Θεολογία και Ζωή

Η συμβολή τής εθνοϊστορίας στην πράξη τής Ιεραποστολής

6 Απριλίου 2011

Η συμβολή τής εθνοϊστορίας στην πράξη τής Ιεραποστολής

Το Κογκολέζικο υπόδειγμα

ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΣΑΡΚΩΣΕΩΣ

Η ιεραποστολή, στις οποιεσδήποτε προσπάθειές της, κρίνεται από το πόσο σαρκώνεται σ’ έναν τόπο και δεν μένει μια ιδεολογική αφηρημένη διαδικασία μεταδόσεως χριστιανικών ιδεών. Η σάρκωση στη ζωή ενός λαού είναι δυνατή, αν βιώνεται το μυστήριο της Εκκλησίας και η αγιοπνευματική εμπειρία που «συγκροτεί το θεσμό» της συμμετοχής στο σώμα του Χριστού. Η εν Αγίω Πνεύματι πραγμάτωση της εμπειρίας του σώματος του Χριστού δεν αναιρεί την ανθρώπινη ελευθερία. Ο άνθρωπος ελεύθερα μετέχει στην Εκκλησία. Κι ακόμη περισσότερο, αν διακονεί την Εκκλησία στις ποιμαντικές του εκφράσεις, ψάχνει τρόπους και εργαλεία εκφράσεως της συγκαταβάσεως της Εκκλησίας και των τρόπων σαρκώσεως της στη σάρκα των εθνών και των φυλών.

ΤΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΘΝΟΪΣΤΟΡΙΑΣ

Η γνώση των μικρών η μεγάλων πτυχών της ζωής των λαών δίνει ποικίλα εργαλεία σαρκώσεως σε πολλά επίπεδα. Ένα ουσιαστικό εργαλείο είναι αυτό της εθνοϊστορίας. Πρόκειται για τη μελέτη της καταβολής και των ριζών των διαφόρων φυλών, για τις πιθανές μετακινήσεις από τόπου εις τόπο και για τους τρόπους οργανώσεως της κοινοτικής ζωής σε αντιστοιχία με τις επιδράσεις από την επικοινωνία μ’ άλλους γειτονικούς φυλετικούς «πολιτισμούς». Επειδή πολλοί από τους λαούς που βρίσκονται στους χώρους της Ιεραποστολής υπέστησαν τη σαρωτική λαίλαπα της αποικιοκρατίας και έχασαν, ολοκληρωτικά ή μερικά, τη σύνδεση με τις εθνοϊστορικές τους ρίζες, είναι καίρια η μελέτη αυτού του εργαλείου. Αν η σάρκωση του χριστιανικού μηνύματος γίνει στο πρωτογενές υλικό των λαών, κι όχι στο διαστρεβλωμένο από τους αποικιοκράτες πρόσωπό τους. η πρόσληψη του Χριστού θα γίνει πάνω σε πιο πρωτογενές υλικό. Ο κίνδυνος από τη σύζευξη με ποικίλα αλλότρια μεγέθη πάντα δημιουργούσε προβλήματα στην ανάπτυξη των νεοπαγών Εκκλησιών.

ΤΟ ΚΟΓΚΟΛΕΖΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ

Τα προαναφερόμενα θα γίνουν κατανοητά αν χρησιμοποιήσουμε συγκεκριμένο τυπικό παράδειγμα. Ως «τυπικό» δύναται να θεωρηθεί το υπόδειγμα του Κογκό, επειδή:

α) Βρίσκεται στο κέντρο μιας ηπείρου, που σημαίνει πως δέχεται επιδράσεις απ’ όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα και ταυτόχρονα, λόγω της γεωγραφικής εσωτερικότητας, δύναται να διατηρήσει τον εαυτό του απρόσβλητο από δευτερογενείς εξωτερικές επιδράσεις.

