Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Λίμνης Βιστωνίδας: μια σύντομη κριτική θεώρηση των υφιστάμενων απόψεων

29 Σεπτεμβρίου 2010

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Λίμνης Βιστωνίδας: μια σύντομη κριτική θεώρηση των υφιστάμενων απόψεων

[Απόσπασμα από άρθρο αποσταλέν προ 4 μηνών για δημοσίευση σε νομικό περιοδικό]

Σπύρου Μπαζίνα

Εισαγωγικά

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Λίμνης Βιστωνίδας και των παραλιμνίων εκτάσεων (48.000 + 27.000=75.000 στρέμματα αντίστοιχα, παρακάτω χάριν συντομίας «Λίμνη») συζητήθηκε πολύ. Δεν διαφωτίστηκε όμως. Η δημόσια συζήτηση ήταν για πολλούς λόγους (που δεν είναι του παρόντος) επιφανειακή. Δημόσια συζήτηση ανάμεσα σε νομικούς ουσιαστικά δεν έγινε. Ο Ομ. Καθηγητής του Παν/μίου Αθηνών Μιχάλης Σταθόπουλος δημοσίευσε στο Νομικό Βήμα ένα αρκετά εμπεριστατωμένο άρθρο με αντικείμενο το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Λίμνης και το κύρος των συμβάσεων ανταλλαγής (ΝοΒ, τομ. 57 (2009), 20). Και ήδη δημοσιεύθηκε από τον Σύλλογο Φίλων της Μονής Βατοπαιδίου (παρακάτω χάριν συντομίας «Μονή») ένας εξαιρετικά ενημερωτικός τόμος με μια πληθώρα απο έγγραφα, παλιά και νεοτέρα (βλ. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Λίμνης Βιστωνίδας, Επιμ. Σπύρου Γ. Αλεξανδρή, Σύλλογος Φίλων της Μονής Βατοπαιδίου, Α΄ έκδοση 2010).

Στα έγγραφα αυτά συμπεριλαμβάνονται: α) μια εξαιρετικά εμπεριστατωμένη γνωμοδότηση του Καθηγητή του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών και ιστορικού του δικαίου, Ιωάννη Κονιδάρη, που διαπραγματεύεται μεθοδικά τα δικαιώματα της Μονής στην Βιστωνίδα τόσο με βάση το προισχύσαν της ενσωματώσεως της Δυτ. Θράκης στο ελληνικό Κράτος όσο και το ισχύον δίκαιο (βλ. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, XXV, σ. 189), β) μια ιδιαίτερα αναλυτική γνωμοδότηση του Ομ. Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών, Ιωάννη Σπυριδάκη, στην οποία, αντικρούοντας εν πολλοίς την άποψη του Σταθόπουλου, απαντά στο ποιος έχει την κυριότητα του επιδίκου, αν αυτό είναι κοινόχρηστο και αν αυτή η ιδιότητα του επιδίκου εμποδίζει την μεταβίβαση του (βλ. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, XXVI, σ. 223), και γ) ένα ιδιαίτερα αναλυτικό και διαφωτιστικό υπόμνημα των δικηγόρων της Μονής, Φώτη Κρεμμύδα και Φίλιππου Δωρή (Ομ. Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Παν/μιου Αθηνών), στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής (βλ. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, XXVII, σ. 235). Στα υπ’ αριθμ. α) και γ) παραπάνω κείμενα γίνεται πολύ σωστά και εκτενής αναφορά στην εξαιρετικά σημαντική από την άποψη της αναλυτικής παρουσίασης των πραγματικών περιστατικών διδακτορική διατριβή του Νικολάου Κυνηγόπουλου με θέμα «Άγιος Νικόλαος, Το Μετόχι της Ι.Μ.Βατοπαιδίου στο Πορτολάγος Ξάνθης» (Θεσσαλονίκη, 1999).

Οι απόψεις που εκφράστηκαν διίστανται. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, η Λίμνη ανήκει στην Μονή, ενώ, σύμφωνα με την δεύτερη άποψη, η Λίμνη ανήκει στο Δημόσιο. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των ζητημάτων που προκύπτουν σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Λίμνης με μια σύντομη κριτική θεώρηση των υφισταμένων απόψεων.

