Θεολογία και Ζωή

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, «Σεισμός γης»

25 Δεκεμβρίου 2010

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, «Σεισμός γης»

Το μυστήριο της αγάπης του θεου.

Τα Χριστούγεννα δίδουν σε όλους μας τη μοναδική ευκαιρία να αναβαπτίσουμε την ύπαρξή μας στο μυστήριο της αγάπης του Θεού, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να φωτισθεί και προσεγγισθεί το μυστήριο του ανθρώπου.

Αν παραμερίσουμε τον Ορθολογισμό και σκεπτικισμό μας, την υπερηφάνεια και αυτάρκεια του ανθρώπου που νομίζει ότι όλα τα εξηγεί και κατορθώνει, την αγωνιώδη μέριμνα του βίου, τη ρουτίνα πολλών καθημερινών μάταιων πράξεων και επιδιώξεων που κατατρώγουν τη ζωή μας, τα πάθη και τις αδυναμίες μας, και προσέλθουμε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ με ταπείνωση και απλότητα, θα αποκαλυφθεί και σ’ εμάς το μεγάλο και μοναδικό μυστήριο που συντελείται εκεί.

Δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει το μυστήριο αυτό αν δε μετανοήσει, δηλαδή αν δεν αλλάξει νου, αν δεν παύσει να βλέπει τα πράγματα από τη στενή και φτωχή προοπτική του αρρωστημένου από τον εγωισμό ανθρώπου, για να τα δει μέσα στην αιώνια και άπειρη προοπτική του Θεού.

 

Το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου

Όταν μιλάμε για την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, ως μυστήριο πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε και ως μυστήριο πρέπει να την προσεγγίζουμε, γιατί όλα τα γεγονότα της ενανθρωπήσεως, της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού έγιναν με θαυμαστό τρόπο που ξεπερνά τον νου ανθρώπου. Οι Πατέρες της Εκκλησίας λένε ότι, εάν η θεία ενανθρώπηση ήταν καταληπτή, δε θα ήταν θεία και παρομοιάζουν όσους αμφιβάλλουν ή δεν πιστεύουν, με εκείνον που καθόταν στο σκοτάδι και πληρώθηκε από φως, επειδή όμως δε γνώριζε το πώς ήλθε το φως, δε δέχθηκε τον φωτισμό. Αν πιστεύαμε μόνο σε όσα μπορούσαμε να αντιληφθούμε με τη γνώση, τότε δε θα έπρεπε να υπάρχει ο ακατάληπτος Θεός, εφ’ όσον ο ανθρώπινος νους αδυνατεί να τον αντιληφθεί. Είναι λοιπόν τολμηρό να ερωτάμε πώς ο Θεός έγινε άνθρωπος και να προσπαθούμε με τη διάνοιά μας να το εξιχνιάσουμε, όταν αγνοούμε ακόμη και για τον εαυτό μας πώς γίναμε άνθρωποι. πώς η νοερά ψυχή μας είναι συνδεδεμένη με το σώμα μας. Γι’ αυτό ο μόνος τρόπος προσεγγίσεως στο μυστήριο της ενανθρωπήσεως και σαρκώσεως του Λόγου είναι η πίστη στην παντοδυναμία της θελήσεως και της αγάπης του Θεού.

 

«Σεισμός γης»

Η εορτή των Χριστουγέννων που αποτελεί ως γεγονός «σεισμόν γης», κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, είναι το κεντρικό μυστήριο όλης της Θείας Οικονομίας. Η δημιουργία και η σωτηρία, όλη η ελεημοσύνη και η φιλανθρωπία της αγίας Τριάδας, ανακεφαλαιώνονται στον Θεάνθρωπο Χριστό, που με την ενσάρκωσή Του κι όλα τα μυστήρια της ένσαρκης παρουσίας Του απεκάλυψε τη χριστολογική και χριστοκεντρική ρίζα και προοπτική κάθε πραγματικότητας και ολόκληρης της πραγματικότητας. Έτσι εξηγείται γιατί τα Χριστούγεννα εορτάζονται και πανηγυρίζονται σαν «τα σωτήρια του κόσμου, η γενέθλιος ημέρα της ανθρωπότητος, η κοινή εορτή πάσης της κτίσεως» (Μ. Βασίλειος). Επειδή, ο «επιδημήσας Λόγος του Θεού εκένωσεν εαυ­τόν, ίνα τω κενώματι αυτού πληρωθή ο κόσμος».

