Γενικά ΘέματαΟρθόδοξη πίστη

Υπηρέτες Χριστού και οικονόμοι μυστηρίων Θεού[1]

29 Ιουνίου 2012

Υπηρέτες Χριστού και οικονόμοι μυστηρίων Θεού[1]

Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου

κ.κ. Χρυσοστόμου Β’

Η τελευταία ημέρα του Ιουνίου είναι αφιερωμένη από την Αγία μας Εκκλησία στην μνήμη των αγίων Δώδεκα Αποστόλων, με το έργο των οποίων Αυτή θεμελιώθηκε, γι’ αυτό και ονομάστηκε Αποστολική.

Για να τιμήσουμε την μνήμη αυτών των θεμελίων της Εκκλησίας (βλ. Αποκ. Ιωάν. κα’, 19 – 20) και για να αντιληφθούν οι Χριστιανοί μας την απροσμέτρητη αξία τους, Θα τους αφιερώσουμε τις επόμενες γραμμές, με την επίγνωση ότι όσα θα γραφούν, δεν θα είναι αντάξια αυτών, οι οποίοι είναι ο δωδεκάστερος στέφανος της Νύμφης του Χριστού (βλ. ο.π., ιβ’, 1).

Όπως ο άγιος Ευαγγελιστής Λουκάς μας πληροφορεί, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, μετά από ολονύκτια προσευχή, «…προσεφώνησε τους μαθητάς αυτού[2], και εκλεξάμενος απ αυτών δώδεκα, ους και αποστόλους ωνόμασε» (Λουκ. στ’, 13). Μας δίνει κατόπιν και τα ονόματά τους: «Σίμωνα, ον και ωνόμασε Πέτρον, και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού. Ιάκωβον και Ιωάννην, Φίλιττπον και Βαρθολομαίον[3]. Ματθαίον και Θωμάν. Ιάκωβον τον του Αλφαίου και Σίμωνα τον καλούμενον Ζηλωτήν. Ιούδαν Ιακώβου και Ιούδαν Ισκαριώτην, ος και εγένετο προδότης» (Λουκ. στ’, 14 – 16). Την θέση του Ιούδα έλαβε με κλήρωση ο Ματθίας (βλ. Πράξ. α’, 23 – 26).

Η εκλογή αυτών των Δώδεκα από τον Κύριο δεν ήταν ούτε τυχαία, ούτε αυθαίρετη. Γνωρίζοντας -ως παντογνώστης Θεός- την άδολη πίστη τους και την αγαθή προαίρεσή τους, τους επέλεξε για το μεγάλο έργο του ευαγγελισμού της ανθρωπότητος. «Ότι ους προέγνω, και προώριοε… ους δε προώρισε, τούτους και εκάλεσε…» (Ρωμ. η’, 29). Αυτούς κατέστησε υπηρέτες Του και οικονόμους των μυστηρίων του Θεού.

Κάτι πού αποδεικνύει πόσο έτοιμοι ήσαν εσωτερικά, να αποδεσμευτούν από κάθε εγκόσμια φροντίδα και να αφοσιωθούν πλήρως στον καλέσαντα Κύριο, είναι το γεγονός των Ιακώβου και Ιωάννου, οι οποίοι μετά την κλήση τους «…ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών ακολούθησαν αυτώ» (Ματθ. δ’, 22).

Ποιος όμως είναι ο ρόλος του Αποστόλου; Στους χρόνους του Κυρίου, Απόστολος λέγεται αυτός, ο οποίος αποστέλλεται από κάποιο σημαντικό πρόσωπο (π.χ. βασιλέα) ως αντιπρόσωπος, προκειμένου να επιτελέσει κάποιο σπουδαίο έργο στο όνομα του αποστέλλοντος.

Με αυτή την έννοια, πρώτος Απόστολος του Ουρανίου Βασιλέως για την επιτέλεση του έργου της σωτηρίας του κόσμου, είναι αυτός ο ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός[4].

Αφού ο Κύριος ολοκλήρωσε το επίγειο μέρος της δίκης Του αποστολής, ανέθεσε την συνέχιση της στους Δώδεκα Μαθητές πού επέλεξε, λέγοντας τους: «…καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς» (Ιωάν. κ’, 21), «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Μάρκ. ιστ’, 15).

Για να φανεί ότι το έργο της σωτηρίας του κόσμου, πού με αυταπάρνηση και ζήλο μεγάλο επετέλεσαν οι άγιοι Απόστολοι, δεν ήταν ανθρώπινο, αλλά έργο του Τριαδικού Θεού, «…τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα καταισχύνη τα ισχυρά» (Α’ Κορ. α’, 27 – 28).

