Θεολογία και ΖωήΟρθόδοξη πίστη

Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας του Χριστιανισμού (μέρος α΄)

19 Φεβρουαρίου 2011

Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας του Χριστιανισμού (μέρος α΄)

«Ο Χριστός ευλογών». Τοιχογραφία Λιτής (1312) της Μονής Βατοπαιδίου.

του Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, ομότιμου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Το Ευαγγέλιο του Χριστού δεν προέρχεται από τον κόσμο ούτε συμβιβάζεται με το πνεύμα του κόσμου. Επιπλέον όμως το Ευαγγέλιο του Χρι­στού δεν κηρύσσεται συνήθως ακέραιο στον κόσμο ούτε εφαρμόζεται ή εφαρμόστηκε ποτέ στις πραγματικές του διαστάσεις από την ανθρωπό­τητα ή από κά­ποιον λαό μέσα στην ιστορία. Το Ευαγγέλιο του Χριστού βιώ­θηκε από τους αγίους προσωπικά και εφαρμόστηκε ως ένα βαθμό μέσα στην Εκκλησία, και ιδιαίτερα μέσα στους κόλπους του μοναχισμού.
Παραταύτα η εποχή μας χαρακτηρίζεται συχνά ως «μεταχρι­στια­νι­­κή».Ο χαρακτηρισμός όμως αυτός της εποχής μας πρέπει κανονικά να σημαίνει, είτε ότι η εποχή που προηγήθηκε ήταν χριστιανική –ενώ η επο­χή μας έπαυσε πλέον να έχει την ιδιότητα αυτή– είτε ότι κατά την περίοδο που προηγήθηκε ξεπερά­στηκε ο Χριστι­ανισμός και η εποχή μας προωθή­θη­κε πέρα από αυτόν. Και αν μέν ως Χριστιανισμός εκλαμβάνονται τα οποια­δήποτε ιδεολογικά ή θρη­σκευτικά μορφώματα που έχουν ή ισχυρί­στηκαν ότι έχουν κάποια σχέση με τον Χριστό και την διδασκαλία του, το πράγμα γίνεται κάπως κατανο­η­τό. Αν όμως ως Χριστι­α­νισμός νοείται η βίωση και η εφαρ­μογή της χριστιανικής αλή­θειας  μέσα στον κόσμο, το πράγμα είναι πολύ διαφο­ρετικό.
Αν λοιπόν ως Χριστιανισμός εκλαμβάνονται τα θρησκευτικά και ιδεολογικά εκείνα μορφώματα που ανάγουν κατά κάποιον τρόπο τις ρίζες τους στον Χριστό και την διδασκαλία του, τότε μπορεί να λεχθεί ότι η εποχή μας είναι μετα­χριστιανική. Και στην μεταχριστιανική αυτή εποχή πολλές αρ­χές και αξίες, που συν­­δέονταν με την χριστιανική πίστη και γίνονταν γενι­κό­τερα σεβαστές ή κυ­κλο­φο­ρούσαν ως κοινωνικά αυτονό­ητα στον χριστε­πώνυμο κόσμο, όντως υπο­βαθ­μίστηκαν ή και εγκαταλεί­φθηκαν. Αλλά και η χριστιανική συνείδηση του κόσμου αυτού έχει κατά το πλεί­στον απο­χρω­ματισθεί μέχρις αφανισμού.
Αν όμως ως Χριστιανισμός εκλαμβάνεται η βίωση και η εφαρ­μογή της αλή­θειας του Χριστού και της διδασκαλίας του μέσα στον κόσμο,  τότε ούτε η εποχή που προηγή­θηκε μπορεί να χαρακτηριστεί ως χριστια­νι­­κή ούτε  ο Χριστια­νι­σμός έχει πραγματικά δοκιμαστεί και έχει φανεί ότι έχα­σε το νόημά του για το παρόν και το μέλ­λον. Αντίθετα μάλιστα η καλύτε­ρη προ­σέγγιση της  αλή­θει­ας του Χριστιανισμού, όπως και των προσώπων που έζησαν αυθεντικά την αλήθεια του, βεβαιώνει ότι ο Χριστιανισμός  βρί­­σκεται πολύ πιο πέ­ρα από όσα έζησαν οι λεγόμε­νοι χρ­ιστιανικοί λαοί και ότι έχει πολύ  περισ­­σό­τερα να προσφέ­ρει στον  άνθρωπο.
