Υπόθεση Μονής Βατοπαιδίου

Η προσφορά του Μητροπολίτη Ειρηνουπόλως και Βατοπαιδίου Γρηγορίου (19ος αιώνας) στην εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων της Αττάλειας της Μικράς Ασίας

5 Αυγούστου 2011

Η προσφορά του Μητροπολίτη Ειρηνουπόλως και Βατοπαιδίου Γρηγορίου (19ος αιώνας) στην εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων της Αττάλειας της Μικράς Ασίας

Ο Μητροπολίτης Ειρηνουπόλεως και Βατοπαιδίου κυρός Γρηγόριος

Την εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων της Μικράς Ασίας, κατά την Τουρκοκρατία μέχρι τον ξεριζωμό, είχε αναλάβει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέσω των Ιεραρχών του, των Ιερέων και Μοναχών, σε συνεργασία πάντοτε με τις Ελληνορθόδοξες Κοινότητες. Κατά συνέπειαν ο Μητροπολίτης Πισιδίας, Έξαρχος Σίδης, Μύρων, Ατταλείας είχε τη γενική ευθύνη εκπαίδευσης όλων των Κοινοτήτων της Πισιδίας, Λυκίας και Παμφυλίας. Ως εκ τούτου ο,τι ίσχυε για την Αττάλεια ίσχυε και για όλες τις άλλες πόλεις και χωριά.

Γι’ αυτό εδώ θα δώσουμε τον λόγο στον πλέον ειδικό για το θέμα αυτό Χάρη Σαπουντζάκη (ο πατέρας του ήταν από τη Σπάρτη της Μικράς Ασίας και η μητέρα του από την Αττάλεια), Εκπαιδευτικόν, Σχολικόν Σύμβουλον, Πρόεδρον της Ένωσης Σπάρτης Μικράς Ασίας και του Κέντρου Μικρασιατικού Πολιτισμού. Ο Χάρης Σαπουντζάκης κατά την εμπεριστατωμένη εισήγηση του στο θέμα «Παιδεία – Εκπαίδευση στο χώρο της Μητροπόλεως Πισιδίας» στο 2° Συμπόσιο του ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ, μεταξύ άλλων είπε: «Προδρομική μορφή εκπαίδευσης για τα χρόνια της Τουρκοκρατίας θα θεωρήσουμε και για το χώρο της Ιεράς Μητροπόλεως Πισιδίας κάποια ανάλογη μορφή με του Ελλαδικού, του λεγόμενου «κρυφού σχολειού», με εμψυχωτή του τον καλόγερο και εποπτικό του υλικό το κηροστάσι με την αμμοδόχο σε κάποια ερημοκλήσια των βουνών, αφού οι χριστιανοί, όσοι δεν αφανίστηκαν, είχαν καταφύγει σ’ αυτά, ωσότου φάνηκε, μετά τους πρώτους αιώνες του βαθιού σκοταδιού, το πόσο απαραίτητοι ήταν και τους επιτράπηκε σιγά-σιγά να εγκατασταθούν στις παρυφές των πόλεων, σε «γκέτο».

Το ομόφορο του Μητροπολίτου Ειρηνουπόλεως και Βατοπαιδίου κυρού Γρηγορίου, το οποίο φυλάσσεται στο Νεώτερο Σκευοφυλακιο της Ιεράς Μεγίστης Μονής του Βατοπαιδίου

Το επόμενο βήμα είναι για τα τέλη του 18ου αιώνα, εκεί γύρω στα 1774, κι ύστερα από τη Συνθήκη του «Κιουτσούκ Καϊναρτζή», η λειτουργία των ονομαζόμενων «σπιτικών» σχολείων από τους «γραμματοδιδασκάλους», οι οποίοι δίδασκαν βέβαια τα στοιχειώδη: ανάγνωση, γραφή, αριθμητική.

Τα πρώτα «Κοινοτικά σχολεία» σχολεία δηλαδή που έφτιαχνε η Ελληνορθόδοξη Κοινότητα και συντηρούσε αποκλειστικά η ίδια, ιδρύονται ήδη από τη χαραυγή του 19ου αιώνα και πριν ακόμα από την Ελληνική Επανάσταση.

