Συναξαριακές Μορφές

Κακοπάθεια καί ταπείνωση στον Απόστολο Παύλο

29 Ιουνίου 2011

Κακοπάθεια καί ταπείνωση στον Απόστολο Παύλο

«Κακοπάθεια και ταπείνωση απαλλάσσουν τον ανθρώπο από όλα τα πάθη» διδάσκει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Και συνεχίζει: Η μέν κακοπάθεια αφαιρεί τα σωματικά, η δε ταπείνωση τα ψυχικά πάθη. Όλοι οι Άγιοι διά μέσου αυτών των μέσων είλκυσαν την Θεία Χάρη και καθαρίστηκαν από κάθε «μολυσμό σαρκός και πνεύματος». Στη συνέχεια πάλι διά της Θείας Χάρης φωτίστηκαν και θεώθηκαν. Ο Ίδιος ο Κύριος έζησε με άκρα κακοπάθεια και ταπείνωση δίνοντάς μας το σωστό πρότυπο ζωής για να το μιμηθούμε.

Ο Απόστολος Παύλος αναδείχθηκε αληθινά κορυφαίος μιμητής του Κυρίου στην κακοπάθεια και την ταπείνωση.

Ας δούμε πώς μιμήθηκε τον Κύριο και α) πώς βίωσε την κακοπάθεια :

α1) Αποδέχθηκε μέ χαρά όλες τίς ΑΚΟΥΣΙΕΣ θλίψεις (ψυχικές καί σωματικές) πού του έστειλε ο Κύριος:

α2) Μέ ενθουσιασμό καί πόθο νά νεκρωθεί ως πρός τόν παλαιό άνθρωπο αναλαμβάνει, αναδέχεται πλήθος ΕΚΟΥΣΙΕΣ κακοπάθειες σωματικές αλλά καί ψυχικές αυτοπροαίρετα, μιμούμενος τόν Κύριο: νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, στέρηση σωματικής ανάπαυσης, ακτημοσύνη, υπακοή, αναχώρηση.

Ας μελετήσουμε τό πρώτο για να κατανοήσουμε και την αναγκαιότητα της κακοπάθειας για την προσωπική μας κάθαρση:

Ο Άγιος Απόστολος Παύλος αποδέχθηκε μέ χαρά όλες τίς ΑΚΟΥΣΙΕΣ θλίψεις (ψυχικές καί σωματικές) πού του έστειλε ο Κύριος: Διωγμούς , μαστιγώσεις,ξύλοδαρμούς, μίση,αντιπάθειες, εγκαταλείψεις από τούς μαθητές του καί από τούς πιό στενούς συνεργάτες του, ναυάγια, πείνα καί δίψα, φυλακίσεις, βασανιστήρια, λοιδορίες, αγωνίες, καί τόσα άλλα, πού περιγράφει ακροθιγώς στίς επιστολές του.

Γράφει στούς Κορινθίους: «Μόχθησα…φυλακίστηκα…μέ χτύπησαν μέ αφάνταστη αγριότητα, κινδύνεψα πολλές φορές νά θανατωθώ. Πέντε φορές μαστιγώθηκα από Ιουδαίους μέ τά τριάντα εννιά μαστιγώματα. Τρεις φορές μέ τιμώρησαν μέ ραβδισμούς, μιά φορά μέ λιθοβόλησαν, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έμεινα ναυαγός στό πέλαγος. Έκανα πολλές κοπιαστικές οδοιπορίες, διάβηκα επικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψα από ληστές, κινδύνεψα από τούς ομογενείς μου Ιουδαίους, κινδύνεψα από τούς εθνικούς, πέρασα κινδύνους σέ πόλεις, κινδύνους σέ ερημιές, κινδύνους στή θάλασσα, κινδύνεψα από ανθρώπους πού υποκρίνονταν τούς αδερφούς. Κόπιασα καί μόχθησα πολύ, ξαγρύπνησα πολλές φορές, πείνασα, δίψασα, πολλές φορές μου έλειψε εντελώς τό φαγητό, ξεπάγιαζα καί δέν είχα ρούχα νά φορέσω. Εκτός από τά άλλα είχα καί τήν καθημερινή πίεση των εχθρών μου καί τήν φροντίδα γιά όλες τίς εκκλησίες. Ποιανού η πίστη ασθενεί καί δέν ασθενώ κι εγώ; Ποιός υποκύπτει στόν πειρασμό καί δέν υποφέρω κι εγώ; Αν πρέπει νά καυχηθώ θά καυχηθώ γιά τά παθήματά μου. Ο Θεός καί Πατέρας του Κυρίου Ιησού Χριστού-άς είναι ευλογημένο τό όνομά Του στούς αιώνες-ξέρει ότι δέν λέω ψέμματα. Στή Δαμασκό, ο διοικητής-εκπρόσωπος του βασιλιά Αρέτα έβαλε φρουρούς σέ όλη τήν πόλη γιά νά μέ συλλάβει. Μέσα όμως από ένα άνοιγμα του τείχους μέ κατέβασαν μέ καλάθι καί ξέφυγα από τά χέρια του».[1]