Στις συζητήσεις που έγιναν στην εποχή μας για την πολιτιστική ταυτότητα της Ευρώπης πολλοί υποστήριξαν ότι αυτή, μολονότι απο­τελεί σύνολο πολ­λών πολιτισμών και ιδιαιτεροτήτων, πρέπει οπωσδήποτε να ονομάζεται χριστιανική, γιατί μόνο η χριστιανική ρίζα ενώνει αυτό το σύ­νολο. Η παρα­τήρηση αυτή είναι σε κοινωνικό ή και θεσμικό επίπεδο κα­­­­­τά βάση σωστή, αν και η συναίσθηση της ανα­­­γωγής στην χριστιανική ρίζα εμφανίζεται πλέον ανεπαρκής. Μόνο η βαθύτερη συνειδητοποί­ηση και η πληρέστερη αξιοποίηση της ρίζας αυτής μπορούν να δώσουν νόημα και περιεχόμενο στην θέση αυτή. Παράλ­λη­λα όμως δεν πρέπει να λη­σμονεί­ται ότι η εξωτερική προσέγγιση ή αξι­ο­λόγηση του Χριστια­νισμού έχει πά­ντοτε  συμβατική αξία.
Η αλήθεια του Χριστιανισμού δεν παράγεται συλλογι­στικά ούτε ανακρίνεται λογικά, αλλά προσεγγίζεται και γνωρίζεται βιωμα­τικά• είναι αλήθεια προσωπική ή ακριβέστερα υπο­στατική. Η αλήθεια του Χριστια­νισμού συνυπάρχει με τα πρό­σω­πα και φανερώνεται στα πρό­σωπα. Δεν ταυτίζεται με αντικείμενα ούτε βέβαια αντλείται από αυτά. Η αλή­θεια κατά την χριστιανική διδασκαλία βρίσκεται στον Τριαδικό Θεό, φανε­ρώ­νεται στην ιστορία με το πρόσωπο του Χρι­στού[1], και βιώνεται ως υπαρκτι­κή κοινωνία μαζί του. Αυτό σημαίνει ότι η αλήθεια του Χριστια­νισμού δια­φέρει ουσι­α­στικά από αυτά που ο κόσμος εκλαμβάνει ως αλήθεια. Αλλω­στε σήμερα ο κόσμος αδιαφορεί για την καθολική αλήθεια και ενδιαφέ­ρε­ται σχεδόν αποκλειστικά για επιμέρους συμβατικές αλήθειες χω­ρίς υ­περ­­­βατικό κύρος, που εξυπηρετούν πρακτικές ανάγκες. Έτσι συμ­βαί­νει συ­χνά η χριστιανική αλήθεια να είναι όχι μόνο άσχετη, αλλά και τελείως αντί­­θε­τη προς ό,τι προβάλλεται στον κόσμο ως αλήθεια. Γι’ αυτό και η θε­ώ­­­ρηση των ίδιων πραγμάτων από χριστι­ανική και από κοσμική άποψη εί-ναι πολλές φορές όχι απλώς διαφορε­τική αλλά και δια­μετρικώς αντί­θε­τη.
Ο Χριστιανισμός είναι ριζοσπαστικός. Και όπου δεν είναι ριζοσπα­στικός, δεν είναι αυθεντικός. Η ριζοσπαστικότητα του Χριστιανισμού α­ναφέρεται στο καθετί που τον συνδέει με τον κόσμο. Και αυτό οφείλεται στο ότι οι ρίζες του Χριστι­ανισμού δεν ανάγονται στον κόσμο ούτε τρέ­φονται από το πνεύμα του. Ο απόλυτος χαρακτήρας του Χριστια­νι­σμού επιβάλλει την ριζοσπαστικότητα στο επίπεδο του σχετικού. Αλλά και η ριζοσπαστικότητα στο επίπεδο του σχετικού δεν μπορεί να γίνεται χωρίς σχέση  με το απόλυτο και χωρίς αναφορά προς αυτό.
