Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΣυναξαριακές Μορφές

Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης: Σύντομος Βιογραφία (μέρος 1ο)

27 Αυγούστου 2011

Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης: Σύντομος Βιογραφία (μέρος 1ο)

«Απέστειλεν έμπροσθεν χυτών άνθρωπον»
(Ψαλμ. 104,17)

 Πρόλογος

Το να κλείσης τη ζωή ενός ανθρώπου μέσα σε μερικές σελίδες αποτελεί δύσκολο έγχείρημα. Όταν δε αυτός ο άνθρωπος είνε κάποιος ο οποίος «ουκ έδωκεν ύπνον τοις βλεφάροις», αλλά νυχθημερόν εργάσθηκε με πρωτοφανή ζήλο για τη δόξα της Εκκλησίας του Χριστού, και στο πρόσωπο του συναντώνται σπάνια χαρίσματα, τότε το εγχείρημα αποβαίνει ασφαλώς ακατόρθωτο. «Όταν γυρίση κανείς προς τα πίσω να κοιτάζη τα έργα του κοντόσωμου ιεροκήρυκα, απορεί πως ένας άνθρωπος κατάφερε τόσα πολλά», διεπίστωνε η εφημερίδα «Μεσημβρινή» στις 12 Απριλίου 1965, προτού δηλαδή ακόμη γίνη επίσκοπος. Και η απορία ασφαλώς μεγαλώνει, όταν έχης μπροστά σου και το υπόλοιπο έργο του επισκόπου πλέον Αυγουστίνου.

Η ιστορία όμως δεν πρέπει να λησμονήται, και μάλιστα όταν πρόκειται για εξέχουσες μορφές σαν τον βιογραφούμενο, ο οποίος πολύ παρεξηγήθηκε και σφόδρα πολεμήθηκε. Γι’ αυτό αξίζει οπωσδήποτε τον κόπο να περιγραφούν συνοπτικά οι κυριώτερες φάσεις της ζωής του. Η περιγραφή θα στηριχθή σε στοιχεία που παρέχουν αυτόπτες μάρτυρες, σε δημοσιευμένα η ανέκδοτα κείμενα επιφανών η ασήμων ανθρώπων, και τέλος σε μαρτυρίες του ιδίου του βιογραφουμένου. Πιστεύουμε δε ότι η έκθεσι αυτή δείχνει τελικώς τούτο· η παρουσία του π. Αυγουστίνου ήταν όχι μόνο κινουμένη από την πίστι αλλά και δυναμουμένη από την θεία χάρι. Γι’ αυτό ότι γράφεται εδώ αποβλέπει κατά πρώτον προς δόξαν αυτής της χάριτος, προς δόξαν Θεού του ενεργούντος εν ημίν «και το θέλειν και το ενεργείν υπέρ της ευδοκίας» (Φιλ. 2,13), και κατά δεύτερον προς τιμήν του σκεύους που εδέχθη αυτή την χάρι.

Α. Ιδιωτική Ζωή

α’. Καταγωγή – γέννησις – παιδική ηλικία στις Λεύκες Πάρου

«Είδον το γλυκύ της ημέρας φως το έτος 1907. Εγεννήθην εις μίαν των Κυκλάδων νήσων, την Πάρον. Οι κατά σάρκα προγονοί μου, κατά την παράδοσιν καταγόμενοι εκ της μεγαλονήσου Κρητης η οποία την περίοδον της ενετικής κατοχής ωνομάζετο Κανδία, ωνομάζοντο Καντιώται. Ως παις έζησα εις το ευσεβές περιβάλλον του χωρίου μου Λεύκες, του οποίου την ευσέβειαν των κατοίκων μαρτυρούν πλην των άλλων και 20 περίπου ιεροί ναοί, εξωκκλήσια και παρεκκλήσια. Λόγω της διδασκαλίσσης μητρός μου έζησα από νηπιακής ηλικίας εις σχολικόν περιβάλλον, το οποίον διηύθυνεν έξοχος διδάσκαλος, υπενθυμίζων πως τους διδασκάλους του Γένους, ο αείμνηστος Ιωάννης Γαϊτάνος, του οποίου βιογραφίαν έγραψεν ο εκ των μαθητών του αρχιμανδρίτης π. Νικόλαος Αρκάς. Ήμουν ζωηρόν και άτακτον παιδίον, το οποίον πολλάκις εδοκίμασα την παιδαγωγικην ράβδον του διδασκάλου και των γονέων μου. Ω καλοί μου γονείς και διδάσκαλοι, δια την επιδειχθείσαν αυστηρότητά σας, η οποία ενέκλειε πλούτον στοργής, πόσον σας είμαι ευγνώμων!

