Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΟρθόδοξη πίστηΣυναξαριακές Μορφές

Η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος (Αγίου Νεκταρίου)

26 Μαΐου 2012

Η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος (Αγίου Νεκταρίου)

Η αγία και οικουμενική πρώτη σύνοδος των 318 θεοφόρων πατέρων. Τοιχογραφία από την Μονή της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο.

Η αγία και οικουμενική πρώτη σύνοδος των 318 θεοφόρων πατέρων. Τοιχογραφία από την Μονή της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο.

(Επιλεγμένα αποσπάσματα για την Α´ Οικουμενική Σύνοδο, από το βιβλίο του Αγίου Νεκταρίου «Αι οικουμενικαί σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας, εκδοθέν το πρώτον το 1892)

Ο Αρειος

Ο Αρειος εγεννήθη εν Λιβύη περί τα μέσα της γ´ μ.Χ. εκατονταετηρίδος, εσπούδασε δε εν Αλεξανδρεία και εγένετο οπαδός του Ωριγένους, του Μελετίου και του προϊσταμένου της Αντιοχειανής Σχολής Λουκιανού του πρεσβυτέρου. Η ευρεία αυτού παιδεία, η φιλοσοφική αυτού μόρφωσις, και η περί την επιστήμην των θείων Γραφών δεινότης, κατέστησαν αυτόν γνωστότατον, το δε εμβριθές αυτού σχήμα, οι οπωσούν αγέρωχοι τρόποι, το μεγαλοπρεπές ανάστημα, και η ευειδής αυτού όψις, ενέπνεον πάσι τον σεβασμόν και συμπάθειαν. Και κατ αρχάς μέν καταλιπών τον Μελέτιον προεχειρίσθη διάκονος της Εκκλησίας Αλεξανδρείας υπό του Επισκόπου αυτής Πέτρου. Από της εποχής δ αυτής παρουσιάζεται η του χαρακτήρος αυτού ισχύς και η εμμονή εις τάς πεποιθήσεις του. Είτα δέ, όταν ο Πέτρος Αλεξανδρείας απεκήρυξε τους συμμετόχους του Μελετίου, και δεν απεδέχετο το βάπτισμα αυτών, ο Αρειος εξανέστη το πρώτον, μεμφόμενος τα γενόμενα και διεμαρτύρετο κατά του μέτρου τούτου του Επισκόπου του. Και κατ ακολουθίαν τούτου απεπέμφθη από της Αλεξανδρείας. Ότε δε μετά ταύτα τον Πέτρον αποβιώσαντα διεδέξατο ο πραΰς τους τρόπους Αχιλλάς, ο Αρειος αιτήσας συγγνώμην εγένετο δεκτός εν τη Εκκλησία και τώ 312ω εχειροτονήθη Πρεσβύτερος. Το περί τριαδικού Θεού δόγμα του Χριστιανισμού, όπερ από της αυτού εμφανίσεως εσκανδάλισεν Ιουδαίους και Έλληνας, από δε των μέσων του β´ αιώνος παρουσίασε την αίρεσιν των Μοναρχιανών και προεκάλεσε πολλάς έριδας, παρέσυρε και το ακάθεκτον πνεύμα του Αρείου, το οποίον δυσφόρως έχον προς τον ανυπέρβλητον του δόγματος φραγμόν, και ζητούν την του πνεύματος φίλην ελευθερίαν την υπερπηδώσαν τα πάντα και τα πάντα υποτάσσουσαν τη ιδία εξουσία, διέσπασε του δόγματος τα δεσμά, ίνα εν τη ελευθερία αυτού εισδύση εις τα βασίλεια των μυστηρίων και ερευνήση αυτά καί, ει δυνατόν, ψηλαφήση και υπαγάγη αυτά υπό την ιδίαν αντίληψιν. Ο Αρειος μελετήσας καλώς τάς θεωρίας της Αλεξανδρινής και της Αντιοχειανής Σχολής προσέλαβεν εξ αυτών τα προσφυή ταίς αρχαίς αυτού και διεμόρφωσεν ιδίαν θεωρίαν, λαβών παρά μέν του Ωριγένους την υπόταξιν του λόγου, παρά δε του Λουκιανού την άρνησιν της Ομοουσιότητος. Προς διάδοσιν δε της διδασκαλίας αυτού και επικράτησιν συνέταξε διάφορα άσματα και ποιήματα και διεμοίρασεν αυτά εις τον λαόν. Και η διδασκαλία αυτού εύρε πολλούς οπαδούς παρά τε τώ Κλήρω και τώ λαώ, εξ ών οι μέν ησπάζοντο αυτήν ως ορθήν, οι δε εθεώρουν αυτήν ως ακίνδυνον.