Η αλήθεια του Χριστι­ανισμού έρχεται ως «πύρ»μέσα στον κόσμο[2]. Όλες οι κοσμικές αλή­θειες είναι συμβατικές, και έχουν την σχετική αξία τους στον βαθμό που είναι αντικειμε­νι­κές. Όλες αυτές οι αλήθειες κι­νού­νται στο επίπεδο του σχετικού. Το λάθος γίνεται, όταν  απολυ­το­ποι­ούνται και υποκαθιστούν την καθολική αλήθεια. Και από χρι­στιανική πλευρά το λάθος γίνεται, όταν για λόγους εκσυγχρονισμού επι­χειρείται η συμμόρ­φωση  της αλήθειας του Χριστι­ανισμού με την κο­σμι­­κή αλήθεια.
Ο Χριστιανι­σμός δεν εκσυγχρονίζεται όταν συμ­μορφώνεται με την σχετικότητα του κόσμου και του κοσμικού πνεύματος, αλλά όταν διατηρεί ζωντανή την παράδοσή του. Περιεχόμενο της παραδόσεως του Χριστιανι­σμού είναι ο ίδιος ο Χριστός, που πέθανε και αναστήθηκε, για να παρα­μέ­νει μέσα στον κόσμο με την Εκκλησία του. Και η διατήρηση της πα­ρα­­δόσεως αυτής πραγματοποιείται με την βίωση του θανάτου ως παράγο­ντος ζωής. Πραγματοποιείται με τον αυτοαφανισμό των εκάστοτε ζωντα­νών μελών της Εκκλησίας, που κάνει δυνατή την φανέρωση της ζωής του Χριστού και των κεκοιμημένων μελών της Εκκλησίας του μέσα σε νέα «συνάφεια»• στην συνάφεια της ζωής των μελών της, που στρατεύονται μέσα στον κόσμο. Έτσι και η θεολογία της Εκκλησίας είναι πάντοτε «συναφειακή».
Φυσικό ομως είναι να παραμένει Χριστιανισμός ξένος και παράδο­ξος για τον κόσμο. Ο ίδιος ο Χρι­στός ήρθε ως ξένος μέσα στον κόσμο• όχι γιατί είναι πραγ­ματικά ξένος προς τον κόσμο, αφού αυτός τον δημι­ούργησε, αλλά γιατί ο κόσμος αλλοτριώθηκε και αποξενώθηκε από αυτόν. Ήρθε «εις τα ίδια», δηλαδή στα δι­­κά του, αλλά οι δικοί του δεν τον δέχθηκαν. Σε όσους όμως τον δέχθη­καν έδωσε την εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού, να θεωθούν[3].
Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να παραμείνει αυτό που είναι[4]. Πλά­στηκε για να τελειοποιηθεί και να αναχθεί  σε κάτι που δεν είναι. Προήλθε από το μή όν και  εικονίζει τον όντως Όντα. Δημιουργή­θηκε ως κτίσμα και κλήθηκε να γίνει όμοιος με τον άκτιστο Δημιουργό. Είναι από την φύση του άνθρωπος και του δόθηκε η εξουσία να γίνει θεός[5]. Ο Θεός έγινε άνθρωπος,  για να γίνει αυτός θεός. Η παραδοξότητα αυτή, που βρίσκεται στις ρίζες του Χριστιανι­σμού, προσ­διορίζει την φύση του και διαμορφώνει τον ριζοσπαστικό χαρα­κτή­­­ρα του. Και εξαιτίας της φύ­σεως και του χαρακτήρα του ο Χριστιανι­σμός δεν γίνεται εύκολα αποδε­κτός από τον κόσμο, αλλά «αντιλέγεται», όπως και ο ίδιος ο Χριστός, που έγινε «σημείον αντιλεγόμενον» και «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολ­λών»[6].
Η απόρριψη του Χριστού από τους ανθρώπους, αλλά και η αποδοχή του από πολλούς, είναι φαινόμενα διαχρονικά, που διαπιστώνονται και στην εποχή μας. Ο ίδιος ο Χριστός είπε στους μαθητές του: «Ει εμέ εδίω­ξαν, και υμάς διώξουσιν• ει τον λόγον μου ετήρησαν, και τον υμέτε­ρον τηρήσουσιν»[7]. Ο κόσμος παραμένει γενικά ξέ­νος προς τον Χριστό και την διδασκαλία του. Αλλά αυτό δεν οφείλεται μόνο στην αρνητική τοπο­θέτηση των ανθρώπων• οφείλεται και στην κακή εκπροσώπηση του Χρι­στιανι­σμού εκ μέρους των πιστών. Εδώ  έγκειται και η τραγικότητα του κό­σμου, όπως επίσης και η αναγκαιότητα για την σωστή μαρτυρία των Χρι­στια­νών μέσα στον κόσμο.
