Ορθόδοξη πίστη

Θείος και ανθρώπινος έρωτας

16 Φεβρουαρίου 2011

Θείος και ανθρώπινος έρωτας

Ο έρωτας, ως «σημείον αντιλεγόμενον» του Χριστιανισμού

Η εποχή μας χαρακτηρίζεται, εκτός των άλλων, από την ελεύθερη διακίνηση και ανταλλαγή αγαθών και προϊόντων στην πολυπολιτισμική και διαπολιτισμική κοινωνία που ζούμε. Η ανταλλαγή τέτοιων στοιχείων δεν είναι, βέβαια, χαρακτηριστικό μόνο των ημερών μας.

Ο ελληνικός πολιτισμός ειδικότερα (προχριστιανικός και χριστιανικός) δεν υπήρξε ποτέ ένα κλειστό σύστημα. Πάντα είχε την ικανότητα να διακρίνει και να επιλέγει θετικά στοιχεία από άλλους πολιτισμούς και να τα εντάσσει οργανικά στο σώμα του, χωρίς να υφίσταται ουσιαστικές αλλοιώσεις. Είχε, επίσης, τη φυσική ικανότητα να διακρίνει κάθε κατώτερο η αρνητικό στοιχείο και να το απορρίπτει. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει στις μέρες μας, όπου πολιτισμικά προϊόντα διακινούνται και προσλαμβάνονται άκριτα, με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται η ουσία τόσο του ελληνικού πολιτισμού, όσο και της Ορθόδοξης πίστης μας. Ένα πρόχειρο αλλά ενδεικτικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι ο αγιο-Βασίλης της δυτικής σύγχυσης, ο γνωστός Santa-Claus με την κόκκινη κάπα και τα ολόλευκα γένια, που επινοήθηκε, όπως είναι γνωστό, από μια διαφήμιση της Coca Cola, πρωτοεμφανίσθηκε δε ως άγιος Νικόλαος και «μετωνομάστηκε» στην πορεία σε αγιο-Βασίλη. Είναι τόσο ισχυρή η παρουσία του τις μέρες των εορτών, που έχουμε σχεδόν ξεχάσει τον πραγματικό Άγιο της Εκκλησίας, τον ασκητικό Ιεράρχη με τα μαύρα γένια.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την «εορτή» του «αγίου» Βαλεντίνου, που έχει εισαχθεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Ο δυτικής προελεύσεως «άγιος» προβάλλεται από ένα κύκλωμα εμπόρων – κερδοσκόπων και από τα μέσα διαμορφώσεως τη κοινής γνώμης ως προστάτης του έρωτα και των ερωτευμένων, με αποτέλεσμα να κερδίζει συνεχώς έδαφος μεταξύ μικρών και μεγάλων, θρησκευομένων και αθέων! Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται απλώς για επορευματοποίηση ανθρώπινων αισθημάτων, αλλά και για μια βαθύτατη σύγχυση, που προκαλείται μεταξύ των Ορθοδόξων, σχετικά με το ποιος είναι Άγιος και ποιος δεν είναι, ποιος πρέπει να τιμάται και ποιος όχι, τι είναι αποδεκτό από τον Θεό και τι δεν είναι.

Η «εορτή» του «αγίου» Βαλεντίνου (14 Φεβρουαρίου) φέρνει κάθε φορά στο προσκήνιο το θέμα του έρωτος και την έναντι αυτού στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αποδέχεται η Εκκλησία τον «φυσικό» έρωτα των ανθρώπων η τον απορρίπτει; Μήπως αποδέχεται τον αγνό και γνήσιο έρωτα και απορρίπτει μόνο τις χυδαίες εκδηλώσεις του; Συμβιβάζεται ο έρωτας προς ανθρώπους (προς το άλλο φύλο) με τον έρωτα προς τον Θεό; Ποια είναι η σχέση του ανθρώπινου έρωτα με τη χριστιανική αγάπη; Στα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο τεύχος αυτό του εντύπου μας. Το θέμα, βέβαια, είναι πολύ μεγάλο και είναι αδύνατο να εξαντλήσουμε όλες τις πλευρές του. Θα περιορισθούμε, λοιπόν, αναγκαστικά στη σχέση του θείου με τον ανθρώπινο έρωτα, και σε άλλο τεύχος θα μας δοθεί, όπως πιστεύουμε, η ευκαιρία να ασχοληθούμε πιο αναλυτικά με άλλες πλευρές, όπως το Μυστήριο του Γάμου, οι προγαμιαίες και εξωγαμιαίες σχέσεις κ.λπ.

Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι αναγκαία και για έναν άλλο λόγο. Στα πλαίσια της σφοδρής επίθεσης εναντίον της Εκκλησίας μας από διάφορες αρχαιολατρικές ομάδες, που επιδιώκουν την επιστροφή στην αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία, προβάλλονται οι ισχυρισμοί ότι ο Χριστιανισμός κατέστρεψε τον κόσμο της ζωής και του έρωτα, που δήθεν υπήρχε στην αρχαία Ελλάδα, επέβαλε τη στέρηση και το σκοτάδι, μετέβαλε κάθε αξία σε απαξία, κάθε αλήθεια σε ψέμα, κάθε εντιμότητα σε αχρειότητα, αποτελεί τη μεγαλύτερη κατάρα και διαστροφή, επέβαλε τη σεξουαλική καταπίεση, που είναι το φαρμακερό δηλητήριο του Χριστιανισμού, αποτελεί θρησκεία ανέραστων και σκοταδιστών κ.λπ. Τέτοιες εκφράσεις «πολιτισμένων» και «φωτισμένων» συνανθρώπων μας και πολύ χειρότερες συναντάμε συχνά στο διαδίκτυο και σε αρχαιολατρικά έντυπα και περιοδικά. Ας δούμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.

Η «εορτή» του «αγίου» Βαλεντίνου

Η ιστορική αλήθεια σχετικά με το πρόσωπο του «αγίου» Βαλεντίνου δεν είναι καθόλου ξεκάθαρη. Τα ελάχιστα ιστορικά στοιχεία συμπλέκονται με θρύλους και παραδόσεις προχριστιανικής προέλευσης. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία Άγιος με το όνομα Βαλεντίνος («Ουαλεντίνος) τιμάται στις 24 Οκτωβρίου. Πρόκειται για Μάρτυρα της Εκκλησίας, που μαρτύρησε μαζί με άλλους δύο, τους Μάρκο και Σωτήριχο. Το μόνο στοιχείο που γνωρίζουμε γι’ αυτούς είναι ότι μαρτύρησαν «κατά γης συρόμενοι». Πέραν αυτού δεν γνωρίζουμε τίποτε απολύτως. Η σχέση τους με τον «άγιο των ερωτευμένων» φαίνεται εντελώς απίθανη. Άλλος Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας φέρεται με το όνομα Βαλεντίων και τιμάται στις 24 Απριλίου. Αυτός, όμως, μαρτύρησε σε μια πόλη της Βουλγαρίας και τα λίγα στοιχεία που γνωρίζουμε για τη ζωή του δεν συμφωνούν με τις παράδοσεις που κυκλοφορούν για τον «άγιο των ερωτευμένων».

Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη από τις παραδόσεις αυτές, ο Βαλεντίνος είναι άγιος της «Καθολικής Εκκλησίας» και υπήρξε Ιερεύς στη Ρώμη την εποχή του αυτοκράτορα Κλαυδίου του Β’ τον 3ο μ.Χ. αι. Λόγω των αιματηρών εκστρατειών της εποχής και της άρνησης των πολιτών να μετέχουν σ’ αυτές με πρόφαση τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις, ο αυτοκράτορας απαγόρευσε αυστηρά για ένα διάστημα τους γάμους. Τότε ο Βαλεντίνος μαζί με έναν άλλον Ιερέα, ονομαζόμενο Μάριο, τελούσαν κρυφά γάμους ζευγαριών, με αποτέλεσμα να γίνουν αντιληπτοί από τις αρχές και να θανατωθούν με φρικτά μαρτύρια. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, ο «άγιος» Μάριος σχεδόν ξεχάστηκε, ενώ ο «άγιος» Βαλεντίνος παρέμεινε στη μνήμη των ανθρώπων, ως προστάτης των ερωτευμένων.

