Θεολογία και Ζωή

Θεολογική προσέγγιση των διαπροσωπικών σχέσεων (μέρος α΄)

2 Φεβρουαρίου 2011

Θεολογική προσέγγιση των διαπροσωπικών σχέσεων (μέρος α΄)

του Γεωργίου Μαντζαρίδη, ομότιμου καθηγητή Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Ο όρος διαπροσωπικές σχέσεις χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον χώρο της Ψυχιατρικής και της Κοινωνικής ψυχολογίας, αλλά σύντομα καθιερώθηκε  στον ευρύτερο ακαδημαϊκό χώρο και στην θεολογική επιστήμη. Ειδικότερα μάλιστα η χρήση του όρου αυτού στην θεολογική επιστήμη  διευκόλυνε τον  διάλογό της με τις άλλες επιστήμες, ενώ ταυτόχρονα προσέδωσε σε αυτόν ευρύτερο και βαθύτερο περιεχόμενο.

Ως διαπροσωπικές χαρακτηρίζονται οι σχέσεις που πραγματοποιούνται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων. Η επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της την έρευνα των σχέσεων αυτών είναι πρωτίστως η Κοινωνική ψυχολογία. Με τις σχέσεις αυτές ασχολείται βέβαια και η Κοινωνιολογία. Ενώ όμως η Κοινωνιολογία ως μή αξιολογική επιστήμη βλέπει στις διαπροσωπικές σχέσεις μόνο τους κοινωνικούς ρόλους, χωρίς να υπεισέρχεται στην ψυχολογική διάστασή τους, η Κοινωνική ψυχολογία προχωρεί στην διερεύνηση της διαστάσεως αυτής, που προσελκύει και το κύριο ενδιαφέρον της. Έτσι, αν σε κάποια κοινωνική ομάδα όλα λειτουργούν αρμονικά, η Κοινωνιολογία θα διαπιστώσει σωστή λειτουργία των ρόλων της. Αν όμως η αρμονία αυτή οφείλεται σε αμοιβαίο σεβασμό των μελών της ή σε κάποια άλλη αιτία, θα το διερευνήσει η Κοινωνική ψυχολογία.

Η ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων δεν αποτελεί συμβατικό ή δευτερογενές στοιχείο της ανθρώπινης ζωής. Ο άνθρωπος, που είναι από την φύση του κοινωνικό όν, αναπτύσσει αυθόρμητα διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις. Συνδέεται με τα πρόσωπα που τον περιβάλλουν και έρχεται σε κοινωνία μαζί τους. Γι’ αυτό και ο περιορισμός του ενδιαφέροντος της επιστημονικής έρευνας στην ατομικότητα ή την υποκειμενικότητα, που ήταν συνήθης στην  νεωτερικότητα, αδικούσε και παρερμήνευε όχι μόνο την κοινωνική αλλά και την ατομική ζωή του ανθρώπου.

Εκτός όμως από την οριζόντια κοινωνικότητά του ο άνθρωπος έχει και την κατακόρυφη κοινωνικότητα, που εκδηλώνεται ως θρησκευτικότητα. Όχι μόνο οι συνειδητά θρησκευόμενοι άνθρωποι, αλλά και όσοι παρουσιάζονται ως θρησκευτικώς ψυχροί ή αδιάφοροι έχουν πάντοτε κάποιο είδος θρησκευτικότητας, που εκδηλώνεται ως  προσήλωση σε κάποια ιδεολογία ή σε κάποια «προσωπική» φιλοσοφία, ή ακόμα ως πίστη σε διάφορες προλήψεις και προκαταλήψεις. Τα  θρησκευτικά όμως αυτά υποκατάστατα δημιουργούν συνήθως προβληματικές καταστάσεις και φαλκιδεύουν την κατακόρυφη κοινωνικότητα, που διευρύνει την ανθρώπινη ελευθερία.