β) Μέχρι σήμερα διατηρείται το γλωσσικό ψηφιδωτό των 250 ιδιωμάτων. Το γεγονός δηλώνει τη διατήρηση ετερογενών αφετηριακών ριζών μέσα από το χρόνο.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Οι πηγές και oι αρχαιολογικές έρευνες για την περιοχή του Κογκό, που γνωρίζεται ως η περιοχή της κοιλάδας του ποταμού Κογκό, είναι λίγες, αλλά αρκετές για να διαγραφεί το γενικό ιστορικό πλαίσιο. Οι μαρτυρίες αναγνωρίζουν την ύπαρξη κατοίκων στην εποχή των 10.000 π.Χ. ετών. Οι περισσότεροι μένουν κοντά ή μέσα στά δάση προκειμένου να ωφελούνται από τον πλούσιο υδροφόρο ορίζοντα και το κυνήγι. Τα εκτεταμένα δάση ituri συγκεντρώνουν το μεγάλο αριθμό των διαφόρων μικρών ομάδων που κατοικούν εδώ. Το δάσος δεν προσφέρεται για τη συγκρότηση εκτεταμένων κοινωνικών ομάδων. Οι μικρές ομάδες διαβιούν ευκολότερα και μετακινούνται χωρίς δυσκολίες. Οι μικρές αυτές ομάδες αποτελούν τον πυρήνα της κογκολέζικης κοινωνιολογίας που βρίσκει τις ρίζες της στους πυρήνες αυτών των φυλετικών σχημάτων. Οι συγγενικοί δεσμοί και η αλληλοβοήθεια για να συγκρατηθεί η φυλή ενισχύουν την ταυτότητα των ομάδων αυτών. Οι μέχρι τότε ενυπάρχουσες έντονες φυλετικές διαφορές φέρουν μέσα τους τον απόηχο αυτής της δομής. Επειδή όλες oι φυλετικές αυτές ομάδες βρίσκονται σε μια «Ισορροπία αδυναμίας», δεν γίνονται επεκτατικές ή κατακτητικές. Καμία δεν υπερισχύει των άλλων, καμία δεν αναλαμβάνει το ρόλο του ηγέτη προς συγκρότηση «Ισχυρών» μεγάλων ομάδων. Μέχρι τότε η ιδιότροπος αυτή γενετική πληροφορία αποτελεί «εμπόδιο» για τη δημιουργία «εθνικής συνειδήσεως».

Η ΕΙΣΒΟΛΗ

Κατά το έτος 1000 π.Χ. γίνεται στην περιοχή μια εισβολή. Τα βορεινά και ανατολικά της περιοχής δέχονται μια εισβολή από τα λεγόμενα φύλα Μπαντού. Οι Μπαντού έχουν πιο υψηλό πολιτισμό, είναι οργανωμένοι σε πιο ισχυρές διοικητικές ενότητες, που αποκαλούνται βασίλεια και μιλούν γλώσσες της περιοχής του μέσου Νείλου και του σουδανικού νότου. Είναι σίγουρο πως οι Μπαντού έχουν δεχθεί έμμεσους μετασχηματιστικούς παράγοντες από τους μεγάλους μεσογειακούς πολιτισμούς και άμεσους διεγερτήριους ερεθισμούς από τον αιγυπτιακό πολιτισμό. Μιμούνται την κρατική οργάνωση της αιγυπτιακής διοικήσεως και αποδίδουν στον αρχηγό-βασιλέα θεία ιδιώματα και συγγένειες και μυθικές καταβολές.

Τα φύλα Μπαντού εγκαθίστανται στις απέραντες πεδιάδες. Χρησιμοποιούν κυρίαρχη τεχνολογία καλλιεργειών και την προαναφερθείσα διοικητική δομή. Προσπαθούν να οργανώσουν βασίλεια και σταθερές μη νομαδικές θεσμικές εκφράσεις. Η αναμέτρηση με τις αδύναμες φυλές των δασών είναι δυσανάλογη. Αρχίζει η ενσωμάτωση στα βασίλεια. Η αλλοίωση γίνεται αργά. Η οριστική επικράτηση των Μπαντού φύλων φαίνεται πως έγινε στην περίοδο 1200-1500 μ.Χ. Τότε είναι που οργανώνεται και μια μεγάλη πόλη: η Mbanza Kongo Dia Nioiila (Η μεγάλη πόλη του βασιλέως). Την περίοδο αυτή έχουν οργανωθεί ήδη τέσσερα μεγάλα βασίλεια: Kongo, Lunda, Luba, Kuba. Οι παλαιές φυλές φαίνονται να εξαφανίζονται. Η αλήθεια όμως παρέμενε κάπου άλλου, μέσα στην κρυμμένη φυλετική ταυτότητα, που για λόγους βίας φώλιαζε στην καρδιά των βασιλείων που ποτέ δεν ανάπαυσαν τους «υπηκόους» τους.

ΟΙ ΔΥΤΙΚΕΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΕΣ

Οι δυτικές χριστιανικές ιεραποστολές συνάντησαν το υπόδειγμα της βασιλικής συγκροτήσεως τοπικών φυλών. Ελάχιστες είχαν καταφέρει να αποφύγουν την ένταξη της απρόσωπης χοάνης της βασιλείας. Αυτοί οι ελάχιστοι ήταν κρυμμένοι μέσα στα δάση. Κλασικό παράδειγμα οι Πυγμαίοι, που θεωρήθηκαν δύσκολοι για Ιεραποστολική προσέγγιση. Στα κείμενα των πρώτων ιεραποστολικών αναζητήσεων των δυτικών διαφαίνεται η αγωνία και αναζήτηση τρόπων σαρκώσεως στα δεδομένα του τόπου. Η προσπάθεια όμως για συγκατάβαση έχει ενώπιόν της το μοντέλο της βασιλικής διοργανώσεως. Μια διοικητική διοργάνωση δεν είχε τις προϋποθέσεις να δώσει κι ένα κοινό πρόσωπο τρόπων και ηθών διαβιώσεως. Γι’ αυτό ακριβώς ο δυτικός χριστιανισμός δεν ζυμώθηκε ουσιαστικά, ούτε ζύμωσε ουσιαστικά τα διάφορα φύλα, ούτε κατάφερε να ξεπεράσει μέσα στην Εκκλησία τις φυλετικές διαφορές.