Πιο πιθανή φαίνεται μια άλλη εκδοχή, που συνδέει την εορτή των ερωτευμένων με αρχαίες ειδωλολατρικές συνήθειες. Αιώνες προ Χριστού οι Ρωμαίοι γιόρταζαν την ίδια εποχή (14-15 Φεβρουαρίου) μια αισθησιακή εορτή προς τιμήν κάποιου Λούπερκους, κυνηγού λύκων, που ονομαζόταν «Λουπερκάλια» (Lupercallia). Μέρος της εορτής ήταν και το έθιμο της ανταλλαγής δώρων μεταξύ «αγαπημένων», όπως γίνεται και σήμερα στην περίπτωση του «αγίου» Βαλεντίνου. Σύμφωνα με άλλο έθιμο, έβαζαν τα ονόματα νέων κοριτσιών σ’ ένα κουτί, από το οποίο οι άντρες επέλεγαν λαχνούς και κατέληγαν συνήθως στην πορνεία και τα όργια με την «τυχερή» της κλήρωσης. Η εορτή, φαίνεται, συνεχίστηκε και στη χριστιανική εποχή, όπου έγιναν προσπάθειες κατάργησής της. Όμως, αυτό που τελικά κατορθώθηκε, ήταν ν’ αλλάξει χαρακτήρα και από Λουπερκάλια να μεταβληθεί σε εορτή του «αγίου» Βαλεντίνου!

Πρόκειται, λοιπόν, για ειδωλολατρικής προέλευσης εορτή, που δεν έχει σχέση με τη Χριστιανική πίστη και Παράδοση. Είναι μια προσπάθεια διείσδυσης ξένων (ειδωλολατρικών – αισθησιακών) στοιχείων εντός του Χριστιανισμού. Να γιατί την συμπαθούν ιδιαίτερα οι σύγχρονοι αρχαιολατρες! Ας δούμε, όμως, και τις δικές τους απόψεις για το θέμα.

Ο έρωτας στην αρχαία Ελλάδα

Ο ισχυρισμός ότι ο Χριστιανισμός διέστρεψε την περί έρωτος αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων δεν ευσταθεί, για τον απλούστατο λόγο, ότι στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε μία συγκεκριμένη, αλλά πολλές αντιλήψεις περί έρωτος. Ο Χριστιανισμός, αντίθετα, έχει μία συγκεκριμένη και διαχρονική αντίληψη στο θέμα. Όπως είναι γνωστό, στην αρχαία Ελλάδα συνατάμε αντιλήψεις και πρακτικές από τις πιο ακραίες για τα χριστιανικά δεδομένα, όπως η πορνεία, η ομοφυλοφιλία, η παιδεραστία, ο βιασμός κ.λπ., μέχρι αντιλήψεις παραπλήσιες με τη χριστιανική η και πιο «ασκητικές» από τη χριστιανική.

