Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Τα εκατό λόγια της αγάπης: μεσαιωνικό κυπριακό δημοτικό τραγούδι

5 Οκτωβρίου 2011

Τα εκατό λόγια της αγάπης: μεσαιωνικό κυπριακό δημοτικό τραγούδι

Αφού εκτίστην κιβωτό τζι εστερεώθην κόσμος,

κτίστηκεν Αγιά Σοφιά της Κύπρου το ρηγάτον,

κτίστηκεν τζι Αμμόχωστο με το κωνσταντινάτον,

μαρκελλώθην τζι η θάλλασα γύρου τριγύρου άμμοι,

ο παίδκιος κόρην αγαπά τζιαί τζείνη εν το ξέρει

εξώδεψεν στην πόρταν της εννιά πύρκους λουβάριν,

τζι ακόμα που το στόμαν της λόον εν μπόρισεν να βκάλη.

Επήεν εις την μάναν του, ευτζήν να του χαρίση

που τ’ άκουσεν η μάνα του, αρκώθην τζι εθυμώθην:

– Γυιέ μου, τα βασιλόπουλλα ποττέ εν αγαπούσιν,

μόνον σαϊτταν τζι άρματα παίρουν τζιαί πολεμούσιν.

Κρυφά πουλεί τες χώρες του τζι ούλλον καρτσά τα κάμνει,

εις το στενόν της λυερής πάει τζιαί δκιαλαλέται:

– Πκιός πκιάννει τέδκοιον μισταρκόν, πκιός πκιάννει τέδκοιον δούλον,

να καταλύη τα νιότα του, να τρω’ που τα φλουρκά του,

να λειώννη τζιαί τα ρούχα του, τζιαί να δουλεύκη ξένα;

Που τ’ άκουσεν η λυερή, βκαίννει ’ς στο παναθύριν,

επολοήθην τζι είπεν του με τα γλυτσιά της σσιείλη:

– Πκιάννω τζι εγιώ’ τσι μισταρκόν, πκιάννω τζι εγιώ’ τσι δούλον,

να καταλύη τα νιότα του, να τρω’ που τα γρουσά του,

να λειώννη τζιαί τα ρούχα του, τζιαί να δουλεύκη ξένα.

Κάμνει τρεις γρόνους ταβλατζής, τζιαί πέντε ζευκαλάτης,

Τζι ακόμα’ που το στόμαν της λόον εν μπόρισεν ν’ ακούσει

έμαθεν γλώσσες των πουλιών τζιαί των φιδκιών τες γνώσεις.

Μιαν αγιάν Κυριακήν, μιαν άγιαν ημέραν

ηθέλησεν η λυερή να πα’ ς στην εκκλησίαν

εμπέην έσσω τζι έβαλεν ρούχα της φορεσσιάς της,

με μακριά, μήτε κοντά, ίσσια της ελιτζιάς της

που κάτω έβαλεν γρουσά, που πάνω γρυσταλλένα

τέλεια π’ αππέξω έβαλεν γρουσά μαλαματένα,

καζακκόν ολόχρουσον φορεί,τζι εσσιέπασεν τα τέλεια.

Βάλλει βάγες π’ ομπρός τζιαί βάγες που τα πίσω,

τζιαί βάγες εις τα δκυο πλευρά να μεν την αγρωνίσουν.

Εγύρισεν η λυερή να πα ’ς την εκκλησίαν,

τζι ο παίδκιος που την αγαπά, τζιαί τρέσσιει ταπισόν της,

αγνάριν του τζι αγνάριν της, παδκιάν του τζιαί παδκιάν της,

αρτίρισεν τ’ αγνάριν της, έμπην ΄ς την εκκλησίαν

και κάμνει τρείς μετάνοιες με την ποδιξιωσύνην,

τζι έσυρεν τζι εκουμπίστικεν με την εμπιστοσύνην.

Θέλεις εν θέλημαν θεού, θέλεις εν που κανέναν,

ξηκουτσακώθην κουτσακάς τζι εφάνην το βυζίν της.

Παπάς το είδεν τζι έλαβεν, δκιάκος τζι εποκουππίστην,

τζιαί τα μιτσσιά δκιακόπουλλα εχάσαν τα χαρτιά τους,

ως τζιαί ο γεροπίσκοπος πάει ομπρός τζιαί πίσω.

Η κόρη που’ τουν βρένιμη, βρένιμα πολοήθην:

– Ψάλλε, παπά σγοιάν έψαλλες, τζιαί δκιάκο σγοιάν ελάλες,

τζι εσείς μιτσοδκιακόπουλλα, εύρετε το ψαλτήριν,

τζι εσ’ άγιε γεροπίσκοπε, στάθου εις το θρονίν σου,

τα κάλλη θκιός μου τα’ δωκεν τζιαί τα κανάτζια μάνα,

τζιαί τα νιψοχολιάσματα τα σσιέρκα μου τα κάμαν,

τζιαί τα νερα’ς την πόρταν μου, τζι εγίνικ’ ανεράδα.

τζι ο παίδκιος, που την αγαπά, οπμρός της γονατίζει.

– Κόρη για δος μου το φιλίν, κόρη για δος μου πόθους.

Που τ’ άκουσεν η λυερή, αρκώθην τζιαί εθυμώθην:

– Άδε τον γυιόν της άνομης, άδε τον γυιόν της κούρβας,

ως τζι εις το σπίτιν του Θεού φιλίν ήρτεν να πάρη!

Άϊτες, βάγες μ’ άϊτε’ς τον πύρκον μας να πάμεν,

τζι έννεν θελιμάν Θεού αντίερον να φάμεν.

Εγύρισεν η λυερή τζιαί πάει ΄ς τον οδόν της,

τζι ο παίδκιος, που την αγαπά, τζιαί τρέσσιει ταπισόν της,

εφτά σοκκάτζια τσάκκισεν, όσον να της ημπλάση,

βκά