[Χάριν συντομίας, παραλείπεται η εκτενής παρουσίαση των διισταμένων απόψεων.]

Κριτική των δύο απόψεων

Η άποψη ότι η Λίμνη ουδέποτε υπήρξε μοναστηριακή περιουσία μετά την πρώτη οθωμανική κατάκτηση το 1371 η ότι έπαψε να προστατεύεται ως μοναστηριακή περιουσία μετά την κατάληψη της από τα οθωμανικά στρατεύματα το 1821 δεν είναι πειστική. Όπως απέδειξαν οι επιφανέστεροι των Ελλήνων νομικών την εποχή που το θέμα πρόεκυψε για πρώτη φορά (βλ. Ιδιοκτησιακό καθεστώς, ΙΙ, σ. 33, και ΙΙΙ, σ. 39), είναι σαφές ότι: α) η ειρηνική κατάληψη εδαφών από Οθωμανούς δεν επηρέαζε τα ιδιωτικά δικαιώματα ιδιοκτησίας, β) οι μοναστηριακές γαίες ήταν ιερές κατά τον οθωμανικό νόμο και γ) η κατάληψη της Λίμνης από τα οθωμανικά στρατεύματα ήταν παράνομη πράξη κατά το οθωμανικό δίκαιο και δεν άλλαξε τον χαρακτήρα της Λίμνης ως προστατευόμενης μοναστηριακής περιουσίας. Επομένως, το ελληνικό Κράτος ουδέποτε απέκτησε την Λίμνη ως πολεμική λεία. Πέραν τούτου, όπως σωστά παρατήρησαν οι συντάκτες της Θέμιδας (Θρ. Αγγελόπουλος και Χρ. Πράτσικας), οι παλαιές γνωμοδοτήσεις του Ν.Σ.Κ. που προβάλλουν την άποψη ότι το Δημόσιο απέκτησε την Λίμνη ως πολεμική λεία εκφράζουν μια άποψη που είναι όχι μόνο νομικά λανθασμένη αλλά και ηθικά αποδοκιμαστέα γιατί το Δημόσιο «ζητεί να αφαιρέση απ’ αυτών των αγωνισθέντων τα ένεκεν του απελευθερωτικού αγώνος αφαιρεθέντα απ’ αυτών υπό του καθ’ ου ο αγων δυνάστου», δηλαδή φαίνεται το Κράτος να τιμωρεί το Βατοπαίδι γιατί βοήθησε να απελευθερωθεί η Ελλάδα (βλ. Ιδιοκτησιακό καθεστώς, IV, σ. 53).

Η άποψη που υποστηρίζει ότι η Μονή έχει κυριότητα στην Λίμνη είναι πειστική, αφού βέβαια οι τίτλοι της Μονής είναι έγκυροι και νόμιμοι, όπως γίνεται δεκτό από πάγια ελληνική νομολογία, αλλά και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («ΕΔΑΔ»). Όμως, και οι δυο απόψεις (ίσως λόγω του γεγονότος ότι τέτοιο ερώτημα δεν τέθηκε στους γνωμοδοτούντες νομικούς η τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε από την Μονή) αγνοούν η δεν αποδίδουν την δέουσα προσοχή σε τρία κατά την γνώμη μου κρίσιμα ζητήματα. Το πρώτο ζήτημα είναι το κύρος της σύμβασης του 1930. Σύμφωνα και με τις δυο απόψεις, η σύμβαση του 1930 είναι έγκυρη, αν και η κάθε μια από τις εκφρασθείσες απόψεις ερμηνεύει την σύμβαση του 1930 διαφορετικά, η πρώτη για να αποδείξει ότι η Λίμνη ανήκει στην Μονή, ενώ η δεύτερη για να αποδείξει ότι η Λίμνη ανήκει στο Δημόσιο.