Ο άνθρωπος συγκροτείται και αναπτύσσεται ως πρόσωπο στο πλαίσιο των διαπροσωπικών σχέσεών του, που καλλιεργούνται μέσα στην οικογένεια, την κοινωνία και την ευρύτερη ανθρωπότητα. Ποτέ κανείς δεν ζεί μόνος του· πουθενά δεν είναι άσχετος με κάποιο περιβάλλον. Ακόμα και ο πιο μοναχικός άνθρωπος, ο πιο απόκοσμος ερημίτης δεν ζεί την ζωή του ως μοναδικός κάτοικος της γής. Και μόνη η ευτυχία ή η πικρία που αισθάνεται για την μοναξιά του αποτελεί έναν τρόπο ανταποκρίσεως, μια θετική ή αρνητική τοποθέτηση απέναντι στον κόσμο. Με άλλα λόγια οποιαδήποτε αποστασιοποίηση του ανθρώπου από το περιβάλλον του είναι και παραμένει πάντοτε σχετική. Γι’αυτό σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος πρέπει να εξετάζεται μέσα στο πλαίσιο του  περιβάλλοντός του, των γονιών του, των συγγενών του, του κόσμου του και του συνόλου των σχέσεων και αλληλεξαρτήσεών του.

Στην καθημερινή ζωή οι διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, όπως άλλωστε και ευρύτερα οι κοινωνικές αλλά και οι θρησκευτικές ακόμα σχέσεις τους, κινούνται σε φυσικό και συναισθηματικό επίπεδο με διάφορες παραλλαγές και αποχρώσεις. Έτσι έχουμε τις διαπροσωπικές σχέσεις των γονιών με τα παιδιά τους, των παιδιών μεταξύ τους, των συγγενών, των φίλων, των συμμαθητών, των συνεργατών, των συμπατριωτών κ.τ.λ.

Αφετηρία για την ανάπτυξη των σχέσεων αυτών είναι η ίδια η ανθρώπινη φύση  με την έμφυτη κοινωνικότητά της. Ειδικότερα είναι η έμφυτη αγάπη, που υπάρχει στον κάθε άνθρωπο ως «σπερματικός λόγος»[1]. Βέβαια η αγάπη αυτή δεν είναι σε όλους η ίδια· δεν  αναπτύσσεται με τον ίδιο ρυθμό ούτε φθάνει πάντοτε στο ίδιο επίπεδο. Όσο περισσότερο καλλιεργείται και ενισχύεται η αγάπη, τόσο περισσότερο ευρύνεται η συνείδηση του ανθρώπου και γίνονται λεπτότερες οι σχέσεις του με τους άλλους. Έτσι, εκτός από τις παθολογικές εκείνες καταστάσεις που εγκλωβίζουν τον άνθρωπο στον εαυτό του, υπάρχει και ένα ολόκληρο φάσμα φυσιολογικών καταστάσεων, στις οποίες ο άνθρωπος είναι λιγότερο ή περισσότερο περιορισμένος στον εαυτό του και ανοικτός στους άλλους.

Η φύση των διαπροσωπικών σχέσεων εξαρτάται πρωτίστως από την καρδιά του ανθρώπου και όχι από τα εξωτερικά σχήματα και τους κοινωνικούς τύπους. Στην καρδιά του ανθρώπου σχηματίζονται οι σκέψεις που πραγματοποιούνται με ενέργειες και πράξεις[2]. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλα γίνονται ανεξάρτητα από τα εξωτερικά σχήματα και τους κοινωνικούς τύπους ή ότι αυτά δεν χρειάζονται ή δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Όλα όμως αυτά στερούνται πραγματικού νοήματος, όταν δεν συνδέονται με τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, με την καρδιά του. Γι’αυτό η καλλιέργεια, όπως και η εξύψωση των διαπροσωπικών σχέσεων, πρέπει να ξεκινά από τον έσω άνθρωπο.

Ποιά όμως είναι η δεοντολογία, με την οποία μπορούν να οικοδομηθούν οι σωστές διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων; Η δεοντολογία αυτή στην Αγία Γραφή διατυπώνεται και προβάλλεται με την διπλή εντολή της αγάπης: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου. Αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. Δευτέρα δε ομοία αυτή· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν»[3].