«Επειδή ο Θεός», λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκη­νός, «μας έδωσε να κοινωνήσουμε το καλύτερο και δεν το φυλάξαμε, γι’ αυτό μεταλαβαίνει το χειρότερο, εννοώ τη φύση μας, ώστε από τη μια μεριά να ανακαινίσει τον εαυτό Του και με τον εαυτό Του το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση, και από την άλλη να διδάξει και σ’ εμάς την ενάρετη πολιτεία, αφού με τον εαυτό Του την έκαμε σ’ εμάς δυνατή. Να μας ελευθερώσει από τη φθορά με την κοινωνία της ζωής γενόμενος απαρχή της αναστάσεώς μας. Να ανακαινίσει το σκεύος που αχρειώθηκε και κομματιάστηκε, να μας λυτρώσει από την τυραννία του διαβόλου, με το να μας καλέσει στη θεογνωσία και να τον νεκρώσει, να μας μάθει να παλεύουμε αποτελεσματικά με τον τύραννο, οπλισμένοι με υπομονή και ταπείνωση».

«Ο Θεός πτωχεύει την εμήν σάρκα, ίνα εγώ πλουτήσω την αυτού Θεότητα… κενούται της εαυτού δόξης επί μι­κρόν, ίνα εγώ της εκείνου μεταλάβω πληρώσεως». Ο Θεός μας έρχεται να κενωθεί, να πτωχεύσει, να κριθεί, να σταυρωθεί, να κατέλθει στον άδη, να αναστηθεί και να αναληφθεί, για να φανερώσει με όλο αυτό το μυστήριο της κενώσεως Του ότι δεν είναι δύναμη, ισχύς, αυθεντία, κυριαρχία, νομοθεσία, καταδίκη, τιμωρία, εκδίκηση. Έρχεται, με άλλα λόγια, να σώσει στην αγάπη και με την αγάπη Του τον άνθρωπο, να βαστάξει όλες τις ασθένειες μας και να σηκώσει όλα τα ανομήματά μας, να μεταμορφώσει όλες τις απελπιστικά ανθρώπινες καταστάσεις σε γνώση της δυνάμεως της Αναστάσεως Του.

Ο Χριστός γεννιέται και ανακλίνεται πραγματικά στην Εκκλησία, και στο λίκνο της καρδιάς μας, που είναι λίκνο των άλογων παθών «θέλων ρύσασθαι ημάς εκ της αλογίας».

Η φάτνη της σαρκώσεως γίνεται το θυσιαστήριο του κόσμου από το οποίο προσφέρεται ο άρτος του Λόγου του Θεού σαν τροφή των λαών της γης διότι στο μυστήριο των Χριστουγέννων θεάται, προσκυνείται και δοξάζεται ολόκληρη η σωτηρία. Αυτό είναι το μυστήριο που μπορούν να θαυμάζουν όσοι μπορούν να αναγνωρίζουν τη μεγαλειότητα στην ταπείνωση, τον πλούτο στη φτώχεια, την ελευθερία στην υπακοή.

 

Η αδυναμία των ανθρώπων σήμερα

Αλλά οι άνθρωποι αδυνατούν να κατανοήσουν αυτή τη Θεολογία. Προσπαθούν να ματαιώσουν τη σύλληψη και τη γέννηση του Χριστού μέσα στην καρδιά τους και παραμένουν τυφλοί και νήπιοι. Ρίξτε μια ματιά στον κόσμο γύρω σας που εξακολουθεί να πορεύεται μέσα στην οδύνη, την απελπισία, τον πόλεμο, την αδικία, την εκμετάλλευση, την απουσία της αγάπης, τον φθόνο και την κακία, τις έριδες και τις φιλονικίες και τα φαύλα πράγματα.