Αν η σύμβαση του 1930 ήταν έγκυρη, συμφωνώ με την πρώτη άποψη ότι η σύμβαση αποτελεί αναγνώριση από το Δημόσιο της κυριότητας της Μονής στην Λίμνη. Νομίζω όμως ότι σωστότερη είναι η άποψη ότι η σύμβαση του 1930 είναι αμφιβόλου κύρους, είτε η Λίμνη ανήκε στην Μονή είτε στο Δημόσιο, αφού με αυτή την σύμβαση μεταβιβάζεται κατά παράβαση του άρθρου 181 ΚΧΑΟ και των άρθρων 17 και 105 παρ. 2 εδ. 1 του Συντάγματος συνταγματικά προστατευόμενη Αγιορείτικη περιουσία στην Χαλκιδική εκτάσεως 38.000 στρεμμάτων ουσιαστικά χωρίς εύλογο αντάλλαγμα. Η πραγματική βάση της ακυρότητας είναι η εξής. Αν η Λίμνη άνηκε στην Μονή, όπως υποστηρίζει η πρώτη άποψη, είναι φανερό ότι δεν υπάρχει εύλογο αντάλλαγμα, γιατί ακόμη κι αν η άξια των 38.000 στρεμμάτων γης και του ποσοστού 40% επί των εσόδων από την ιχθυοτροφική εκμετάλλευση είναι ίδια (πράγμα αμφίβολο), η Μονή δεν λαμβάνει κανένα αντάλλαγμα για την παραίτηση από την κυριότητα της στην Λίμνη και από τις αξιώσεις της για την νομή και κατοχή που παράνομα άσκησε το Δημόσιο από το 1924 μέχρι το 1930. Αν η Λίμνη άνηκε στο Δημόσιο, όπως υποστηρίζει η δεύτερη άποψη, πάλι δεν θα υπήρχε εύλογο αντάλλαγμα για την παραίτηση της Μονής από την διεκδικητική αγωγή της και τις αξιώσεις της για αποζημίωση. Το κατά πόσον δε η αξία των 38.000 στρεμμάτων και του ποσοστού 40% επί των εσόδων από την εκμετάλλευση της Λίμνης είναι ίδια (20 εκ. δρχ. όπως εκτιμήθηκε την εποχή εκείνη) είναι πραγματικό ζήτημα το οποίο οφείλει να αποδειχθεί. Εν τούτοις, φρονώ ότι ούτε αυτό είναι αποφασιστικό, γιατί το Δημόσιο ούτε αυτή την συμφωνία σεβάστηκε και στέρησε και αυτό το αντάλλαγμα από την Μονή για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η νομική βάση της ακυρότητας είναι η εξής. Αν επιτρεπόταν η εκούσια εκποίηση Αγιορείτικης γης χωρίς αντάλλαγμα, η διατήρηση του συνταγματικά (άρθρο 105 παρ. 2 εδ. 1 του Συντάγματος) προστατευόμενου πατροπαράδοτου αυτοδιοίκητου καθεστώτος του Αγίου Όρους δεν θα ήταν δυνατή, αφού, το Άγιον Όρος θα στερείτο των απαραιτήτων μέσων, για παράδειγμα, για την διοίκηση κατά το συνταγματικά προστατευόμενο πατροπαράδοτο αυτοδιοίκητο καθεστώς, την κοινοβιακή διαβίωση των μοναχών, την συντήρηση των Μονών, την δωρεάν φιλοξενία των προσκυνητών και την παγκόσμιας εμβελείας φιλανθρωπία σύμφωνα με τον οικουμενικό χαρακτήρα του Αγίου Όρους.