Ο Αθανάσιος

Μεταξύ των περί τον Αλεξανδρείας Επίσκοπον Κληρικών ηύξανε και εκραταιούτο νέος τις Διάκονος, μικρός μέν το δέμας και ευτελής το ανάστημα, αλλά περιλαμβάνων εντός σώματος μικρού και ασθενούς ψυχήν φλογεράν, αι λαμπηδόνες της οποίας εξήστραπτον από των ομμάτων αυτού. Ο εικοσιετής ούτος νέος ο μέλλων να πληρώση την Χριστιανικήν Οικουμένην διά των αρετών αυτού των σπανίων ήν ο Αθανάσιος. Νους βαθύς, λογική ισχυρά, επιστήμη ευρεία, ανθηρόν ύφος λόγου, και τέχνη ρητορική απαράμιλλος περιεκόσμουν αυτόν και κατέστησαν κρατερόν μαχητήν κατά την προκειμένην σπουδαίαν έριν. Ο Αθανάσιος κεκτημένος οξύνειαν θαυμαστήν πρακτικώτατον πνεύμα, ευφράδειαν αξιόζηλον, και τόλμην ακάθεκτον, εκ πρώτης αρχής ενόησε περί τίνος επρόκειτο και ευθύς κατενόησε το βάραθρον, εις ο διεκινδύνευεν η Πίστις ημών να πέση. Ο Αθανάσιος βλέπων το ασταθές του χαρακτήρος του αντιπάλου του, το ευμετάβολον και παλίμβουλον, επείσθη ότι ο Αρειος είτε μή τολμών να εξηγήση σαφώς, είτε μή έχων την συνείδησιν του τελικού συμπεράσματος των συλλογισμών αυτού, έτεινεν όμως εις το ν αρνηθή την θείαν του Σωτήρος φύσιν και καταβιβάση το κήρυγμά του εις την τάξιν ανθρωπίνου δόγματος, παραδίδων αυτό απογεγυμνωμένον της πανοπλίας της θείας αποκαλύψεως εις τάς προσβολάς του φιλοσοφικού πνεύματος. Διό ώρμησεν επί τον αγώνα μετά πολλής πεποιθήσεως και εξήλθεν απ αυτού επί τέλους νικητής εν θριάμβω, αφιερώσας ολόκληρον την ζωήν αυτού και όλας αυτού τάς πνευματικάς και σωματικάς δυνάμεις εις την άμυναν του ενσαρκωθέντος Λόγου μετά τοιούτου ατρομήτου θάρρους, ώστε δικαίως επεκλήθη κατόπιν «Μέγας, στύλος και υποστηρικτής της του Χριστού Εκκλησίας».