Οι αληθινοί Χριστιανοί αισθάνονταν εξαρχής «ξένοι», ή  «πάροι­κοι και πα­ρεπί­δη­μοι» μέσα στον κόσμο[8]. Όχι γιατί αποστρέφονταν τον κόσμο ή γιατί αυτός δεν είναι ο τόπος που τους πρόσφερε ο Πατέρας τους, αλλά γιατί ο κόσμος απαρνήθηκε τον Πατέρα του και τον σκοπό για τον οποίο τον έπλασε. Και αισθάνονται έτσι οι Χριστι­ανοί, επειδή τοπο­θετούν —καί στον βαθμό που τοπο­θετούν— τα πάντα στην προοπτική της Βασιλείας του Θεού. Με τον τρόπο όμως αυτόν καταξιώνουν και τον κόσμο και την ζωή του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Μένουν στον κόσμο ως πάροικοι και πα­ρεπίδημοι, γιατί ασκούν —καί στον βαθμό που ασκούν— την εξουσία τους να ζούν ως «συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού»[9].
Η χριστιανική αλήθεια προσφέρεται στον άνθρωπο με την Εκ­κλη­σία. Η Εκκλησία φανερώνεται μέσα στον κόσμο ως «θεσμός». Ταυτόχρο­να όμως η Εκκλησία είναι «κοινωνία της θεώσεως». Τα δύο αυτά πράγ­μα­τα φαίνονται αντιφατικά. Η κοινωνία της θεώσεως είναι από τη φύση της χαρισματική, ενώ ο θεσμός αποτελεί κτιστό κατασκεύασμα. Η χάρη δεν περιορίζεται σε θεσμούς. Και οι θεσμοί δεν είναι απεριόριστοι, για να χω­ρέ­σουν την χάρη. Η διατήρηση όμως της κοινωνίας της θεώσεως μέσα στην ιστο­ρία επιβάλλει την θεσμο­ποί­ησή της. Έτσι δημιουργείται η ανά­γκη της συνθέ­σεως θεσμού και χάριτος.
Η Εκκλησία λειτουργεί μέσα στην ιστορία ως «χαρισματικός θε­σμός»• ως θεσμοποιημένη χαρισματική κοινωνία ή «κοι­νωνία της θεώ­σε­ως». Έτσι δημιουργείται μία διαρκής διαλεκτική ένταση μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου. Σε κάποιο άλλο μάλιστα επίπεδο δημιουργείται και μέσα στην Εκκλησία μία διαλεκτική ένταση μεταξύ χάριτος και θεσμού, την οποία αμβλύνει ως ένα βαθμό ο μοναχισμός με την μορφή του ερημιτισμού.
Πώς μπορεί λοιπόν να χαρακτηριστεί ή να παρασταθεί η ζωή των Χριστιανών μέσα στον κόσμο;
Ο άγνωστος συγγραφέας της Προς Διόγνητον πραγματείας, που συντάχθηκε κατά την περίοδο των διωγμών, χαρακτηρίζει τον τρόπο ζωής των Χριστιανών ως «θαυμαστόν και ομολογουμένως παράδοξον»[10]. Και ανα­φέροντας τα βασικότερα στοιχεία του θαυμαστού και παράδοξου τρό­που ζωής των Χριστιανών σημειώνει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Πατρί­δας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι• μετέχουσι πάντων ως πολί­ται, και πάνθ’ υπομένουσιν ως ξένοι• πάσα ξένη πατρίς εστιν αυτών, και πάσα πατρίς ξένη….Εν σαρκί τυγχάνουσιν, αλλ’ ου κατά σάρκα ζώσιν. Επί γής διατρίβουσιν, αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται…Αγαπώσι πάντας, και υπό πάντων διώκονται…Πτωχεύουσι, και πλουτίζουσι πολλούς• πάν­των υστε­ρούνται, και εν πάσι περισσεύουσιν. Ατιμούνται, και εν ταίς ατι­μίαις δο­ξάζονται…»[11].