Περαιτέρω, αν επιτρεπόταν η άνευ ανταλλάγματος εκούσια εκποίηση Αγιορείτικης ακίνητης περιουσίας εκτός του Αγίου Όρους (για το αναπαλλοτρίωτο της Αγιορείτικης περιουσίας εντός του Αγίου Όρους δεν υπάρχει ζήτημα), θα είχαμε το εξής παράδοξο. Η απαλλοτρίωση Αγιορείτικης γης εκτός του Αγίου Όρους θα ήταν δυνατή κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος μόνο για δημόσια ωφέλεια και μόνο με πλήρη αποζημίωση (όπως γίνεται γενικά δεκτό), ενώ η εκούσια εκποίηση της ίδιας γης θα ήταν δυνατή χωρίς εύλογο αντάλλαγμα, ακόμη και προς όφελος ιδιωτών. Με μια τέτοια λογική, η περιουσία Αγιορείτικων Μονών θα ήταν έρμαιο στα χέρια δημοσίων λειτουργών η ιδιωτών και μοναχών κατά παράβαση κάθε εννοίας νομιμότητας, και βέβαια θα υπήρχε καταστρατήγηση όχι μόνο του άρθρου 105 παρ. 2 εδ. 1 αλλά και του άρθρου 17 του Συντάγματος το οποίο θα απέβαινε εντελώς ανενεργό σε σχέση με την εκτός του Αγίου Όρους Αγιορείτικη περιουσία.

Η στενή ερμηνεία των διατάξεων του Συντάγματος και του ΚΧΑΟ που κάνουν οι υποστηρικτές της δεύτερης άποψης (βλ. ΝοΒ, τομ. 57 (2009), σ. 28), ουσιαστικά καταργεί το πατροπαράδοτο αυτοδιοίκητο καθεστώς του Αγίου Όρους αφού του στερεί τα μέσα για την επιβίωση του. Προσθέτω ότι, σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος και του ΚΧΑΟ, κάθε απόφαση του Δημοσίου που επηρεάζει το πατροπαράδοτο αυτοδιοίκητο καθεστώς του Αγίου Όρους (π.χ. απόφαση για την φορολόγηση των εκτός του Αγίου Όρους ακινήτων των Αγιορείτικων Μονών) οφείλει να λαμβάνεται μετά από διαβούλευση και συμφωνία με την Ιερά Κοινότητα. Διαφορετικά είναι αντίθετη αν όχι με το γράμμα τότε με το πνεύμα των σχετικών συνταγματικών διατάξεων και των συνταγματικά κατοχυρωμένων διατάξεων του ΚΧΑΟ. Είναι δε αντίθετη με το διεθνές καθεστώς του Αγίου Όρους και ενδέχεται να δημιουργήσει διεθνή ευθύνη της Ελλάδος.

Εάν είναι πράγματι άκυρη, η σύμβαση του 1930 δεν άλλαξε το ιδιοκτησιακό καθεστώς ούτε της Λίμνης ούτε των 38.000 στρεμμάτων γης στην Χαλκιδική. Η Λίμνη εξακολουθεί να ανήκει στην Μονή σύμφωνα με τους παλαιούς τίτλους και η κυριότητα στα 38.000 στρέμματα γης δεν μεταβιβάσθηκε έγκυρα ποτέ στο Δημόσιο. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, λόγω της συνταγματικής προστασίας της Αγιορείτικης περιουσίας, δεν υπάρχει ούτε αποδυνάμωση δικαιώματος από την μη διεκδίκηση από την Μονή της Λίμνης αλλά και των 38.000 στρεμμάτων στην Χαλκιδική για πολλά χρόνια. Επομένως, όσοι απέκτησαν από το Δημόσιο αυτά τα 38.000 στρέμματα, δεν τα απέκτησαν έγκυρα. Τίθεται δε το ερώτημα αν τα απέκτησαν με χρησικτησία. Αφού δε αυτή η περιουσία είναι αναπαλλοτρίωτη κατά το άρθρο 181 του ΚΧΑΟ, το οποίο αποκτά συνταγματική κατοχύρωση από το άρθρο 105 παρ. 2 εδ. 1 του Συντάγματος, δεν είναι δυνατόν να μεταβιβασθεί εκούσια χωρίς αντάλλαγμα, αλλά και δεν μπορεί να αποκτηθεί ούτε με χρησικτησία. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Μονή δικαιούται να διεκδικήσει, προστατεύσει και αξιοποιήσει όχι μόνο την Λίμνη αλλά και τα 38.000 στρέμματα γης στην Χαλκιδική η τουλάχιστον να διεκδικήσει εύλογη αποζημίωση. Φρονώ δε ότι η Μονή έχει νομική υποχρέωση να το κάνει αυτό στα πλαίσια των υποχρεώσεων που προκύπτουν σχετικά με την διαχείριση περιουσίας Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (παρακάτω χάριν συντομίας «ΝΠΔΔ»). Η Μονή έχει όμως και ηθική υποχρέωση να προστατεύει την περιουσία της αφού η περιουσία αυτή ηθικά ανήκει στην Ορθοδοξία στο σύνολο της (αφού το Άγιον Όρος είναι πανορθόδοξος θεσμός και η περιουσία του προέρχεται από ορθοδόξους διαφόρων εθνικοτήτων) και η Μονή ως διαχειρίστρια «ξένης» περιουσίας δεν δικαιούται να την διαθέσει χωρίς αντάλλαγμα υπέρ Ελλήνων μόνο, ορθοδόξων η μη.