Αναφέρουμε χαρακτηριστικά την ίδρυση τέτοιου σχολείου, το 1810, στη Σπάρτη, μ’ έναν φωτισμένο δάσκαλο από την Πελοπόννησο, τον Διονύσιο Μώραλη. Ήταν ακριβώς η περίοδος όπου το ρόλο δασκάλων αναλαμβάνουν οι

«Φιλικοί» καμουφλαρισμένοι, οι οποίοι εστέλλοντο όχι μόνο να διδάξουν, αλλά και να ξεσηκώσουν.

Πριν από την Επανάσταση του 21, αρχίζει τη λειτουργία το κανονικό πλέον, κοινοτικό σχολείο της Σπάρτης, ιδρυτής και χορηγός του ο μητροπολίτης Ειρηνουπόλεως, Γρηγόριος ο Βατοπεδινός, ο οποίος ονειρευόταν να εντάξει μια σχολή στα πρότυπα της Ακαδημίας των Κυδωνιών και της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης.

Από το 1830 και μετά αρχίζει πλέον η περίοδος των λεγόμενων «Αλληλοδιδακτικών» σχολείων (1830-1880).

Ολες οι πόλεις και κωμοπόλεις της Μητροπόλεως Πισιδίας άρχισαν να ιδρύουν τ’ αλληλοδιδακτικά η «λαγκαστεριανά» σχολεία (από το όνομα του Αγγλου ιδρυτή της μεθόδου Λάγκαστερ).

Το σύστημα βασιζόταν στην ανάγκη να εξυπηρετηθούν τα πράγματα με το λιγότερο δυνατό προσωπικό και χώρους.

Για 100-120 παιδιά έφτανε ένας ικανός δάσκαλος, ο οποίος καθοδηγούσε τους πιο μεγάλους κι έξυπνους μαθητές -τους λεγόμενους «πρωτόσχολους»- ώστε να γίνουν «βοηθοί» και να επιβλέπουν τους συμμαθητές τους στην εκμάθηση της ύλης. Ήταν θα λέγαμε μια πρώϊμη μορφή των ελλαδικών «Μονοθέσιων» σχολείων που ακόμα και ως τις μέρες μας λειτουργούν σε χωριά, με εντελώς περιορισμένο πια αριθμό μαθητών και βέβαια χωρίς «πρωτόσχολους».

Έτσι εξοικονομούνται, όπως είπαμε, χρήματα και χώροι, που στα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν:

Σιγά-σιγά, ο ένας δάσκαλος έγιναν δύο, που μοιράστηκαν τις τάξεις. Όμως ουσιαστικά λειτουργούσε μόνο Δημοτικό Σχολείο. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια ωσότου τα «αλληλοδιδακτικά» σχολεία αντικατασταθούν από τα λεγόμενα «συνδιδακτικά» (κάθε τάξη και ο δάσκαλος της).

Ήδη βέβαια οι εξελίξεις ήταν ευνοϊκές. Μετά το «Χάττι Χουμαγιούν» η ανάπτυξη της εκπαίδευσης υπήρξε ραγδαία.

Τώρα τα σχολεία, ιδιαίτερα βέβαια στις πόλεις που το ελληνορθόδοξο στοιχείο ήταν ισχυρό (Σπάρτη – Αττάλεια – Βουρδούρι – Λειβήσι) ργανώνονται με το γερμανικό πρότυπο της λεγόμενης «Αστικής Σχολής».

Κάτω από την ίδια στέγη Δημοτικό σχολείο 4-5 τάξεων, Ημιγυμνάσιο ή Σχολαρχείο ή Ελληνικό Σχολείο 2 τάξεων, Γυμνάσιο 2-3 τάξεων. Στην πλήρη ανάπτυξη της η Σχολή είχε 10 τάξεις.

Διευθυνόταν από τον αρχαιότερο ή πιο προικισμένο καθηγητή, όμως το Δημοτικό είχε την αυτονομία του και το διευθυντή του.