Ο Μέγας Κωνσταντίνος

Η Θεία Πρόνοια εν τη μερίμνη αυτής υπέρ της του Χριστού Εκκλησίας είχεν εμπιστευθή τα σκήπτρα του αχανούς τότε Ρωμαικού Κράτους εις τον αληθώς Μέγαν και Ισαπόστολον Κωνσταντίνον όπως σώση από του σάλου το κλυδωνιζόμενον σκάφος της Εκκλησίας. Ούτος δυσφορών επί τώ επαπειλουμένω τη Εκκλησία σχίσματι απέστειλεν εις Αλεξάνδρειαν πρώτον επιστολήν πρός τε Αλέξανδρον τον Επίσκοπον και προς τον Αρειον παραινών αυτούς να καταθέσωσι τα όπλα της συζητήσεως και συνδιαλλαγέντες να επανορθώσωσι την ειρήνην της Εκκλησίας. Αλλ η φωνή της συνέσεως και της μετριοπαθείας του Βασιλέως επέπρωτο να μή εισακουσθή. Διότι ο κομιστής της ειρηνοποιού ταύτης επιστολής Επίσκοπος Κορδούβης άμα ελθών εις Αλεξάνδρειαν, συνετάχθη μετά του Επισκόπου Αλεξάνδρου και κατεδίκασε τον Αρειον. Ο δε Αρειος έγραψε προς τον Βασιλέα επιστολήν οπωσούν αυθάδη, παραπονούμενος ότι του επεβλήθη υπό των ειρημένων αργία (Ευσεβ. βίον Κωντ. 2, 64.-καί Σωκρ. 1, 5.). Ο Κωνσταντίνος ως προς την ουσίαν του ζητήματος δεν είχε σχηματίσει ιδίαν γνώμην και πεποίθησιν κατ αρχάς δε μάλιστα επεδείξατο αδιαφορίαν τινά σχεδόν θίγουσαν τα όρια της περιφρονήσεως, ως εξάγεται εκ της ειρημένης επιστολής αυτού. Εκ τούτου δε ευλόγως δυναταί τις να συμπεράνη ότι ο Κωνσταντίνος διδούς μάλλον ευήκοον ούς εις τάς περί των δοξασιών του Αρείου πληροφορίας του Παμφίλου Ευσεβίου, όστις ην πιστός αυτού φίλος και φίλα φρονών τώ Αρείω, θεωρών την αίρεσιν του τελευταίου ασήμαντον, δεν εννόησεν εξ αρχής τον κίνδυνον, ον διέτρεχεν η Πίστις εκ των επιβούλων δοξασιών του Αρείου. Της απάτης όμως αυτής ταχέως εξήλθεν ο Κωνσταντίνος ευθύς, αφού επανήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν εξ Αλεξανδρείας ο Όσιος Κορδούβης άπρακτος και συγχρόνως, αφού έμαθεν ότι εν Αλεξανδρεία συνέβαινον ταραχαί, καθ ας οι όχλoι ουδέ τάς εικόνας αυτού εσεβάσθησαν. Οργισθείς λοιπόν επί τούτοις ιδίως κατά των περί τον Αρειον εξαπέστειλε νέους επιτρόπους εις Αλεξάνδρειαν κομίζοντας επιστολήν προς τους αιρετικούς αυτούς απειλητικωτάτην, δι ής προσεκάλει τον Αρειον να προσέλθη και να εξηγήση ενώπιον αυτού όπερ επρέσβευε δόγμα. Ο Αρειος παρέστη αληθώς προ του Βασιλέως, αλλ εν τη συζητήσει, ην επεχείρησε, τοσούτον περιέπλεξε το πνεύμα του Κωνσταντίνου το περί τάς τοιαύτας λεπτολογίας ανεπιτήδειον, ώστε ενέβαλε τον ηγεμόνα εις πλείστας όσας αμφιβολίας. Και εν τούτοις εξηκολούθει η διχόνοια και η ταραχή των πνευμάτων, ουδέ εφαίνετο τρόπος θεραπείας, έως ο Βασιλεύς εν τη συνήθει αυτού μεγαλοφυία επενόησε το πρακτέον κατά την προκειμένην δυσχέρειαν και συνεκάλεσεν εν Νικαία της Βιθυνίας τους πανταχού Ιεράρχας της Χριστιανοσύνης εις Οικουμενικήν Σύνοδον, όπως εξετάσασα την του Αρείου διδασκαλίαν λύση οριστικώς την μεγάλην ταύτην διαφοράν και αποδώση τη Εκκλησία την ποθουμένην ειρήνην.

Η Α’ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος

Και αληθώς η ρύθμισις και εξασφάλισις του Χριστιανικού δόγματος ήν ζήτημα ζωής και θανάτου διά τον τότε κόσμον, από δε της διαρρυθμίσεως ταύτης εξηρτάτο η γενική του κόσμου ηθική ανακαίνισις. Διό προσκληθέντες συνήλθον εν Νικαία 318 Πατέρες της Εκκλησίας περί τα μέσα Ιουνίου του 325 μ.Χ. και συνεκρότησαν την Α’ εκκλησιαστικήν Οικουμενικήν Σύνοδον. Τούτων δε προΐστανo Αλέξανδρος o Κωνσταντινουπόλεως, ο γηραιός Αλέξανδρος ο Αλεξανδρείας υπό του νεαρού αυτού Συμβούλου και Διακόνου δορυφορούμενος, του Μ. Αθανασίου. Τον δε Πάπαν Ρώμης Σίλβεστρον και τον διάδοχον αυτού Ιούλιον αντεπροσώπευσαν οι παρ αυτού αποσταλέντες πληρεξούσιοι, ο Όσιος Κορδούβης Επίσκοπος της Ισπανίας και δύω πρεσβύτεροι, οι Βικέντιος και Βίτων. Παρ αυτοίς δε παρέστησαν οι Παφνούτιος, Σπυρίδων, Νικόλαος, Ιάκωβος, Μάξιμος και άλλοι κεκοσμημένοι πάντες δι αποστολικών χαρισμάτων. Ουχ ήτον προς τούτοις παρίστατο και πλήθος άλλο Κληρικών, Πρεσβυτέρων και Διακόνων. Κατά την πρώτην αυτών επίσημον συνεδρίαν την γενομένην την 5ην ή 6ην Ιουλίου ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος εξεφώνησε τον εναρκτήριον λόγον εν τη λατινική γλώσση μεθερμηνευόμενον αυτοστιγμεί εις την ελληνικήν, δι ού έλεγεν ότι ο της ιεράς ταύτης θρησκείας νόμος εκ των κόλπων της Ανατολής προέκυψεν, αποκαλών τους λειτουργούς αυτής αρχηγούς της των εθνών σωτηρίας. Είτα δε κατά σειράν και εν τάξει εξετέθησαν υπό του Αρείου και των αυτού οπαδών αι γνώμαι και δοξασίαι, αλλά γενναίως και λογικώς επολεμήθησαν αύται υπό των Πατέρων της Εκκλησίας.