Πώς να κηρύξουμε σήμερα την ταπείνωση του Θεού στον σημερινό προμηθεϊκό άνθρωπο, που κυνηγάει ακόρεστα την άνεση και την αυτάρκεια;

Πώς να ευαγγελισθούμε σήμερα τη θέωση της ανθρώ­πινης φύσης, μέσα στη θεία φύση του Σαρκωμένου Θεού, όταν γύρω μας βασιλεύει η απανθρωπιά και η αναισθη­σία;

Ενώπιον της ανθρώπινης ελευθερίας ο Θεός θέλησε να καταστεί ανίσχυρος. Και γι’ αυτό τίθεται απέναντι στην κρίση του ανθρώπου, μπροστά σ’ ένα σφετεριστικό δικαστήριο, που του υποβάλλει προκλητικές, πειρασμικές ερωτήσεις: «Είναι αλήθεια πώς είσαι βασιλιάς;», τον ερώτησαν οι Αρχιερείς λίγο πριν τον σταυρικό Του θάνατο. Γνωρίζουμε την απάντηση που έδωσε ο Χριστός: «Γι’ αυτό γεννήθηκα και γι’ αυτό ήλθα στον κόσμο. Για να μαρτυρήσω την Αλήθεια». Κι εδώ τελειώνει η δικαστική διαδικασία, κατά την οποία ο άνθρωπος κατέστησε τον Θεό κατηγορούμενο ενώπιον της κρίσης της ίδιας του της ιστορίας. Έτσι, λοιπόν, η απόρριψη του Θεού δε βασίζεται στην αλήθεια, αλλά στην κατάχρηση της ελευθερίας, στη φαντασίωση της ισοθεΐας. Να, γιατί η Γέννηση του Χρίστου δεν είναι μόνο φανέρωση της άπειρης φιλανθρωπίας του Θεού, αλλά -στην ουσία της- και της τραγωδίας του ανθρώπου. Και τα δύο είναι αδιάλυτα συνυφασμένα.

Οι άνθρωποι, όμως, δεν είμαστε αναπαυμένοι. Δε μας ικανοποιούν τα υποκατάστατα. Δε μας ικανοποιούν στην κοπιαστική αναζήτηση της λύτρωσης οι ψευδείς Μεσσίες, οι ανθρώπινοι και φανταστικοί θεοί. Απλά κάνουν πιο έντονο το κενό, τη δυστυχία και την απογοήτευση. Κουραστήκαμε από την κυριαρχία του παλαιού ανθρώπου στην καρδιά μας και ζητούμε να ενδυθούμε τον καινό, τον νέο άνθρωπο. Να γεννήσουμε τον Χριστό στις καρδιές μας, να υφάνουμε παρά τις δυσκολίες, εσωτερικές και εξωτερικές, το μεγάλο και παράδοξο μυστήριο, που οι αιώνες και η αλήθεια του το έκαναν τόσο δικό μας. Μας λείπει, όμως, όπως λέγει το Ευαγγέλιο, ένα ακόμη.

 

Η αδιαφορία για τον Θεό και τον συνάνθρωπο

Αλλά αυτό το ένα αποκαλύπτει δύο μεγάλες μας αμαρτίες: την αδιαφορία μας για τον Θεό και τον άνθρωπο, τον αδελφό μας. Μας λείπει ο Πατέρας αλλά και η οικογένειά μας. Γιατί η κοινωνία με τον Θεό δεν είναι έξω από την κοινωνία με τον άνθρωπο. Και γιατί η κοινωνία με τον άνθρωπο αποκαλύπτει την αγάπη μας στον Θεό.

Ένας ίσον κανένας. Αυτό πρωτακούσθηκε μέσα στους κόλπους της αρχαίας Εκκλησίας. Ένας χριστιανός, ίσον κανένας χριστιανός! Και η αγάπη που χαρακτηρίζει -πρέπει να χαρακτηρίζει- την κοινωνία μας με τον συνάνθρωπό μας και τον Θεό μας δεν εξαρτάται από την πορεία του χρόνου, αλλά έχει πάντα δύναμη.

