Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Ιωσήφ Βατοπαιδινός

Συναξάριον Ιερέως Ιωάννου Π. Παπανικολάου, ιεροδιδασκάλου (8 Μαΐου 1911 – 24 Ιουλίου 1986)‏

24 Ιουλίου 2012

Συναξάριον Ιερέως Ιωάννου Π. Παπανικολάου, ιεροδιδασκάλου (8 Μαΐου 1911 – 24 Ιουλίου 1986)‏

Παπα-Γιάννης Παπανικολάου

Ο Ιωάννης Π. Παπανικολάου πρωτότοκο παιδί της πολυτέκνου, ευσεβούς και φιλοθέου οικογενείας του Παναγιώτου Παπανικολάου και της Μαρίας, το γένος Καρδαρά, γεννήθηκε στην Κώμη Αρφαρά Μεσσηνίας, στις 8/5/1911.

Διακούσας τα μαθήματα του Δημοτικού και του Ελληνικού Σχολείου Αρφαρών, φοίτησε στο Γυμνάσιο Καλαμάτας και το 1926 εισήχθη στο Ιεροδιδασκαλείο Τριπόλεως.

Το 1928 κατηργήθη το Ιεροδιδασκαλείο Τριπόλεως, λόγω της πραγματοποιηθείσης τότε εκπαιδευτικής μεταρρυθμίσεως, και στη θέση του λειτούργησε το Διδασκαλείο Τριπόλεως, από το οποίο απεφοίτησε με ΑΡΙΣΤΑ το 1932.

Σε σημειώσεις του αναφέρει ότι η πάνσοφος πρόνοια του Θεού τον ηξίωσε να συνδεθή και να γίνη πνευματικό παιδί του Αρχιμανδρίτου π. Θεοδώρου Κωτσάκη, αδελφού του καθηγητού της αστρονομίας, ο οποίος καταγόταν από τα Φιλιατρά και ήταν και καθηγητής του στο Ιεροδιδασκαλείο Τριπόλεως (1926-1929). Ήτο ο εμπνευσμένος ηγέτης, η ψυχή και η πνοή του ιεροδιδασκαλείου.

Ο π. Θεόδωρος ήταν μία πολυσχιδής προσωπικότητα της Εκκλησίας, μαχητής της πίστεως, με πλούσιο πνευματικό και κοινωνικό έργο. Ηγάπησε «υπέρ πάντα» τα τερπνά του κόσμου, τον Θεόν, τον Νόμον Του, την Εκκλησίαν Του, την προσευχήν, την νηστείαν, την αγρυπνίαν, την ησυχίαν και πάσαν αρετήν.

Εκτιμούσε ιδιαιτέρως τον μικρό τότε Ιεροσπουδαστή Γιάννη Π. Παπανικολάου και ανυπομονούσε να τον δη ιερέα. Διότι «καθημερινώς απεδείκνυε προκοπήν εις την κατά Χριστόν παιδείαν, μετουσιών τα λαμβανόμενα, επιδιδόμενος εις θεολογικό καταρτισμό, παρακολουθών με ζήλο τα μαθήματα με άριστη επίδοση, επιμέλεια και επίγνωση της ευθύνης του. Αισθάνομαι ως ευλογίαν την γνωριμίαν με αυτόν τον νέον, ο οποίος είναι από τα αξιολογώτερα στελέχη των νέων του κύκλου και συμμετέχει ενεργώς εις το πνευματικό και κοινωνικό έργο που επιτελούμε στο Νομό Αρκαδίας. Η καλή και ενάρετος συμπεριφορά του, η πιστή και εύορκος εκπλήρωσις των καθηκόντων του, η χρηστή και ιεροπρεπής διαγωγή του αποτελούν εγγύησιν ότι η διακονία του μελλοντικώς θα είναι επιτυχημένη και η εργασία του ευλογημένη». Αυτά έγραφε ο Αρχιμανδρίτης π. Θεόδωρος Κωτσάκης στον Αρχιμανδρίτη π. Ιωάννη Μακρόπουλο, αναφερόμενος εις τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του μικρού ιεροσπουδαστού.

Μέσα από τις πνευματικές συνάξεις και την μεγαλειώδη κοινωνική δράση του π. Θεοδώρου ο ιεροσπουδαστής είχε την εύκαιρία να γνωρίση και να συνδεθή με προσωπικότητες της κοινωνικής ζωής της Τριπόλεως όπως με τον Βασίλειο Ζιόμπολα, ανώτερο υπάλληλο του ΟΤΕ και μετέπειτα κουμπάρο του (ο οποίος τον στεφάνωσε και βάπτισε τον πρωτότοκο υιό του Παναγιώτη) και με τον Βασίλειο Μπιτσανά επιχειρηματία (που αργότερα έγινε και νονός του δευτερότοκου υιού του Βασίλη).