Το δεύτερο καίριο ζήτημα που οι δυο απόψεις, κατά την γνώμη μου, κακώς παραλείπουν να εξετάσουν (αν και ίσως δικαιολογημένα αφού το ερώτημα δεν τέθηκε στους συντάκτες των γνωμοδοτήσεων και ούτε η Μονή ποτέ το ισχυρίστηκε) είναι η αξία των εσόδων από την ιχθυοτροφική εκμετάλλευση της Λίμνης και αν αυτά τα έσοδα καταβληθήκαν στην Μονή κανονικά κατά την διάρκεια μακράς σειράς ετών. Είτε η Λίμνη ανήκει στην Μονή είτε όχι υπάρχει θέμα από το γεγονός ότι το Δημόσιο παράνομα στέρησε την Μονή από τα συμφωνηθέντα έσοδα επί μακρά σειρά ετών (πρώτα 40% και έπειτα 60%). Αυτά τα έσοδα πρέπει να καταβληθούν στην Μονή με βάση την σύμβαση του 1930, την οποία και οι δυο απόψεις θεωρούν έγκυρη. Μάλιστα, για να κριθεί αν οι ανταλλαγές έγιναν χωρίς εύλογο αντάλλαγμα, πρέπει να υπολογιστεί το ποσό των εσόδων της Μονής από την ιχθυοτροφική εκμετάλλευση τα οποία το Δημόσιο υπεξαίρεσε. Αν το ποσό των εσόδων αυτών είναι ανάλογο της αξίας των ανταλλαγέντων ακινήτων, η δεύτερη άποψη που υποστηρίζει την ακυρότητα των συμβάσεων ανταλλαγής λόγω έλλειψης ευλόγου ανταλλάγματος είναι, τουλάχιστον ως προς αυτό το ζήτημα, λανθασμένη.

Το τρίτο ζήτημα το οποίο οι δυο απόψεις, κατά την γνώμη μου, κακώς είτε δεν τονίζουν επαρκώς είτε το αναλύουν κατά ένα τρόπο με τον οποίο δεν συμφωνώ πλήρως (δικαιολογημένα ίσως αφού το ερώτημα δεν τέθηκε στους γνωμοδοτούντες η το ζήτημα θεωρήθηκε δεδομένο) είναι ο τρόπος (η μέθοδος) επίλυσης της διαφοράς. Και οι δυο απόψεις φαίνεται ότι επικεντρώνονται στην δικαστική επίλυση. Όμως, η πρώτη άποψη τουλάχιστον τονίζει την προσπάθεια φιλικού διακανονισμού από την πλευρά της Μονής και την μόνιμη καταχρηστική και κακόπιστη συμπεριφορά του Δημοσίου. Η δεύτερη άποψη ξεπερνά γρήγορα χωρίς σχολιασμό αυτή την συμπεριφορά του Δημοσίου και καταλήγει να ενοχοποιήσει τους δημοσίους εκείνους λειτουργούς που επί σειρά ετών και δυο διαφορετικών κυβερνήσεων γνωμοδοτήσαν υπέρ της Μονής, αφού αναφέρεται σε ηθελημένη διαστρεβλωτική ερμηνεία του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Λίμνης από αυτούς. Έτσι, η άποψη αυτή διολισθαίνει σε ανεπίτρεπτη συνωμοσιολογία, αφού θεωρεί όποιον δεν την αποδέχεται ως ύποπτο (ΝοΒ, τομ. 57 (2009), σ. 31).