ΟΙ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΕΣ

Οι δυτικοί αποικιοκράτες δεν ενδιαφέρονταν, φυσικά, για σάρκωση, αλλά για κατάληψη. Οι αποικιοκράτες ενδιαφέρθηκαν να κρατήσουν την «τάξη και την ασφάλεια» στις περιοχές που κατελάμβαναν, προκειμένου να αξιοποιήσουν με «τάξη και ασφάλεια» τις πλουτοπαραγωγικές πηγές. Ούτε και οι πιο έντιμοι δυτικοί μελετητές δεν προσπάθησαν να κατανοήσουν τους ιθαγενείς πολιτισμούς αναλύοντας το αρχικό τους κύτταρο. Οι κοινωνιολογικές αναλύσεις ενδιαφέρονταν για τα γενικά κοινωνικά φαινόμενα που εκδηλώνονταν στη διοργανωμένη δομή των κρατιδίων-βασιλείων. Όταν έγινε η μεγάλη «απελευθέρωση» των λαών της Αφρικής, στα μέσα του τελευταίου αιώνος, δημιουργήθηκαν «κράτη» τα οποία ένωναν τρία ή τέσσερα βασίλεια μιας περιοχής σε μια επίπλαστη ενότητα που είχε ένα όνομα που δεν ενδιέφερε τους λαούς. Όταν το βελγικό Κογκό απελευθερώθηκε, ονομάστηκε Ζαΐρ. Όταν πρόσφατα έγινε μια πολιτική αλλαγή, το όνομα του κράτους έγινε Κογκό. Λίγοι διαμαρτυρήθηκαν ή χάρηκαν για την αλλαγή. Οι κάτοικοι του τόπου δεν είχαν την αίσθηση της ενότητας που διασφαλιζόταν κάτω από τις ονομασίες Κογκό ή Ζαΐρ. Οι μόνες φωνές που ακούστηκαν προέρχονταν από το παλαιό βασίλειο του Κογκό, που ήταν ένα μόνο από τα τέσσερα που προαναφέραμε.

Η ΚΑΘΑΡΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΑΡΚΩΣΕΩΣ

Η μελέτη της εθνοϊστορίας αποτελεί μια ισχυρή δυνατότητα για σωστή μελέτη των προβλημάτων σαρκώσεως σε κάποιους τόπους. Η Ορθοδοξία, που έχει μέριμνα για την αξιοποίηση των προσωπικών δεδομένων των νεοφύτων του Σώματος του Χριστού, μ’ αυτό τον τρόπο πρέπει να προσεγγίσει τους λαούς, δηλαδή τις επιμέρους φυλές, άσχετα από το μικρό ή όχι μέγεθος τους. Το Κογκό δεν υπάρχει ως ενιαία αχανής κρατική ενότητα. Αυτό είναι το πρώτο που θα κατανοήσει η ορθόδοξη προσέγγιση της ιεραποστολής. Στο Κογκό υπάρχουν ακόμη, άλλοτε εν υπνώσει και άλλοτε εν εγρηγόρσει, οι πυρήνες των φυλών. Η Ορθοδοξία πρέπει να προχωρήσει στην ταυτότητα του προσώπου των φυλών γνωρίζοντας, όσο γίνεται, την εθνοϊστορία τους. Όταν οι φυλές προσληφθούν μέσα από τα δικά τους δεδομένα στην Εκκλησία, τότε θα δυνηθούν να προχωρήσουν προς την έξοδό τους για κοινωνία με τη ζωή των άλλων φυλών. Αν δε γίνει αυτό, θα διατηρείται μέσα στην Εκκλησία το χάσμα των φυλών, δηλαδή η καλλιέργεια μελλοντικών σχισμάτων και εθνοφυλετισμών.

† π.Κ.Σ.

Πηγή: Περιοδικό «ΣΥΝΑΞΗ». Τεύχος 78, Απρίλιος-Ιούνιος 2001. Τίτλος περιοδικού: Αποστολή και Ιεραποστολή στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης.

Αναδημοσίευση από: http://floga.gr/51/2001/20015101.asp