Θεολογία και Ζωή

Η ραθυμία, η άλλη όψη της βίας

13 Οκτωβρίου 2010

Η ραθυμία, η άλλη όψη της βίας

Ι.Κορναράκη, Ομοτιμ. Καθηγητού Παν/μίου

Η δαιμονική βία, στη λανθάνουσα λειτουργία της μέσα στον ανθρώπινο ψυχισμό, δείχνει ένα άλλο πρόσωπο, πολύ διαφορετικό από εκείνο, που η πρώτη εντύπωση μας δίνει να αντιληφθούμε, όταν η βία αυτή είναι έκδηλη και εμφανής και άμεσα καταστροφική.
Η λανθάνουσα βία, δηλ. ο αφανής και ανύποπτος και αθόρυβος τρόπος λειτουργίας της βίας, στα πρώτα της βήματα, μέσα στον παραδείσιο χώρο, σφραγίζει πολύ βαθειά και σχεδόν ανεξίτηλα(;) το ανθρώπινο πρόσωπο με τον πιο απατηλό χαρακτήρα της· τη ραθυμία!
Στην κοινή λογική η ραθυμία, η νωχέλεια, η αβελτηρία και γενικά η παραλυτική αδράνεια του ανθρώπινου προσώπου, φαίνεται σαν μια συμπεριφορά ή ενέργεια εντελώς αντίθετη με την έννοια της δυναμικής ή έντονα επιθετικής συμπεριφοράς της βίας. Βία και ραθυμία φαίνονται σαν δύο αντίθετες και εντελώς διάφορες, μεταξύ τους, συμπεριφορές και λειτουργίες του ανθρώπινου ψυχισμού. Κι όμως! Η ραθυμία και μάλιστα στην υπαρξιακή της ποιότητα και εκδοχή, είναι το άλλο, απατηλό, πρόσωπο της δαιμονικής βίας. Κι αυτό είναι αυτονόητο. Εάν είναι στη φύση και στον λειτουργικό-δυναμικό χαρακτήρα της βίας να… βιάζει, δηλαδή να καθηλώνει σε δουλεία και αιχμαλωσία, σε αλύτρωτη υποταγή και σε αθεράπευτη παγίωση, τον ανθρώπινο ψυχισμό, το αποτέλεσμα αυτού του είδους βιασμού του ψυχισμού αυτού, είναι ακριβώς η κατάσταση της υπαρξιακής αδράνειας και νωθρότητας, δηλ. της ραθυμίας.
Περνώντας επομένως ο αδαμικός άνθρωπος, στον αμετάκλητα δουλωτικό, γι’ αυτόν, χώρο της εξουσίας της βίας, περιεβλήθη τα σιδηρά της δεσμά, αφού η βία καθήλωσε τον ανθρώπινο ψυχισμό στη δουλεία μιας αθεράπευτης πλέον υπαρξιακής ραθυμίας και μιας βαθειάς ψυχοδυναμικής αδρανείας, ώστε να φαίνεται πλέον αδύνατη η επιστροφή του από τη… βία.
Φαινομενικά είναι πάντα απορίας άξιο το γεγονός, ότι ο Αδάμ δεν μπόρεσε, προκαλούμενος από το Θεό μ’ ένα όντως αφυπνιστικό ερώτημα “Αδάμ, πού ει;”, να επιστρέψει στο χώρο της ελευθερίας του Θεού από το πάντοτε ανοιχτό γι’ αυτόν μονοπάτι της μετανοίας.
Ο Αδάμ, τη στιγμή που απαντούσε στην πρόκληση αυτή του Θεού, είχε ήδη μπροστά του ανοιχτή θύρα μετανοίας, που κρατούσε την είσοδό της, επίμονα ελεύθερη, η αγάπη και το έλεος του Θεού.
Κι όμως. Ο Αδάμ δεν μπόρεσε να περάσει το κατώφλι της θύρας αυτής. Έμεινε καρφωμένος σε μια αδράνεια και ακινησία αμετανοησίας, οπωσδήποτε εντυπωσιακής, για το βάθος και τις διαστάσεις του αδαμικού ψυχοδυναμισμού, που κρατούσε καθηλωμένο (στην αμετανοησία αυτή) η δεσποτεία της δαιμονικής βίας.
Πάντως, ψηλαφώντας πάρα πέρα τις βαθιές και ουσιαστικές, για την αλλοτρίωση του αδαμικού προσώπου, συνέπειες του πρωτογενούς μπολιάσματός του, με το δουλωτικό, γι’ αυτό το πρόσωπο , ιό της δαιμονικής βίας, στην προβληματική του αντίσταση στη μετάνοια και επιστροφή στην ελευθερία του Θεού, φθάνουμε σε μια πιο συγκεκριμένη διαπίστωση, ότι δηλ. η ντροπή φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να αποτελεί τον εσώτερο πυρήνα της υπαρξιακής ραθυμίας, σαν αντίσταση του αδαμικού ανθρώπου στη μετάνοια και επομένως στη δυνατότητα της σωτηρίας του. Πράγματι! Ένα βασικό “σκάνδαλο”, στο οποίο παγίδευσε η δαιμονική βία το αδαμικό πρόσωπο, ήταν ήδη η αισχύνη, η ντροπή!
