκα του και τη δουλειά του!

Μιά μέρα μετά από χρόνια απουσίας, όπως ο ίδιos της ζήτησε η μητέρα του πήγε νά τόν επισκευφθεί.

Δεν είχε δεί ποτέ από κοντά τα εγγόνια της. Mόλιs εμφανίστηκε στην πόρτα, τά παιδιά του άρχισαν να γελάνε, θύμωσε επειδή είχε πάει χωρίς νά του το ζητήσει καί χωρίς νά τον προειδοποιήσει. Τότε της φώναξε: «πώς τολμάς νά έρχεσαι ξαφνικά στό σπίτι μου καί νά τρομάζεις τά παιδιά μου; Βγές έξω! Φύγε!». Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: «Αα, πόσο λυπάμαι, κύριε! Μάλλον μου έδωσαν λάθος διεύθυνση» κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά πως είναι γιαγιά τους…

Πέρασαν χρόνια και μία μέρα βρήκε στό γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του μιά επιστολή γιά τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από τό δημοτικό σχολείο, που θα γινόταν στην πόλη πού γεννήθηκε…

Είπε ψέματα στη γυναίκα του οτι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι καί πήγε. Οταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στό σπίτι πού μεγάλωσε, μόνο από περιέργεια… Οι γείτονες,του είπαν οτι η μητέρα του είχε πεθάνει πρόσφατα. Δέν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ. Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει γι’ αυτόν:

«Αγαπημένε μου γιέ, σέ σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα στό σπίτι σου καί φόβισα τά παιδιά σου. Έμαθα οτι έρχεσαι γιά τήν σχολική συγκέντρωση κι ένοιωσα πολύ χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι οτι μπορεί να μην είμαι σε θέση νά σηκωθώ από το κρεβάτι γιά νά έρθω νά σέ δώ.

Εγραψα αυτό τό γράμμα να στο δώσουν αν δέν με προφτάσεις.  Στεναχωριέμαι πού σέ έφερνα σέ δύσκολη θέση καί ντρεπόσουν για μένα όσο ήσουν μικρός. Βλέπεις… όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα σοβαρό ατύχημα κι έχασες τό μάτι σου. Δεν θα μπορούσα νά σέ βλέπω να μεγαλώνεις μέ ένα μάτι. Ετσι σού έδωσα τό δικό μου. Ημουν τόσο υπερήφανη πού ο γιος μου θά έβλεπε τον κόσμο μέ τή δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι.,. Εχεις πάντα όλη την αγάπη μου.

Η μητέρα σου».