Ορθόδοξη πίστη

Χάρτινες εικόνες

11 Απριλίου 2011

Χάρτινες εικόνες

Μια παραμελημένη πτυχή της Ορθόδοξης εικονογραφίας

Κείμενο του Ξενοφώντα Αργ. Παπαευθυμίου
(Μουσειολόγου – Συντηρητή έργων τέχνης)
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας εμφανίζεται μια νέα εικονογραφική δραστηριότητα, αυτή της χαρακτικής εικονογραφίας, που λειτούργησε παράλληλα με την αγιογράφηση των φορητών εικόνων και των τοιχογραφιών, προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις μιας καινούργιας τεχνικής, ενός διαφορετικού υλικού και των αναγκών της εποχής.

Η Ορθόδοξη χαρακτική αν και αγνοημένη σε σχέση με την αγιογραφία, λειτούργησε σε παράλληλη τροχιά με αυτή για δυόμισι περίπου αιώνες, διανύοντας μια ενδιαφέρουσα εξελικτική πορεία που αρχίζει με τις απλοϊκές ξυλογραφίες του 17ου αιώνα, στη συνέχεια υιοθετεί την τεχνική της χαλκογραφίας, περνώντας από μια περίοδο με έντονες τις δυτικές επιδράσεις και καταλήγει στην τελική της μορφή με τις αγιορείτικες στάμπες του 19ου αιώνα.

Στο χώρο της Ορθόδοξης ανατολής τα παλαιότερα χαρακτικά που συναντάμε, ή τουλάχιστον αυτά που έχουν διασωθεί είτε σε αντίτυπα είτε σε πλάκες (ξύλινες μήτρες), χρονολογούνται από το 1665 χωρίς να θεωρηθεί απίθανο νεώτερες έρευνες να φέρουν στο φως προγενέστερες χαράξεις.


Συγχωροχάρτι του Αρχιεπισκόπου
Σινά Ιωαννίκιου. Ξύλινη πλάκα και
εκτύπωση σε χαρτί. Ξυλογραφία
0,28 x 0,396 μ. (1682-1690)
Άγνωστος χαράκτης

Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες στις αρχές της δεκαετίας του 1650, είχαν τυπώσει συγχωροχάρτια στο Κίεβο της Ρωσίας. Οι πρώτες όμως εκδόσεις ελληνικών βιβλίων έγιναν στην Ιταλία αρκετά νωρίτερα, στα τέλη του 15ου αιώνα και πολλές από αυτές είναι εικονογραφημένες με χαρακτικά.

Η πτώση του βυζαντινού κράτους και οι δυσμενείς συνθήκες που επικράτησαν για τον υπόδουλο πληθυσμό και την ορθόδοξη εκκλησία με την επικράτηση των Οθωμανών, ήταν ένας από τους παράγοντες που απέτρεψαν την ύπαρξη της θρησκευτικής εικόνας ανεξάρτητης από το βιβλίο.

Έτσι, μπορούμε να δικαιολογήσουμε κατά κάποιο τρόπο αυτό το χρονικό κενό των δύο περίπου αιώνων που χωρίζει την εμφάνιση της ελληνικής τυπογραφίας από τις πρώτες χαράξεις του 1665 τις οποίες συναντάμε στο Σινά.

Δεν πρέπει ακόμη να παραβλέπουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τυπώθηκαν, διακινήθηκαν και διατηρήθηκαν οι χάρτινες αυτές εικόνες πράγμα που φαίνεται από τα λίγα ή και μεμονωμένα αντίτυπα που υπάρχουν σήμερα, για να συμπεράνουμε ότι το υπάρχον υλικό είναι μόνο ένα τμήμα αυτού που παράχθηχε, πράγμα που δεν αποκλείει την ύπαρξη και προγενέστερων χαρακτικών.

Πολλά χαρακτικά – ξυλογραφίες είναι γνωστά και μόνο από τις ξύλινες πλάκες που χρησίμευσαν σαν μήτρες και διατηρήθηκαν από τη φθορά του χρόνου και πολλές τέτοιες συναντάμε κυρίως στο μοναστικό συγκρότημα του Σινά, ενώ αντίστοιχες χάλκινες πλάκες ακόμη και μεταγενέστερες έχουμε ελάχιστες διατηρημένες, αφού ο χαλκός ήταν ακριβός και δυσεύρετος και συνήθιζαν να λιώνουν τις παλιές μήτρες για να κατασκευάσουν καινούργιες ή να κατασκευάσουν άλλα χάλκινα αντικείμενα.


