Θεολογία και Ζωή

Αρχές Μοναστική Πολιτείας

21 Νοεμβρίου 2010

Αρχές Μοναστική Πολιτείας

…Βάσει δε των όσων είδαμε μέχρι τώρα, μπορούμε να ελέγξωμε και εμείς ορισμένες από τις αρχές της μοναστικής μας πολιτείας, διότι οι αρχές ενός μοναστηριού είναι τα θεμέλια του πνευματικού οικοδομήματος. Καί αν τα θεμέλια είναι γερά, το οικοδόμημα στέκεται θαυμάσια∙ αν δεν είναι, κινδυνεύει.

Το πρώτο θεμέλιο είναι η χαρά. Η Εκκλησία μας θέλει πάντοτε χαρούμενους∙ δεν ανέχεται κατεβασμένα μούτρα, ούτε διευκολύνει ψευδή λύπη για τον Θεόν. Είναι διαφορετική «η κατά Θεόν λύπη», η καλή και αληθής, η του Πνεύματος δωρεά, από τις λύπες τις δικές μας, που είναι απόρροια της διχοστασίας μας από τον Θεόν. Τεκμήριο της γνησιότητας μας είναι η χαρά μας και η ειρήνη.

Η ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία μπορεί να καλλιεργηθή η ψυχή και να δη και να απόλαυση τον Θεόν, είναι η χαρά, η οποία είναι φυσική και πνευματική∙ ολοκληρώνεται όμως από το Άγιον Πνεύμα, και γίνεται μόνιμη και αστείρευτη και θεόσδοτη, αφού περάση από το χάρισμα των δακρύων. Αυτά τα δάκρυα είναι ο λεπτός πόνος της ψυχής, διότι έπεσε και εκτοξεύθηκε μακριά από τον παράδεισο στήν γη αυτή και πρέπει τώρα να επιστρέψη• είναι δηλαδή η λύπη πού δοκιμάζει η ψυχή όταν απόκτηση την επίγνωση της ασθενείας της. Αυτή όμως η λύπη και αυτό το δάκρυ δίνουν την ευφροσύνη του Πνεύματος, την ηδονή καί την τρυφή του παραδείσου∙ δέν καταργούν την χαρά. Η χαρά παραμένει ως μόνιμη ατμόσφαιρα. Όπως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήση σε μολυσμένη ατμόσφαιρα, έτσι δέν μπορεί να ζήση και χωρίς χαρά. Η κατά Θεόν λύπη λοιπόν, το θερμό και χαροποιό δάκρυ, ενισχύει περαιτέρω την χαρά, την αυξάνει και την κάνει μονιμώτερη και αληθέστερη.

Επομένως, άνθρωπος που δεν είναι χαρούμενος δεν μπορεί να είναι μοναχός, διότι η έλλειψις χαράς δείχνει ότι κάτι δεν πάει καλά. Όπως, όταν έχης πυρετό, ξεύρεις πως είσαι άρρωστος, έτσι ακριβώς και όταν κάποιος δεν είναι χαρούμενος, ας μη νομίζη ότι αυτό οφείλεται στην αγάπη του Θεού, ή στο ότι φταίει ο άλλος, ή οι δυσκολίες, ο καιρός, η υγεία… Αυτός ο ίδιος φταίει. Χωρίσθηκε από τον Θεόν. Πρωταρχικό λοιπόν θεμέλιο ενός υγιούς μοναστηριού είναι η χαρά….

…Ένα δεύτερο θεμέλιο εξ αφορμής όσων συναντάμε στον Βίο του οσίου Νείλου – ιδιαίτερα, της ευφροσύνης που δοκίμασε και την επιζητούσε από την αρχή της αποταγής του και σε όλη του την μετέπειτα ζωή – είναι η συναφής με την χαρά ειρήνη.

Η ειρήνη είναι κάτι το βαθύτερο• είναι η αίσθησις της ενότητος της ανθρωπίνης μας υπάρξεως. Η ειρήνη προϋποθέτει πρώτα από όλα την απόλυτη ενότητα και ταυτότητα των δυνάμεων της ψυχής, του βουλητικού, του νοερού και του θυμικού. Όταν ένα από αυτά αποσπάται, η ειρήνη χάνεται. Η ειρήνη λοιπόν κλονίζεται, όταν κλονίζωνται οι δυνάμεις της ψυχής, όταν μπαίνη μια ανισορροπία μεταξύ τους. Αυτή η ανισορροπία δείχνει ότι ο άνθρωπος δεν βαδίζει καλά στην πνευματική του ζωή, ότι δεν είναι απορροφημένος από τον Θεόν, ότι δεν έχη καν αίσθησι του Θεού. Επομένως, ούτε εσωτερική αρμονία έχει, ούτε αρμονία με τον Θεόν.