Για παράδειγμα, από τη μια πλευρά οι πρόγονοί μας είχαν ιεροποιήσει η θεοποιήσει τα σαρκικά πάθη, με την έννοια ότι αυτά τα συναντά κανείς ακόμη και στον «τέλειο» κόσμο των θεών. Έτσι ο Δίας, ο μέγας θεός των αρχαίων, μοιχεύει επανειλημμένα με θεές (Δήμητρα, Θέμιδα, Μνημοσύνη, Λητώ, Αίγινα, Καλλιστώ κ.α.) και θνητές (Νιόβη, Λύδα, Δανάη, Λάρισα, Νέμεση, Ευρώπη, Λαοδάμεια, Ιώ κ.α). Όταν συναντά εμπόδια, μεταμορφώνεται (συνήθως σε ζώο), για να πετύχει τον σκοπό του. Σε κάποια περίπτωση, για να παραπλανήσει την Ήρα, μεταμόρφωσε την ερωμένη του σε αρκούδα. Οι θεοί διδάσκουν επίσης την παιδεραστία και την ομοφυλοφιλία: Ο Απόλλων επιθυμεί τον Υάκινθο και κακοποιεί τον αντίζηλό του ποιητή Θάμυρι. Ο Δίας θέλγεται από τον ωραίο Γανυμήδη και τον απαγάγει με δόλο. Το ίδιο συμβαίνει και με την αιμομιξία: Ο Ποσειδώνας καταδιώκει ερωτικά την αδελφή του Δήμητρα, που μεταμορφώνεται σε φοράδα για να τον αποφύγει. Ο Δίας επίσης συνέρχεται με την αδελφή του και γενιέται η Περσεφόνη. Η Αφροδίτη εμπνέει σε μια θνητή, τη Σμύρνα, αιμομικτικό έρωτα προς τον πατέρα της! Τα παραδείγματα είναι ενδεικτικά και διακαιολογούν απόλυτα τη γνώμη του ιερού Χρυσοστόμου ότι «οι Έλληνες δια τούτο εισι βδελυκτοί, ότι τα πάθη εθεοποίουν, την μεν επιθυμίαν Αφροδίτην, τον δε θυμόν Άρην, την δε μέθην Διόνυσον προσειπόντες» (Ζ’ ομ. Προς Ρωμαίους).

Από την άλλη πλευρά, εκπρόσωποι του αρχαίου ελληνισμού εκφράζουν αντιλήψεις σχεδόν ταυτόσημες με τις χριστιανικές. Ο Πυθαγόρας συμβούλευε τις μαθήτριές του «να προσέχουν και τούτο: να έχουν σχέσεις μόνο με τους συζύγους τους». Ο ίδιος πίστευε ότι «το μικρό αγόρι πρέπει ν’ ανατρέφεται μ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε να μην αναζητά στα πρώτα του 20 έτη την συνουσία … (Οι Πυθαγόρειοι) θεωρούσαν ότι πρέπει να περισταλούν όλες οι παρά φύση γεννητικές λειτουργίες, καθώς και αυτές που γίνονται με ακόλαστο τρόπο, και να παραμείνουν όσες γίνονται με σωφροσύνη και νομιμότητα, όσες δηλαδή στοχεύουν στην τεκνοποιία». Ο Δημόκριτος αποδοκίμαζε τις σαρκικές απολαύσεις, διότι, έλεγε, καταβάλλουν τη συνείδηση δια της ηδονής. Ακόμη και ο Επίκουρος, ο εκπρόσωπος του ηδονισμού, έλεγε ότι «ο σοφός δε θα συνευρεθεί με γυναίκα, με την οποία οι νόμοι απαγορεύουν κάτι τέτοιο … Οι Επικούριοι πιστεύουν ότι ο σοφός δε θα ερωτευτεί. Ακόμη, ότι ο έρωτας δεν είναι θεόπεμπτος … Η συνουσία ποτέ δεν ωφέλησε. Καλό θα ήταν και να μην έβλαπτε».