Προορισμός και διάδοση

Οι δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες ήταν αναγκασμένα να λειτουργούν και να επιβιώνουν τα ορθόδοξα μοναστήρια την περίοδο της Τουρκοκρατίας, μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με τη συνδρομή και τη συμπαράσταση των πιστών, γι’ αυτό και οι μονές κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια, όχι μόνο να προσελκύσουν προσκυνητές, αλλά και να συλλέξουν ελεημοσύνες και δωρεές μέσω των μοναχών τους οποίους έστελναν σε περιοδείες, γνωστές σαν “ζητείες”.

Για να πετύχουν αυτές οι προσπάθειες έπρεπε να γίνει η ενημέρωση των πιστών για την ιστορία και τους θρύλους των μοναστηριών, η προβολή των κειμηλίων, εικόνων και λειψάνων.


Η υποδοχή της Τιμίας Ζώνης της
Θεοτόκου στην Κωνσταντινούπολη.
Λιθογραφία 1871, Κων/πολη.
Σχεδιαστής και Λιθογράφος: Αδάμ.

Γι’ αυτό το σκοπό άρχισαν να εκδίδονται από τις σημαντικότερες ορθόδοξες μονές, προσκυνητάρια με ιερές απεικονίσεις των προσκυνημάτων και των προστατών αγίων, που διευκόλυναν την επικοινωνία τους με τον έξω κόσμο των πιστών.

Οι ζωγραφιστές εικόνες ήταν και δύσκολες στη μεταφορά τους λόγω μεγέθους και βάρους, δεν μπορούσε να παραχθεί μεγάλος αριθμός σε σύντομο χρονικό διάστημα λόγω της τεχνικής τους και φυσικά το κόστος ήταν μεγάλο για το βαλάντιο της πλειοψηφίας των πιστών στις δύσκολες εκείνες εποχές.

Η αιτία αυτή ήταν καθοριστική για τη χρήση και τη διάδοση της τεχνικής της χαρακτικής, η οποία είχε τη δυνατότητα μέσω μια χαραγμένης ξύλινης ή χάλκινης πλάκας (μήτρας), να δώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα πολλά αντίτυπα σε χαρτί, μερικές φορές και σε ύφασμα (μετάξι και λεπτό λινό), εύκολα στη μεταφορά, δεδομένου ότι τα ταξίδια την εποχή εκείνη γίνονταν με πρωτόγονα μέσα και με χαμηλό κόστος, προσιτό σε όλους τους πιστούς.

Μέσω των τυπωμένων αυτών απεικονίσεων μπορούσαν να μεταδοθούν στους απλούς πιστούς πληροφορίες για τα μοναστικά ιδρύματα και συγχρόνως θρησκευτικά και συχνά μυστικά μηνύματα.

Έχουμε λοιπόν έναν συνδυασμό θρησκευτικής αποστολής των χάρτινων εικόνων και ταυτόχρονα μια προτροπή για την πραγματοποίηση προσκυνητικού ταξιδιού, έκκληση για οικονομική ενίσχυση και ένα ενθύμιο, δεδομένου ότι οι “στάμπες” αυτές ήταν ο μοναδικός τρόπος για τον θρησκευόμενο της εποχής εκείνης να αποκτήσει και να χαρεί μια θρησκευτική απεικόνιση έξω από το χώρο της εκκλησίας, αποτελώντας συχνά τη μοναδική “εικόνα” στο προσκυνητάρι των σπιτιών.


Οι ξυλογραφίες του Σινά


Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος
Ξυλογραφία 1700 (Λεόπολη).
Χαράκτης Διονύσιος.

Στη μονή του Σινά, έχουν εντοπιστεί οι παλαιότερες ξυλογραφίες, είτε σε αντίτυπα που τυχόν έχουν διασωθεί, είτε οι ξύλινες πλάκες από τις οποίες παράχθηκαν και χρονολογούνται από το 1665 μέχρι το 1706, καθιστώντας έτσι το μοναστικό αυτό ίδρυμα σαν το πρώτο που τύπωσε χάρτινες εικόνες.

Υπάρχουν δύο ομάδες – ενότητες ξυλογραφιών και χαραγμένων πλακών μέσα στη χρονική αυτή περίοδο.