Σ’ αυτή την περίπτωση το σχολείο είχε τον τίτλο «Αρρεναγωγείο», αφού τουλάχιστον στις 5 πρώτες τάξεις φοιτούσαν μόνον αγόρια. Βέβαια το αρρεναγωγείο προϋπέθετε και σχολείο θηλέων. Αυτό ήταν το «Παρθεναγωγείο» που περιοριζόταν στο επίπεδο των 4-5 τάξεων. Μετά τα κορίτσια -όσα είχαν τα προσόντα- πήγαιναν στο αρρεναγωγείο.

Το Ελληνικό Παρθεναγωγείο της Αττάλειας.

Η λειτουργία των Παρθεναγωγείων παρατηρείται βέβαια και στον Ελλαδικό χώρο, στη Μικρασία όμως είχε την πλήρη ανάπτυξη του, τονίζοντας την προοδευτικότητα των Μικρασιατών, όταν για εκείνα τα χρόνια τόσα πολλά κορίτσια πήγαιναν σχολείο.

Όμως πάντα στις πόλεις που προαναφέραμε στα χρόνια της ακμής (1880-1920) υπήρχαν και Νηπιαγωγεία, που ως βασικό στόχο είχαν πέρα από τα παιχνίδια, να προετοιμάζουν τα νήπια στην ομιλία της Ελληνικής γλώσσας, αφού αυτή έπρεπε να διδαχθεί ως ξένη γλώσσα, δεδομένου του τουρκοφωνισμού και της απαγόρευσης της δημόσιας χρήσης της Ελληνικής γλώσσας.

Η Κοινότητα και η Εκκλησία στήριζαν τα σχολεία οικονομικά, αλλά όλη η οργάνωση της διοίκησης των σχολείων στο επίπεδο της εξεύρεσης των πόρων, των βιβλίων, των τετραδίων, των αναλωσίμων, όμως κυρίως της εξεύρεσης και αμοιβής των δασκάλων, ανήκε στο όργανο με τ’όνομα

«Σχολική Εφορία» που συνεκροτείτο από επιφανείς Έλληνες οι οποίοι είχαν κύρος αλλά και οικονομική δυνατότητα, τους λεγόμενους Σχολικούς Εφόρους. Αυτοί έπρεπε να βρουν τρόπους για τη συγκέντρωση χρημάτων (έρανοι, απονομές τίτλων και διακρίσεων, εκθέσεις χειροτεχνημάτων, ευεργεσίες). Η εξεύρεση των δασκάλων δεν ήταν εύκολη υπόθεση.

Οι τοπικές κοινωνίες είχαν πάντα λίγους δασκάλους και φυσικά ακόμη λιγότερους καθηγητές. Όταν μάλιστα μεσολαβούσε και ένα πνεύμα ανταγωνισμού, αναζητούνταν δάσκαλοι και καθηγητές από τον Ελλαδικό χώρο ή από τη Σμύρνη και την Πόλη με εξαιρετικές σπουδές. Αυτοί βέβαια στοίχιζαν, αλλά η Κοινότητα περηφανευόταν ότι έτσι είχε σπουδαίο επίπεδο στα σχολεία της.

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί το σπουδαίο έργο που προσέφερε ο Σύλλογος «Ανατολή» στην Αθήνα, ο οποίος αναλάμβανε να σπουδάσει δασκάλους, με υποτροφίες κυρίως από περιοχές που είχαν προβλήματα με τον τουρκοφωνισμό.

Μέσα σ’ ένα μόνο χρόνο (1905), για παράδειγμα, η «Ανατολή» αφού εξεπαίδευσε στο Διδασκαλείο Αθηνών, στη Ριζάρειο, στο Αρσάκειο, στο Ιεροδιδασκαλείο Πάτμου, έστειλε στην Ιερά Μητρόπολη Πισιδίας, ως ευδο-κίμως περαιώσαντες τις σπουδές τους, τους εξής υποτρόφους:

• Ελευθερίου από τη Μάκρη,

• Ρουσάκη από την Αττάλεια,

• Χεκίμογλου και Δημητριάδη, από τη Σπάρτη,

• Παρασκευαιδη, από Βουρδούρι.

Τις δασκάλες:

• Ταβλάτου από τη Μάκρη,

• Ηλιάδου από το Βουρδούρι,

Και τον πρωτεύσαντα:

• Λουκά Οικονομίδη από την Αλάϊα.