Ταραγμένος άνθρωπος αποκαλύπτει πως έχει χάσει τον Θεόν, διότι δεν μπορεί να φθάση η θεία ενέργεια μέχρις αυτού, δεν μπορεί να γίνη ο ίδιος μόνιμο κατοικητήριο του Θεού. Και αυτό οφείλεται στο ότι το ηγεμονικό του – το πνεύμα το εν τω ανθρώπω, το οποίο πρώτο δύναται να ενώνεται με τον Θεόν και να Τον κάνη κτήμα του και εν συνεχεία να Τον προσδίδη και σε όλον τον άνθρωπο- δεν βρίσκεται σε αγαθή σχέσι με τις υπόλοιπες δυνάμεις της ψυχής.

Όποιος ταράσσεται είναι ψυχικός άνθρωπος, ζη με κατώτερες οράσεις και απολαύσεις. Η ψυχή του συμμείγνυται με αυτές, και το πνεύμα του χάνεται εκεί μέσα και πελαγώνει, καταπίπτοντας τελικώς σε μία σαρκικότητα. Αυτός ο άνθρωπος γίνεται ένα σκουλήκι πεταγμένο στην γη, ενώ είναι πλασμένος για αετός. Ο αετός έπεσε κάτω στο χώμα, μέσα στην λάσπη. Πως μπορεί τώρα να είναι ήρεμος; Πως μπορεί να νοιώθη άπλα και να ζη εδώ στην γη; Πρέπει να δημιουργηθή εκ νέου η ενότητα μέσα του, με το να διεισδύση το Άγιον Πνεύμα και να τον φωτίση, ώστε να γνωρίση τα βαθύτερα αίτια της ασθενείας του, και τότε να αναζήτηση αρχικώς την εσωτερική θεραπεία και εν συνεχεία την αποκατάσταση των σχέσεων του με τον Θεόν.

Η ειρήνη επίσης χάνεται, όταν δεν ταυτιζώμαστε απόλυτα με τους άλλους και δεν τους αναγνωρίζωμε. Σε αυτή την περίπτωση έχομε, όπως είπαμε, το σχίσιμο του σώματος του Χριστού, την εισβολή του αφύσικου αυτού στοιχείου στην φυσικότητα της πνευματικής ζωής μας, οπότε, μη ζώντας την ενότητα και την καθολικότητα του ενός σώματος, δεν μπορούμε να έχουμε να έχουμε αίσθησι Θεού και ειρήνη μέσα μας. Ο παραμικρός δηλαδή διχασμός με τον Θεόν ή με οποιονδήποτε άνθρωπο, αλλά και η παραμικρή μας αντίδρασις προς τον φυσικό κόσμο, μας κάνει να χάνωμε την ειρήνη, αφού ολόκληρη η κτίσις εχει συνταυτισθή με τον Θεόν, αναγνωρίζει τον πλαστουργό της και δεν ανέχεται αντίδρασι και ανισορροπία εν εαυτή. «Συστενάζει και συνωδίνει» (35) η κτίσις μαζί με τον άνθρωπο, επειδή εξέπεσε από τον Θεόν, και ζητάει την επανένωσί της μαζί Του, την παλιγγενεσία της. «Καινόν ουρανόν και καινήν γήν» θέλει να δη τον εαυτό της (36).

Έτσι, μόλις δυσανασχετήσης και πης, γιατί αυτό το βουνό είναι εδώ μπροστά μου, γιατί φυσά αέρας, γιατί πάλι βρέχει, τι υγρασία είναι αυτή, μόλις δηλαδή έρθης σε σύγκρουσι με ένα φυσικό φαινόμενο του ουρανού ή της γης, ακόμη και μόλις πης, τι χρειάζονται τα σκουλήκια, η σαύρα, τα ερπετά, αμέσως χάνεις την ειρήνη. Αφού έρχεσαι σε σύγκρουσι με την φύσι, η οποία ζητάει τον Θεόν και ενώνει το δάκρυ της με το δάκρυ όλων των αγίων –μέχρις ότου γίνη η αποκαταλλαγή της κατά την εσχάτη ήμερα(37) – εσύ αποτελείς παραφωνία, η οποία σε χωρίζει από όλη την φύσι, από όλο το σύμπαν, από όλον τον Θεόν.