Καί συνεχίζει: «Μου φαίνεται πώς ο Θεός σ’ εμάς τούς αποστόλους έδωσε τήν ελεεινότερη θέση, σάν νά είμαστε καταδικασμένοι νά πεθάνουμε στό στάδιο…Γίναμε θέαμα γιά τόν κόσμο, γιά αγγέλους καί γι’ ανθρώπους. Εμείς παρουσιαζόμαστε μωροί γιά χάρη του Χριστού…είμαστε αδύναμοι… είμαστε περιφρονημένοι. Ώς αυτή τήν ώρα πεινάμε, διψάμε, γυρνάμε μέ κουρέλια, ξυλοδαρμένοι, από τόπο σέ τόπο χωρίς σπίτι, καί μοχθούμε νά ζήσουμε δουλεύοντας μέ τά ίδια μας τά χέρια. Στούς εμπαιγμούς απαντάμε μέ καλά λόγια, στούς διωγμούς μέ υπομονή, στίς συκοφαντίες μέ λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σάν τά σκουπίδια όλου του κόσμου, ώς αυτή τήν ώρα θεωρούμαστε τά αποβράσματα της κοινωνίας»[2].Τά αποδεχόταν όλα αυτά μέ χαρά διότι πίστευε ότι αυτό είναι τό θέλημα του Θεού. Πίστευε ότι ο Θεός είναι αγάπη καί ό,τι κάνει, τό κάνει από αγάπη γιά τό καλό μας, γιά τή σωτηρία μας. Διότι, όπως έγραφε στόν άγιο απόστολο Τιμόθεο: «ο Θεός θέλει όλοι νά σωθούν καί νά γνωρίσουν τήν αλήθεια» [3].

Τά αποδεχόταν όλα μέ απόλυτη εμπιστοσύνη στή Θεία Πρόνοια. Είχε ακλόνητη πίστη στόν Κύριο ο Οποίος: «έχει μετρήσει καί τίς τρίχες της κεφαλής μας»[4]· καί όπως έγραφε στούς Κορινθίους: «ο Θεός πού κρατάει τίς υποσχέσεις Του δέν θά μάς αφήσει νά πειραστούμε παραπάνω από όσο αντέχουμε καί μαζί μέ τόν πειρασμό μάς δίδει καί τήν λύση καί τόν τρόπο καί τήν δύναμη γιά νά τόν υπομείνουμε»[5].

Πίστευε ότι όλα γίνονται είτε κατά ευδοκία, είτε κατά παραχώρησή του Θεού· τρίτο δέν υπάρχει. Καί αφού ο Θεός είναι αγάπη σέ ό,τι ευδοκεί ή ό,τι παραχωρεί, αυτό είναι τό τέλειο γιά μάς· ακόμη καί αν μάς φαίνεται δυσάρεστο. Γι’ αυτό καί υπομένει μέ καρτερία τήν ασθένεια του καί καυχιέται γι’ αυτήν εν Κυρίω. Γράφει στή Β’ Κορινθίους επιστολή του: «Γιά νά μήν υπερηφανεύομαι, ο Θεός μου έδωσε ένα αγκάθι στό σώμα μου, έναν υπηρέτη του σατανά νά μέ ταλαιπωρεί, ώστε νά μήν περηφανεύομαι. Γι’ αυτό τό αγκάθι τρεις φορές παρακάλεσα τό Κύριο νά τό διώξει από πάνω μου. Η απάντησή του ήταν:«Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στήν πληρότητά της μέσα σ’ αυτή τήν αδυναμία σου». Μέ περισσότερη ευχαρίστηση, λοιπόν, θά καυχηθώ γιά τίς ταλαιπωρίες μου, γιά νά κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού. Γι’ αυτό καί χαίρομαι γιά τά παθήματά μου,γιά τίς βρισιές, τίς θλίψεις, τούς διωγμούς καί τίς πιέσεις, πού πέρασα γιά χάρη του Χριστού. Γιατί όταν φαίνεται πώς έχω χάσει κάθε δύναμη, τότε είμαι πραγματικά δυνατός»[6]. Ο άγιος Απόστολος υπεμεινε μέ χαρά όλες τίς ακούσιες ταλαιπωρίες πού του έστειλε ο Κύριος. Αλλά δέν έμεινε σ’ αυτές…