Την πρώτην όμως ώθησιν δια την πνευματικήν ζωήν οφείλω εις τον αείμνηστον πατέρα μου, όστις ήτο ολίγων μεν γραμμάτων, αλλ’ άνθρωπος ειλικρινούς μετανοίας και βαθείας πίστεως. Δεν ήτο εξ αρχής ούτω. Πώς μετεστράφη; Ακούσατε. Ως έμπορος εταξίδευε συχνά. Ευρισκόμενος δε εις Αθήνας κατά Φεβρουάριον του 1920 ένα πρωί επεσκέφθη κεντρικόν κατάστημα των Αθηνών, εκ του οποίου επρομηθεύετο τα αναγκαιούντα δια το μικρόν κατάστημά του είδη. Εισελθών εις το κατάστημα είδεν όλους, διευθυντήν και υπάλληλους, να κλαίουν γοερώς. Εις ερώτησίν του, διατί κλαίουν, απήντησαν “Κυρ-Νικολάκη, απέθανεν ο πνευματικός μας πατέρας, ο πατήρ Διονύσιος Φαραζουλής, ο ιεροκήρυξ του Μητροπολιτικού Ναού. Σήμερον θα γίνη η κηδεία του…”. Οι υπάλληλοι συνέστησαν εις τον πατέρα μου να υπάγη και αυτός εις την κηδείαν, και επήγεν. Ο, τι δε είδε και ήκουσε κατά την κηδείαν εκείνην του αειμνήστου π. Διονυσίου, τον συνεκίνησε βαθύτατα.

Ένας τότε χριστιανός, άγνωστος, του συνέστησε το περιοδικόν “ΖΩΗ”, του οποίου συντάκτης ήτο ο αοίδιμος ιεροκήρυξ. Από την ημέραν εκείνην ο αείμνηστος πατήρ μου υπέστη μεγάλην αλλοίωσιν. Επέστρεψεν εις το χωρίον. Μετέβη εις πνευματικόν πατέρα, εξωμολογήθη, και έκτοτε μέχρι τέλους της ζωής του ανεγίνωσκε τον λόγον του Θεού, εκκλησιάζετο τακτικώς, προέτρεπε δε και άλλους εις μετάνοιαν. Ο πατέρας ωδήγησε και εμέ, μαθητήν όντα, εις την Ιερόν Μονήν Λογγοβάρδας και δια πρώτην φοράν εξωμολογήθην εις τον αείμνηστον αρχιμ. π. Φιλόθεον Ζερβάκον, με τον οποίον έκτοτε συνεδέθην πνευματικώς. Ύστερον από την εξομολόγησιν εκείνην ο ζωηρός χαρακτήρ ήρχισε να τιθασεύεται»[1].

Χαρακτηριστικό της μετανοίας και πνευματικής ζωής που επέδειξε ο Νικόλαος Καντιώτης είνε το γεγονός ότι, όταν ο π. Φιλόθεος επεσκέπτετο τις Λεύκες για να εξομολογήση, έμενε στο σπίτι του. Εκεί, σε ένα δωμάτιο, γινόταν η εξομολόγησι των χωρικών, πολλούς από τους οποίους είχε προτρέψει σ’ αυτό ο ίδιος ο σπιτονοικοκύρης.