Η πρώτη αποτελείται από είκοσι ξύλινες πλάκες που βρέθηκαν σχετικά πρόσφατα αποθηκευμένες σε ένα κελί, οι οποίες με μια απλή τεχνοτροπία απεικονίζουν καθιερωμένα σιναΐτικα εικονογραφικά πρότυπα, σιναΐτικα συγχωροχάρτια και άλλες θρησκευτικές παραστάσεις όπως η Μεταμόρφωση, η Κοίμηση της Θεοτόκου, η Αγία Τριάδα κ.α. Σ’ αυτή την ομάδα υπάρχει και μια αμφίπλευρη χαραγμένη πλάκα που στις δύο όψεις της φέρει δύο συγγενικές παραστάσεις του Όρους Σινά χρονολογημένες στα 1665 και 1706 με αντίστοιχες υπογραφές από τον Ακάκιο και τον Κρητικό ιερομόναχο Ματθαίο.

Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από εννέα έργα τα οποία χαράχτηκαν μεταξύ 1688 και 1700 στη Λεόπολη της Πολωνίας και απεικονίζουν Σιναΐτικα θέματα όπως το Όρος Σινά, τη Βάτο και την Αγία Αικατερίνη, τα οποία έχουν αποδοθεί με επιμέλεια και προσοχή από δύο κατά τα φαινόμενα έμπειρους χαράκτες, πολωνικής πιθανότατα καταγωγής, τους ιερομόναχους Νικόδημο Ρόκου και Διονύσιο.

Το χαρακτηριστικό σ’ αυτή την ομάδα ξυλογραφιών είναι ότι έγιναν με φροντίδα και με έξοδα του Βουρλιώτη πραγματευτή Χατζηκυριάκη, στο πρόσωπο του οποίου, η μονή του Σινά είχε βρει έναν αφοσιωμένο χορηγό, που με έξοδα δικά του είχε οργανώσει το εργαστήριο παραγωγής των ξυλογραφιών στη Λεόπολη της Πολωνίας, και είχε αναλάβει όλες τις αναγκαίες διαδικασίες, ακόμη και την αποστολή τους.

Η ενότητα των ξυλογραφιών που τύπωσε ο Χατζηκυριάκης σε συνδυασμό με αποσπάσματα της αλληλογραφίας του, που φυλάσσεται και αυτή στο Σινά, αποτελούν μια πολύτιμη μαρτυρία γύρω από τη χάραξη, την εκτύπωση και την κυκλοφορία των χάρτινων εικόνων, καθώς και την ενθουσιώδη υποδοχή που έτυχαν από τους πιστούς.

Τα χαρακτικά στέλνονται στο Σινά και τα μετάλλια του “Νίζνα, Μοσχοβία, Κωνσταντινούπολη, Μπογδανία. Βλαχία, Σερβία) συσκευασμένα σε σεντούκια που χωρούσαν 1.000 περίπου αντίτυπα και έτσι μπορούμε να υπολογίσουμε από τα υπάρχοντα στοιχεία ότι κυκλοφόρησαν σε μια ευρύτατη περιοχή τουλάχιστον 19.000 στάμπες.

Τα λίγα αντίτυπα που σώζονται σήμερα δείχνουν την καταστροφή που υπέστη το ευαίσθητο αυτό υλικό και ότι διατηρήθηκε από αυτό οφείλεται στη φύλαξη και τη σιγουριά του μοναστηριού.


Τεχνική της χαλκογραφίας


Άγιος Γεώργιος – Η Μονή Ξενοφώντος
Χαλκογραφία 1833,
Χαράκτης άγνωστος.

Από τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα εγκαταλείπεται σταδιακά η τεχνική της ξυλογραφίας στο τύπωμα των χάρτινων εικόνων και τη θέση της παίρνει η από χρόνια διαδεδομένη στη δυτική Ευρώπη τεχνική της χαλκογραφίας, με αποτέλεσμα όλα τα μοναστήρια, όπως και το Σινά που δε διέθεταν δικά τους εργαστήρια, να παραγγέλνουν τις χαλκογραφίες τους στα τυπογραφεία της Βιέννης, της Βενετίας και της Μόσχας, όπου σύχναζαν Έλληνες έμποροι κυρίως, οι οποίοι αναλάμβαναν συχνά και τα έξοδα της παραγωγής.

Την εξέλιξη αυτή ευνόησε και η ανάπτυξη εμπορικών συναλλαγών του Τουρκικού κράτους με τις Ευρωπαϊκές χώρες και η ευκαιρία που είχαν πολλοί Έλληνες να αναπτύξουν επικερδείς δραστηριότητες και επιχειρήσεις, ταξιδεύοντας και συχνά μεταναστεύοντας.

Τις χαράξεις αυτών των χαλκογραφιών έκαναν έμπειροι τεχνίτες και καλλιτέχνες με ικανότητες που τους επέτρεπαν την επιμελή και σωστή απόδοση των θεμάτων που υποδείκνυαν τα μοναστήρια.