Τον Μάρτιο του 1932 διωρίστηκε διδάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο του Σταματινού Μεσσηνίας. Και έπνευσε άνεμος αναδημιουργίας στη μικρή κοινότητα με πρωτοβουλίες πρωτόγνωρες από τον νεαρό διδάσκαλο. Χαρακτηριστικό είναι το αφιέρωμα του παλαιού μαθητού του Παναγ. Ιωάν. Μωραγιάννη στο περιοδικό «Σταματινού», τον Μάρτιο του 1984:

«Η 25η Μαρτίου άρχισε να γιορτάζεται, όταν λειτούργησε το Δημοτικό Σχολείο στο χωριό μας. Έφθασε στο κορύφωμα των εορταστικών εκδηλώσεων πριν 50 χρόνια, όταν ήλθε ο πρωτοδιόριστος δάσκαλος Ιωάννης Π. Παπανικολάου. Ενθουσιώδης νέος αλλά και συντοπίτης από τ Άρφαρά. Έδωσε όλον τον εαυτόν του για τη μόρφωση των παιδιών μας, στα τρία χρόνια (1932-35) που υπηρέτησε στο Δημοτικό Σχολείο Σταματινού. Σαν την εποχή αυτή δεν εγνώρισε άλλη το Σχολείο μας. Όχι γιατί οι εκπαιδευτικοί που πέρασαν υστερούσαν, αλλά γιατί δεν ευνόησαν οι περιστάσεις να παρουσιάσουν τη δραστηριότητα του δάσκαλου Ιωάν. Π. Παπανικολάου.

Αλησμόνητες έχουν μείνει οι εντυπώσεις σε μικρούς και μεγάλους της εποχής εκείνης. Το σχολείο την ημέρα του Ευαγγελισμού ήταν στολισμένο με μυρτιές και σημαίες, τα παιδιά όλα απήγγειλαν ποιήματα και διάλογους, τραγουδούσαν και χόρευαν τους Εθνικούς χορούς φορώντας φουστανέλλες, γελέκια και φέσια και ρίχνοντας μπαταριές με τα τουφέκια. Κάτι παρόμοιο γινόταν και κατά τις εξετάσεις στο τέλος του σχολικού έτους, αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε μια άλλη φορά.

Πάνω από 70 μαθητές πέρασαν από το δάσκαλο που συνδύαζε την μεγάλη αυστηρότητα, αλλά και τη μεγάλη αγάπη που έτρεφε γι’ αυτούς. Μα κι’ αυτοί σήμερα μιλούν με σεβασμό και αγάπη για το δάσκαλο τους και τούτο γιατί την εξέλιξή τους και την αποκατάστασή τους την οφείλουν κατά μέγα μέρος στις αρχές που πήραν άπ’ αυτόν, για τούτο και τον ευγνωμονούν».

Το 1933 συνήψε ευτυχή γάμο με την Ελένη Βασ. Πετροπούλου, κόρη θεοσεβούς οικογενείας από τα Αρφαρά, και απέκτησαν έξι παιδιά, πέντε αγόρια και ένα κορίτσι (Παναγιώτης, Βασίλης, Γιώργος, Σταύρος, Μαρία και Λευτέρης).

Το 1935 μετετέθη στο Δημοτικό Σχολείο Αρφαρών, με προσωρινές αποσπάσεις σε Τσουκαλέϊκα και Πήδημα για υπηρεσιακούς λόγους.

Τα έτη 1948-49 υπηρέτησε πάλι στο Πήδημα. Το 1960 ανέλαβε τη Διεύθυνση του Δημοτικού Σχολείου Αρφαρών, μετά την συνταξιοδότηση του εκλεκτού εκπαιδευτικού Αλέκου Αναστασόπουλου. Η δημοτική εκπαίδευση Μεσσηνίας, λόγω της παιδαγωγικής του επάρκειας τον προήγαγε σε Διευθυντή Α’. Λίγοι στο Νομό είχαν τον βαθμό του.

Παρέμεινε ενεργός εκπαιδευτικός μέχρι το 1968, οπότε και συνταξιοδοτήθη. Το έργο του ήταν πλούσιο και συνεδύαζε άριστα την αγάπη με την αυστηρότητα.

Εκπαιδευτικά συνέδρια, εκδηλώσεις του Δημοτικού Σχολείου Αρφαρών (θεατρικές παραστάσεις, ετήσιες γυμναστικές επιδείξεις σε συνεργασία με σχολεία της περιοχής) και η ανέγερσις συγχρόνου κτιρίου του Δημοτικού έφεραν την σφραγίδα του. «Το σχολείο κτίσθηκε με αυτεπιστασία» που σημαίνει συντονισμό εργολάβων, τεχνιτών, προμήθεια και μεταφορές υλικών και γενικά όλες τις ευθύνες, τον κόπο και τον μόχθο για την ανέγερση ενός τεραστίου οικοδομήματος. Έτσι απέσπασε επανειλημμένως την εύφημον μνείαν του Γενικού Επιθεωρητού Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Μεσσηνίας. Η συμμετοχή του στην εγκαθίδρυση του Γυμνασίου ήταν εξ ίσου σημαντική. Και όλα αυτά βεβαίως πέρα και έξω των θεσμοθετημένων καθηκόντων και των ύπό του νόμου προβλεπομένων υποχρεώσεών του», (από το περιοδικό «ΑΜΦΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ» 3/8/1997).