Σπουδαιότης της Α’ Οικουμενικής Συνόδου

Ίνα κατανοηθή δε η σπουδαιότης αυτής της Συνόδου, πρέπει να εκτεθή ενταύθα διά βραχέων ο φιλοσοφικός οργασμός των πνευμάτων της εποχής εκείνης, όστις έτεινε να καθυποτάξη το δόγμα εις την γνώσιν, ήτις εζήτει τρόπον τινά να άψηται τη χειρί καί, ει δυνατόν ψηλαφήση πάν ό,τι ο Χριστιανισμός παρέδιδεν ως μυστήριον και ως δόγμα πίστεως. Τον Χριστιανισμόν αναφανέντα σκάνδαλον μέν τοίς Ιουδαίοις, μωρίαν δε τοίς Έλλησιν, εζήτουν αμφότεροι, Ιουδαίοί τε και Έλληνες, διά των φιλοσοφικών χωνευτηρίων να αναδείξωσιν από θρησκείαν εξ αποκαλύψεως, σύστημά τι φιλοσοφικόν μάλλον ικανοποιούν τάς απαιτήσεις της υπερηφάνου του ανθρώπου φιλοσοφίας, ή επαναπαύον το θρησκευτικόν αίσθημα του ανθρώπου. Οι φιλόσoφοι περιφρoνήσαντες τάς απαιτήσεις της καρδίας της τερπομένης εν τώ μυστηρίω της θρησκείας εζήτουν να ικανοποιήσωσι τον νούν δι απολύτου τρόπoυ, υποτάσσοντες αυτώ πάσαν αλήθειαν. Αλλ ηγνόουν ότι υπάρχουσι και αλήθειαι, ανώτεραι, της νοητικής ημών αντιλήψεως, μή γινόμεναι καταληπταί υπό του πεπερασμένου νοός του ανθρώπου, ήτις λαμβάνει γνώσιν αυτών, πείθεται δε περί της πραγματικότητος αυτών, και μαρτυρεί περί της υπερφυσικής υπάρξεως αυτών. Ηγνόουν ότι ο άνθρωπος δεν εγεννήθη, ίνα αποβή μόνον φιλόσοφος, αλλά και ον θρησκευτικόν. Καίτοι φιλοσοφούντες εδείκνυντο το αφιλοσόφως προς τον άνθρωπον έχοντες, διότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνον νούς, αλλά και καρδία, αι δυνάμεις των δύο τούτων κέντρων αμοιβαίως βοηθούμεναι αναδεικνύουσι τον άνθρωπον τέλειον και διδάσκουσιν αυτώ όσα ουδέποτε διά μέσου του νοός να διδαχθή ηδύνατο. Εάν ο νους είναι ο διδάσκαλος του φυσικού κόσμου, η καρδία είναι διδάσκαλος του υπερφυσικού κόσμου, του οποίου ίσως καθ ομοίωσιν εγένετο ο αισθητός κόσμος, ούτινος τότε μανθάνομεν τα καθ έκαστα ακριβώς, όταν διά της καρδίας διδαχθώμεν τα του υπερφυσικού κόσμου, φιλόσοφος άνευ καρδίας, ήτοι άνευ θρησκευτικού αισθήματος, είναι αφιλοσόφητος διότι δεν είδε το καθ όλου, αλλά το κατά μέρος. Ενόσω δε δεν αναχθή εις το καθ όλου, ήτοι εις την καθ όλου περί του κόσμου έννοιαν, εν ή περιέχεται ο τέ αισθητός και ο υπέρ αίσθησιν κόσμος (διότι ο κατ αίσθησιν κόσμος είναι το κατά μέρος), ουδέποτε θέλει φθάσει εις το καθ όλου άνευ θρησκευτικού αισθήματος διδάσκοντος την εν τώ υπερφυσικώ κόσμω ύπαρξιν του καθ όλου. Υπό την μίαν ταύτην όψιν εξήτασεν ανέκαθεν τον χριστιανισμόν ο τέ Ιουδαϊσμός και η Ελληνική φιλοσοφία. Ο Ιουδαϊσμός και η Ελληνική φιλοσοφία συναντηθέντα εν Αιγύπτω εν κοινώ σταδίω και επωφεληθέντα αλλήλα εμόρφωσαν διαφόρους θεωρίας και φιλοσοφικά συστήματα. Η Αλεξάνδρεια εν μεταιχμίω τριών Ηπείρων, Ευρώπης, Ασιάς και Αφρικής κτισθείσα εν τώ κέντρω ούτως ειπείν του αρχαίου κόσμου, υπήρξεν η εστία ζώσης των ιδεών επικοινωνίας και το γόνιμον έδαφος νέων συστημάτων. Η Πυθαγόρειος φιλοσοφία, η προ ικανών χρόνων εν ταίς δε τοίς των εκλιπόντων