Βλέπουμε, λοιπόν, δώδεκα σχεδόν αγράμματους και κατά πλειονότητα ψαράδες στο επάγγελμα ανθρώπους να αναλαμβάνουν μια αποστολή, η οποία όχι μόνο για τα δικά τους, αλλά και γενικώς για τα ανθρώπινα μέτρα είναι ακατόρθωτη! Όταν όμως την ημέρα της Πεντηκοστής κατέρχεται και τους πλημμυρίζει το Άγιον Πνεύμα (βλ. Πράξ β’, 1 – 5), τότε «η Θεία Χάρις η τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληροϋσα»[5] τους μεταβάλλει σε Αποστόλους, άξιους συνεχιστές του έργου του πρώτου Αποστόλου και Σωτήρος Χριστού.

Έτσι, οι αλιείς των ψαριών έγιναν -κατά την πρόρρηση του Κυρίου- «αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. δ’, 19) και με το αγκίστρι του λόγου ανέσυραν από τον βυθό της πλάνης αμέτρητα λογικά ψάρια, τους πλανεμένους ανθρώπους. Αυτό συνέβη, διότι ο λόγος των Αποστόλων δεν ήταν πλέον λόγος ανθρώπων και μάλιστα αγραμμάτων, αλλά λόγος Θεού. «Ου γαρ υμείς έστε οι λαλούντες, αλλά το Πνεύμα του Πατρός υμών το λαλούν εν υμίν» (Ματθ. ι’, 20), τους βεβαίωσε ο Κύριος.

Παρά το γεγονός ότι ήσαν άσημοι, πάμπτωχοι, άοπλοι, αδύναμοι, «ως πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι’, 16) και έγιναν «θέατρον… τω κόσμω. και αγγέλοις και ανθρώποις» (Α’ Κορ. δ’, 9)· παρά το γεγονός ότι επιτελούσαν το αποστολικό τους έργο πεινασμένοι, διψασμένοι, κουρελιασμένοι, ξυλοδαρμένοι, «λοιδορούμενοι», «διωκόμενοι», «βλασφημούμενοι»· παρά το γεγονός ότι κατήντησαν να θεωρούνται «ως  περικαθάρματα του κόσμου» και «πάντων περίψημα»[6], με το κήρυγμα τους «μάλλον δε προσετίθεντο πιστεύοντες τω Κυρίω πλήθη ανδρών τε και γυναικών» (Πράξ. ε’, 14).

Στην αθρόα προσέλευση του λαού στην Εκκλησία, εκτός από το κήρυγμα των Αποστόλων, συνέβαλε το πλήθος των σημείων (θαυμάτων), τα οποία αυτοί τελούσαν, αφού ο Κύριος τους έδωσε το χάρισμα, λέγοντας: «Ασθενούντας θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε, νεκρούς εγείρετε, δαιμόνια εκβάλλετε» (Ματθ. ι’, 8).

Ο Κύριος όμως δεν προίκισε τους Αποστόλους μόνο με το χάρισμα των «σημείων», αλλά με όλη την εξουσίαν, πού ο Ίδιος είχε λάβει «εν ούρανω και επί γης» (Ματθ. κη’, 18). Έτσι, βλέπουμε να τους κάνει μετόχους στο δικαίωμα του «δεσμείν και λύειν», πού άνηκε μέχρι τότε αποκλειστικά στον Θεό: «Όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ. ιη’, 18).

Με όλα αυτά τα χαρίσματα και την εξουσία προικισμένοι οι άγιοι Απόστολοι, καθοδηγούμενοι συνεχώς από το Άγιον Πνεύμα, οργάνωσαν το Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, χειροτονώντας κατά τόπους επισκόπους, πρεσβυτέρους και διακόνους «ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού» (Πράξ. κ’, 28).

Έδειξαν, τέλος, με την συγκρότηση της Αποστολικής λεγομένης Συνόδου (βλ. Πράξ. ιε’, 1 – 21) τον τρόπο επιλύσεως των θεμάτων πίστεως και κανονικής τάξεως, τα οποία κατά καιρούς ανακύπτουν στην Εκκλησία. Η Αποστολική Σύνοδος έγινε το πρότυπο για την συγκρότηση στη συνέχεια των Τοπικών και κυρίως των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες «εν Αγίω Πνεύματι» διετύπωσαν τα Δόγματα της Πίστεως και τους Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι ρυθμίζουν τα θέματα διοικήσεως και πνευματικής ζωής της Εκκλησίας.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι το Άγιον Πνεύμα, το οποίο καθοδηγούσε τους Αποστόλους «εις πάσαν την αλήθειαν» (Τωάν. ιστ’, 13) και τους εστήριζε στην δύσκολη, αλλά σωτήρια αποστολή τους, είχε ήδη προτυπώσει και προεικονίσει αυτούς και το έργο τους στην Παλαιά Διαθήκη με πολλούς τύπους. Ας δούμε μερικούς:

Οι δώδεκα υιοί του Ιακώβ, οι κατά σάρκα γενάρχες του Ισραηλιτικού λαού, προτύπωσαν τους Δώδεκα Αποστόλους, οι οποίοι με το ευαγγελικό κήρυγμα γέννησαν εν Χριστώ (βλ. Α’ Κορ. δ’, 15) και έγιναν κατά πνεύμα γενάρχες του νέου Τσραήλ, του πλήθους δηλαδή των πιστών της Εκκλησίας.