Όσον αφορά την εγκαθίδρυση του Γυμνασίου, έγιναν μεγάλες προσπάθειες, διότι το διεκδικούσαν και άλλα χωριά. Πρέπει να ήταν αρκετά δύσκολη υπόθεση, διαφορετικά δεν εξηγείται ο όγκος της αλληλογραφίας του με τον αείμνηστο Παναγιώτη Γεωργούντζο, ανώτατο εκπαιδευτικό σύμβουλο του Υπουργείου Παιδείας, του οποίου η βοήθεια ήταν μεγάλη, τόσο για την εγκαθίδρυση του Γυμνασίου, όσον και διά την στελέχωσή του με καθηγητάς, που αποτελούσε και αυτό ένα πρόκριμα για την παραμονή του Γυμνασίου.

Ήταν βαθύς μελετητής της παιδικής ψυχής, καθοδηγητής, άνθρωπος του καθήκοντος, αγαπούσε υπερβολικά το παιδί και ήταν ευσυνείδητος και φιλόπονος εργάτης της Παιδείας.

Ήταν η ψυχή του Σχολείου, πρώτος ερχόταν και τελευταίος έφευγε. Δεν είχε ωράριο, ποτέ δεν είχε πάρει άδεια και σαν φωτισμένος διδάσκαλος διαπαιδαγωγούσε τις αγνές ψυχές των παιδιών του, που τα ένοιωθε, «χρυσή ελπίδα της αύριον». Έλεγε: «Τα παιδιά μας είναι η αυριανή κοινωνία μας. Η οργάνωση και η ανέλιξή της εξαρτάται από την δική μας προσφορά και επιδεξιότητα να μεταγγίζουμε σε αυτά αγάπη, γνώση, ιδανικά και σταθερές αξίες για την αναβάθμιση της κοινωνίας μας».

Προσπαθούσε να είναι καταρτίζεται συνεχώς και να ενημερώνεται με περιοδικά και βιβλία της επιστήμης του. Διέκρινε τις ικανότητες, την κλίση των μικρών μαθητών και ήταν σε στενή συνεργασία με τους γονείς τους, προκειμένου να υπάρχη η αμφίδρομος ενημέρωση διά την σωστή διαπαιδαγώγηση και την πρόοδο των μικρών μαθητών.

Αγωνιζόταν για ένα καλύτερο σχολείο με αυστηρότητα και αγάπη προς τα παιδιά. «Επιβάλλεται εις τους πατέρας η πρόνοια διά τα παιδιά των και εις τους διδασκάλους η φροντίς διά τους μαθητάς των» (Μέγας Βασίλειος). Ήταν υπέρμαχος των λελογισμένων τιμωριών, όπως και οι περισσότεροι και αξιολογώτεροι παιδαγωγοί και ψυχολόγοι. Έλεγε ότι η επανειλημμένη συγχώρηση των σφαλμάτων, οδηγεί το παιδί στην αποθράσυνση και την ασυδοσία: «Και γάρ τοιαύτη των ανθρώπων η φύσις, όταν αμαρτάνουσα μή αναχαιτίζηται, αλλά άδειας απολαύει, περαιτέρω προιούσα κατά κρημνών άπεισιν» (Ιωάννης Χρυσόστομος).

Πίστευε και συνεβούλευε τους γονείς ότι η σωστή διαπαιδαγώγηση του παιδιού επιβάλλει ως έσχατο μέσον την τιμωρία, όταν τα άλλα μέσα αγωγής, δηλαδή νουθεσίες, συμβουλές, καλωσύνη και στοργή αποβαίνουν άκαρποι: «Η ποινή έχει νόημα ως θεραπεία· η θεραπεία έχει νόημα ότι επαναφέρει στην υγεία. Μόνο προς αυτή την κατεύθυνση η ποινή και η τιμωρία είναι δικαιολογημένη. Εάν η τιμωρία δεν βοηθά εις την άνοδο ο σκοπός της απέτυχε» (Α. Ασπιώτης, Ψυχίατρος).

Ως χριστιανός-διδάσκαλος και εκπρόσωπος του Θεού οδηγούσε τους μαθητάς κοντά στον απαράμιλλο διδάσκαλο και παιδαγωγό μας Ιησούν Χριστόν, ο οποίος είναι η πηγή όλων των πνευματικών και ηθικών αναγεννήσεων.

Κατόρθωνε με μηνύματα από τις γραφές και με την ερμηνεία του Ευαγγελίου, η οποία γινόταν κάθε Σάββατο (σε ειδική ώρα, στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού) να στρέφη τη βούληση των μικρών μαθητών προς το αγαθό και να τους εμπνέη την αγάπη και την λατρεία σε ό,τι ώραιο και υψηλό υπάρχει στη ζωή του άνθρώπου.

Είδος πρακτικής έξασκήσεως στα «μαθήματα» του αλτρουισμού και της αγάπης προς τον πλησίον ήταν οι τακτικές επισκέψεις των μαθητών στα φιλανθρωπικά ιδρύματα της Μητροπόλεως Μεσσηνίας. Η προσωπική προσφορά των περιελάμβανε μία καραμέλα, ένα χριστιανικό τραγούδι ή κάποιο μεγαλύτερο δώρο προς τους ενδεείς συνανθρώπους μας.

Το γεγονός αυτό είχε επισημανθή και προβληθή ως παράδειγμα προς μίμηση από τον τοπικό ποιμενάρχη. Έτσι, κοντά στον Χριστό και με τα μηνύματα του Ναζωραίου, γαλουχούσε τους μικρούς μαθητάς και τους καθιστούσε υπεύθυνους και ικανούς να εργάζωνται για την τελείωση της προσωπικότητάς τους.