φιλοσοφικών συστημάτων εγγραφείσα, ανεφάνη μετά τάς αρχάς της τελευταίας προ Χριστού εκατονταετηρίδος υπό την μορφήν της Νεοπυθαγορείου φιλοσοφίας. Οι εν Αλεξανδρεία Ιουδαίοι φρονούντες ότι διά της μελέτης της Ελληνικής φιλοσοφίας ενεβάθυνον πλειότερον εις την μυστηριώδη του Μωυσέως σοφίαν, επεδόθησαν εις αυτήν, παρήγαγε δε η επίδοσις αύτη τοιαύτην τινά πνευματικήν κίνησιν, ην συνήθως Αλεξανδρινήν θεοσοφίαν καλούσι, και ής ο χαρακτήρ συνίστατο εις σύγκρασίν τινα Μωσαϊκής θεολογίας και Ελληνικής φιλοσοφίας, ιδία δε Πλατωνικών και Στωικών ιδεών τούτο δείκνυται, προδήλως εν τώ ωριμωτάτω της Αλεξανδρινής θεοσοφίας προϊόντι, τώ του Φίλωνος συγγράμματι, εις ού την μόρφωσιν συνετέλεσεν εξ ίσου η τε Μωσαϊκή θεολογία και η Ελληνική φιλοσοφία. Τα φιλοσοφικά συστήματα του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους, και το της Στοάς, ευρόντα εν Αλεξανδρεία διαπύρους θιασώτας, εμβριθώς ηρευνώντο το φιλοσοφικόν πνεύμα μή δυνάμενον να αναπαυθή εν τη αποδοχή της διδασκαλίας του Μονοθεϊσμού, του απολύτως υπερβατικώς προς τον κόσμον ευρισκομένου και εν ουδεμιά σχέσει προς τον κόσμον ερχομένου, μηδ εν τη Πανθεϊστική θεωρία, καθ ην το θείον απόλλυται εν τη φύσει, και τείνον μεσαίαν τινά να ανακαλύψη αρχήν συμβιβάζουσαν εκατέρωθεν την αλήθειαν, ευρίσκετο εν ζωηρώ φιλοσοφικώ οργασμώ. Εν τώ χρόνω τούτω ενεφανίσθη ο χριστιανισμός επαγγελλόμενος την πλήρη των απαιτήσεων ικανοποίησιν. Οι οπαδοί των διαφόρων συστημάτων ευρόντες εν αυτώ τον σύνδεσμον των μονομερών αληθειών των έν τε τώ Ιουδαϊσμώ και Εθνισμώ ευρισκομένων προσωκειώθησαν αυτόν. Επειδή όμως ο χριστιανισμός είναι σοφία εξ
αποκαλύψεως, δεν αποβαίνει δε καταληπτή καθ όλου τοίς μέτρω φιλοσοφικώς μετρούσιν αυτήν, διά τούτο δεν εγίνετο ασπαστός καθ όλου, αλλά κατά μέρος. Επειδή όμως το μέρος δεν ηδύνατο να ικανοποιήση τάς απαιτήσεις του φιλοσοφικού νοός, ούτος εμόρφου ίδιον σύστημα, εν ω εφρόνει ότι ευρίσκετο η όλη αλήθεια. Το σύστημα τούτο υπό της Εκκλησίας αποδοκιμαζόμενον εκαλείτο αίρεσις τοιούτω τρόπω εμoρφώθησαν αι διάφοροι αιρέσεις, αίτινες ουδέν άλλο ήσαν η φιλοσοφικά συστήματα φέροντα αντί του φιλοσoφικoύ τρίβωνος την χριστιανικήν αλουργίδα. Ο χριστιανικός αυτών χαρακτήρ ήν απλώς η εξωτερική αυτών χροιά ουσιαστικώς όμως ήσαν καθαρά προϊόντα της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Η ανάπτυξις της διδασκαλίας του Αρείου ικανώς απέδειξε τον φιλοσοφικόν χαρακτήρα της διδασκαλίας των. Η χριστιανική άρα διδασκαλία, φανείσα εν εποχή πλήρει φιλοσοφικής ζωής και πνευματικού οργασμού και υφ απάντων πολεμουμένη, εξ άπαντος τελείως θα διεστρέφετo και θα ηλλοιούτο, εάν μή ευθύς εξ αρχής θείαι και ιεραί συνεκροτούντο Σύνοδοι και τάς ετεροδιδασκαλίας αποτελεσματικώς μή απέκλειον της ορθοδόξου διδασκαλίας της Εκκλησίας, και Σύμβολα, και Δόγματα, και Κανόνας, και Διατάξεις μή συνέταττον προς φρούρησιν και διατήρησιν της καθαρότητος και αγιότητος αυτής.