Εάν ακόμη δεν ταύτισης τον εαυτό σου και με τον τελευταίο αμαρτωλό και δεν αναγνώρισης πως αυτός είναι κομμάτι της δικής σου υπάρξεως, εάν δηλαδή δεν ένωσης τον εαυτό σου και με το τελευταίο σκουλήκι της γης και δεν αναγνώρισης ότι ο ίδιος Θεός ενώνει και σένα και αυτόν με τον ουρανό, τότε δεν θα μπόρεσης ποτέ σου να νοιώσης την πραγματική ειρήνη. Αυτή η ειρήνη είναι κάτι το βαθύτερο από την χαρά, κάτι το οριστικώτερο, διότι δεν μαρτυρεί απλώς το πως είμαι, αλλά το που πηγαίνω, εάν πορεύωμαι λανθασμένα η σωστά.

Κριτήριο λοιπόν της πορείας μας είναι η χαρά, το που βρίσκομαι, και η ειρήνη, το που πάω. Εάν δεν έχω ειρήνη, σημαίνει ότι πήρα λάθος δρόμο, θα τολμούσαμε να πούμε, εάν την ειρήνη μου την βρίσκω στην αμαρτία, είναι προτιμότερο να πάω στην αμαρτία. Είναι πολυτιμότερη τότε η αμαρτία για μένα, από ό,τι είναι όλοι μαζί οι αρχάγγελοι. Βεβαίως, το δεύτερο σκαλοπάτι θα είναι να πάω από την αμαρτία στον παράδεισο. Διότι στην πραγματικότητα δεν είναι δυνατόν να δώση η αμαρτία ειρήνη. Η αμαρτία είναι η μεγαλύτερη προσβολή προς τον Θεόν και προς τον άνθρωπο. Παρά ταύτα, αν εμένα μου φαίνεται ότι την ειρήνη την βρίσκω στην αμαρτία, να πάω εκεί. Σημασία έχει η ειρήνη. Μόνον αυτή μπορεί να μου χαρίση κάποια ακτίνα, που θα μου αποκάλυψη εν συνεχεία τον Θεόν….

…Το τρίτο λοιπόν θεμέλιο της ζωής μας, η τελεία ελευθερία, είναι το χύσιμο του αίματος, ο θάνατός μας χάριν του Χρίστου. Η ελευθερία επομένως αποκτά την τελειότητά της με την έκχυσι του αίματός μας, με την τέλεια εγκατάλειψί μας στον κόλπο του Θεού, όπως έκανε ο παπά-Τύχων. Άφηνε να γεμίζουν οι χούφτες των χεριών του με τα δάκρυά του, και τα πετούσε επάνω στον σταυρό που είχε στο κελλί του, εκφράζοντας έτσι τον πόνο και τον πόθο του για την τελική του ανάστασι και απελευθέρωσι από την σάρκα. Πονούσε δηλαδή επειδή ζούσε• ήθελε την ελευθερία και από αυτήν ακόμη την ζωή (41).

Όπως οι μάρτυρες έπαιρναν στα χέρια τους το κεφάλι τους και το πήγαιναν στον Χριστόν, ή γέμιζαν τις χούφτες με το αίμα τους και το χάριζαν στον Θεόν, αυτό μόνον μπορώ να κάνω και εγώ, αν θέλω πραγματικά να γίνω ο αληθινά ελεύθερος. Ελεύθερος δεν είναι αυτός που κάνει ό,τι θέλει, αλλά αυτός που, ενώ μπορεί νά κάνη ό,τι θέλει, χύνει ελεύθερα το αίμα του και τον ιδρώτα του ενώπιον του Εσταυρωμένου Χριστού, για να οδηγηθή στην Ανάστασι.

Για να είμαστε όμως πραγματικοί μοναχοί και να έχωμε το δικαίωμα να κατοικούμε επάνω σε μία πέτρα ή σε έναν στύλο μεταξύ ουρανού και γης, ή να είμαστε εγκλωβισμένοι, φυλακισμένοι μέσα σε αυτά τα κελλιά, χρειαζόμαστε και κάτι άλλο, την υπερβατικότητα, την οποία συναντάμε στον Όσιο Νείλο από την αρχή της αποφάσεως του να γίνη μοναχός μέχρι την τελευταία στιγμή. Δηλαδή, είτε ο όσιος ήταν ξύπνιος, είτε μισοκοιμόταν, είτε κοιμόταν, ζούσε σε έναν άλλο κόσμο. Και την ώρα ακόμη του μαρτυρίου του, ζούσε μαζί με τον ζώντα Θεόν, ο οποίος μπορούσε να εκτείνη το χέρι του και να τον ευλογή.