Δώδεκα ήσαν οι πηγές των υδάτων στην όαση Αιλείμ (βλ. Έξοδ. ιε’, 27)[7], όπου κατεσκήνωσε ερχόμενος από την Αίγυπτο ο λαός του Ισραήλ και από αυτές ήπιε και ξεδίψασε. Πηγές πνευματικού ύδατος έγιναν οι Δώδεκα Απόστολοι, πού ξεδίψασαν με τα νάματα του θείου λόγου την ανθρωπότητα.

Δώδεκα ήσαν οι χάλκινοι βόες (βόδια) (βλ. Γ’ Βασιλ. ξ’, 30)[8], πάνω στους οποίους στηριζόταν ιι χάλκινη θάλασσα στον ναό του Σολομώντος και προτύπωναν τους Αποστόλους, οι οποίοι ως «λογικοί βόες» εγεώργησαν με το άροτρο του Σταυρού ολόκληρη την γη, για να καρποφορήσει η σωτηρία των ανθρώπων.

Δώδεκα ήσαν και οι κώδωνες (βλ. Έξοδ. κη’, 29 – 30) στην στολή του Αρχιερέως (πού ιερουργούσε στο ναό του Σολομώντος), ο ήχος των οποίων προτύπωνε το κήρυγμα των Δώδεκα Αποστόλων, με το οποίο καθιερώθηκε στην γη η «εν πνεύματι και αληθεία» προσκύνηση και λατρεία του Θεού.

Μετά από αυτή τη σύντομη αναφορά στις προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης, δεν μένει παρά να κλείσουμε με τους εγκωμιαστικούς λόγους προς τους Αποστόλους ενός εκκλησιαστικού ρήτορα, λέγοντας μαζί του:

«Χαίρετε πύλαι της άνω Σιών, ας αληθώς ηγάπησεν ο Κύριος υπέρ πάντα τα σκηνώματα Ιακώβ[9]. Χαίρετε των του κόσμου κτισμάτων η απαρχή, των δαιμόνων η συντριβή, των πιστών η καταφυγή… των πλανωμένων οι οδηγοί, των εσκοτισμένων οι φωτισταί, των αρρωστούντων οι ιαταί· χαίρετε και ικετεύσατε τον πάσης παρακλήσεως και χάριτος Θεόν… την οικείαν επισκέψασθαι κληρονομίαν… και θείναι… τους άρχοντας εν ειρήνη, ώστε εμπλιισθήναι την σύμπασαν γην της επιγνώσεως Αυτού… και προσκυνείν τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, τη μια Θεότητι και Βασιλεία και Δυνάμει νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν»[10].

Σημειώσεις:

  1. Βλ. Α’ Κορ. δ’. 1.
  2. Εννοεί τους ακροώμενους και δεχόμενους την διδασκαλία Του.
  3. Τον καλούμενο και Ναθαναήλ στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου (βλ. Ιωάν. α’, 46).
  4. «Όθεν. αδελφοί άγιοι…. κατανοήσατε τον απόστολον και αρχιερέα της ομολογίας ημών Χριστόν Ιησούν, πιστόν όντα τω ποιήσαντι αυτόν» (Εβρ. γ’, 1 – 2).
  5. Ευχή χειροτονίας των κληρικών.
  6. Όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος εξ ονόματος και των λοιπών Αποστόλων (βλ. Α’ Κορ. δ’, 11 – 13).
  7. Εκεί ήσαν και εβδομήντα στελέχη φοινίκων πού προεικόνιζαν τους άλλους Εβδομήντα Αποστόλους (βλ. Λουκ. ι’, 1 – 12).
  8. «Θάλασσα» ήταν μία τεράστια χάλκινη δεξαμενή νερού για τις ανάγκες του Ναού.
  9. Βλ. Αποκ. Ιωάν. κα’, 12 – 14 και Ψαλμός πστ’ (86), 2.
  10. Νικήτα Ρήτορος του Παφλαγόνος, Εγκώμιον εις τους Αγίους Ενδόξους και Πανευφήμους Δώδεκα Αποστόλους. Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμος ΣΤ. σελ. 493.

Πηγή: Ορθόδοξο Πνευματικό Έντυπο «Παρέμβαση Εκκλησιαστική», Απρίλιος – Ιούνιος 2012, Έτος 5ο, Τεύχος 19ο, Εκδότης Γραφείο Εκκλησιαστικής Κατηχήσεως και Διακονίας Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, Λευκωσία