Η διδασκαλία του Αρείου

Ο Αρειος δογματίσας, ως ανωτέρω ερρήθη, ότι ο υιός και λόγος του Θεού είναι μέν προ παντός χρόνου, αλλ ουχί και υπάρχων, «ήν ότε ουκ ήν» και ότι δεν εγεννήθη εκ του πατρός, αλλά θελήματι του πατρός εκ του μηδενός εκτίσθη και επομένως ήτο κτίσμα εξ ουκ όντων ότι ο Θεός δεν ήτο πάντοτε πατήρ, ουδ ο υιός υπήρχε πριν γεννηθή, δηλ. κτισθή, αλλ ουδέ εκ της ουσίας του πατρός αλλά ξένος αυτού κατ ουσίαν, και επομένως ουδέ Θεός αληθινός, αλλά μετοχή θεοποιηθείς, ανέπτυξε το φιλοσοφικόν του σύστημα, ήτοι την αίρεσίν του, δι ού φρονεί ότι συμβιβάζει την Μοναρχίαν και Μονοθείΐαν προς την περί Τριαδικού Θεού του Χριστιανισμού διδασκαλίαν.

Κρίσεις επί της αιρέσεως του Αρείου

Ο κατά του Αρειανισμού αγών εν τη Εκκλησία εγένετο λίαν σφοδρός διότι η περί Θεού έννoια αυτού δεν είχεν απλώς Ιουδαϊκόν χαρακτήρα, αλλ ήτο ανάμιξις Ιουδαϊκών και Εθνικών στοιχείων, και κατά τούτο ο Αρειανισμός απέβαινε λίαν επικίνδυνος. Αντί της υψηλοτέρας ενότητος, ήτις συνάπτει εν εαυτή το εν ταίς προ Χριστού θρησκείαις περιεχόμενον αληθές, ο Αρειανισμός έθετο φαινομένην τινά ενότητα συνάπτουσαν το εν τώ Ιουδαϊσμώ και Εθνισμώ ψευδές και αποκλείουσαν το εν αυταίς αληθές. Το μέν εν τώ Ιουδαϊσμώ αληθές είναι η μεταξύ Θεού και κόσμου διαφoρά το δε εν τώ Εθνισμώ αληθές είναι η εσωτερική ενότης μεταξύ θεότητος και ανθρωπότητος. Τάς αληθείας ταύτας αμφοτέρας περιέχει η ορθόδοξος χριστιανική Πίστις. Το εν τώ Ιουδαϊσμώ ψευδές είναι ο χωρισμός μεταξύ θεού και κόσμου, το δε εν τώ Εθνισμώ η ανάμιξις θεότητος και ανθρωπότητος. Ο Αρειανισμός αποκλείσας το εν αμφοτέροις αληθές απεδέξατο μόνον το εν αμφοτέροις ψευδές διότι αποδεχόμενος παρά του Εθνισμού την ανάμιξιν θεότητος και ανθρωπότητος αποδίδει εις την κτίσιν, εις ην κατατάσσει και τον Υιόν, ον θεωρεί ως κτίσμα, θείαν ιδιότητα και καθιστά δημιουργόν του κόσμου και αντικείμενον θείας προσκυνήσεως, παρά δε του Ιουδαϊσμού αποδεχόμενος τον χωρισμόν μεταξύ Θεού και κόσμου, ήτοι τον Δυϊσμόν, θεωρεί την γέννησιν του κόσμου ως όλως τυχαίαν και ούτω η μεταξύ θεού και κόσμου σχέσις στηρίζεται επί αυθαιρέτου λόγου.

