Προσκυνήματα-Οδοιπορικά-Τουρισμός

Οδοιπορικό στο Άγιο Όρος

22 Οκτωβρίου 2011

Οδοιπορικό στο Άγιο Όρος

Χ. Χρηστοβασίλης

Βρίσκομαι στο Άγιον Όρος, εδώ και είκοσι μέρες. Ήρθα το Μεγαλοβδόμαδο και φεύγω αύριο. Έφερα γύρα όλην αυτή την Καλογεροδημοκρατία πεζός, κι’ οι πολλές και διάφορες ανάμνησες του εξόχου μεγαλείου της Φύσης και των ρασοφόρων χαρακτήρων θα μείνουν για πολύν καιρόν τυπωμένες με τα ζωηρότερα χρώματα στη φαντασία μου. Ό,τι κι’ αν θα σας γράψω αυτή την στιγμή δεν είνε παρά μια κακοφκιασμένη περίληψη, γιατί τέτοια θέματα δεν γράφονται έτσι γρήγορα, κι’ έτσι πρόχειρα σε βιαστική κι’ ολιγοσέλιδη επιστολή, όπως είνε η παρούσα μου.

Είδα στο Ρούσσικο το Μαναστήρι ζωντανή την ονειροφάνταχτη λειτουργιά της σκλαβωμένης μας Αγιά-Σοφιάς, που τόσες φορές τη ρέμπασα με τη φαντασία μου, και την είδα στα ονείρατά μου. Τι θείο κατοικητήριο η εκκλησιά εκεινού του Μαναστηριού! Ο τέμπλος όλος ένα πελώριο κομμάτι χρυσαφιού, απ’ άκρη σ’ άκρη, κι’ από τον πάτο ως την κορφή. Οι τοίχοι της ακέριο μουσείο των εξοχωτέρων αγιογραφιών. Την πρώτη Α ν ά σ τ α σ η της Λαμπρής, διακόσια χρυσοστόλιστα και πολύχρωμα καντήλια κι’ άλλες τόσες στημένες ή κρεμασμένες λαμπάδες σελάγιζαν πανηγυρικά και την στιγμή που ακούστηκε το χαρμόσυνο “Δεύτε λάβετε φως …” τέσσερες χιλιάδες κηριά των τεσσάρων χιλιάδων παρισταμένων ξεστράψαν μονομιάς, σαν να χύθηκε στο Άγιον εκείνο σκήνωμα ένας ωκεανός φώτων. Λειτουργούσαν εβδομήντα εξ χρυσοφορεμένοι παπάδες και αρχιμανδρίτες με είκοσι τέσσερες χρυσοφορεμένους διάκους. Δώδεκα παραδιάκοι κι’ άλλοι τόσοι καντηλανάφτες, ντυμένοι όλοι διακριτικό μαντύα υπηρετούσαν δεξιά κι’ αριστερά και σαράντα οχτώ ψαλτάδες, με μαγικώτατο κατακλυσμό τετραφωνίας μας σήκοναν την ψυχή ψηλά-ψηλά στα ουράνια, σαν πως σηκόνει η πνοή του ανέμου το κούφιο σύννεφο και την έφερναν ως μπροστά στον αχτινοστόλιστο και φωτόχτιστο θρόνο του Σαβαώθ. Τόσο ήταν ωραίο και γοητευτικό το όραμα εκείνο και τόσο μ’ έσπρωχνε μακρυά από την ξερή πραγματικότητα, ώστε πολλές φορές έτριψα τα μάτια μου, και πολλές φορές είπα στον πρίγκηπα Βιαζέμσκη, που στέκονταν πλάι μου, με τα χέρια σταυρωμένα:

– Βρισκόμεστε στην πραγματικότητα ή πλέομε με τα μάτια κλεισμένα στην ευτυχισμένη και χρυσόχρωμη κι’ αχτινόφωτη χώρα των ονείρων;