Μόνον τέτοια μπορεί να είναι και η δική μας ζωή, υπερβατική ζωή, συμβίωσις με τον ζώντα Θεόν, ένα ξεπέρασμα των νόμων της φύσεως και μία υποταγή, μία εκπλήρωσις των επιταγών του Αγίου Πνεύματος και των νόμων της χάριτος. Αυτά πρέπει να λειτουργούν στον μοναχό. Ο μοναχός δεν διέπεται από ανθρώπινη θέλησι και νομοθεσία, αλλά από το τι το Πνεύμα το Άγιον κελεύει, από το που πνέει, από το τι ο Θεός ορίζει. Αυτή είναι η ζωή του. Δεν ζη για τον κόσμο ούτε εν τω κόσμω. Έχει απαλλαχθή από κάθε γήινη επιθυμία και βίωμα και έχει αποκτήσει την διάθεσι της τελείας σωματικής νεκρώσεως, της νεκρώσεως ακόμη και του τελευταίου ανθρωπίνου αισθήματος και βιώματος και της τελευταίας ανθρώπινης χαράς, για να είναι το παν εις αυτόν υπερβατικό, πέραν του κόσμου.

Η υπερβατικότης αυτή του μοναχού φθάνει ακόμη και μέχρι την τελεία συσσωμάτωσί του και συμπνευμάτωσί του με τον Χριστόν, μέχρι και την θέωσί του, που επιτυγχάνεται με την αδιάλειπτη μυστηριακή κοινωνία, το «φαγοπότι» αυτό της σαρκός και του αίματος του Χριστού, και με την μέθεξι της Θεότητος δια της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής, που είναι ο τελειότερος και πνευματικώτερος τρόπος ζωής.

Επομένως, εάν γελάω, εάν κλαίω, εάν δουλεύω, εάν παίζω, εάν συνεργάζωμαι, εάν υπακούω, εάν πιστεύω ότι πετάει ο γάιδαρος υπακούοντας αλόγιστα, εάν ανεβαίνω επάνω στο βουνό, εάν πηγαίνω στην εκκλησία, το κάνω για να φθάσω στην πληρότητα της εσωτερικής προσευχής, που είναι πλήρης μετάστασις της ζωής μου και αρπαγή του νοός μου εις τον Θεόν, δια της τελείας εισδοχής του Θεού μέσα στο σαρκίο μου, μέσα στην θνητότητα και στην σμικρότητα μου. Γίνεται δηλαδή η αντίδοσις των ιδιωμάτων του Θεού και του ανθρώπου. Εγώ διεισδύω στους κόσμους του υπερπέραν, και το υπερπέραν εισέρχεται στην δική μου θνητότητα και την κάνει αιωνιότητα, την κάνει ουρανό, βασιλεία των ουρανών.

Η πνευματικότης μου λοιπόν είναι στην ουσία και ένα ξεπέρασμα του χρόνου, του ορίζοντος αυτού του κόσμου, ένας θάνατος του παντός, μία εσχατολογική κατάστασις. Γι’ αυτό, την πλήρωσί μου, την ανάπαυσί μου, μπορώ να την βρω μόνον στην άλλη ζωή. Εν όσω υπάρχω στην ζωή αυτή και εν όσω είμαι πραγματικός μοναχός, τίποτε δεν είναι δυνατόν να με θέλξη, ούτε να με ικανοποίηση, ούτε να μου αρκέση, ώστε να πω, φθάνει! μέχρις εδώ. Ανά πάσαν στιγμή, και αν ακόμη βλέπω αγγέλους και αρχαγγέλους, και με τα μάτια ακόμη της σαρκός μου και όχι μόνον του πνεύματός μου, δεν μπορώ να πω κάτι άλλο, παρά μόνον αυτό που συχνά λέγουν οι ασκηταί: Να, ένας καλόγερος ψεύτης. Πράγματι, ένας ψεύτης είμαι (42). Αληθινός θα είμαι μόνον όταν φθάσω εκεί επάνω, όταν γίνη η κατάργησις των ορατών στοιχείων και μυστηρίων και θα βασιλεύσω πρόσωπο με πρόσωπο ενώπιον του Θεού, και ο Θεός θα βασιλεύση μπροστά μου (43) .