Οι πρωτόπλαστοι, μετά την παράβαση της εντολής του Θεού, είδαν έντρομοι και καταντροπιασμένοι την ταπεινωτική γι’ αυτούς, εικόνα του εαυτού τους, σε σχέση με το κάλλος, που προηγουμένως είχε η εικόνα αυτή, προικισμένη καθώς ήταν με τα θεόκτιστα χαρίσματα του “κατ’ εικόνα”.
Αλλά, καθώς τελούσαν πάντοτε κάτω, από την καθοριστική πλέον για τη ζωή τους, αιχμαλωσία της δαιμονικής βίας, διάλεξαν τον χειρότερο τρόπο για τη θεραπεία του φόβου τους και της ντροπής τους: το “κουκούλωμα” της γυμνότητάς τους! “Έραψαν φύλλα συκής” για να καλύψουν αυτή τη γυμνότητα. Με φτηνά και σαθρά “επιχειρήματα” (“φύλλα”) προσπάθησαν να ξεγελάσουν τον εαυτό τους και να κρυφτούν, κυριολεκτικά, πίσω από το δάκτυλό τους, για να μη βλέπουν την ταπεινωτική γι’ αυτούς εικόνα του. Το κουκούλωμα αυτό της γυμνότητας των παραβατών της εντολής του Θεού, τόσο εύλογο και τόσο… αθώο, λειτουργεί, στην περίπτωση τους, ως προσπάθεια απωθήσεως (καλύψεως) της ενοχής τους για τη γυμνότητα αυτή. Πρόκειται εδώ για το χειρότερο εκβιασμό του εαυτού μας από τον εαυτό μας.
Όταν η προσωπική μας εικόνα είναι ταπεινωτική στα μάτια του εαυτού μας, όταν ντρεπόμαστε για τον εαυτό μας, ασκούμε συχνά, τη βία του κουκουλώματος. Κλείνουμε τα μάτια μας στην πραγματικότητα του καταντήματος μας και τα κρατάμε ορθάνοιχτα μπροστά στις ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις μιας εικόνας του εαυτού, όπως τη θέλουμε και όπως μας αρέσει.
Η φυγή αυτή από την πραγματικότητα της ταπεινωτικής για μας εικόνας του εαυτού μας, στις ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις αυτές   είναι   μια   βίαιη   (“ασυνείδητη”)   φυγή   στο   χώρο της αμετανοησίας, γι’ αυτό που τώρα είμαστε.
Το είδος εξάλλου αυτό της βίας, που φρουρεί άγρυπνα το χώρο της αμετανοησίας, το αποκαλύπτει ξεκάθαρα η αντίδραση του αδαμικού ανθρώπου στην πρόκληση για μετάνοια, μπροστά στην οποία τον έθεσε ο Θεός· “Αδάμ, πού ει;”!
Όντως! Φόβος και φυγή συνθέτουν το είδος της βίας, κάτω από την οποία κρατείται δουλωτικά ο παραβάτης της εντολής του Θεού, αδαμικός άνθρωπος.
-“Εφοβήθην και εκρύβην”, ομολογεί ο άνθρωπος αυτός, τη στιγμή, που ο Θεός τον καλεί σ’ ένα νέο διάλογο μετανοίας. Φόβος και κρύψιμο του εαυτού πίσω από τον εαυτό του! Αυτό είναι το αντιφατικό και συγκρουσιακό, ενδοψυχικό, είδος της βίας, της δαιμονικής βίας, που φρουρεί επίμονα κάθε θύρα μετανοίας του αδαμικού ανθρώπου.
Κάθε αμαρτωλός, στην περίπτωση που συλλαμβάνει το μήνυμα της σωτηρίας του, μέσα από το νόημα και το πνεύμα του μυστηρίου της μετανοίας, αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα της λυτρωτικής του λειτουργίας, στο μέτρο του προσωπικού του προβληματισμού και της δυνατότητας της πνευματικής του οράσεως, αλλά, τις περισσότερες φορές, αισθάνεται την αντίδραση του “εαυτού” σε κάθε βήμα μετανοίας και πνευματικής ανανήψεως και εσωτερικής επομένως ελευθερίας.
Η αντίδραση αυτή έχει πάντοτε το νόημα του φόβου και της φυγής προ του προς την μετάνοια προσανατολιζόμενου εαυτού. Εξάλλου ο φόβος αυτός και η φυγή, ως συμπεριφορά “προς τα πίσω”, στην καθήλωση της αμετανοησίας, της ακινησίας προς τη μετάνοια, έχει τελικά το νόημα της ραθυμίας,
Η ραθυμία αυτή φαίνεται να έρχεται από το βάθος του εαυτού του, ως αντίσταση στην αποκάλυψη της εσωτερικότητας του εαυτού του μπροστά στα μάτια του εαυτού του.