Στην επιτέλεση του θείου έργου του πίστευε πως η δύναμη του ουρανού ήταν καταλυτική και είναι αξιομνημόνευτες οι αυτοσχέδιες προσευχές του με τους μικρούς μαθητάς. «Όχι μόνο να μιλάμε εις τα παιδιά για το Θεό, αλλά πρέπει να μιλάμε και να παρακαλάμε τον Θεό για τα παιδιά μας», έλεγε τακτικά.

Συνεπώς, το Θείο και ιερό έργο της αγωγής προάγεται και συντελείται αποτελεσματικά μόνον από ανθρώπους, που οι ψυχές τους δονούνται από τον παλμό της αρετής. Και εδώ δημιουργείται θέμα επιτακτικής ανάγκης επαναλειτουργίας των Ιεροδιδασκαλείων στη σύγχρονη πραγματικότητα για τη δημιουργία «καλών καγαθών πολιτών», που τόση ανάγκη έχει η σύγχρονη κοινωνία μας. Το γεγονός αυτό είχα επισημάνει ποικιλοτρόπως, με αποκορύφωμα σχετικές παρεμβάσεις μου στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.

Τον πυρπολούσε ο πόθος για την δημιουργία ενός σχολείου που να εξυπηρετή τη ζωή και να κατεργάζεται το μέλλον της κοινωνίας. Με αντικειμενικό σκοπό όχι μόνο τη μετάδοση γνώσεων στα παιδιά, αλλά την ανάπτυξη πνευματικών δυνάμεων και τον εφοδιασμό των με ηθικές αξίες και ιδανικά που θα χρησιμεύσουν ως πηδάλιο ζωής. Γιατί «η πολιτεία που δεν έχει βάση την παιδεία είναι οικοδομή στην άμμο» (Κοραής).

Το 1937 το Δ.Σ. της Χριστιανικής Ενώσεως Αμφείας Μεσσηνίας, εκτιμώντας τις αρετές του νεαρού διδασκάλου Γιάννη, του ανέθεσε τα καθήκοντα του υπευθύνου κατηχητού της Ενώσεως.

Είχε ήδη ο νεαρός διδάσκαλος εμφανίσει δείγματα λαμπρού ήθους και ορθοδόξου ακτινοβολίας. Εμαρτυρούνταν ως άνδρας σθένους, θελήσεως και χαρισμάτων περί την πίστη, άξιος και Εκκλησιαστικού βαθμού. Διεδέχθη τον επί μικρό χρονικό διάστημα υπηρετήσαντα στην ιδία θέση, θεολόγο καθηγητή Περικλή Γιαννακόπουλο, εξέχουσα προσωπικότητα της εποχής εκείνης.

Παπα-Γιάννης Παπανικολάου

« ΕΝ ΑΝΑΒΑΣΕΙ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΔΟΞΑΣΕ ΠΕΡΙΒΟΛΗΝ
ΑΓΙΑΣΜΑΤΟΣ… ΩΣ ΗΛΙΟΣ ΕΚΛΑΜΠΟΝ ΕΠΙ ΝΑΟΝ ΥΨΙΣΤΟΥ»

Όλα αυτά τα χρόνια εκαμινεύετο μέσα του ο σφοδρός πόθος για το λειτούργημα της Ιερωσύνης, γνωρίζοντας άριστα όλα εκείνα που συνιστούν τον άξιο υπηρέτη του Αγιωτάτου Θυσιαστηρίου.

Την 1ην Ιουνίου του 1939 σε ηλικία 28 ετών εδέχθη την χάρη του Αγίου Πνεύματος, γονατισμένος, μπροστά στο θυσιαστήριο του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης Καλαμάτας (Μονή Καλογραιών) που τον ανέδειξε στον πρώτο βαθμό της Ιερωσύνης, αυτού του Διακόνου.

Την 29ην του ιδίου μηνός η θεία χάρη τον ύψωσε στον δεύτερο βαθμό Ιερωσύνης, του Πρεσβυτέρου, στον Ναό των Αγίων Θεοδώρων Αρφαρών. Εχειροτονήθη υπό του μακαριστού Μητροπολίτου Μεσσηνίας Πολυκάρπου Συνοδινού.

Αμέσως κατέκτησε την αγάπη και την εκτίμηση των συμπατριωτών του. Ευγενής, εξυπηρετικός, φιλάνθρωπος, αφιλοχρήματος και ιδιαιτέρως φιλόθρησκος και φιλόθεος.

Η «κλήσις και η κλίσις» αλλά και η σύνδεσή του με Αγίους πνευματικούς πατέρας της έποχής εκείνης, όπως με τους αρχιμανδρίτας πατέρα Ιωάννην Μακρόπουλο, τον πατέρα Ιωήλ Γιαννακόπουλο, τον ιερομόναχο Ευσέβιο Θεριακή, τον ιερομόναχο Θεοδόσιο Λαμπρόπουλο και άλλες φωτεινές προσωπικότητες της Εκκλησίας μας συνήργησαν, ώστε ο νεαρός διδάσκαλος, με την βοήθεια του Θεού, να κατευθύνεται στον δρόμο του μεγάλου προορισμού του, του καλού ποιμένος και του θειοτάτου υπουργήματος της Εκκλησίας.

Επισημαίνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Αρφαραίων, κατόπιν ψηφοφορίας των ενοριτών και σύμφωνα με τους κανόνες τότε επιλογής των εφημερίων τον εξέλεξαν (με μεγάλη πλειοψηφία έναντι του συνυποψήφιου του) εφημέριο του ναού των Αγίων Θεοδώρων.

Ανέλαβε το μέγιστο και θειότατο υπούργημα της Εκκλησίας, διότι η ιερωσύνη τελείται επί της γής «έχει όμως τάξιν εν τοις ουρανοίς, καθ’ όσον ούτε Άγγελοι ούτε άνθρωποι διέταξαν αυτήν, αλλά αυτός ο Κύριος».

«Ετέθης λύχνος, ίνα λάμπης μεταξύ των ανθρώπων διά του ήθους, της μορφώσεως και του παραδείγματός σου.

Με την βοήθειαν της θείας χάριτος κατετάγης στην ιερώνυμον φάλαγγα των μαχητών της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Βαρεία η εντολή, δυσχερής η αποστολή, υψηλή η διακονία, θεία η ανατιθέμενη υπηρεσία και είμαι σίγουρος ότι θα επιτύχης», έγραφε ο πανοσιολογιώτατος π. Ιωάννης Μακρόπουλος στον νέο χειροτονηθέντα λειτουργό του Υψίστου, «διότι είσαι υπόδειγμα Ευαγγελικού βίου και εκτελείς τα ιερά καθήκοντά σου ατομικά και εφημεριακά με φόβο Κυρίου, με θείον έρωτα, με τον έντονο πόθο, ίνα ευαρεστήσης τον Θεό και ωφελήσης ψυχικώς τους ενορίτας σου».

Είναι αξιοσημείωτος η προσφορά του παπα-Γιάννη σε δύσκολα και «πέτρινα χρόνια», όταν ξένοι λαοί πατούσαν τη χώρα μας και όταν τα αδελφοκτόνα μίση και πάθη εμίαιναν σώματα και ψυχές. «Τοις αγαπώσι τον Θεόν, τα πάντα συνεργεί εις αγαθόν, τοις κατά πρόθεσιν κλητοίς ούσιν» (Ρωμ. η’ 28). Οσάκις οι συμπατριώτες μας λύγιζαν αποκαμω- μένοι από τις γνωστές περιστάσεις, τότε ο παπα-Γιάννης τους προέτρεπε: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ια’ 28) και θέριευε την αποσταμένη ελπίδα των αποθέτοντάς την τις δύσκολες εκείνες ώρες στον ζωοδότη Κύριο, με την δύναμη της προσευχής: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε» (Ματθαίου κστ’, 41). Φρόντιζε με ιδιαίτερη επιμέλεια τους ενορίτας του σαν μέλη της οικογένειάς του από πάσης απόψεως. Ακόμη μέχρι και την ανοικοδόμηση κατοικιών που είχαν καταστραφή, φρόντισε ο παπα-Γιάννης με τη βοήθεια της άξιας πρεσβυτέρας του και με την συνδρομή και ενίσχυση συμπατριωτών μας.

Ευρέθησαν σχεδιαγράμματα των ανοικοδομηθεισών κατοικιών και αποδείξεις χορηγών στα αρχεία του παπα-Γιάννη. Ομολογώ ότι κι’ εμείς αγνοούσαμε αυτό το γεγονός, επικροτουμένης έτσι της Ευαγγελικής ρήσεως: «Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά». Και ο Σωτήρ πάλι λέγει: «Δότε ελεημοσύνην και ιδού άπαντα καθαρά ύμιν έσται». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο αείμνηστος εισαγγελεύς Ηλιάδης αποκαλούσε την ενορία των Αγίων Θεοδώρων «Διεύθυνση Υπουργείου Πρόνοιας» και ο αείμνηστος ειρηνοδίκης Κωνσταντινίδης εθεώρει τον παπα-Γιάννη άξιο πνευματικό πατέρα, κοινωνικό λειτουργό και δικαστή, ο οποίος παρενέβαινε καίρια και αποτελεσματικά, με συνέπεια λίγες υποθέσεις να φθάνουν στο ειρηνοδικείο.

Ενέπνεε διά του παραδείγματος, του κηρύγματος και της αγάπης του πίστη στο Θεό, υπομονή, επιμονή και θέληση, διότι «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Και οι Αρφαραίοι την πίστη τους στην Ορθοδοξία την έδειχναν με τον πυργωμένο και μεγαλοπρεπή ναό των Αγίων Θεοδώρων και με τα τόσα εξωκκλήσια που είναι εξακτινωμένα στην περιοχή των Αρφαρών.

Από αυτούς αντλούσε δύναμη ο παπα-Γιάννης και αγωνίσθηκε για την καταπολέμηση του παζαριού της Κυριακής, του αποκαρδιωτικού αυτού φαινομένου που ήταν θεσμός στην επαρχία.