Όπως γίνεται φανερό, η δεοντολογία αυτή δεν έχει θεωρητική αλλά οντολογική βάση. Δεν στηρίζεται δηλαδή σε θεωρητικές αρχές ούτε απαρτίζεται από απρόσωπους κανόνες, αλλά συνδέεται άμεσα με την αρχή του είναι, τον Θεό, και αποκαλύπτεται με προσωπικές σχέσεις. Η βάση της δεοντολογίας αυτής είναι ο ίδιος  ο Θεός, που αποτελεί και το αρχέτυπο της δημιουργίας του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι η βάση της δεοντολογίας της ζωής του ανθρώπου βρίσκεται στην οντολογία της δημιουργίας του και της υπάρξεώς του[4]. Ο άνθρωπος εντέλλεται να αγαπήσει τον άπειρο Θεό, γιατί από αυτόν δημιουργήθηκε και αυτόν εικονίζει. Καλείται δηλαδή να στρέψει τον εαυτό του στην αιτία και το πρότυπο της υπάρξεώς του. Αυτό σημαίνει ότι καλείται σε μια διαρκή προς τα άνω επέκταση. Και η κατακόρυφη αυτή επέκταση πρέπει να συμβαδίζει με την οριζόντια πλάτυνσή του· με την αγάπη προς τον πλησίον. Χωρίς την αγάπη προς τον Θεό η αγάπη προς τον πλησίον παραμένει αόριστη και απροσδιόριστη. Αλλά και χωρίς την αγάπη προς τον πλησίον η αγάπη προς τον Θεό παραμένει μετέωρη και ψεύτικη.

Ποιά όμως είναι η φύση της αγάπης αυτής που καλείται να καλλιεργήσει ο άνθρωπος; Η χριστιανική απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι σαφής. Αγάπη είναι ο Τριαδικός Θεός: «Ο Θεός αγάπη εστί»[5]. Και ο Θεός είναι αγάπη ως ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα προσώπων. Τα τρία πρόσωπα είναι ο ένας Θεός. Και ο ένας Θεός είναι τρία πρόσωπα: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Ο Πατήρ αγαπά τον Υιό και προσφέρει σε αυτόν τα πάντα. Και ο Υιός αγαπά τον Πατέρα και ανταποδίδει σε αυτόν τα πάντα. Τέλος το Άγιο Πνεύμα, που εκπορεύεται από τον Πατέρα, είναι κοινό στον Υιό και τον Πατέρα. Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι εντελώς ανοικτά μεταξύ τους· στο κάθε πρόσωπο υπάρχουν και τα δύο άλλα, αλληλοπεριχωρούνται. Η ασύλληπτη αυτή ενότητα του Τριαδικού Θεού με την ομοούσια φύση και την πλήρη περιχώρηση των προσώπων εκφράζει τον χαρακτήρα των διαπροσωπικών σχέσεων στο επίπεδο της θεολογίας, που προβάλλει ως  ύψιστο ιδεώδες για τις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων.

Για να μάθει λοιπόν ο άνθρωπος την πραγματική αγάπη και να προχωρήσει προς τις  αυθεντικές και  σωστές διαπροσωπικές σχέσεις, πρέπει να γνωρίσει τον Τριαδικό Θεό. Και επειδή η γνώση κάποιου πράγματος γίνεται με την συμπερίληψή του στην προσωπική ζωή αυτού που το γνωρίζει, έπεται ότι και η γνώση του Θεού γίνεται με την συμπερίληψή του στην προσωπική ζωή του ανθρώπου. Πώς όμως μπορεί γίνει αυτό, όταν ο Θεός είναι υπερβατικός και απρόσιτος;

Ο υπερβατικός και απρόσιτος κατά την ουσία του Θεός γνωρίζεται μέσα στον κόσμο με τις ενέργειές του. Οι ενέργειες του Θεού αποκαλύπτουν τον ίδιο τον Θεό. Και οι ενέργειες, με τις οποίες γίνεται γνωστός ο Θεός στον κόσμο, είναι οι θεοφάνειες και οι εντολές του. Οι εντολές του Θεού εκφράζουν το είναι του, το ήθος του, την αγάπη του. Όποιος τηρεί τις εντολές του Θεού, γνωρίζει τον Θεό: «Εν τούτω γινώσκομεν ότι εγνώκαμεν αυτόν, εάν τάς εντολάς αυτού τηρώμεν. Ο λέγων, έγνωκα αυτόν, και τάς εντολάς αυτού μή τηρών, ψεύστης εστί, και εν τούτω η αλήθεια ουκ έστιν»[6].

