Γενικά ΘέματαΟρθόδοξη πίστη

Θύμηση αγαθή και πονούσα

26 Ιουνίου 2012

Θύμηση αγαθή και πονούσα

Ηγούμενος της Μονής Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου
Αρχιμ. Συμεών

 Τη 27η Μηνός Ιουνίου έτους 2011 ετελειώθη εν Κυρίω καθ’  ύπνον εν τη Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου εις το Αίγιον ο δούλος του Θεού, Ευέλθων, Πρωτοπρεσβύτερος Παραλιμνίου της Κύπρου.

«Η λύπη πεπλήρωκέ μου την καρδίαν». Μετά την πρωϊνή λειτουργία στη Μονή μας, η είδηση για το θάνατο του πατρός Ευέλθοντα. Πώς, πότε, γιατί; Μα ο θάνατος δεν έχει γιατί και διότι. Τηλεφωνώ στον συνεφημέριό του παπα-Αντρέα. Ολοφύρεται στο τηλέφωνο. Μου δίνει την Μαρία. Ήταν χαμένη. «Κάνε, πάτερ, τρισάγιο στον πατέρα μου, κάνε, πάτερ, κομποσχοίνι». Δεν άντεχα αυτή τη φορά να πάω στο σπίτι τους να τους συμπαρασταθώ, όπως τότε, εκείνο το Σάββατο που πέθανε ο Χριστόφορος. Μετά από 16 χρόνια πάλι οι ίδιες σκηνές. Η Μαρία να ετοιμάζει το τραπέζι για τη σορό. Το τραπεζομάντηλο, το  πρόσφορο, το κερί, το θυμίαμα. Τότε για τον αδελφό, τώρα για τον πατέρα! Το σκήνωμα του νεκρού στην Ελλάδα, οι διαδικασίες για τη μεταφορά του, το αεροδρόμιο, τα αεροπλάνα, «  ο νεκρός ταξιδιώτης» …

Σκέφτομαι τον πάτερ… Την πρώτη μέρα που τον γνώρισα. Ήταν μαθητής στην Ιερατική μετά την Ακαδημία. Εγώ είχα τελειώσει. Ήμουν ρασοφόρος. Με κοίταξε εταστικά και φωτογράφησε με την ψυχή του την ισχνή σιλουέττα μου, το ράσο μου. Του άρεσε που ήμουν αγιογράφος. Γίναμε φίλοι. Οι μέρες περνούν. Νυμφεύεται, δίνεται διάκος. Έρχεται ο πόλεμος του ’74. Στο σπίτι μας, στο χωριό, χαλασμός κόσμου! Πρόσφυγες, δεν είχες τόπο να καθήσεις. Κατά το απόγευμα φτάνει στο σπίτι μας ο πάτερ, διάκος τότε μαζί με τη σύζυγό του και ένα βρέφος που το βάφτησαν βιαστικά, εγκαταλείποντας την ενορία τους στο Βαρώσι για να γλυτώσουν από τους Τούρκους. Η εικόνα θύμιζε την «φυγήν εις Αίγυπτον». Η μητέρα ζεσταίνει νερό. Κάνουν μπάνιο το μικρό Χριστόφορο, «πλένουν τα μύρα». Το βράδυ οι δυο ρασοφόροι ξαπλώνουμε στο «μαερκόν» χαμαί. Την άλλη μέρα αναχώρησαν. Εγκαθίστανται στο Παραλίμνι. Ο πάτερ χειροτονείται ιερέας. Ο Χριστόφορος μεγαλώνει. Εγώ χειροτονούμαι  στον Άγιο Γεώργιο τον Κοντό στη Λάρνακα. Τον Χριστόφορο τον στέλνει εδώ για μαθήματα αγιογραφίας. Οι σχέσεις βαθαίνουν, η φιλία μεγαλώνει. Τον Χριστόφορο μου τον παραδίδει όχι μονάχα για την καλλιτεχνική μα και για τη θρησκευτική και ηθική του διαπαιδαγώγηση. Γίνομαι ο πνευματικός του. Μου είχε πολλή εμπιστοσύνη. Με ρωτούσε πάντα για θέματα εκκλησιαστικής τέχνης. Για τον ναό, για αρχιτέκτονες, για αγιογράφους, για εικόνες, για τα ιερά σκεύη.