Ο π. Αυγουστίνος διηγείται σχετικώς· «Ολίγων γραμμάτων ήταν ο πατέρας μου. Μικρός εμποράκος ήταν στο χωριό. Είχε πάει σ’ ένα πνευματικό πατέρα, αείμνηστο πλέον, άγιο κατ’ εμέ, τον π. Φιλόθεο, τον ηγούμενο της Λογγοβάρδας -ας είνε αιωνία του η μνήμη. Πήγε, εξωμολογήθη, και επέστρεφε πλέον στο σπίτι του πολύ διαφορετικός. Και μόνο αυτό; Στο εξής τι έκανε; Κάθε Μεγάλη Σαρακοστή πήγαινε ο ίδιος στο μοναστήρι, έπαιρνε τον πνευματικό πατέρα του, το γέροντα Φιλόθεο, και τον έφερνε στο σπίτι. Τον έβαζε στο σαλόνι και τον επεριποιείτο μόνος του. Έπειτα έβγαινε στη γειτονιά, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι, και έφερνε όλο σχεδόν το χωριό στην εξομολόγησι. Ας είνε αιωνία του η μνήμη»[2]. Ο δε π. Φιλόθεος σε επιστολή του ομολογεί για τον Νικόλαο Καντιώτη· «Ως πνευματικός του επί εικοσαετίαν περίπου εγνώρισα, ότι και σωματικώς και πνευματικώς ήτο υγιέστατος και εις πολλούς εφάνη ιατρός πνευματικός, διότι τους καθοδήγει εις την εξομολόγησιν, την μετάνοιαν, την αρετήν»[3].

Σημαντική για τον μικρό Ανδρέα (όπως ήταν το κοσμικό όνομα του π. Αυγουστίνου) είνε και η επίδρασι του κατηχητικού, που έκανε τότε ο απλοϊκός μα πιστός ιερεύς του χωριού του παπα-Νικόλας[4].

Από μικρός ο π. Αυγουστίνος έδειχνε τί δρόμο επρόκειτο να ακολουθήση· ζωγράφιζε αγίους, κατασκεύαζε ξύλινους σταυρούς, έκανε πρόβες για κηρύγματα στο περιβόλι η στο δωμάτιό του, ενώ 14 ετών φιλοτεχνούσε ξύλινες σφραγίδες οι οποίες εδήλωναν –υποτίθεται- περιοδικά τα οποία θα εξέδιδε με τους τίτλους «Πνεύμα», «Αναγέννησις» κ.λπ.[5]. Ασφαλώς σημαντική επίδρασι είχε επάνω του η μελέτη του περιοδικού «ΖΩΗ». Η υπογραφή του, ως μαθητού ακόμη, καλλιτεχνικώτατη και επιμελέστατη. Είνε χαρακτηριστικό, ότι σε φωτογραφία της τάξεώς του στο Δημοτικό είνε το μόνο παιδί που τα χείλη του κοσμεί ένα χαριτωμένο χαμόγελο! «Το πρόσωπο του πάντοτε έλαμπε»[6].

Από τον Σεπτέμβριο του 1919 μέχρι το 1921 αποχωρίζεται το οικογενειακό περιβάλλον για να συνέχιση τις σπουδές του στο Σχολαρχείο της Παροικίας, μοναδικό σχολαρχείο της Πάρου, που εφιλοξενείτο στα κελλιά του ιστορικού παλαιοχριστιανικού ναού της Παναγίας Εκατονταπυλιανής. Στο χωρίο τα παιδιά επέστρεφαν κάθε Σάββατο.

Σημειώσεις:

1. περ. «Χριστ. Σπίθα» φ. 440/1985.

2. επισκ. Αυγ. Ν. Καντιώτου μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Ομιλίαι εις τον Ν’ Ψαλμόν, Αθήναι 2000, σελ. 208-209.

3. στο τεύχος Μία βδελυρά συκοφαντία, έκδ. Ορθοδόξου Συνδέσμου «Ασπίς της Ορθοδοξίας», Αθήναι. 1960, σελ. 31.

4. βλ. Εγκυκλίους 519/1993, 531/1994 κ.ά. εν επισκ. Αυγ. Ν. Καντιώτου μητροπολίτου Φλωρίνης, Απολογισμός εβδόμης τετραετίας, Αθήναι. 1996, σελ. 423 και 451.

5. (βλ. Νίκου Χρ. Αλιπράντη, Ο μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης – Τα παιδικά του χρόνια, Αθήναι 1982, σελ. 77, 82, 86-87.

6. Ν. Αλιπράντη, ε.α. σελ. 49.

πηγή: Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης, Σύντομος βιογραφία, Ιερά Κοινοβιακή Μονή «Ζωοδόχος Πηγή» Λογγοβάρδας, Πάρος 2010, Ημερολόγια – Εκδόσεις «Κυπρής», 1η ανατύπωσις Σεπτέμβριος 2010