Διαβάζοντας από το αρχείο του τις μηνιαίες εκθέσεις που ως Αρχιερατικός Επίτροπος έστελνε στον Μητροπολίτη, για να τον ενημερώση για θέματα, που απασχολούσαν την περιοχή του, διαπιστώνουμε ότι μεταξύ αυτών την πρώτη θέση κατείχε «η λυπηρά ασχημία» του παζαριού κάθε Κυριακή στα χωριά και τις κωμοπόλεις, κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Τον απασχολουσε πολύ αυτό το θέμα και με πόνο ψυχής αγωνίσθηκε ζητώντας και προτείνοντας (στις κατά τόπους άστυνομικές αρχές) διατάξεις περί Κυριακής αργίας.

Έτσι, με την βοήθεια και του Μητροπολίτου, απαιτήθηκε η εφαρμογή του νόμου και τελικώς εξέλιπε αυτό το άγος του Κυριακάτικου παζαριού, που ήταν μια πρόκληση για μικρούς και μεγάλους Χριστιανούς των τοπικών κοινωνιών. Η χαρά και η ικανοποίησή του ήταν πολύ μεγάλη, όπως διεπίστωσα από αναφορές στο ημερολόγιό του, αλλά και μαρτυρίες συμπατριωτών μας.

Ζούσε με το όραμα της σωτηρίας και με τη σκέψη της Βασιλείας του Θεού μέσα του και την μετάγγιζε στους ενορίτας του.

Είχε τον τρόπο να πλησιάζη τον καθένα και να επιδρά σε όλους. Επικοινωνούσε άνετα με τον διανοούμενο και την απλή γριούλα, γιατί η αγάπη του ήταν ανυπόκριτος και φωτισμένη από την υπερφυσική χάρι της Ιερωσύνης και γινόταν «υπηρέτης Χριστού και οικονόμος μυστηρίων Θεού» (Α’Κορ.δ’, 1).

Δεν ήταν λίγες οι παρεμβάσεις του ακόμη και η παρουσία του σε έκτακτα στρατοδικεία, διακινδυνεύοντας την ζωή του ή και της οικογενείας του ακόμη, προκειμένου να σωθή μία ψυχή και να εφαρμοσθή η Παύλειος ρήσις: «Ούτως ομειρόμενοι υμών ευδοκούμεν μεταδούναι υμίν ου μόνον το Ευαγγέλιον του Θεού αλλά και τας εαυτών ψυχάς, διότι αγαπητοί ημίν γεγένησθαι». Έτσι εξηγείται γιατί η κωμόπολή μας είχε πολύ μικρό αριθμό θυμάτων, σε σύγκριση με άλλα χωριά και κωμοπόλεις, τα πέτρινα εκείνα χρόνια.

Αξίζει να αναφερθώ σε ένα συνταρακτικό γεγονός, όχι για να προβάλω τον αείμνηστο παπα-Γιάννη, του οποίου άλλωστε η προσωπικότης, η ακτινοβολία και η επίδραση επάνω στους συγχωριανούς του, μικρούς και μεγάλους, ήταν δεδομένη. Απλώς το αναφέρω για να επισημάνω τις δυνατότητες που έχει σε μια κοινωνία ο ιερεύς και διδάσκαλος, όταν είναι υπόδειγμα Ευαγγελικου βίου, φορεύς της αγάπης του χριστιανικού πνεύματος και παραδείγματος. «Αρκεί εις άνθρωπος ζήλω πεπυρωμένος ολόκληρον διορθώσασθαι δήμον», εκήρυττε στους Αντιοχείς ο Ιερός Χρυσόστομος.

«Ένας νέος από το Αρφαρά οδηγείται σε εκτέλεση και ως τελευταία του επιθυμία δηλώνει: Θέλω να ζητήσω συγνώμη από τον παπα-Γιάννη, το δάσκαλό μου και πνευματικό πατέρα, διότι δεν άκουσα τις συμβουλές του». Τα σχόλια δικά σας.

Διηκόνησε την ενορία των Αγίων Θεοδώρων Αρφαρών από το 1939 μέχρι το 1982, ενώ κατά τα μαύρα χρόνια της κατοχικής σκλαβιάς εξυπηρετούσε συγχρόνως τις λατρευτικές ανάγκες και των κατοίκων του χωριού Άνω Αρφαρά.

Φαινόμενο αντοχής η ακούραστη αγάπη, η συνέπεια και η αυτοθυσία του για το λειτούργημα της ιερωσύνης. Αρκεί να αναφέρουμε ότι επιτελούσε όλες τις ακολουθίες της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος και της Αναστάσεως, υπό τις τότε συνθήκες και με τις πολύωρες νυχτερινές διαδρομές από το ένα χωριό στο άλλο πεζός. Ηρνείτο να κουρασθή ο Λεύϊτης της συγκλονιστικής αγάπης και του χρέους, όπως απεδείκνυε με τη συνέπεια, την σεμνότητα, την ιλαρότητα και το ουράνιο μειδίαμα που φώτιζε το πρόσωπό του.

Αναμφισβήτητα τον κατέτρωγε «ο ζήλος του οίκου του Κυρίου». Μέσα στον ναό πραγματοποιούνται οι λατρευτικές συνάξεις των χριστιανών. Ο ναός συμβολίζει το κάθε ζών μέλος της έκκλησίας: «Υμείς γάρ Ναός Θεού έστε του ζώντος…»(Β’ Κορινθίους, 16).