Διδασκαλία του Αθανασίου και των επισήμων Πατέρων της Εκκλησίας

Τοιαύτη ήν η διδασκαλία του Αρείου, ην ώφειλoν να καταπολεμήσουν οι οπαδοί της Ορθοδόξου Πίστεως, και τοιούτος ο λόγος της συγκροτήσεως της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου. Οποία δε η διδασκαλία των Πατέρων και πόσον σοφώς συνδυάζει τάς δύο αληθείας τάς έν τε τώ Ιουδαϊσμώ και τώ Εθνισμώ ταύτην εκθέτομεν εν τοίς εφεξής. Εις την ανάμιξιν των εκ του Ιουδαϊσμού και του Εθνισμού ειλημμένων στοιχείων του ψεύδους, ην παριστά ο Αρειανισμός, έπρεπε να αντιταχθή η γνησία περί Θεού χριστιανική έννοια, ήτις είναι η αληθής υψηλοτέρα ενότης των εν τώ Ιουδαϊσμώ και τώ Εθνισμώ περιεχομένων στοιχείων της αληθείας. Την γνησίαν ταύτην περί Θεού έννοιαν της Χριστιανικής θρησκείας ανέπτυξε κατά του Αρειανισμού πρώτος ο Αθανάσιος, έπειτα δε και άλλοι επίσημοι Πατέρες, ιδίως ο Ναζιανζηνός Γρηγόριος. Οι Πατέρες της Εκκλησίας υπερενίκησαν την πανθεϊστικήν και διϊστικήν αρχήν αναχθέντες εις εσωτερικάς εν τώ Θεώ διακρίσεις. Ο Αθανάσιος ορμάται εκ της αρχής ότι ο Θεός, ως Θεός ζών, θέλει να αποκαλύπτη εαυτόν εν όλη τη δόξη αυτού. Ο δε άνθρωπος χρήζει του Θεού και είναι επιδεκτικός αυτού ο ανθρώπινος λόγος έχει πόθον προς τον αρχέτυπον λόγον, προς κοινωνίαν μετά του Θεού και προς γνώσιν της ουσίας αυτού, δυνάμεθα δε να έχωμεν άμεσον κοινωνίαν προς αυτόν, εάν ο Θεός θέλη να έχη κοινωνίαν προς ημάς. Εν τώ Χριστώ και Αγίω Πνεύματι περιέχεται η πλήρης αποκάλυψις της αληθείας και η πλήρης αυτομετάδοσις του Θεού ίνα δε ο Χριστός είναι πλήρης αποκαλύψεως της αληθείας, ανάγκη να είναι ο εν τώ Χριστώ ενανθρωπήσας Λόγος της αυτής ουσίας προς τον Θεόν επίσης τέλειος ως ο Πατήρ διότι άλλως δεν ήθελεν είναι αποκεκαλυμμένη η πλήρης αλήθεια, καθ όσον ο αποκαλύπτων δεν ήθελε περιέχει όλην την αλήθειαν το δε Άγιον Πνεύμα δεν ήθελε προσάγει ημάς προς τον Θεόν, αν δεν ήτο Θεός, διότι ουχί μετά τινος κτίσματος ή περιωρισμένου όντος πρέπει να συναφθώμεν, αλλ αμέσως μετ αυτού του Θεού. Ο Αθανάσιος και οι μετ αυτόν επίσημοι Πατέρες της τετάρτης 100ρίδος αποδέχονται ότι ο Θεός πρέπει αναγκαίως να είναι εν εαυτώ ζών, όπως δυνηθή να προέλθη εξ αυτού οκόσμος. Όθεν κατ αυτούς ψευδής είναι εκείνη η περί Θεού έννοια, καθ ην ούτος είναι υπερβατικόν μόνον όν, διότι κατ αυτούς