β2) Μέ ενθουσιασμό καί πόθο νά νεκρωθεί ως πρός τόν παλαιό άνθρωπο αναλαμβάνει, αναδέχεται πλήθος εκούσιες κακοπάθειες σωματικές αλλά καί ψυχικές αυτοπροαίρετα, μιμούμενος τόν Κύριο: νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, στέρηση σωματικής ανάπαυσης, ακτημοσύνη, υπακοή, αναχώρηση. Κοπιάζει καί ψυχικά-πνευματικά μέ αδιάλειπτη προσπάθεια γιά συγκέντρωση στήν προσευχή καί στήν Θεωρία του Θεού, μέ εγκράτεια γλώσσης, μέ εγκράτεια-κόψιμο των λογισμών καί της φαντασίας, μέ τό κατά Θεόν πένθος, μέ κόψιμο του θελήματος καί υπακοή στό Θείο θέλημα καί στούς αδελφούς.

Αμέσως μετά τήν βάπτισή του φεύγει στήν έρημο, αναχωρητής.

Γιά νά μπορέσει ο άνθρωπος νά υποτάξει τίς αισθήσεις του αφενός καί αφετέρου νά απομακρυνθεί από τίς αιτίες καί τίς αφορμές των παθών, είναι απαραίτητα δύο πράγματα, η ησυχία καί η έρημος[7]. Γράφει στούς Γαλάτες: «Όταν (ο Θεός) ευδόκησε νά μου αποκαλύψει τόν Υιό Του γιά νά φέρω στούς εθνικούς τό χαρμόσυνο μήνυμα γι’ Αυτόν, δέ στηρίχτηκα σ’ ανθρώπινες δυνάμεις· ούτε ανέβηκα στά Ιεροσόλυμα νά δώ εκείνους πού ήταν απόστολοι πρίν από μένα, αλλά έφυγα στήν Αραβία, καί ύστερα ξαναγύρισα στή Δαμασκό. Έπειτα μετά τρία χρόνια, ανέβηκα στά Ιεροσόλυμα νά γνωρίσω από κοντά τόν Πέτρο, κι έμεινα κοντά του δεκαπέντε μέρες…Έπειτα ήρθα στήν περιοχή της Συρίας καί της Κιλικίας. Κι ήμουν προσωπικά άγνωστος στίς εκκλησίες του Χριστού πού βρίσκονται στήν Ιουδαία. Ακουγαν μόνο πώς αυτός πού κάποτε μάς καταδίωκε τώρα κηρύττει τήν πίστη πού άλλοτε προσπαθούσε νά εξαφανίσει. Καί δόξαζαν τό Θεό γιά τήν αλλαγή μου.Έπειτα, μετά δεκατέσσερα χρόνια, ανέβηκα πάλι στά Ιεροσόλυμα μέ τό Βαρνάβα παίρνοντας μαζί μου καί τόν Τίτο. Τούς εξέθεσα τό ευαγγέλιό πού κηρύττω στούς εθνικούς. Τό εξέθεσα ιδιαίτερα στούς προκρίτους, μήπως αγωνίστηκα ή αγωνίζομαι μάταια»[8].

Νά καί η μεγάλη ταπείνωση του αποστόλου την οποία θα μελετήσουμε παρακάτω. Δεκατέσσερα χρόνια τά περνάει σχεδόν στήν αφάνεια.

Σ’ όλη του τή ζωή κοπιάζει «υπερβαλλόντως» σωματικά μέ δάκρυα, νηστείες, αγρυπνίες, γονυκλισίες, εγκράτεια σωματικής ανάπαύσης, χειρωνακτική εργασία.

Γράφει στούς Κορινθίους και με τα λεγόμενά του αφήνει νά εννοήσουμε τούς μεγάλους ασκητικούς του αγώνες στούς οποίους υπέβαλε τό σώμα του καί μάλιστα τήν εγκράτεια: «Οι αθλητές πού ετοιμάζονται γιά τόν αγώνα, υποβάλλονται σέ κάθε είδους αποχή· γιά νά λάβουν, εκείνοι ένα στεφάνι πού μαραίνεται, εμείς όμως ένα αμάραντο. Εγώ, λοιπόν, έτσι τρέχω, μέ τά μάτια στηλωμένα στό τέρμα· έτσι πυγμαχώ, όχι σάν κάποιον πού δίνει γροθιές στόν αέρα. Αλλά μέ σκληρές ασκήσεις ταλαίπωρώ τό σώμα μου καί τό υποδουλώνω, από φόβο μήπως, ενώ θά έχω κηρύξει στούς άλλους, εγώ ο ίδιος κριθώ ακατάλληλος»[9].