Έννοια και ουσία της χριστιανικής αγάπης

Η Ορθόδοξη Παράδοση, όταν ερευνά τον άνθρωπο για να κατανοήσει το βάθος και την ουσία του, δεν ξεκινά από περιγραφές της ανθρώπινης συμπεριφοράς στην παρούσα κατάσταση του ανθρώπου. Η παρούσα κατάσταση είναι η μεταπτωτική (η μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων), η οποία αποτελεί αρρωστημένη κατάσταση, αφού με την πτώση «κατηρρώστησεν του ανθρώπου η φύσις», όπως λέει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Κατά συνέπειαν, κάθε ανθρωπολογική ανάλυση, που βασίζεται στον μέσο όρο της συμπεριφοράς του σύγχρονου (μεταπτωτικού) ανθρώπου, δεν είναι τίποτε άλλο από περιγραφή της ασθένειας ως υγείας, του παρά φύσιν ως φυσιολογικού. Κατά την Ορθόδοξη Παράδοση, ο αυθεντικός άνθρωπος, ο φυσικός άνθρωπος είναι ο προπτωτικός, δηλ. η κατάσταση του ανθρώπου πριν παρεμβληθεί η ασθένεια της πτώσεως.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση της Ορθόδοξης αντίληψης περί έρωτος. Όπως γνωρίζουμε από τα ιερά κείμενα ης Παλαιάς Διαθήκης, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» (Γεν. 1,26). Αυτό σημαίνει ότι είχε κάποια δεδομένη (σχετική, βέβαια) ομοιότητα με τον Θεό («κατ’ εικόνα»), αλλά και τη δυνατότητα να ομοιάσει ακόμη περισσότερο («καθ’ ομοίωσιν»). Αυτή τη φυσική δυνατότητα του ανθρώπου να θέλει να ομοιάσει με τον Θεό, να επιθυμεί τον Θεό, οι Πατέρες της Εκκλησίας την ονομάζουν «θείο έρωτα». Διαπνεόμενος από τον θείο έρωτα ο προπτωτικός άνθρωπος αγαπά πρώτα «εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας του» τον Θεό (πρβλ. Λουκ. 10,27) και κατά δεύτερο λόγο αγαπά ολόκληρη την δημιουργία, δηλ. τον φυσικό κόσμο, τους συνανθρώπους του και, φυσικά, τα πρόσωπα του άλλου φύλου, με μια ιδιαίτερη, αλλά απαλλαγμένη από κάθε ιδιοτέλεια αγάπη.

Όμως, η πτώση διέστρεψε όλες σχεδόν τις φυσιολογικές λειτουργίες του ανθρώπου. Έτσι και ο θείος έρωτας μετεστράφη σε έρωτα και αγάπη του ανθρώπου προς τον εαυτό του. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος δεν αγαπά πλέον τον Θεό, αλλά τον εαυτό του (διέπεται από το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως), μέσω δε του εαυτού του αγαπά πράγματα που τον περιβάλλουν και, δια της ιδιοτελούς αγάπης, συνδέεται με τα πράγματα του κόσμου μέσω ιδιοτελών (εμπαθών) σχέσεων. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος της πτώσεως και της αμαρτίας, ο μέσος άνθρωπος που γνωρίζουμε, συνεχίζει να αγαπά, αλλά η αγάπη του αυτή δεν είναι η γνήσια χριστιανική αγάπη, η οποία κατά τον απόστολο Παύλο (Α’ Κορ. 13,5) «ου ζητεί τα εαυτής» (δεν ζητά ανταπόδοση), αλλά η ιδιοτελής μεταπτωτική αγάπη, που «ζητεί τα εαυτής» (ζητά ανταπόδοση και ικανοποίηση). Στην αυθεντική αγάπη παρεισφρύει το στοιχείο του πάθους. «Πάθος εστί κίνησις ψυχής παρά φύσιν, η επί φιλίαν άλογον, η επί μίσος άκριτον, η τινος, η δια τι των αισθητών» (το πάθος είναι κίνηση της ψυχής παρά φύσιν, είτε προς μια παράλογη αγάπη, είτε προς ένα άκριτο μίσος για κάποιο από τα αισθητά), κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Το πάθος είναι ασθένεια της ψυχής. Το πάθος είναι εμπόδιο μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Το πάθος τυφλώνει τον πνευματικό οφθαλμό, ώστε ο άνθρωπος ούτε βλέπει, ούτε αισθάνεται τον Θεό. Όσο ο άνθρωπος δένεται με ισχυρές εμπαθείς σχέσεις με πρόσωπα και πράγματα του κόσμου τούτου, τόσο αποξενώνεται από τον Θεό, και αντίθετα, όσο χαλαρώνουν οι εμπαθείς του σχέσεις με πρόσωπα και πράγματα του κόσμου, τόσο ισχυροποιείται η σχέση του με τον Θεό. Να γιατί οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν ότι, για να αγαπήσει ο άνθρωπος πραγματικά τον Θεό, πρέπει να «μισήσει» τον κόσμο.