Πίστευε ότι τα πάντα μέσα στο ναό πρέπει να λάμπουν από καθαριότητα, ευπρέπεια, τάξη και χάρη, σαν απαύγασμα της καρδιακής καθαρότητος του πληρώματος της Εκκλησίας. Επισημαίνεται ότι η συμμετοχή των ενοριτών ήταν μεγάλη σε θέματα καθαριότητος και ευπρέπειας του κυρίως ναου και των εξωκκλησίων. Θεωρούσε ζήτημα βαθυτέρου συμβολισμού την ανακαίνιση και καθαριότητα των ναών, δηλαδή ως προέκταση των αγίων αισθημάτων και της κατανύξεως που ενσυνείδητα έχει ο πιστός.

Έτσι, εργάσθηκε και αγωνίσθηκε αποτελεσματικά τόσο για τον Μητροπολιτικό ναό των Αγίων Θεοδώρων, όσο και για τα εξωκκλήσια. Συνέδραμε την πρωτοβουλία και τη χορηγία της πρεσβυτέρας του για την ανέγερση του Ιερού ναου Αγίου Νεκταρίου στην Μονή του Προφήτου Ηλία. Οικονομικώς συνέβαλαν επίσης ο μακαρίτης Δημήτριος Γιαννακόπουλος, ο κ. Λεωνίδας Κάρτσωνας και άλλοι ενορίτες Αρφαραίοι.

Ανέπλασε πλήρως τον περιβάλλοντα χώρο των Αγίων Θεοδώρων και διακόσμησε το ναό τρεις φορές στη διάρκεια της εφημεριακής του ζωής. Κατεδάφισε το παλιό κωδωνοστάσιο, το οποίο επεβάρυνε επικίνδυνα τη στατική του ναού και οικοδόμησε νέο κωδωνοστάσιο με τον πρόναο.

Σαν έργο πνοής πρέπει να θεωρείται η επένδυση των Αγίων Θεοδώρων με σίδερο και μπετόν. Το έργο αυτό έγινε με χρήματα του Ελληνοαμερικανού αειμνήστου συμπατριώτου μας Ιωάννη Γιαννακούντζου. Οι ειδικοί λένε ότι, εάν το έργο αυτό δεν είχε γίνει, η Εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων δεν θα είχε αντέξει τον μεγάλο καταστρεπτικό σεισμό που έπληξε τη Μεσσηνία το 1986.

Το ένδιαφέρον του για τον εξωραϊσμό και την τακτική συντήρηση των εξωκκλησίων του χωριού, ήταν επίσης μεγάλο (από το περιοδικό «ΑΜΦΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ» 3/8/1997).

Συνέβαλε αποφασιστικά στην ολοκλήρωση του ενοριακού πνευματικού κέντρου των Αγίων Θεοδώρων, το οποίον είχε θεμελιωθή υπό του μακαριστού ιερέως Παναγιώτου Καραγιάννη. Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια, όπως αποδεικνύεται από την αλληλογραφία του με τον αείμνηστο Παναγιώτη Μπούρα, τον κυρίως χορηγό του Ενοριακού Κέντρου, και τον δικηγόρο αείμνηστο Κλεομένη Παπανικολάου, θείο του παπα- Γιάννη.

Αξίζει να αναφερθή η συστηματική και λεπτομερής ενημέρωση του δωρητού από τον παπα-Γιάννη, με πληθώρα αναλυτικών αποδείξεων, γεγονός το οποίον εξαίρει με ιδιαίτερη έμφαση ο δωρητής στις επιστολές του, τονίζοντας ότι «χωρίς τον παπα-Γιάννη δεν θα ολοκληρωνόταν το Πνευματικό Κέντρο». Σημαντική υπήρξε για την ολοκλήρωση του Ενοριακού Πνευματικού Κέντρου και η χορηγία του κ. Γιάννη Σ. Καπράλου.

Όλα αυτά τα χρόνια ως γνήσιος αποστολικός διάδοχος ετήρει και εφήρμοζε την οδό της αρετής και του καθήκοντος και εδίδασκε «Ιησούν τον Εσταυρωμένον». Κάτω από το πετραχήλι του, σε ένα μικρό ισόγειο γραφειάκι στο σπίτι του, γεμάτο βιβλία και εικόνες, πέρασαν πολλοί ολιγόπιστοι, αμαρτωλοί, πονεμένοι και κουρασμένοι από την ανέχεια και τα βάσανα της ζωής. Εκεί πλείστοι όσοι τράφηκαν και στηρίχθηκαν πνευματικά αλλά και υλικά και μπόρεσαν να σταθούν όρθιοι τα δύσκολα εκείνα χρόνια, με τη δύναμη της προσευχής και της πνευματικής ζωής «τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ» (Λουκά ιη’, 27).

Εργάσθηκε με όλες του τις δυνάμεις για τον πλησίον του. Ήταν μία ζωντανή πνευματική μορφή με μεγάλη προσφορά αγάπης και σεβασμού προς τον συνάνθρωπο, με ακτινοβολία και απήχηση πέραν της ενορίας του. Μια αναγεννημένη ψυχή με μεγάλη καρδιά και παράδειγμα ολοκληρωμένου ανθρώπου και κοινωνικού λειτουργού. Έμεινε αλύγιστος στην έπαλξη της φιλανθρωπίας, αλλά και αφανής και αθόρυβος.