Το Παραλίμνι έγινε για μας προσκυνηματικός τόπος. Με τον πάτερ Νεόφυτο και Νεκτάριο και τα παιδιά που ήταν γύρω μας στον Κοντό πηγαίναμε, κυρίως τις Κυριακές το  απόγευμα, στα ξωκλήσια στο Παραλίμνι, Ο Πρόδρομος, ο Αρχάγγελος, οι Άγιοι Ανάργυροι, Εσπερινό στη σπηλιά των Αγίων Σαράντα με τους σταλακτίτες. Στο σπίτι του πάτερ, φιλοξενία, αγάπη, ευχάριστη ατμόσφαιρα. τα παιδιά του, έξυπνα, διαβασμένα. Ο Χριστόφορος, η ωραία αυτή ψυχή με θεολογική και φιλοσοφική σκέψη, η Μαρία, το κορίτσι της Ανατολής που διάβαζε Ντοστογιέφσκι . Ο Δημήτρης μικρότερος, προσπαθούσε τότε, να το παίξει «μάγκας», σπάζοντας το όλο φιλοσοφημένο κλίμα των υπολοίπων. Ο πάτερ, να κάθεται να κοιτάζει στωϊκά και να χαμογελά, να επιτιμά ψεύτικα. Η Ανδρούλλα να διπλοκερνά γλυκά, τσάι, μέλι, φρούτα. Η Ανδρούλλα, η μεγάλη μητέρα όχι μόνο των παιδιών μα και του πάτερ, που παρά το δυναμισμό του, χρειαζόταν κάποτε να τον συγκρατήσει και να του επιβληθεί.

Αποφασίζουμε την ανασύσταση της Μονής Μαυροβουνίου. Ετοιμάζουμε την μεγάλη εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Την εφέστιο εικόνα της Μονής μας. Παραγγέλλουμε τ’  ασημένιο κάλυμμα στην Αθήνα. Ποιός θα ‘ναι ο δωρητής αυτού του καλλιτεχνήματος;  Έψαχνα να βρώ την πιο δυνατή περίπτωση που όχι απλώς να διαθέτει χρήματα μα να ΄χει και μία ιδιαίτερη σχέση μαζί μας. Κι ο δωρητής βρέθηκε. Ο Χριστόφορος, ο νεαρός αυτός άγγελος πεθαίνει. Ο θάνατός του συγκλονίζει τους πάντας. Ο πεζός λόγος δεν αποδίδει τες χάρες αυτού του παιδιού. Ποιητές δεν μπορούμε να γίνουμε όλοι. Μου ζητά να του γράψω κάτι για το παιδί του. Πηγαίνουμε ένα βράδυ και του παίρνω το κείμενο. Δεν θα ξεχάσω το κλάμα που ‘ καμε πάνω σ’  αυτό το κείμενο. «Πάτερ, του είπα, μα δεν ήρθαμε απόψε να σε κάνουμε να κλαίεις». Το ασημένιο κάλυμμα της μεγάλης εικόνας του Αγίου Γεωργίου εγένετο «Δι’  εξόδων Ευέλθοντος Οικονόμου Παραλιμνίου και Ανδριανής πρεσβυτέρας, εις μνήμην του υιού αυτού Χριστοφόρου εν έτει χιλιοστώ εννεακοσιοστώ ενενηκοστώπέμπτώ μηνί Δεκεμβρίω». 9 Απριλίου μέρα του Πάσχα του 1996. Το Μαυροβούνι αρχίζει ξανά τη λειτουργία του. Πρώτη ακολουθία, ο Εσπερινός της Αγάπης, η ώρα 6 το απόγευμα. Μεταξύ των 13 ιερέων, πρώτος ο π. Ευέλθων. Αναγινώσκει το Ευαγγέλιον Ελληνιστί.