Οι ενέργειες του Θεού που αποκαλύφθηκαν στον άνθρωπο «πολυμερώς και πολυτρόπως»[7] φανερώθηκαν με τον πληρέστερο τρόπο στο πρόσωπο του Χριστού. Επιπλέον ο Χριστός, ως «εικών του Θεού του αοράτου»[8], είναι το πρότυπο της κατασκευής του ανθρώπου. Στο πρόσωπο του Χριστού και με την τήρηση των εντολών του γνωρίζει ο άνθρωπος τον  Θεό της αγάπης και βρίσκει το πραγματικό νόημα της ζωής και της υπάρξεώς του. Η αλήθεια για τον άνθρωπο συμπυκνώνεται στην αλήθεια για τον Τριαδικό Θεό. Και η  αλήθεια για τον Τριαδικό Θεό διατυπώνεται στο Τριαδικό δόγμα.

Πολλοί νομίζουν ότι το Τριαδικό δόγμα αφορά μόνο τους θεολόγους και θεωρούν ανώφελη την γνώση του, και πολύ περισσότερο την εγγύτερη εξέτασή του. Αλλά ακόμα και πολλοί θεολόγοι σήμερα δεν αποδίδουν στο δόγμα αυτό την βαρύτητα που έχει και δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για το βαθύτατο νόημά του. Έτσι όμως δημιουργείται τεράστιο κενό στο περιεχόμενο της χριστιανικής πίστεως με καταλυτικές επιπτώσεις στην χριστιανική ανθρωπολογία και ηθική. Ειδικότερα μάλιστα για το θέμα των διαπροσωπικών σχέσεων και την εν κοινωνία ζωή των ανθρώπων η σπουδαιότητα του δόγματος αυτού είναι πρωταρχική. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι το Τριαδικό δόγμα προβάλλει το χριστιανικό ιδεώδες για τον ορθό προσανατολισμό και την σωστή ανάπτυξη του προσώπου και των διαπροσωπικών σχέσεων του ανθρώπου.

Στην Αγία Τριάδα μόνο τα υποστατικά ιδιώματα, που χαρακτηρίζουν την προσωπική ετερότητα των τριών υποστάσεων, παραμένουν ακοινώνητα. Ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός και το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό. Όλα τα άλλα στην Αγία Τριάδα είναι κοινά. Όπως παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος, δεν μπορεί κανείς με κανένα τρόπο να επινοήσει τομή ή διαίρεση και να εννοήσει τον Υιό χωρίς τον Πατέρα ή να χωρίσει το Πνεύμα από τον Υιό. Η κοινωνία των προσώπων της Αγίας Τριάδος είναι άρρητη και ακατανόητη, όπως  επίσης και η διάκρισή τους[9]. Κανένα από τα τρία πρόσωπα δεν είναι αναγώγιμο στην θεία ουσία ή την θεία ενέργεια[10]. Αλλά και το καθένα από αυτά έχει όλη την θεία ουσία και την θεία ενέργεια.

Η αλήθεια του Τριαδικού δόγματος έχει κεφαλαιώδη θεολογική και ανθρωπολογική σπουδαιότητα. Κάθε παραλλαγή της αλήθειας αυτής προσβάλλει όχι μόνο την ακρίβεια της χριστιανικής θεολογίας αλλά και την φύση της χριστιανικής ανθρωπολογίας και ηθικής.Έτσι  η προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της πίστεως, που μαρτυρεί διάθεση υπαγωγής του προσώπου στην ουσία, του προσωπικού στο γενικό, δεν επηρέασε μόνο την θεολογία, αλλά αποτυπώθηκε και στο επίπεδο της ανθρωπολογίας και της ηθικής του χριστιανικού κόσμου της Δύσεως.