Στις στάμπες αυτές είναι φανερή η απομάκρυνση από τα ορθόδοξα βυζαντινά πρότυπα εικονογραφίας και η επίδραση της δυτικής παράδοσης με τη χρήση φωτοσκιάσεων, την απόδοση των μορφών με πλαστικότητα και την προσπάθεια απόδοσης του βάθους στα τοπία, αφού πολλά από τα θέματα αποτελούσαν αντίγραφα. δυτικών εικονογραφημάτων, με περίτεχνα συχνά πλαίσια αποτελούμενα από μπαρόκ μοτίβα.

Αν εξαιρέσουμέ μερικούς χαράκτες γνωστούς στην εποχή τους, όπως ο Ignatio Colomho, Innocente Alessandri, Th. Mesmer, και οι περισσότεροι ξένοι δεν υπέγραφαν τα έργα τους, και μόνο στις αφιερωτικές επιγραφές μνημονεύονταν τα ονόματα αυτών που αναλάμβαναν τα έξοδα της εκτύπωσης, ουγκροτώντας έτσι ένα πολύτιμο προσωπογραφικό υλικό μοναχών, ιερωμένων και πραγματευτών αναμεμειγμένων σε όλη την ιστορία.


Αγιορείτικα εργαστήρια


Παναγία η Γερόντισσα.
Χαλκογραφία 1869, Άγιον Όρος.
Χαράκτης: Ιωάννης (Καλδής)

Στα τέλη του 18ου αιώνα η θρησκευτική χαρακτική επιστρέφει στα πλαίσια της ορθόδοξης παράδοσης και στον ελλαδικό χώρο, με τα εργαστήρια των μονών του Αγίου Όρους τα οποία λειτουργούσαν σταμπαδόροι μοναχοί.

Οι λαϊκοί αυτοί χαράκτες εξοικειωμένοι με την τεχνική της χαλκογραφίας και με τις απαραίτητες πια εγκαταστάσεις, εκτόπισαν τα ευρωπαϊκά κέντρα και έγιναν σχεδόν οι αποκλειστικοί προμηθευτές χάρτινων εικόνων για τον ελλαδικό και βαλκανικό χώρο.

Λίγες είναι οι πληροφορίες που μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε πότε ακριβώς άρχισαν να λειτουργούν αυτά τα εργαστήρια και σε ποιες μονές ή παραρτήματά τους, καθώς και η ακριβής προέλευση του εξοπλισμού και των υλικών τους.

Πάντως σαν τόπος εκτύπωσης αναφέρεται η μονή των Ιβήρων το 1779 και αργότερα έχουμε αρκετές αναφορές στις Καρυές. Πιθανολογείται ότι στις Καρυές υπήρχαν τέσσερα εργαστήρια εγκατεστημένα στα κελιά του Προδρόμου της Μονής Ιβήρων, του Προφήτη Ηλία της Μονής Κουτλουμουσίου, των Αρχαγγέλων της μονής Χελανδαρίου και των Αρχαγγέλων της Μεγίστης Λαύρας.

Τα πιεστήρια των κελιών αυτών διαλύθηκαν πριν από λίγα χρόνια και έχουν απομείνει οι χαλκογραφικές πλάκες αποθηκευμένες.

Ενδιαφέροντα στοιχεία μπορούμε να αντλήσουμε από τις αφιερωτικές επιγραφές που συνοδεύουν τις στάμπες, για τους χαράκτες οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν μοναχοί κυρίως αυτοδίδακτοι, ενώ μερικοί ήταν ασημουργοί και χρυσοχόοι.

Τα έξοδα για την εκτύπωση των χάρτινων εικόνων αναλάμβαναν συνήθως τα ίδια τα μοναστήρια, ενώ όπου δεν αναφέρεται δωρητής πιθανό είναι ότι το κόστος το αναλάμβανε ο ίδιος ο χαράκτης.

Από τα στοιχεία που υπάρχουν από τις αθωνικές χαλκογραφίες (υπογραφές χαρακτών και ημερομηνίες), μπορούμε να σχηματίσουμε μια συνολική άποψη για τον αριθμό των χαρακτών, τα έργα που έκαναν και τις χρονολογίες που εργάστηκαν.

Οι καταγεγραμμένοι χαράκτες είναι είκοσι δύο με ένα όγκο έργων που φτάνει τα 150 περίπου και καλύπτουν μια περίοδο μεταξύ των χρόνων 1779 και 1873. Ο παλαιότερος των χαρακτών είναι ο ιερομόναχος Παρθένιος εξ Ελασσώνος με οκτώ έργα που δημιούργησε μεταξύ 1779 και 1782.