Αγαπούσε τους μοναχούς και βοηθούσε τα Μοναστήρια. Και μόνο τα Μοναστήρια;  Τί ιεραποστολές, τί ξένες Εκκλησίες και Πατριαρχεία. Στη λειτουργία που τέλεσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην Παναγία του Σουμελά διέκρινα από την τηλεόραση ότι το Άγιον Ποτήριον ήταν δικά μας σχέδια, Κυπριακής κατασκευής, δώρο του πατρός Ευέλθοντα…

Όλες αυτές οι σκέψεις, όλες αυτές οι εικόνες κυριαρχούσαν στην ψυχή μου τες δυο μέρες μέχρι τ’  απόγευμα της Τρίτης που μαζί μ’  ένα μοναχό μου, αφήνουμε τον Εσπερινό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και πηγαίνουμε στο παλιό αεροδρόμιο για την παραλαβή του σκηνώματός του. Το αεροδρόμιο, αφότου λειτούργησε το καινούργιο, είναι έρημο εγκαταλειμμένο, μόνο για μεταφορά εμπορευμάτων. Υπάλληλοι ελάχιστοι και ξένοι. Ρωτάμε τον ένα, ρωτάμε τον άλλο. Επιτέλους κάποιοι βρίσκουμε τη συγκεκριμένη είσοδο. Περιμένουμε. Φτάνει η νεκροφόρα και ο πάτερ Ανδρέας από το Παραλίμνι. Εισερχόμαστε σε κάτι γραφεία. Ο Δημήτρης κρατά διάφορα χαρτιά! Γίνονται κάποιες διατυπώσεις. Μου λέει διάφορα μα το πιο συγκινητικό ήταν όταν πήγε να πάρει τη σορό του πατέρα του και του ‘δειξαν μία κάσια σε μία αποθήκη με διάφορα πράγματα. Ο πατέρας του στην έσχατη ταπείνωση μόνο έρημος, ξένος σε ξένο τόπο!  Ο ίδιος ένοιωσε σαν τον Ιωσήφ που ζητά από τον Πιλάτο το σώμα του Χριστού και αυθόρμητα ερχόταν μέσα του το Δοξαστικό της Μέγ. Παρασκευής. « Τον ήλιον κρύψαντα τάς ιδίας ακτίνας» και «Δώς μοί τούτον τον ξένον…».

Πηγαίναμε όλοι πιο μέσα και μας παρουσιάζουν μία κάσια με πρόχειρο συνθετικό ξύλο. ο Δημήτρης μ’ ένα κατσαβίδι που του ‘φερε ένας ιερέας σπάζει την κάσια και κυριολεκτικά ξεσχίζει την λαμαρίνα, το δεύτερο αεροστεγές κάλυμμα. Σαν να ‘θέλε ν’  απελευθερώσει τον πατέρα του από την τριπλή φυλακή. Ανοίγει το νεκρικό κάλυμμα και γονατίζει με αναφιλητά, φιλώντας το πρόσωπο του νεκρού. Ανεβαίνω και τον αντικρύζω. Τον βλέπουν όλοι. Αυτό ήταν όλο! Ανάπνευσα μετά από δυο μέρες. Ο πάτερ κοιμόταν! Έφυγε…μέσα σ’  ένα γλυκό όνειρο. Χαμογελούσε! Το ίδιο εκείνο στωϊκό μειδίαμα που ήταν σαν να ενέπαιζε τη δειλία το άγχος τη στεναχώρια μας. Ο θάνατος, ένα χαμόγελο, ή μάλλον ένα χαμόγελο στο θάνατο!

Η σορός μεταφέρεται σε χώρο στάθμευσης του αεροδρομίου. Εκεί είναι με κάποιους άλλους η Ανδρούλλα, ο Γιώργος κι ο Λάζαρος, που από το γάμο του παιδιού του που τέλεσε ο πάτερ τον συνοδεύει τώρα νεκρόν κατά το «υμών και ο γάμος ομού και ο τάφος». Σ’  αυτό τον έρημο τόπο στραμμένοι κατά ανατολάς, δέκα περίπου άτομα, τελούμε γι’  αυτόν το πρώτο τρισάγιο στην «πάτριον χθόνα». Ήταν το πιο ταπεινό τρισάγιο που είδα στη ζωή μου! Αναχώρησαν αυτοί για το Παραλίμνι, κι εμείς για τη Μονή.

