Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Η παραμονή (του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)

26 Μαρτίου 2011

Η παραμονή (του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)

«Ανέβα, Μήτρε στού βουνού κατάκορφα τη ράχη,

πάρε το μάτι ταητού και ταλαφιού το πόδι

καί την αγρύπνια του λαγού, και στήσε καραούλι.

Κι αν δής χιλιάδαις τον εχθρό, άλογα και πεζούρα,

μέ τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά, τον ύπνο μή μου κόψης,

στάσου, πολέμα μοναχός. Κι αν δής μές στο φουσάτο

νά πηλαλάη τάλογο του Ομέρπασα Βρυώνη,

πέτα ροβόλα, κράξε με. Σύρε με την ευχή μου».

Αστραψε απ άγρια χαρά το μέτωπο του κλέφτη,

εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη,

έλαμψε ο Μήτρος μία στιγμή κ εσβήστηκε σαν άστρο.

Ο Διάκος τον συντρόφεψε για λίγο με το μάτι

κ ύστερα πέφτει κατά γής γονατιστός στην πέτρα:

«Αδέρφια, παλληκάρια μου! Ελάτε ολόγυρά μου

καί γονατίσετε μ εμέ. Ο κόσμος στη χαρά του

είν ανθοστόλιστη εκκλησιά, κι εδώ μας παραστέκει

εκείνος πού την έχτισε, για να τον προσκυνούμε».

Ήτανε νύχτα. Τα βουνά, οι λαγκαδιαίς, τα δέντρα,

οι βρύσαις, τ αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ αγέρι,

στέκουν βουβά ν ακούσουνε την προσευχή του Διάκου.

«Όταν η μαύρ η μάνα μου, εμπρός σε μίαν εικόνα,

Πλάστη μου, μ εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέρια

καί μώλεγε να δεηθώ για κειούς πού το χειμώνα

σά λύκοι ετρέχαν στα βουνά, με χιόνια, μ αγριοκαίρια

γιά να μή ζούνε στο ζυγό, ένοιωθα τη φωνή μου,

νά ξεψυχάει στα χείλη μου. εσπάραζε η καρδιά μου,

μού ετρέμανε τα γόνατα, σαν νάθελε η ψυχή μου

νά φύγη με τη δέηση από τα σωθικά μου.

Ύστερα μώλεγε κρυφά να σου ζητώ τη χάρη

νά μ αξιώσης μία φορά ένα σπαθί να ζώσω

καί να μην έρθη ο θάνατος να μ εύρη, να με πάρη

πρίν πολεμήσω ελεύθερος, για σε πριν το ματώσω.

Πατέρα παντοδύναμε! Ακουσες την ευχή μου.

μού φύτεψες μές στην καρδιά αγάπη, πίστη, ελπίδα,

έδωκες μίαν αχτίδα σου, αθέρα στο σπαθί μου

καί μούπες: Τώρα πέθανε για μέ, για την πατρίδα!

Έτοιμος είμαι, Πλάστη μου! Λίγαις στιγμαίς ακόμα

καί σβυώνται τ άστρα σου για μέ. Για με θα σκοτειδιάση

τώμορφο γλυκοχάραμα. Θα μου κλειστή το στόμα,

πού εκελαδούσε στα βουνά, στη ρεματιά, στη βρύση.

θά μαραθούν τα πεύκα μου. Αραχιασμέν η λύρα,

πού μούταν αδερφοποιτή κι οπού μ εμέ στη φτέρη

αγκαλιασμένη επλάγιαζε, τώρα θα μείνη στείρα

καί στάψυχο κουφάρι της θα να βογγάη τ αγέρι.

Όλα τ αφίνω με χαρά, χωρίς ν αναστενάξω.

Και τώχω περηφάνειά μου, πού εδιάλεξες εμένα

αυτήν την έρμη την πορειά με το κορμί να φράξω.