Ό,τι συμβαίνει στις άλλες μορφές αγάπης, συμβαίνει και στον ανθρώπινο έρωτα, την αγάπη μεταξύ προσώπων του άλλου φύλου. Ο «αγνός» και «ιδανικός» έρωτας, ο οποίος ενδεχομένως δεν συνδέεται με σαρκικές σχέσεις και ο οποίος έχει τόσο υμνηθεί από ποιητές και καλλιτέχνες, δεν είναι τόσο ιδανικός, όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά. Αντίθετα, έχει έντονα τα στοιχεία της ιδιοτέλειας και του πάθους (πάθους, με την ορθόδοξη, πατερική έννοια). Κέντρο της σχέσης δεν είναι το άλλο πρόσωπο, για το οποίο κάποιες φορές «θυσιάζεται» κάποιος, αλλά το εγώ, το οποίο θέλει να ικανοποιηθεί μέσω του αγαπώμενου προσώπου. Πρόκειται για αγάπη, που οπωσδήποτε «ζητεί τα εαυτής» (την ανταπόδοση και ικανοποίηση). Για να αντιληφθούμε τον κατά βάθος εμπαθή χαρακτήρα αυτής της σχέσης, ας αναλογισθούμε πως αισθάνεται κάποιος αν το αγαπώμενο απ’ αυτόν πρόσωπο αγαπάται εξ ίσου και με την ίδια ένταση και από κάποιον άλλο, τον φίλο η τον «πλησίον» του, η αν το αγαπώμενο πρόσωπο μοιράζει εξ ίσου την αγάπη του στον αγαπώντα και σε άλλα πρόσωπα.

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η Ορθόδοξη Παράδοση απορρίπτει τον ανθρώπινο έρωτα; Είναι φανερό ότι σε κάποιες περιπτώσεις σαφώς τον απορρίπτει. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που διεκδικεί απόλυτη αποκλειστικότητα και αποβαίνει εμπόδιο προς τον θείο έρωτα, δηλ. την αγάπη προς τον Θεό. Όντως, στις περισσότερες περιπτώσεις ο ανθρώπινος έρωτας λειτουργεί ως απολυτοποίηση (δηλ. θεοποίηση) του άλλου προσώπου και αποκλείει κάθε δυνατότητα ανάπτυξης άλλου (θείου) έρωτα. Απ’ αυτό φαίνεται πόσο σφάλουν, όσοι υποστηρίζουν, ότι ο ανθρώπινος έρωτας μπορεί να αποτελέσει βαθμίδα για να φθάσει ο άνθρωπος στον θείο έρωτα. Αποδεκτός γίνεται ο ανθρώπινος έρωτας, όταν αποκαθαίρεται, κατά το εφικτό, από τα εμπαθή και ιδιοτελή του στοιχεία. Τότε, χωρίς να αποβάλλει τον συναισθηματικό του χαρακτήρα μπορεί να αποτελέσει παράγοντα βαθύτατης γνωριμίας των ανθρώπων, ανακάλυψης των κοινών τους στοιχείων και, κατά συνέπειαν, οικοδόμησης μιας σωστής σχέσης. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο εντός της Εκκλησίας και απ’ όσους γνωρίζουν την μέθοδο της θεραπείας των παθών και της αποκατάστασης της πνευματικής υγείας του ανθρώπου.