Όταν έφθασε η σορός στο σπίτι του το πλήθος ξέσπασε σε τέτοιους θρήνους και κλάματα που ακούονταν σε απόσταση, όπως στην περίπτωση του Παγκάλου Ιωσήφ «Και εκόψαντο αυτού κοπετόν μέγαν και ισχυρόν σφόδρα»(Γέν. Ν, 10). Σύντομα όμως το σκηνικό αλλάζει. Η παρηγοριά κι η ελπίδα διαχύνεται στες καρδιές όλων. Η αγρυπνία που ακολούθησε στο ναό του Αγίου Δημητρίου, οι ψαλμωδίες, ο κόσμος που κοινώνησε, όλα ήταν αλλαγμένα. «Ίνα μή λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μή έχοντες ελπίδα»(Ά. Θέσσ. Δ, 13).

Την άλλη μέρα η κηδεία, τ’  απόγευμα. Πλήθος κόσμου. Αναρίθμητοι ιερείς και εννέα Επίσκοποι. Η Νεκρώσιμη Ακολουθία τα λέει όλα. Γι’  αυτό και ο ίδιος δεν ήθελε επικηδείους λόγους, ούτε πλήρη Ιερατική Στολή. Μόνο πετραχήλι. Παρολ’  αυτά ο οικείος Επίσκοπος, ο Κωνσταντίας Βασίλειος λέει τον επικήδειον και ο υιός του, Δημήτρης, διαβάζει κείμενο του ιδίου του πατέρα του που τό’ χε γράψει για την συγκεκριμένη αυτή μέρα. Ο Δημήτρης προσθέτει στο τέλος ολόκληρο το δοξαστικό της Μέγ. Παρασκευής. «Τον ήλιον κρύψαντα τάς ιδίας ακτίνας…δώς μοί τούτον τον ξένον…δώς μοί τούτον τον ξένον». Στο κοιμητήριο σορός τίθεται πάνω στην πλάκα του τάφου του γιού του. Τον ασπάζονται οι δικοί του. Η πρεσβυτέρα πέφτει στο πρόσωπό του και τον αποχαιρετά με λόγια σπαραξικάρδια. τέλος του καλύπτουν το πρόσωπο με τον αέρα. ο Λεμεσού τελεί την ταφήν.

Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ…συλλειτουργέ και φίλε π. Ευέλθων, ο θάνατός σου τραντάζει την ύπαρξί μας. Πορεύου την οδόν της δικαιοσύνης και των καλών έργων σου. Ήσουνα ο άνθρωπος των έργων και όχι της θεωρίας. Ο Χριστόφορος δικαιούται και αυτός την παρέα του πατέρα του. Μετάφερέ του την αγάπη μας την παντοτεινή μνήμη και νοσταλγία της ωραίας ψυχής του. Δεν ήσουν ένας απλός ιερέας. Ήσουνα ο «πατριάρχης» του Παραλιμνιού. Δυνατός, αποφασιστικός, γενναίος. Όλοι νιώθουν ασφάλεια κοντά σου. Τώρα το σκηνικό αλλάζει. Η σιωπή είναι το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος. Παρόλο που σαν χαρακτήρας δεν είχες μοναχική κλίση, αγαπούσες τους Μοναχούς και στήριζες τα Μοναστήρια. Εις το Μοναστήρι ετελειώθης. Σ’  ευγνωμονούμε για την αγάπη και τη συμπαράστασή σου στη Μονή μας. Πάντοτε θα μνημονεύουμε το  όνομά σου μαζί με το  όνομα του προσφιλούς σου τέκνου. Ετοίμαζε για όλους μας «φιλοξενίαν». «Ξενίας δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης, εν υπερώω τόπω». «Εις την ποθεινήν πατρίδα». Αιωνία σου η μνήμη.

Ηγούμενος της Μονής Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου

Αρχιμ. Συμεών