Είναι θεμελιακό γνώρισμα του μαθητού του Κυρίου, ο σωματικός κόπος, οι ποικίλες θλίψεις. Γράφει στήν Β’ πρός Κορινθίους: «Μέ κάθε τρόπο συστήνουμε τόν εαυτό μας σάν υπηρέτες του Θεού: μέ τή μεγάλη υπομονή μας, μέ τίς θλίψεις, μέ τίς δυσχέρειες, τίς στενοχώριες, τίς κακοποιήσεις, τίς φυλακίσεις, τίς εξεγέρσεις εναντίον μας, τίς ταλαιπωρίες, τίς αγρυπνίες, τήν πείνα…μάς βασανίζουν αλλά δέν πεθαίνουμε· μάς προξενούν στενοχώριες κι όμως πάντοτε χαιρόμαστε· είμαστε φτωχοί, κάνουμε όμως πολλούς νά πλουτίσουν· δέν έχουμε τίποτε καί κατέχουμε τά πάντα»[10]. Γράφει στήν Α’ Πρός Θεσσαλονικείς: «Οπωσδήποτε θά θυμάστε, αδελφοί, τόν κόπο καί τόν μόχθο μας.Όταν σάς κηρύτταμε τό ευαγγέλιο του Θεού παράλληλα εργαζόμασταν μέρα νύχτα, γιά νά μήν επιβαρύνουμε κανέναν από σάς μέ τή συντήρησή μας»[11]. Πάλι γράφει στήν Β’ Πρός Θεσσαλονικείς γιά τήν ανάγκη της εργασίας:«Εργάστηκα (εκοπίασα) περισσότερο απ’ όλους τούς αποστόλους, όχι βέβαια εγώ, αλλά η χάρη του Θεού πού μέ συνοδεύει» γράφει στούς Κορινθίους μέ άκρα ταπείνωση. [12]

Τήν άσκησή του τήν κρύβει επιμελώς· όπως καί όλοι οι άγιοι.

Η εν Χριστώ ζωή είναι κρυφή, μυστική. Τήν ζούσε όμως πολύ εντονα ο Απ. Παύλος.Ελεγε:«η ζωή υμών κέκρυπται συν τώ Χριστώ εν τώ θεώ».[13] Και : «Ει ούν συνηγέρθητε τώ Χριστώ͵ τα άνω ζητείτε͵ ού ο Χριστός εστιν εν δεξιά του θεού καθήμενος· 3.2 τα άνω φρονείτε͵ μή τα επί της γής· 3.3 απεθάνετε γάρ͵ και η ζωή υμών κέκρυπται συν τώ Χριστώ εν τώ θεώ. 3.4 όταν ο Χριστός φανερωθή͵ η ζωή υμών͵ τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη. 3.5 Νεκρώσατε ούν τα μέλη τα επί της γής͵ πορνείαν͵ ακαθαρσίαν͵ πάθος͵ επιθυμίαν κακήν͵ και την πλεονεξίαν ήτις εστίν ειδωλολατρία».[14]

Ενώ σάν απόστολος έχει τό δικαίωμα νά μήν εργάζεται αλλά νά τρέφεται από τά πρόβατα της ποίμνης καί νά ζεί από τό ευαγγέλιο, όμως δέν τό κάνει. Αντίθετα μέ τό εργόχειρό του (έρραβε σκηνές) συντηρούσε καί τούς συνεργάτες του. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ασήμι ή χρυσάφι ή ιματισμό ποτέ δέ ζήτησα. Εσείς οι ίδιοι ξέρετε»λέει στήν ομιλία του πρός τούς πρεσβυτέρους της Εφέσου, «ότι γιά τίς ανάγκες τίς δικές μου καί των συνοδών μου δούλεψαν αυτά εδώ τά χέρια. Μέ κάθε τρόπο σάς έδωσα τό παράδειγμα, ότι πρέπει νά εργάζεστε έτσι σκληρά, γιά νά μπορείτε νά βοηθάτε αυτούς πού έχουν ανάγκη. Νά θυμάστε τά λόγια του Κυρίου μας Ιησού, πού είπε:”καλύτερο είναι νά δίνεις παρά νά παίρνεις”»[15].