Η συναίσθηση της παροδικότητας του κόσμου και η βίωση της εσχατολογικής αλήθειας, η απο­δέσμευση από την κοσμική συμβατικότη­τα  και η προσήλωση στο ου­ρά­νιο πολίτευμα, η αγάπη που αγκαλιάζει ακόμα και τους εχθρούς, η ανταπόδοση καλού αντί κακού, η εκούσια στέρηση για την άσκηση αγαθοεργίας, νοηματοδοτούν τα πράγματα του κόσμου διαφορετικά και προσδίδουν στην καθημερινή ζωή των πιστών ένα ξεχωριστό περιεχόμενο. Παραμερίζουν την προσκαιρότητα και την διά­σπαση, και εισάγουν την προοπτική της ενότητας και της αιωνιότητας.
Η ζωή των Χριστιανών, όπως και ολόκληρης της Εκκλησίας του Χριστού μέσα στον κόσμο, μπορεί να παρασταθεί ως ζωή εν τάφω. Ο Χρι­στός, σημειώνει ο Ωριγένης, ως κεφαλή της Εκκλησίας οδηγεί τα μέλη της διά του θανάτου στην ανάσταση. Όπως το αισθητό σώμα του Χριστού σταυ­­ρώθηκε, ενταφιάσθηκε και ακολούθως αναστήθηκε, έτσι και το όλο σώμα των πιστών έχει σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό και δεν ζεί πλέον τώρα. Ο καθένας δηλαδή, όπως ο Απόστολος Παύλος, δεν έχει να καυχη­θεί για τίποτε άλλο, παρά μόνο για τον σταυρό του Χριστού, με τον οποίο σταυ­ρώθηκε αυτός για τον κόσμο και ο κόσμος γι’αυτόν[12]. Επιπλέον ενταφιά­ζεται μαζί με τον Χριστό, για να ζήσει ένα νέο είδος ζωής[13].
Το νέο αυτό είδος ζωής, που παραμένει μυστικό και κρυμμένο από τον κόσμο, δεν είναι μόνο κάτι που αναμένεται πέραν του κόσμου, στην Βασιλεία του Θεού, αλλά και κάτι που βιώνεται στην καθημερινότητα του κόσμου. Ουσιαστικά δηλαδή ο Χριστιανός οφείλει να ζεί την καθημερινή ζωή ταυ­τόχρονα σε δύο δια­φο­ρετικά επίπεδα• στο αιώνιο και το πρόσκαι­ρο. Αυτό φανε­ρώ­νε­ται πληρέ­στερα κατά την θεία Λειτουργία. Μέσα σε αυτήν  η εναλλαγή των δύο επιπέδων είναι διαρκής. Το πρόσκαιρο επίγειο επίπε­δο αναφέρε­ται διαρ­κώς στο αιώνιο της Βασιλείας του Θεού. Και το αιώνιο επίπεδο προσλαμ­βάνει και μεταμορφώνει το επίγειο. Το αιώνιο επίπεδο νοημα­το­δοτεί το πρόσκαιρο. Και το πρόσκαιρο προσφέρεται ως στάδιο προπαρα­σκευής για το αιώνιο.
Η θεία Λειτουργία δεν αποτελεί κάποια παρένθεση στην χριστια­νική ζωή, αλλά τον δείκτη και το πλήρωμά της. Τα δύο επίπεδα ζωής, που χαρακτηρίζουν την θεία Λειτουρ­γία, προσφέρονται και σε ολό­κληρο το μήκος της ζωής των πιστών μέσα στον κόσμο. Και η διατήρηση της επι­κοινωνίας των δύο αυτών επιπέδων αποτελεί την μόνη δυνατότητα για την αποφυγή της εκκοσμικεύσεως και του «συσχηματι­σμού» με τον κό­σμο. Η διατήρηση όμως της επικοινωνίας αυτής δεν είναι μόνο δύσκολη, αλλά και πολύ κοπιαστική στην σύγχρονη κοινωνία.