Βέβαια η απλή διαπίστωση της σπουδαιότητας του δόγματος για την προσωπική και την κοινωνική ζωή των πιστών στερείται νοήματος. Χωρίς νόημα παραμένει και η τυπική διατήρηση του δόγματος, όταν αυτό δεν συνδέεται με την καθημερινή πράξη και ζωή. Τέλος, όχι μόνο χωρίς νόημα, αλλά και μεμπτή ως υποκριτική, καθίσταται η τάση που καυτηριάζει τις αποκλίσεις των δυτικών από την καθιερωμένη ορθόδοξη πράξη και ζωή, οι οποίες όμως εισχώρησαν στο μεταξύ και διαδόθηκαν στον ορθόδοξο κόσμο. Αυτό ισχύει άλλωστε στην πράξη και για την υπαγωγή του προσωπικού στο γενικό. Όταν το δόγμα αγνοείται ή αποσυνδέεται από την  ζωή, και όταν στην θέση του αυτοελέγχου και της αυτοκριτικής παρουσιάζεται ο έλεγχος και η κατάκριση των άλλων, τότε φαλκιδεύονται όχι μόνο οι διαπροσωπικές σχέσεις αλλά και όλες οι πλευρές της χριστιανικής ζωής.

Ο «κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού πλασμένος άνθρωπος  κλήθηκε να βαδίσει προς την τελειότητα του Τριαδικού Θεού. Και αυτήν την τελειότητα μυσταγωγεί η ανταπόκριση του ανθρώπου στην πρόσκληση του Θεού, που είναι αγάπη και απευθύνεται προς αυτόν με την διπλή εντολή της αγάπης. Αυτήν την τελειότητα ζητεί και ο Χριστός με την προσευχή του προς τον Θεό και Πατέρα: «Ίνα πάντες έν ώσι, καθώς σύ, Πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοί»[11].

Με την τήρηση της εντολής της αγάπης αναδεικνύεται σε ηθικό επίπεδο η ομοουσιότητα των ανθρώπων. Η οντολογική όμως αποκατάσταση της ομοουσιότητας αυτής, που είναι απαραίτητη για την ανάδειξή της στο ηθικό επίπεδο, δεν είναι δυνατή, όσο παραμένει διασπασμένη από την αμαρτία η ανθρώπινη φύση. Εδώ προβάλλει και το αίτημα για την σωτηρία, δηλαδή για την διάσωση της ακεραιότητας και την ανακαίνιση της ανθρώπινης φύσεως.

Η ανακαίνιση αυτή προσφέρεται από τον Χριστό, που γεννήθηκε «εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της Παρθένου» και δημιούργησε έτσι τον καινό άνθρωπο.  Το σώμα του Χριστού, που επεκτείνεται μέσα στην ιστορία με την Εκκλησία του, είναι το θεμέλιο της καινής κτίσεως και της αποκαταστάσεως της ομοουσιότητας του ανθρώπινου γένους. Αυτό προσφέρεται ως δώρο σε όλους τους πιστούς, αυτό κοινωνούν και μέσα σε αυτό ξανακερδίζουν την ομοουσιότητά τους. Έτσι με την παρουσία του Χριστού έχουμε την δημιουργία της καινής κτίσεως: «Εί τις εν Χριστώ καινή κτίσις»[12]. Η καινή αυτή κτίση δεν αποκαλύπτεται κατά την παρούσα ζωή ως ανακαίνιση του εξωτερικού κόσμου, αλλά ως εσωτερική ανακαίνιση του ανθρώπου και  αλλαγή της σχέσεώς του με αυτόν. Και στον βαθμό που ζεί ο άνθρωπος την εσωτερική αυτή ανακαίνιση, διακρίνει και την εσχατολογική  ανακαίνιση, την ανακαίνιση σε όλη την κτίση.

συνεχίζεται…


1. Βλ. Μ. Βασιλείου, Όροι κατά πλάτος 2,1,PG 31,908C.

[2]. Βλ. Ματθ. 15,19. Μάρκ. 7,21.

[3]. Ματθ.22,37-39.

[4]. Τήν  άμεση σχέση οντολογίας καί δεοντολογίας υπογραμμίζει ιδιαίτερα ο Γέροντας Σωφρόνιος στά έργα του.

[5]. Α Ιω.4,7.

[6]. Α΄Ιω. 2,3-4.

[7]. Εβρ. 1,1.

[8]. Κολ. 1,15.

[9]. Μ. Βασιλείου(;), Επιστολή 38,4, PG 32,332D-333A.

[10]. Γιά περισσότερα βλ. Αρχιμ.Σωφρονίου, Ασκησις καί θεωρία, Έσσεξ Αγγλίας 1996, σ. 129 κ.ε.

[11]..Ιω. 17,20.

[12]. Β΄Κορ. 5,17.