Λέγει χαρακτηριστικά ο όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης: «Μερικοί σκέφτονται πως ο Κύριος γεννήθηκε και έπαθε από αγάπη για τον άνθρωπο· επειδή όμως δεν βρίσκουν μέσα τους αυτή την αγάπη, διαλογίζονται πως αυτό έγινε κάποτε παλιά και πέρασε. Όταν όμως η ψυχή μας γνωρίσει την αγάπη του Θεού, τότε αισθάνεται καθαρά πως ο Κύριος είναι ο Πατέρας μας, ο γνησιότατος, ο πλησιέστα­τος, ο πιο αγαπημένος, ο αγαθότατος και δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από το ν’ αγαπάς τον Θεό με όλο τον νου και την καρδιά και τον πλησίον σαν τον εαυτό σου. Κι όταν πια εγκατασταθεί μέσα μας αυτή η αγάπη, τότε όλα χαροποιούν την ψυχή»,

Η χάρη έρχεται με την αγάπη για τον αδελφό και μ’ αύτη διατηρείται. Σκλήρυναν σήμερα οι καρδιές των ανθρώπων και πάγωσε η αγάπη και έτσι δεν αισθάνονται την αγάπη του Θεού και χάνουν και την πίστη στον Θεό!

Πώς γίναμε έτσι οι άνθρωποι! Χωρίς καρδιά για τον αληθινό και ζώντα Θεό ,τί άλλο άραγε έχουμε να του προσφέρουμε –ό, τι έχουμε δικό Του. Η όποια αξιομισθία μας αδυνατεί να μας χαρίσει τη Βασιλεία Του, γιατί η αγιότη­τά Του δε μετριέται. Πώς γίναμε έτσι άσπλαχνοι, σύνθετοι άνθρωποι, επιτηδευμένοι, μ’ ένα σωρό στολίδια και φτιαξίματα στην ψυχή και το πρόσωπο; Πώς γίναμε τόσο μίζεροι και δυστυχείς, μοιρολάτρες και κακόμοιροι, στερημένοι της μακάριας ελπίδας;

Η αγάπη του Θεού

Αν προσπαθούσαμε να ζήσουμε λίγο περισσότερο την αγάπη του Θεού. Πόσο θα μας πλουτίσει! Πώς θα το πετάξουμε αυτό; Εάν ανακαλύψουμε ότι το σπήλαιο είναι εικόνα της Εκκλησίας. Γιατί έξω είναι σκοτάδι. Φωτισμένο με ψεύτικο φως. Εάν ανακαλύψουμε ότι ο προορισμός του ανθρώπου, ως αδελφού του Χριστού, είναι ο Θεός.

Ας κλείσουμε αυτές τις ταπεινές σκέψεις με την προσευχή του Αποστόλου Παύλου, που είναι και δική μας ευχή:

«Γι’ αυτό τον λόγο γονατίζω προσευχόμενος προς τον Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού… να σας δώσει κατά τον πλούτο της δόξας Του, να ενισχυθείτε με δύναμη διά του Πνεύματος Του, …να κατοικήσει ο Χριστός διά της πίστεως στις καρδιές σας, να είσθε ριζωμένοι και θεμελιω­μένοι στην αγάπη, για να μπορέσετε να καταλάβετε μαζί με όλους τους Αγίους ποιό είναι το πλάτος και το μήκος, το βάθος και το ύφος, και να γνωρίσετε την αγάπη του Χριστού, που ξεπερνά τη γνώση, για να καταστητε πλήρεις με όλη την πληρότητα του Θεού» (Εφεσ. 3,14-19).

Σ’ αυτόν τον Γεννηθέντα Θεό, ας είναι η δόξα στους αιώνες!

(Αγαθαγγέλου, Επισκόπου Φαναρίου, «Η ζύμη του Ευαγγελίου»)