Τα σχολεία λειτουργούσαν πρωΐ-απόγευμα (4 ώρες το πρωΐ – 2 το απόγευμα) με διακοπές τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και το καλοκαίρι.

Είχαν αναλυτικό πρόγραμμα που τους έστελνε το Πατριαρχείο, όμως οι ικανοί δάσκαλοι έπαιρναν ό,τι το καλύτερο σε μεθόδους από τη Σμύρνη και την Αθήνα, χάρη και στη σπουδαία δουλειά στον τομέα του Συλλόγου «Ανατολή», όπου ακτινοβολούσε η προσωπικότητα του Μαργαρίτη Ευαγγελίδη.

Η Σχολική Εφορεία διαχειριζόταν και τη διανομή όλου του εποπτικού υλικού των μαθητών, προμήθευε όμως και όλα τα απαραίτητα όργανα για τη διδασκαλία, εις τα όργανα Φυσικής-Χημείας και Γυμναστικής.

Οι βασικές σπουδές του Δημοτικού σχολείου περιελάμβαναν τη διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας, την Αριθμητική, τη Γεωμετρία, τα Θρησκευτικά, τη Γεωγραφία, τη Φυσική Ιστορία, τη Χειροτεχνία, τη Γυμναστική, τα Μουσικά.

Από τη Δ’ τάξη διδάσκονταν τα Τουρκικά και τα Γαλλικά. Στο Γυμνάσιο διδάσκονταν από την αρχαία Γραμματεία η «Κύρου Ανάβασις», ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο Λουκιανός, ο Όμηρος, ο Θουκυδίδης, ο Λυσίας. Διδασκόταν Ελληνική και Παγκόσμια Ιστορία και ακόμη Λογιστικά, Γεωπονία, Νέα Ελληνικά (Θεοτόκης, Βούλγαρις, Κοραής, Τρικούπης, Σούτσος, Ραγκαβής).

Για ανώτερες και ανώτατες σχολές οι νέοι κατευθύνονταν κυρίως στη Σμύρνη (Ευαγγελική Σχολή με το Διδασκαλείο της), την Κωνσταντινούπολη και σπανιότερα την Αθήνα και την Ευρώπη (Παρίσι – Βερολίνο).

Στα σχολεία της περιοχής της Ιεράς Μητρόπολης Πισιδίας δίδαξαν, κατά καιρούς, μεγάλες μορφές που η φήμη τους ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια των περιφερειών τους». Αυτά ανέφερε στην εισήγηση του ο κ. Σαπουντζάκης.

Ειδικότερα στην Αττάλεια δίδαξαν, μεταξύ άλλων, ο Επίσκοπος Πατάρων Μελέτιος, ο οποίος για ένα διάστημα διετέλεσε και Διευθυντής των Σχολείων και η σπουδαία δασκάλα Φρόσω Τανταλίδη, ανιψιά του Μητροπολίτη Πισιδίας Γεράσιμου Τανταλίδη.

Στην Αττάλεια τα Σχολεία που λειτουργούσαν μέχρι το 1922 ήταν τα έξης:

• Η 8 τάξιος Αστική Σχολή για τα αγόρια.

• 7 τάξιο Παρθεναγωγείο για τα κορίτσια.

• Η Αστική Σχολή (Ήμιγυμνάσιο).

• Το Μονοτάξιο Σχολείο.

• Και το μικτό Νηπιαγωγείο με δύο τάξεις.

Για τους ενήλικες είχε λειτουργήσει Νυκτερινή Σχολή.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα Σχολεία αυτά κατάφεραν, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, τα τουρκόφωνα Ελληνόπουλα να μή μιλούν καθόλου τούρκικα στο σχολείο παρά μόνον ελληνικά.

πηγή: Επισκόπου Σωτηρίου Τράμπα – Μητροπολίτου Πισιδίας, Αστέρες Φωταυγείς – Πέργης – Σίδης – Ατταλείας της Μικράς Ασίας, Τοις αγίοις τοις εν τη γη Αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος, § Αττάλεια, §§ Παιδεία – Εκπαίδευση, σελ. 155-162, Ιερά Μητρόπολις Πισιδίας Εξαρχία Σίδης και Ατταλείας 2010

αναδημοσίευσή από: Διαδικτυακή Πύλη «Πεμπτουσία»