Άλλοι σημαντικοί χαράκτες με σημαντικό αριθμό έργων είναι ο ιερομόναχος Παρθένιος Ζακύνθιος με 12 έργα μεταξύ 1809 και 1820, ο ιερομόναχος Δανιήλ με 18 περίπου έργα μεταξύ 1831 και 1850 ή 1870, ο μοναχός Κύριλλος με 23 έργα από 1834 μέχρι 1862, ο μοναχός Αβέρκιος με 10 έργα της περιόδου 1854 με 1870, ο Λέσβιος Ιωάννης Κωνσταντίνου Καλδής με 19 έργα από 1858 μέχρι 1878 και πολλοί άλλοι.

Ήδη από τις πρώτες στάμπες του Παρθένιου, στα τέλη του 18ου αιώνα, διακρίνουμε τα λαϊκά στοιχεία που θα επικρατήσουν και θα χαρακτηρίσουν και τα επόμενα χρόνια τις αγιορείτικες χαλκογραφίες, αφού εξασθενούν σταδιακά οι δυτικές επιρροές με αντίστοιχο περιορισμό της χρήσης των στοιχείων μπαρόκ της προοπτικής απόδοσης του βάθους και της πλαστικότητας στις μορφές που χαρακτήριζαν τις ευρωπαϊκές χαλκογραφίες και επικράτηση μιας τεχνοτροπίας πιο λιτής, απλοϊκής και πιο άκαμπτης με φανερές τις επιρροές από τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή παράδοση.

Αυτή η αλλαγή στο ύφος και την τεχνοτροπία θα συνεχιστεί και στις στάμπες του 19ου αι., με ευθυγράμμιση με τα αγιογραφικά πρότυπα των λαϊκοβυζαντινών και λαϊκών φορητών εικόνων όταν πρόκειται για απεικονίσεις αγίων και θρησκευτικών σκηνών, ενώ στην περίπτωση που αναπαριστώνται τα μοναστικά συγκροτήματα συνεχίζεται η μίμηση και η επανάληψη των παλαιότερων προτύπων δυτικής προέλευσης με μικρές προσαρμογές στο λαϊκό βυζαντινό ύφος. Ένα άλλο στοιχείο που συναντάμε συχνά είναι η επιζωγράφιση των χάρτινων εικόνων, που γινόταν με το χέρι μετά τη διαδικασία του τυπώματος και το στέγνωμα των μελανιών, τα χρώματα δε που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ώχρα, κόκκινο, κίτρινο και πράσινο.

Η τεχνοτροπία που ακολούθησαν και αθωνίτες σταμπαδόροι οι οποίοι συχνά μετέφεραν στο χαρτί αυτούσια τα εικονογραφικά πρότυπα των φορητών λαϊκών εικόνων, θα παραμείνει απαράλλαχτη, χωρίς ουσιαστικές μεταβολές, μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, μετά δηλαδή και την απελευθέρωση του Ελληνικού κράτους.

Η τεχνοτροπική αυτή ομοιομορφία αποδίδεται αφενός μεν στη συντηρητικότητα και τη στεγανότητα των μοναστικών κύκλων και αφετέρου στο ότι τα δυτικά καλλιτεχνικά ρεύματα που επηρέασαν τη θρησκευτική ζωγραφική της ελεύθερης Ελλάδας, έφτασαν καθυστερημένα στη Μακεδονία και το Άγιο Όρος που ελευθερώθηκαν πολύ αργότερα, οπότε την παραδοσιακή πια τεχνική της χαλκογραφίας έρχεται να αντικαταστήσει αυτή της λιθογραφίας.

Οι δυόμισι αυτοί αιώνες μέσα στους οποίους δημιουργήθηκαν και διαδόθηκαν οι χάρτινες εικόνες, περικλείουν ένα σημαντικό κομμάτι της εικαστικής και θρησκευτικής μας παράδοσης αγνοημένο και παραμελημένο σε σχέση με τις άλλες τέχνες.

Οι χάρτινες εικόνες με την απλότητά τους και την ταπεινότητά τους, κατάφεραν να κρατήσουν άσβεστη τη φλόγα της πίστης στις ψυχές των πιστών τη δύσκολη εκείνη εποχή και να παίξουν σημαντικό ρόλο στη συνέχιση της ορθόδοξης παράδοσης, φέρνοντάς μας στο νου τα λόγια που έβαλε ο Θουκυδίδης στο στόμα του Περικλή στον “Επιτάφιο”: “Φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας…”

Πηγή: http://www.i-m-patron.gr/keimena/xartines_eikones.html