Κάθε αισθητή πρόκληση ή προτροπή μετανοίας φαίνεται να εισχωρεί πολύ βαθειά, στον εσωτερικό χώρο του εαυτού, και φαίνεται να απειλεί μια άνοδο, στην επιφάνεια της συνειδήσεως, πολύ ατομικών αλλά και πολύ ενδοψυχικών και γι’ αυτό “μυστικών” περιεχομένων της προσωπικής ζωής. Κι αυτή η αίσθηση, ως πιθανότητα εξωτερικεύσεως ψυχικών περιεχομένων της προσωπικότητας , όλως διόλου ατομικών, φαίνεται να ενοχλεί και μάλλον ήδη να τραυματίζει την αυτοσυνειδησία της προσωπικής εικόνας του εαυτού. Το γεγονός αυτό βεβαίωσε ο Αδάμ με την αντίδρασή του στην πρόκληση του Θεού· “Αδάμ, που ει;”. Κι αυτό ακριβώς το αντιδραστικό στοιχείο, ως ο πιο εσωτερικός πυρήνας της δαιμονικής βίας, φαίνεται να εμποδίζει τον άνθρωπο να σταθεί μπροστά στην εικόνα του εαυτού του με αίσθημα αντικειμενικής ειλικρίνειας και εσωτερικής ελευθερίας. Έτσι η αντίσταση στη μετάνοια, με το επιχείρημα της ντροπής, αποτελεί διεργασία της δαιμονικής βίας, που εκφράζεται με το προσωπείο της ραθυμίας και της ασυνείδητης, παραλυτικής αδρανείας του ανθρωπίνου προσώπου.
Πώς μπορεί να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από την αυτόματη (ανακλαστική) αυτή λειτουργία της αντιδραστικής βίας και να προχωρήσει σ’ ένα λυτρωτικό διάλογο του εαυτού του με τον εαυτό του;
Το ερώτημα αυτό αποτελεί μια από τις πιο κρίσιμες, για την αυθεντική υπαρξιακή καταξίωση του συνειδητού χριστιανού ανθρώπου, απορίες. Γιατί είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι και ο καλοπροαίρετος χριστιανός άνθρωπος αισθάνεται σε πολλές περιπτώσεις, μια πολύ εσωτερική απροθυμία και ραθυμία, να προχωρήσει στη βιωματική -πρακτική συνέπεια της πίστεώς του και της αγαθής προαιρέσεώς του για τη σωτηρία του. Σε πολλές περιπτώσεις ο χριστιανός άνθρωπος, ο καλοπροαίρετος και συνειδητός χριστιανός, γνωρίζει τί του υπαγορεύει να πράξει και να βιώσει η πίστη του και η αφοσίωση του στην ευαγγελική αλήθεια. Ακούει και αποδέχεται, με ειλικρίνεια και εσωτερική ικανοποίηση, το ζωοποιό λόγο του Θεού, όπου ακούγεται και λαλείται και αισθάνεται, ο χριστιανός αυτός, να φωτίζεται το πνεύμα του, όταν μελετάει το λόγο του Θεού! Αλλά…! Αλλά διαπιστώνει και ο ίδιος συγχρόνως πόσο δυσκίνητος είναι στην άμεση και συνεπή βίωση της ευαγγελικής αλήθειας. Βεβαιώνεται συχνά, από τη δική του πείρα, πόσο ράθυμος και αδρανής είναι στη βίωση αυτής της αληθείας. Αισθάνεται ότι του είναι πιο βολικό να αναβάλλει κάποια συγκεκριμένη κίνηση ή προσπάθεια του προς την κατεύθυνση αυτής της βιώσεως. Έτσι εκείνο που κατασταλάζει, σαν υποσυνείδητη η λανθάνουσα αίσθηση στο πνεύμα του, είναι η καθήλωση του στην πνευματική ραθυμία και αδράνεια.
Η αίσθηση αυτή είναι η βαριά κληρονομιά της αδαμικής αντιστάσεως στην πρόσκληση του Θεού για μετάνοια και επιστροφή στο χώρος της ελευθερίας των τέκνων του Θεού.
Η δαιμονική βία, που εισήλθε στον ανθρώπινο ψυχισμό, με τη διάπραξη της αδαμικής αμαρτίας, βιώνεται πλέον, ακόμη και στην περίπτωση του καλού χριστιανού, ως καθήλωση στην υπαρξιακή ραθυμία και την αμέλεια.
Πρόκειται πράγματι για την κρισιμότερη αφροσύνη, που δεσπόζει μέσα στο ανθρώπινο (χριστιανικό) πνεύμα και συντηρεί τη ραθυμία της υπάρξεως· “εκ γάρ της αφροσύνης γίνεται η ραθυμία”.

πηγή: Ιωάννη Κορναράκη, Βία. Η οδός του Θεού