Πέρασα όλα τα Μαναστήρια, δέκα εφτά ελληνικά, ένα ρούσσικο, ένα βουλγάρικο, ένα σερβικό και ένα βλάχικο. Σωστό μωσαϊκό όλων των φυλών της χερσονήσου του Αίμου, εξόν της Αρβανίτικης φυλής, που είνε συχωνεμένη με την ελληνική. Γύρισα όλες τες σκήτες, που είνε οι πλειότερες τόσο μεγάλες, όσο και τα μεγάλα Μαναστήρια και περβάτησα όλα τα κελιά κι’ όλα τ’ ασκηταριά. Στα δάχτυλα μετριούνται οι καλογερικές σπουδαιότητες, που απάντησα. Υπάρχουν αρκετοί ενάρετοι, ένα σωρό φιλόσοφοι, πάρα πολλοί που δεν διαφέρουν από τα ζώα παρά κατά τη φωνή, όχι ολίγοι ρασοφορεμένοι έμποροι, που γεμίζουν αδιάκοπα τα σακκούλια τους.

Επισκέφτηκα τον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄, τον μέγαν εξόριστον της σημερινής εποχής, στην ερημικώτατη κατοικία του, τον Μυλοπόταμο, που είνε χτισμένη στο ανατολικό πλευρό του Άθωνα, ψηλά σ’ έναν κατάξερο βράχο, που τον δέρνει αιώνια η άγρια μανία της άπονης θάλασσας. Παράξενη συγγένεια βράχου κι’ εξόριστου! Τον ένα τον κατατρώει το ωργισμένο κύμα νυχτόημερα κι’ ακατάπαυστα και τον άλλον ο άσπλαχνος δεσποτισμός. Ο Ιωακείμ ο Γ΄ είνε ο Προμηθεύς του δούλου Ελληνισμού.

Όλο το Άγιον Όρος μυρίζει βυζαντινισμό. Όλες οι οικοδομές σχεδόν είνε βυζαντινές. Όπου κι’ αν πας, όπου κι’ αν γυρίσης, ένας καλόγερος θα σου πη: “Αυτή η εκκλησιά είνε του τάδε Παλαιολόγου, του τάδε Καντακουζηνού ή του τάδε Αυτοκράτορα”. “Αυτός ο πύργος είνε του Νικηφόρου Φωκά” ή “αυτή η πλευρά του Μαναστηριού είνε του Τσιμισκιού” κτλ.

Κατέβηκα στο φοβερό ακρωτήριο του Άθωνα, κι’ έπια μια χούφτα θάλασσα, από την ίδια εκείνη θάλασσα, που έπιε τόσους βαρβαρικούς στόλους και τόσους οχτρούς της Πατρίδας μας. Ο αποσκελεθρωμένος εκείνος βράχος του ακρωτηρίου και το αιώνιο ανήσυχο εκείνο κομμάτι της θάλασσας στάθηκε η πρώτη Σαλαμίνα του Ελληνισμού, ο πρώτος σωτήρας του Πολιτισμού. Γιατί να μη στήση εκεί-πέρα ο πολιτισμένος Κόσμος του ΙΘ΄ αιώνα το άγαλμα της Νίκης;

Ανέβηκα στην πλειο ψηλή κορφή του Άθωνα. Ψηλά στη μύτη. Ο κοπιαστικώτερος δρόμος που έχω κάνει στη ζωή μου. Ανήφορος μαχαίρι. Στην κορφή, στο κατάκορφο, έχτισε ο Ιωακείμ ο Γ΄ μια κομψή εκκλησούλα της “Ανάληψης” του Ιησού Χριστού. Η πρώτη λειτουργιά, τα εγκαίνια, θα γείνουν ύστερα από δυο-τρεις βδομάδες, την Πέμπτη της Ανάληψης. Θα λειτουργήση ο ίδιος ο Πατριάρχης και θα πάη ως εκεί ψηλά, δέκα ώρες κακόδρομο, από το Μαναστήρι της Λαύρας, πεζός! Τι έξοχο μυαλό! Τι σιδηρένιο κορμί!