Ο κόσμος σήμερα έχασε την παραδοσιακή μορφή του. Η νεώτε­ρη επιστήμη και η  τεχνολογία εισέβαλαν καθοριστικά στην ζωή του, αλλοι­ώνοντας ακόμα και την συνειδησή του. Το έργο του Θεού ήδη καλύπτεται ή και αφανίζεται από τα έργα των ανθρώπων. Ο άνθρωπος δεν ασχολείται με τον Θεό. Παντού συ­ναντά τον εαυτό του, στηρίζεται στα έργα του, θωρακίζεται με τα μέσα του,  θεραπεύεται με τα επιτεύγματά του, θαυμάζει και απολαμβάνει τα κα­τορ­­θώ­ματά του. Αλλαξε ριζικά την ζωή του, και ήδη  επιχειρεί να δημιου­ρ­γή­σει και ο ίδιος ζωή• να «παίξει τον θεό».

Άγιος Σιλουανός Αθωνίτης (1866-1938)

Ο άνθρωπος της εποχής μας έχασε την φυσική αθωότητά του. Έχασε μαζί με τον Θεό και την χαρά που προσφέρουν τα δημιουρ­γήματά του. Όπως επισημαίνει ο Γέροντας Σιλουανός , «όποιος έχασε τη χάρη δεν αισθάνεται όπως πρέπει την ωραιότητα του κόσμου και δεν εκπλήσσεται από τίποτα. Όλη η ανείπωτα μεγαλειώδης δημιουρ­γία του Θεού δεν τον συγκινεί»[14]. Η αναισθησία του σύγχρονου ανθρώπου αποτυ­πώνεται και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει και χρησιμοποιεί την κτίση. Γι΄ αυτό και η οικολογική κρίση δεν αποτελεί κάποιο αυτόνομο φαι­νό­μενο, αλλά φυσικό επακόλουθο της πνευματικής εκτροπής του ανθρώ­που. Μόνο όταν διατηρεί ο άνθρωπος την φυσική καθαρότητά του ή την ανα­κτά μετά την απωλειά της, μπορεί να βλέπει σωστά την φύση και τα πράγ­ματα: «Ο γάρ το κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν ή τηρήσας εαυ­τώ άνωθεν ή ανακαλεσάμενος και απολαβών, και το βλέπειν κατά φύσιν απέλαβεν» [15].

Συνεχίζεται…

Υποσημειώσεις:

[1]. «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια». Ιω.14,6.
[2]. «Πύρ ήλθον βαλείν επί την γήν». Λουκ.12,49.
[3]. Βλ. Ιω. 1,11-12.
[4]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως «ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον και πέρας του μυστηρίου τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον». Λόγος 38,11, PG 36,324A.
[5]. Βλ. Ιω. 1,12.
[6]. Βλ. Λουκ. 2,34.
[7]. Ιω. 15,20.
[8]. Βλ. Α΄Πέτρ. 2,11.
[9]. Εφεσ. 2,19.
[10]. Προς Διόγνητον 5,4.
[11].  Ό.π. 5,5-17
[12]. Βλ. Γαλ. 2,20.
[13] . Βλ. Ωριγένους, Εις το κατά Ιωάννην 10, 35.
[14]. Αρχιμ. Σωφρονίου(Σαχάρωφ), Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 102003, σ. 115-116.
[15]. Συμεών Νέου Θεολόγου, Ηθικά 6,217-219, «Sources Chrétiennes», τόμ.129,  σ. 134-136.