Μέχρι τότε όμως δεν είναι δυνατόν να νοιώσω χαρά για κάτι, δεν δικαιούμαι- εκτός από την αμαρτία μου- να κλάψω για κάτι άλλο, ούτε για τον θάνατο του πατέρα μου ούτε για την απώλεια γνωστών μου ανθρώπων, ούτε για την φτώχεια μου ούτε για τον πλούτο μου, ούτε για τον έπαινο ούτε για την κατάρα. Ακόμη, ούτε και αυτή η αμαρτία μου, θα μπορούσαμε να πούμε με μία πνευματική έννοια, δεν είναι δυνατόν να αλλοίωση την ηρεμία του πνεύματος μου. Τίποτε δεν έχει σημασία, ούτε η γη ούτε ο ουρανός, ούτε το ύψωμα ούτε τα καταχθόνια, ούτε η επιτυχία μου ούτε η αποτυχία μου. Τίποτε απολύτως (43).

Το μόνο που έχει σημασία για μένα είναι, όταν φθάσω εκεί επάνω, όταν το τέλειο θα έρθη (44), όταν τα πάντα, και η ζωή και ο θάνατος και εγώ ο ίδιος, θα έχουν παραδοθή στα πόδια του Ιησού Χριστού. Όταν ο Πατήρ -ο οποίος είπε στον Υιόν του «κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (45)— παραδώση τα πάντα στον Υιόν επάνω στο ουράνιο θυσιαστήριο, και ο Υιός πάρη την φυσική του θέσι εκ δεξιών του Πατρός, όπως μας το προλέγουν οι προφητείες του Ψαλτηρίου, τότε θα μπορέσω και εγώ να αναπαυθώ και να πω, «ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην» (46). Γι’ αυτό αγωνίσθηκα, γι’ αυτό κουράσθηκα. «Νυν απολύεις τον δουλόν σου» (47), Θεέ μου, τώρα πλέον είμαι ήσυχος. Και αυτό το «νυν απολύεις» θα είναι η αιωνιότης, διότι απωλέσθη ο χρόνος, η ιστορία, ο αγώνας, η παράδοσις, το δόγμα, το σύμπαν. Και τι απέμεινε; Αυτό που δεν δέχεται καμία απόλυσι, δηλαδή ο Θεός και ό,τι φωτίζεται εν τω Θεώ, όλοι οι αστέρες οι φωτιζόμενοι από το φως της τρισηλίου Θεότητος, οι οποίοι όμως χάνονται μέσα σε αυτό, γιατί τώρα όλα είναι ένα. Αυτή η παραδείσια κατάστασις, η εσχατολογική πληρότης της πνευματικότητός μας, είναι το μόνο που μπορεί να επιθυμή ο μοναχός.

Αυτά είναι τα θεμέλια, οι οραματισμοί, οι στύλοι, ό,τι μπορεί να κλείση στην καρδιά του ένας μοναχός. Όμως, μέχρι να φθάσωμε εκεί επάνω, ας προσευχώμαστε η ζωή μας να είναι ένα σκύψιμο ενώπιον του Εσταυρωμένου Κυρίου˙ ενα σκύψιμο ειρηνικό, μια ειρήνη που είναι η μεγαλύτερη αγωνία και η μεγαλύτερη κραυγή ενώπιον του Θεού και εκφράζεται με τα λόγια, ευλόγησέ με, Θεέ μου. Και η καθημερινή παράστασίς μας ενώπιον του Χριστού και η αίσθησίς μας και η όρασίς μας να είναι ο Εσταυρωμένος Χριστός, που «ξηλώνει» το χέρι του και ευλογεί την δική μας χθαμαλότητα, για να μας κάνη ψιλούς και άχρηστους γι’ αυτή την ζωή, και χρήσιμους για την βασιλεία των ουρανών.

35. Ρωμ. 8, 20-22

36. Βλ. Β’ Πέτρ. 3, 13.

37. Ρωμ. 8, 21.

40. Εβρ. 12, 4.

41.Ιερομόναχου Αγαθαγγέλου (Καλαφάτη), Οι αναμνήσεις μου από τον παπά-Τύχωνα. I. Μ. Σίμωνος Πέτρας, Άγιον Όρος 2003 , σσ. 35-36.

42. Ρωμ. 3, 4.

43. Α’ Κορ. 13, 8-12.

44. Α’ Κορ. 13, 10.

45. Ψαλμ. 109, 1.

46. Ψαλμ. 131, 14.

47. Λουκ. 2, 29.

ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ (2008) ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ: Ερμηνεία στον Βίο του Οσίου Νείλου του Καλαβρού. Εκδόσεις Ίνδικτος. Β’ Έκδοση.

Πηγή: http://thesvitis.blogspot.com/2010/11/2.html