Ευχαριστώ σε, Πλάστη μου! Δε θα χαθούν σπαρμένα

καί δε θα μείνουν άκαρπα τ άχαρα κόκκαλά μου.

Ευλόγησε τηνε τη γή οπού θα μ αγκαλιάση

καί στοίχειωσε κάθε κλωνί από τα χώματά μου,

νά γένη αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση.

Θέ μου! Ξημέρωσέ τηνε την αυριανή τη μέρα!

Θα μάς θυμάτ η Αρβανιτιά και θα την τρώ η ζήλεια.

Θα χλημητάνε τ άλογα, θα καίνε τον αγέρα

μέ τ άγρια τα χνώτα τους γκέκικα καρυοφύλλια,

θά γένουν πάλαι τα Θερμιά λαίμαργη καταβόθρα…

Χιλιάδες ήρθαν θερισταί και Χάρος οργοτόμος,

μουγκρίζουν, φοβερίζουνε πώς δε θα μείνη λώθρα

σ αυτήν τη δύστυχη τη γή, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος…

Κ εμείς θα πάμε με χαρά σ αυτόν τον καταρράχτη.

Επάνωθέ μας θάσαι σύ, και τα πατήματά μας

θά νάχουνε για στήριγμα τη φοβερή τη στάχτη,

πώμεινε σπίθ ακοίμητη βαθειά στα σωθικά μας.

Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου! Για ν ακουστή στη Δύση

πώς δεν απονεκρώθηκε και πώς θ ανθοβολήση

τώρα με τα Μαγιάπριλα η δουλωμένη χώρα.

Ευλογημέν η ώρα!»

*

Έσκυψ ο Διάκος ως τη γή, έσφιξε με τα χείλη

κ εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα.

Έβραζε μέσα του η καρδιά, και στα ματόκλαδά του

καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ ένα δάκρυ…

Χαρά στο χόρτο πώλαχε να πιή σε τέτοια βρύση!

*

Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος! Τα νειάτα, τη θωρειά του

τ αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφίνουν

κρυφά το θόλο τ ουρανού για να διαβούν σιμά του.

Μοσχοβολάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει

στόν κόρφο της η άνοιξη, σαν νάτανε παιδί της.

Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπό του

χάνει με μιάς την ασκημιά και την ταπεινοσύνη

ο έρμος αζώηρος, η ποταπή η λαψάνα,

γλυκαίνει το χαμαίδρυο, στού χαμαιλειού τη ρίζα

αποκοιμιέται ο θάναρος και το περιπλοκάδι,

πού πάντα κρύβεται δειλό και τ άπλερο κορμί του

αλλού στυλόνει το φτωχό, δυναμωμένο τώρα

τρελλό, περηφανεύεται και θέλει να κλαρώση

στ ανδρειωμένο μέτωπο για ν ακουστή πώς ήταν

στή φοβερή παραμονή μία τρίχ απ τα μαλλιά του.

*

Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος! Του ύπνου του οι ώραις

όσο κι αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουν

ν αποστομώσουν το θολό, τ αγριωμένο κύμα

τού χρόνου πού μάς έπνιξε. Μ εκείνην την ρανίδα

πώσταξ από τα μάτια του θα ξεπλυθή η μαυράδα,

πού ελέρωνε της μοίρας μας το νεκρικό δεφτέρι.

Ο Διάκος στο κρεββάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη,

σάν αητός μές στη φωλειά, ολάκαιρο ένα γένος

έκλωθ εκείνην την βραδειά. Όταν προβάλ η μέρα,

θά νάβγουν τ αητόπουλα με τροχισμένα νύχια,

μέ θεριεμένα τα φτερά, ν αρχίσουν το κυνήγι…

Πλάστη μεγαλοδύναμε! Αξίωσέ μας όλους,

πρίν μάς σκεπάση η μαύρη γή, στα δουλωμένα πλάγια

νά κοιμηθούμε μία νυχτιά τον ύπνο του Θανάση!