Τι δεν βλέπει κανείς από κει ψηλά! Δυο ηπείρους: Ασία και Ευρώπη, ένα βασίλειο: την Ελλάδα, μια ηγεμονία: την Βουλγαρία, και μια αυτοκρατορία: την Τουρκία! Όλη την ανατολική και μεσημβρινή Μακεδονία, όλα τα νησιά που φτάνουν από τη Χαλκίδα γραμμή ως τη Μυτιλήνη κι’ ως τα στενά των Δαρδανελλίων, κι’ όλες τες θεσσαλικές αχτές, τον Όλυμπο, τον Κίσσαβο και το Πήλιο.

Είνε τόσο ψηλή κι’ απότομη η κορφή του Άθωνα, που λησμονάει κανείς ότι είνε άφτερο δίποδο και του φαίνεται ότι έχει φτερά και βρίσκεται μετέωρος, ανάμεσα γης και ουρανού!

Μια βραδυά νύχτωσα στην έρημο. Είχα τους τρεις μεγάλους οχτρούς ψηλά μου. Πείνα, Κρύο, Κούραση. Κατέφυγα σ’ ένα σπήλιο που έβλεπα να βγαίνη λίγος καπνός. Είταν το κατοικειό ενός ασκητού. Με δέχτηκε με σοβαρότητα και μ’ αγαθωσύνη. Έτσι είνε όλοι οι ασκητάδες. Δεν γελάει το πρόσωπό τους ποτές. Δεν θέλησε να με ρωτήση τίποτε. Ούτε ποιος είμαι, ούτε πούθε είμαι, ούτε τι θέλω. Άμα κάθησα κοντά στη φωτιά, μου είπε να ησυχάσω, όπως μώρχονταν καλείτερα, κι’ αυτός θα βγη να φροντίση για θροφή. Σε μισή ώρα γύρισε πίσω. Είχε το σακκούλι του γεμάτο χόρτα. Τάβαλε μέσα σ’ ένα πήλινο αγγειό, χωρίς νερό, με λίγο αλάτι μοναχά, κι’ αναδεύοντάς τα ψηλά στη φωτιά, σ’ ένα κομμάτι ώρας τάκανε έτοιμα για φαγί. Ψωμί, παξιμάδι του ρούσσικου Μαναστηριού και φαγί λογής-λογιών χόρτα. Νερό, στη ρεματιά. Τι νοστιμάδα! Τι γλυκάδα! Θα τη θυμούμαι σ’ όλη μου τη ζωή.

Ύστερα `πο το φαγητό, που άρχισε και τέλειωσε με μια έξοχη και αυτοσχέδια προσευχή προς τον Πλάστην, ξαπλωθήκαμε παραστιάς. Λίγα φύλλα έλατο είταν το στρώμα μας. Σκέπασμα τίποτε. Η ζωηρή φωτιά το αναπλήρωνε. Τον έστρωσα στη στιγμή στο δημοσιογραφικό σκαμνί. Ακούστε την ιστορία του με τα πλειο λίγα λόγια που θα μπορούσα να μεταχειριστώ σ’ αυτήν την περίσταση:

Είνε ενενήντα χρονών. Πατρίδα του είνε τα Γιαννόχωρα. Λέγεται Ανατόλιος. Δέκα πέντε χρονών ήρθε στ’ Άγιο Όρος, κι’ από τότες δεν ξεμάκρυνε διακόσια μέτρα από τη σπηλιά του. Εβδομήντα πέντε χρόνια ασκηταριό. Ζη με χόρτα και με παξιμάδια που του στέλλουν ξεκοπή από το ρούσσικο το Μαναστήρι, 3-4 οκάδες την εβδομάδα. Ως μόνο εργόχειρο κάνει χουλιάρια και τα στέλλει στο ρούσσικο για να πουλιούνται. Λάδι δεν τρώει ποτέ, ούτε κρασί πίνει. Κρέας, γάλα, αυγά κλπ. αρτύματα δεν τρώει που δεν τρώει. Όλα αυτά τα κάνει για να σώσει την ψυχή του!!! Δεν ξέρει τα ατμόπλοια τι πράμα είνε, και μόνο τα βλέπει από μακρυά που σκίζουν τη θάλασσα καπνίζοντας. Δεν ξέρει τον τηλέγραφο, ούτε το σιδηρόδρομο, και το σπουδαιότερο έχει ξεχάσει τη μορφή της γυναικός! Είνε είδος αγριάνθρωπου, είδος τρωγλοδύτη λογικού, είδος …. Ξέρω κι’ εγώ τι άλλο να ειπώ!

Το πρωΐ ξύπνησα ελαφρότατα. Το κρύο κι’ η κούραση μ’ είχαν αφήσει. Τον ευχαρίστησα, τον αποχαιρέτησα, ξεκίνησα κι’ έφυγα. Γιωμάτισα σ’ ένα καλογεροχώρι, την Αγία Άννα, το πλειο παράξενο χωριό, που μπορούσα να φανταστώ, και το βράδυ κατάντησα στο Μαναστήρι του Γρηγορίου, πούχει γούμενο έναν Τριπολιτσιώτη, Συμεών λεγόμενο, όπου πέρασα, σαν στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρεταννίας. Από την τρώγλη στο παλάτι! Αυτός ο γούμενος Συμεών, μπορούσε να δώση τα καλλίτερα οικονομολογικά και διοικητικά μαθήματα σ’ όλους τους υπουργούς και πρωθυπουργούς της Ελλάδας, από Κωλέττη και δώθε!

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ (1861-1937).

Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης γεννήθηκε στο Σουλόπουλο Καλαμά της Ηπείρου, γιος του εύπορου κτηματία Αναστάσιου Βασιλείου. Παππούς του ήταν ο Χρήστος Βασιλείου (από όπου το ψευδώνυμο του λογοτέχνη), άρχοντας του Σουλόπουλου τον 19ο αιώνα. Η ακριβής χρονολογία γέννησής του δεν είναι γνωστή, τοποθετείται από τους μελετητές γύρω στο 1860.

Τα πρώτα γράμματα έμαθε στο Σχολαρχείο Ξάνθης και συνέχισε με τη βοήθεια του θείου του Σπυράκη Βασιλείου ως μαθητής στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης.

Το 1875 συνελήφθη από τις Τουρκικές Αρχές με αφορμή την Ανατολική κρίση και οδηγήθηκε ως όμηρος στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από τρία χρόνια σπουδών στο εκεί Αυτοκρατορικό Λύκειο δραπέτευσε και έφυγε για την Κέρκυρα, από όπου πέρασε στην Ήπειρο, πήρε μέρος σε συμπλοκή εναντίον των Τούρκων στους Αγίους Σαράντα, αιχμαλωτίστηκε και εξορίστηκε στα Τρίκαλα. Εκεί εργάστηκε ως γραμματέας του θείου του Σπυράκη Βασιλείου επιστάτη στα κτήματα του Χρηστάκη Ζωγράφου.

Το 1882 επέστρεψε στη γενέτειρά του, κατόπιν όμως νέας συμμετοχής του σε επαναστατικά κινήματα καταδικάστηκε σε θάνατο. Δραπέτευσε και επέστρεψε στη Θεσσαλία. Στα Τρίκαλα χαιρέτησε την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία με το μακροσκελές ποίημα “Στ’; αδέρφια μας”, ενέργεια που πλήρωσε με ολιγοήμερη φυλάκιση στη Ζίτσα, όπου πήγε για να παντρευτεί τη Σιάνα Παπασταύρου.