Κοπιάζει καί ψυχικά-πνευματικά μέ αδιάλειπτη προσπάθεια γιά συγκέντρωση στήν προσευχή καί στήν Θεωρία του Θεού, μέ εγκράτεια γλώσσης, μέ εγκράτεια-κόψιμο των λογισμών καί της φαντασίας, μέ τό κατά Θεόν πένθος, μέ κόψιμο του θελήματος καί υπακοή στό Θείο θέλημα καί στούς αδελφούς. Νεκρώνεται έτσι τελείως ως πρός τά σωματικά πάθη καί τίς σαρκικές ηδονές γι’ αυτό καί γράφει στούς Κορινθίους. Δηλ. «Συνεχώς υποφέρουμε σωματικά μετέχοντας έτσι στό θάνατο του Κυρίου Ιησού, γιά νά φανερωθεί στό πρόσωπό μας η ζωή του αναστημένου Ιησού. Δηλαδή είμαστε ζωντανοί, αλλά εκθέτουμε συνεχώς τόν εαυτό μας στό θάνατο γιά χάρη του Ιησού, ώστε νά φανερωθεί στό θνητό μας σώμα η ζωή του Ιησού»[16].

Η εκούσια αυτή κακοπάθεια είναι μίμηση της ζωής του Κυρίου.

Ο Κύριος κακοπαθούσε εκούσια από τήν πρώτη μέχρι τήν τελευταία στιγμήτής ζωής Του. Βέβαίως δέν ειχε ανάγκη ο Κύριος ασκήσεως καί μετανοίας, αλλά εζησε ετσι, γιά νά διδάξει εμάς, γιά νά μάς δώσει πρότυπο ζωής· τήν κακοπάθεια καί τήν ταπείνωση. Για να μάς δόσει καί τρόπο ζωής· τήν μετάνοια.

Ο Απόστολος Παύλος, όπως και όλοι οι άγιοι καλλιεργούσε συνεχώς τόν εαυτό του, νέκρωνε τόν παλαιό άνθρωπο μέ τίς πράξεις καί τίς επιθυμίες του καί ανέβαινε τό δικό του Γολγοθά μιμούμενος τόν Κύριο. Προχωρούσε όλο καί περισσότερο στήν διαδικασία της σωτηρίας, καθαιρόμενος από τά πάθη, φωτιζόμενος καί τελικά θεούμενος,φθάνοντας στήν τελεία αγάπη.

Δίδαγμα: Καλούμαστε να μιμηθούμε τον Κύριο και τους Αγίους με το να αγαπήσουμε τήν κακοπάθεια. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ζούμε:

α1)Κακοπαθώντας εκούσια:

• Κοπιάζοντας σωματικά μέ δάκρυα, νηστείες, αγρυπνίες, γονυκλισίες, εγκράτεια σωματικής ανάπαυσης, χειρωνακτική εργασία.

• Κοπιάζοντας ψυχικά- πνευματικά, μέ αδιάλειπτη προσπάθεια γιά συγκέντρωση στήν προσευχή καί στή θεωρία του Θεού, μέ εγκράτεια γλώσσης, μέ εγκράτεια-κόψιμο των λογισμών καί της φαντασίας, μέ τό κατά Θεόν πένθος, μέ κόψιμο του θελήματός μας καί υπακοή στούς αδελφούς.

α2) Απόδεχόμενοι ολες τίς ακούσιες θλίψεις (ψυχικές καί σωματικές) σάν θέλημά Του.

  • Πιστεύοντας οτι ο Θεός είναι ΑΓΑΠΗ καί οτι, ο,τι κάνει τό κάνει από αγάπη, γιά τό καλό μας.
  • Πιστεύοντας στήν Θ. Πρόνοια. Ο Κύριος «εχει μετρήσει καί τίς τρίχες της κεφαλής μας»καί ο,τι γίνεται, ΟΛΑ, γίνονται ειτε κατά ευδοκία ειτε κατά παραχώρησή Του· τρίτο δέν υπάρχει.
  • Πιστεύοντας στό λόγο Του οτι «δέν θά μάς αφήσει νά πειραστούμε παραπάνω άπό τίς δυνάμεις μας καί μαζί μέ τόν πειρασμό θά δώσει καί τήν εκβαση καί τόν τρόπο καί τήν δύναμη νά βαστάξουμε τόν οποιο πειρασμό».

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ!

Ιερομόναχος Σάββας Αγιορείτης

Πηγή: http://hristospanagia1.wordpress.com/