Με άλλα λόγια, η αγάπη η ο έρωτας δεν είναι κάτι απλό και ενιαίο, όπως πιστεύουν, όσοι κρίνουν επιφανειακά τα πράγματα η απορρίπτουν τις σχετικές θέσεις της Εκκλησίας. Είναι μια κατάσταση με πολλές διαβαθμίσεις. Στις κατώτερες βαθμίδες βρίσκεται η «αγάπη» που βασίζεται στο στυγνό συμφέρον: Η «αγάπη» μεταξύ των μελών μιας ομάδας ληστών συγκροτεί την ομάδα ενωμένη, γιατί έτσι υπαγορεύει το κοινό συμφέρον, η ληστεία. Καθήκον του Χριστιανού είναι να ανέρχεται από τις κατώτερες στις ανώτερες βαθμίδες της αγάπης. Η ουσία της χριστιανικής ζωής είναι η μεταβολή της ιδιοτελούς αγάπης, που ζητά ανταπόδοση, σε ανιδιοτελή αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» και η οποία αγκαλιάζει τους πάντες και τα πάντα, ακόμη και τους εχθρούς, όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο ίδιος ο Κύριος. Μια τέτοια αγάπη επιτυγχάνεται μόνο «εν Χριστώ» και δια του Χριστού (αφού «ο Θεός αγάπη εστιν», Α’ Ιω. 4,8) και προϋποθέτει την κάθαρση από τα πάθη. Να γιατί οι άγιοι Πατέρες, όταν ομιλούν περί αγάπης, αναφέρονται εκτενώς στο ζήτημα των παθών.

Κορυφαία εκδήλωση της αγάπης είναι ο θείος έρωτας. Όποιος αποκτήσει αυτήν την αγάπη, μέσω του Θεού αγαπά όλον τον κόσμο και καθίσταται αυτό που ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος αποκαλεί «ελεήμων καρδία». Γράφει χαρακτηριστικά: «Καρδία ελεήμων εστι καύσις υπέρ πάσης της κτίσεως, υπέρ ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ παντός κτίσματος. Και εκ της μνήμης αυτών και της θεωρίας ρέουσιν οι οφθαλμοί αυτού δάκρυα. Και εκ της πολλής και σφοδράς ελεημοσύνης και συνεχούσης την καρδίαν και εκ της πολλής καρτερίας σμικρύνεται η καρδία αυτού και ου δύναται βαστάσαι η ακούσαι η ιδείν βλάβην τινά η λύπην μικράν εν τη κτίσει γινομένην. Δια τούτο υπέρ των αλόγων και υπέρ των εχθρών της αληθείας και υπέρ των βλαπτόντων αυτόν εν πάση ώρα ευχήν μετά δακρύων προσφέρει του φυλαχθήναι αυτούς και ιλασθήναι αυτούς» (Καρδία ελεήμων είναι η καρδιά που καίγεται για ολόκληρη την κτίση, για τους ανθρώπους, για τα όρνια, για τα ζώα, για τους δαίμονες και για όλα τα κτίσματα. Στην ανάμνηση και στη θέα τους τρέχουν από τα μάτια δάκρυα κι από την πολλή και σφοδρή αγάπη, που συνέχει την καρδιά, δεν μπορεί να ανεχθεί η να ακούσει η να δεί κάποια βλάβη η μικρή φθορά μέσα στην κτίση. Γι’ αυτό και για τα άλογα ζώα και για τα ερπετά και για τους εχθρούς της αληθείας και γι’ αυτούς που τον βλάπτουν, κάθε στιγμή προσφέρει προσευχή με δάκρυα, για να τους διαφυλάξει και να τους ελεήσει ο Θεός) (Ασκητικά, Λόγος πα’).

Πηγή: http://www.pentapostagma.gr/2011/02/blog-post_146.html