Είμαι κατ’ αρχήν υπέρ της εξωδικαστικής επίλυσης κάθε διαφοράς, είτε με διαπραγματεύσεις, είτε με διαμεσολάβηση, είτε με διαιτησία. Η μέθοδος αυτή είναι κατά κανόνα πιο αποτελεσματική γιατί δεν οδηγεί στην καταστροφή η δυσχέρανση μιας σχέσης (και η σχέση Δημοσίου-Αγίου Όρους πρέπει να είναι αρμονική). Επίσης, η εξωδικαστική επίλυση των διαφορών απαιτεί συχνά λιγότερο χρόνο, κόπο και κόστος. Έτσι, θεωρώ κατ’ αρχήν σωστή την συμβιβαστική πρόταση της Μονής και την σύναψη της σύμβασης του 1930 (αν και την θεωρώ άκυρη λόγω της απουσίας ευλόγου ανταλλάγματος). Κατά τον ίδιο τρόπο θεωρώ ότι η παραίτηση του Δημοσίου από την δίκη και ο συμβιβασμός ήταν κατ’ αρχήν σωστές ενέργειες, αν και θεωρώ παγίδευση στα γρανάζια ενός αναποτελεσματικού, συχνά παρανομούντος και κακόπιστου Δημοσίου την εμπλοκή μιας Αγιορείτικης Μονής σε μια τόσο περίπλοκη διαδικασία. Όμως, μετά τα όσα συνέβησαν και την συνεχόμενη προσπάθεια η ανοχή του Δημοσίου σε σχέση με τον επιχειρούμενο διασυρμό της Μονής και του Αγίου Όρους, αλλά και των κινδύνων που αυτή η προσπάθεια (της οποίας τα αίτια και αποτελέσματα φαίνεται να επεκτείνονται και πέραν των συνόρων της χώρας) εγκυμονεί για την χώρα, φρονώ ότι η Μονή δικαιούται και οφείλει να προσφύγει στα ελληνικά δικαστήρια, όπως έκανε. Επίσης φρονώ ότι, εφόσον η Μονή δεν δικαιωθεί από τα ελληνικά δικαστήρια κάτω από το έντεχνα κατασκευασθέν δυσμενές για αυτή κλίμα στην ελληνική κοινή γνώμη, δικαιούται και οφείλει να προσφύγει στο ΕΔΑΔ και όποιο άλλο διεθνές δικαστήριο η οργανισμό. Περαιτέρω, η Μονή η το Άγιον Όρος δικαιούται και οφείλει να ενημερώσει και να ζητήσει την συνδρομή των άλλων ορθοδόξων Κρατών, όπως η Ρωσία, αφού αυτά έχουν μερίδιο στην πνευματική αλλά και περιουσιακή κληρονομιά της Μονής και του Αγίου Όρους.

[Χάριν συντομίας, παραλείπεται η περαιτέρω λεπτομερής κριτική των διισταμένων απόψεων.]