Από το 1885 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί πραγματοποίησε την επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία με το διήγημα Η καλύτερή μου αρχιχρονιά που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Ακρόπολης του Γαβριηλίδη. Στην ίδια εφημερίδα εργάστηκε από το 1889, δημοσιεύοντας διηγήματα και πολιτικά άρθρα (ως ανταποκριτής στη Ρωσία, τη Βουλγαρία και αλλού). Το 1896 παντρεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά με την Αλεξάνδρα Γιώτη από το Καρπενήσι.

Το 1899 ξεκίνησε η συνεργασία του με την Εταιρεία του Ελληνισμού του Νικόλαου Καζάζη, από τη θέση του διευθυντή και στη συνέχεια δημοσίευσε πραγματείες στο περιοδικό της Εταιρείας (ομώνυμό της) με το ψευδώνυμο Ζευς Δωδωναίος. Μια από τις πραγματείες αυτές είχε τίτλο Εθνικά Άσματα 1453-1821 και στάθηκε αφορμή διαφωνίας του με το Νικόλαο Πολίτη. Τελικά αποχώρησε από την Εταιρεία το 1909 και έφυγε για τη Σμύρνη, όπου βρισκόταν ο θείος του Σπυράκης.

Το 1913 επέστρεψε στην Αθήνα, χαιρέτησε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων με το ποίημα “Τα ελευθερωμένα Γιάννινα” από την Ακρόπολη και έφυγε για τη γενέτειρά του, όπου εξέδωσε την εφημερίδα Ελευθερία και συμμετείχε στους πολιτικούς αγώνες γύρω από το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Για τη δράση του εκτοπίστηκε στη Νάξο του 1917. Τότε (1916-1919) τοποθετείται η συγγραφή των Διηγημάτων του Μικρού Σκολειού.

Εκλέχτηκε βουλευτής Ιωαννίνων το 1926 και το 1935 με το Λαϊκό Κόμμα και από το 1923 ως το θάνατό του διηύθυνε την έκδοση του περιοδικού Ηπειρωτικά Φύλλα. Λίγο πριν το θάνατό του (1937) επισκέφτηκε ξανά την Αθήνα, όπου έλαβε βραβείο για το λογοτεχνικό του έργο από το Υπουργείο Παιδείας και τιμήθηκε με το χρυσό Σταυρό του Σωτήρα για την πατριωτική του δράση.

Η έκταση του έργου του Χρηστοβασίλη (λαογραφικού, ιστορικού, διηγηματογραφικού, πεζογραφικού, ποιητικού, γλωσσικού, δραματικού, μεταφραστικού) είναι τεράστια και μεγάλο μέρος της βρίσκεται σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Το λογοτεχνικό έργο του είναι κυρίως ηθογραφικό και λαογραφικό, γραμμένο στη δημοτική και με κυρίαρχη την παρουσία ειδυλλιακών και φυσιολατρικών στοιχείων, καθώς επίσης στοιχείων επιτηδευμένης και σκόπιμα “απλής και αφελούς” γραφής. Η σύγχρονη κριτική επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην ψυχογραφική διάσταση του έργου του Χρηστοβασίλη και στη μεγαλοπρέπεια των περιγραφών του επαρχιακού τοπίου.

Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Χρήστου Χρηστοβασίλη βλ. Άγρας Τέλλος, «Χρηστοβασίλης Χρήστος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 24. Αθήνα, Πυρσός, 1934, Χρυσογέλου – Κατσή Άννα, «Χρήστος Χρηστοβασίλης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας · Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Η’; · 1880-1900, σ.286-337. Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και χ.σ., «Χρηστοβασίλης Χρήστος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9β. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Δημοσιεύτηκε στην ΑΚΡΟΠΟΛΗ 15 Μαΐου 1895ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

ΛΑΜΠΡΑΙ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ

ΜΟΝΑΧΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