ο Θεός είναι αΐδιος ζωή και κίνησις. Αλλ ίνα είναι ο Θεός αΐδιος ζωή και κίνησις, πρέπει να έχη εσωτερικάς διακρίσεις εν εαυτώ άνευ δε εσωτερικών διακρίσεων ο Θεός, κατά τον Άγιον Αθανάσιον δεν ήθελε δύνασθαι ουδ εξ εαυτού έχει ύπαρξιν. Κατ αυτόν η θεία πηγή ουδέποτε είναι ξηρά, εις δε το φώς αυτού ουδέποτε ελλείπει η λάμψις αυτού, ο δε Θεός δεν είναι άγονος και άνευ παραγωγής εν εαυτώ, διότι άλλως έπρεπεν εξ ανάγκης να είναι και ανενέργητος, και ουδέν ήθελε δυνηθή να δημιουργήση. Επειδή δε ο Θεός εν εαυτώ είναι παραγωγική ζωή, είναι και δημιουργικός εκτός εαυτού, κατά πρώτον δε παράγει αϊδίως εαυτόν διότι ο Θεός είναι αΐδιος αιτιότης εαυτού, καθ όσον είναι αίτιον και αιτιατόν συγχρόνως δέ, καθ όσον ο Θεός είναι εν εαυτώ η αΐδιος κίνησις και ζωή, δύναται να παραγάγη τον κόσμον. Ταύτην την εν τώ Θεώ αιτιότητα εαυτού, ής ένεκα αυτός είναι αίτιον και αιτιατόν, εφαρμόζει ο Άγιος Αθανάσιος εις τάς εν τώ Θεώ υποστατικάς διακρίσεις. Το μέν εν τη Θεότητι αίτιον η Εκκλησία ονομάζει Πατέρα, το δε αιτιατόν εν αυτή η Εκκλησία ονομάζει Υιόν, αμφότερα δε είναι της αυτής Ουσίας. Και κατά τον Ναζιανζηνόν Γρηγόριον ο Θεός δεν είναι απλή μονάς διότι αύτη εν τη μονότητι εαυτής ήθελεν είναι εναντία εαυτής, έπρεπεν εξ ανάγκης να εκπέση εαυτής, ίνα είναι κίνησις και ζωή. Εν τώ Θεώ δεν υπάρχει ακάθεκτός τις φυσική πλησμονή η δε Μονάς κινηθείσα εξ αρχής εις Δυάδα έστη εν Τριάδι. Ούτω διά της χριστιανικής περί θεού εννοίας των Πατέρων της τετάρτης 100ρίδος ήρθη η αφηρημένη και άνευ κινήσεως απλότης της θείας ουσίας. Κατά τον άγιον Αθανάσιον και τον Ιλάριον ο Θεός έχει την αυτοσυνείδησιν εαυτού, καθ όσον αυτός ο Θεός ο γεννήσας, ή ως Πατήρ ως αίτιον, ορά εαυτόν εν τώ αιτιατώ εν Εικόνι και χαίρει επί ταύτη τη Εικόνι. Όθεν αι διακρινόμεναι εν τώ Θεώ υποστάσεις μετέχουσι και της θείας αυτογνωσίας κατά τον άγιον Αθανάσιον. Ένεκα της εν αυτώ διακρίσεως ο Θεός δεν συγχέεται προς τον κόσμον εν τη προς αυτόν κοινωνία και μεταδόσει, αλλά διατηρεί το ύψος και την υπερβατικότητα εαυτού διότι πάσα αυτομετάδοσις του Θεού προϋποτίθησι την αυτοσυντήρησιν εαυτού, διά των εσωτερικών δε εν τώ Θεώ διακρίσεων ο Θεός εν τη αυτομεταδόσει συντηρεί εαυτόν και εν τη αυτοσυντηρήσει μεταδίδει εαυτόν διά της αγάπης εις τον κόσμον. Αφού οι Πατέρες της Εκκλησ