Συμπέρασμα

Η Λίμνη ανήκει κατά κυριότητα στη Μονή με βάση τους παλαιότατους τίτλους της. Με την σύμβαση του 1930, το Δημόσιο αποδίδει την Λίμνη στην Μονή, παραχωρώντας όλα τα ιδιωτικού δικαίου δικαιώματα του και παραιτούμενο κάθε αξίωσης στην Λίμνη. Όμως, η σύμβαση του 1930 είναι απολύτως άκυρη αφού με αυτή μεταβιβάζεται Αγιορείτικη περιουσία στην Χαλκιδική χωρίς εύλογο αντάλλαγμα για τα 38.000 στρέμματα γης της Μονής στην Χαλκιδική, αποτέλεσμα το οποίο υπονομεύει και παραβιάζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο πατροπαράδοτο αυτοδιοίκητο καθεστώς του Αγίου Όρους. Επομένως, το Δημόσιο και όσοι απέκτησαν γη της Μονής στην Χαλκιδική από το Δημόσιο δεν απέκτησαν έγκυρα κυριότητα. Εφόσον δε η Αγιορείτικη ακίνητη περιουσία, όπου κι αν βρίσκεται, είναι αναπαλλοτρίωτη δεν χωρεί απόκτηση κυριότητας σε αυτήν ούτε και με χρησικτησία. Επομένως, η Μονή δικαιούται και υποχρεούται από τον νόμο ως ΝΠΔΔ διαχειριζόμενο «ξένη» περιουσία που ηθικά ανήκει και σε μη Έλληνες υπηκόους να διεκδικήσει: α) την Λίμνη η οποία της ανήκει με βάση παλαιούς και γενικά αναγνωρισμένους τίτλους η εύλογη αποζημίωση, β) τα έσοδα από την ιχθυοτροφική εκμετάλλευση τα οποία το Δημόσιο της στέρησε, είτε με βάση την σύμβαση του 1930, είτε, αν κριθεί ότι η σύμβαση είναι άκυρη, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, και γ) τα 38.000 στρέμματα γης στην Χαλκιδική που παρεχώρησε στο Δημόσιο με την σύμβαση του 1930 η εύλογη αποζημίωση.

Όσον αφορά τον ηθικό χαρακτήρα αυτών των διεκδικήσεων, η Μονή η οποία εκπροσωπεί και την πέραν των Ελληνικών συνόρων Ελληνική και μη Ορθοδοξία έχει νομική και ηθική υποχρέωση να προστατεύσει την περιουσία της και να την αξιοποιήσει χάριν της Ορθοδοξίας στο σύνολο της, και δεν δικαιούται να την παραχωρεί σε κανένα χωρίς εύλογο αντάλλαγμα. Επί πλέον, η ιστορία είναι μάρτυς ότι περιουσιακά στοιχεία του Αγίου Όρους αξιοποιούνται καλύτερα από αυτά του Δημοσίου και διασώζονται από τους οικοπεδοφάγους και τις πυρκαγιές προς όφελος του ελληνικού λαού αλλά και της Ορθοδοξίας στο σύνολο της. Οποιαδήποτε αποζημίωση κριθεί ότι πρέπει να καταβληθεί στους ιδιώτες που ωφελήθηκαν από την μεταβίβαση πρέπει να καταβληθεί από το Δημόσιο είτε με την μορφή άλλης περιουσίας η οικονομικής συνδρομής για να αγοράσουν η νοικιάσουν αυτήν την περιουσία από την Μονή. Εναλλακτικά, το Δημόσιο οφείλει να αποζημιώσει την Μονή. Όπως αναφέρθηκε, η Μονή δικαιούται αλλά και οφείλει να καταφύγει εν ανάγκη και στο ΕΔΑΔ η όποιο άλλο αρμόδιο διεθνές δικαστήριο η οργανισμό. Επίσης, η Μονή η το Άγιον Όρος δικαιούται και οφείλει να ενημερώσει και να ζητήσει την συνδρομή των άλλων ορθοδόξων Κρατών, όπως η Ρωσία, αν το ελληνικό Κράτος, κάτω από την επίδραση ξένων επιδράσεων, συνεχίσει την εχθρική προς την Μονή και το Άγιον Όρος πολιτική του. Τέλος, όσοι θεωρούμε ότι τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της χώρας μας οφείλονται σε μια πολιτιστική και ηθική πτώχευση του ελληνικού Κράτους έχουμε καθήκον να αφυπνίσουμε το Κράτος μας προτού είναι πολύ αργά. Οι Έλληνες είχαμε πάντα πενιχρά μέσα, αλλά μάθαμε να «φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας», και να προκαλούμε έτσι, αλλά και με την φιλοκαλική παράδοση των Πατέρων της Ερήμου που συνεχίζει το Άγιον Όρους, τον σεβασμό ολόκληρης της οικούμενης.