Την διετία 1953-54 εφοίτησε στην Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Καλαμάτας, από την οποία απεφοίτησε το 1954 πρωτεύσας με τον βαθμό ΑΡΙΣΤΑ.

Λόγω των επιδόσεών του στην Εκκλησιαστική Σχολή, ο τότε Μητροπολίτης Μεσσηνίας μακαριστός Χρυσόστομος Δασκαλάκης του είχε αναθέσει να κηρύττη το λόγο του Θεού στον Μητροπολιτικό Ναό της Υπαπαντής Καλαμάτας, καθώς και να διδάσκη στο Κατηχητικό Σχολείο τους μαθητάς των τελευταίων τάξεων του Α’ Γυμνασίου Αρρένων Καλαμάτας.

Όλα αυτά τα χρόνια το σπίτι του παπα-Γιάννη, λόγω και της διττής του ιδιότητος (ιερεύς-διδάσκαλος) ήταν πράγματι μία πνευματική κυψέλη. Μητροπολίτες, αρχιμανδρίτες, ιερομόναχοι, ιεροκήρυκες, εκπρόσωποι χριστιανικών οργανώσεων και νεολαιών κυρίως από την Αθήνα, επιθεωρητές, εκπρόσωποι υπουργείων, καθηγηταί, διδάσκαλοι επεσκέπτοντο ή ηργάζοντο στα χωριά του Δήμου Αμφείας με βάση το σπίτι του παπα-Γιάννη. Από Πέμπτη μέχρι Κυριακή αλλά και σε καθημερινή βάση στη μεγάλη τραπεζαρία της πολύτεκνης οικογένειας του παπα-Γιάννη οι συνδαιτυμόνες πάντα ξεπερνούσαν τους είκοσι.

Όποιον ξένο, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξεως, συναντούσε στο δρόμο, ή όποιος τον επισκεπτόταν στο σπίτι, έπρεπε να καθίση στην τράπεζα: «Επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με…» (Ματθ. κε’35-36). Θεωρούσε την φιλοξενία ευλογία και η ευαγγελική ρήσι «έφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων εν εμοί εποιήσατε» ήταν κανόνας απαράβατος και τρόπος της ζωής του παπα-Γιάννη.

Είναι άναγκαιο να αναφερθούν και προσωπικότητες που θυμάμαι ότι περνούσαν από το σπίτι του πατέρα, για να τονισθή εμμέσως το ποιόν και το ύψος των συζητήσεων που διεξήγοντο στη σάλα του παπα-Γιάννη. Μιλάμε για ανοικτό Πανεπιστήμιο. Τούτο είχε επισύρει το ενδιαφέρον και τη συμμετοχή πολλών συμπατριωτών μας, που είχαν έφεση περί τα εκκλησιαστικά, γεγονός που συνέβαλε στην πνευματική κίνηση των Αρφαρών, που το ονόμαζαν «Παπαδοχώρι» επειδή ανέδειξε πολλούς ιερείς και στελέχωνε τις ενορίες στα διπλανά χωριά.

Η σειρά των ονομάτων είναι χρονολογική: Γεώργιος Οικονομίδης, μετέπειτα μακαριστός Μητροπολίτης Κονίτσης Σεβαστιανός Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Βέργης, αργότερα Μητροπολίτης Χαλκίδος Αρχιμανδρίτης μακαριστός Αγαθάγγελος Μιχαηλίδης Αρχιμανδρίτης Σπυρίδων Κυβετός, μετέπειτα μακαριστός Μητροπολίτης Ζιχνών και Νευ- ροκοπίου. Αρχιμανδρίτης π. Μελέτιος Καλαμαράς, νυν Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης Αρχιμανδρίτης π. Ευστάθιος Σπηλιώτης νυν Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης, Μακαριστός Αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, λογιώτατος και πολυγραφότατος. Αείμνηστος Βασίλειος Παυλόπουλος, καθηγητής φιλόλογος (πατέρας του νυν υπουργού εσωτερικών και Δημοσίας Διοικήσεως) από τους στυλοβάτες της διατηρήσεως του Γυμνασιακού Παραρτήματος και της εγκαθιδρύσεως Γυμνασίου στο Αρφαρά, από κοινού μετά της δίδος Αντωνίας Γουδέλη, νεαράς καθηγήτριας φιλολόγου. Παρασκευάς Μπαρκούκης καθηγητής Μαθηματικός, μετέπειτα σύζυγος της προαναφερθείσης. Αείμνηστος Βασίλειος Κόσσυβας, Γυμνασιάρχης και Λυκειάρχης πυλώνας του Αρμενείου Γυμνασίου-Λυκείου. Κώστας Αποστολόπουλος, καθηγητής Μαθηματικός. Σπύρος Μπογιατζής καθηγητής Θεολόγος. Λουκία Παπαδοπούλου, καθηγήτρια Θεολόγος. Αείμνηστος Κωνσταντίνος Ξενογιάννης Θεολόγος. Πέτρος Πανταζόπουλος Θεολόγος. Αείμνηστος Ανδρέας Αυγερινόπουλος, επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως. Αείμνηστος Θεόδωρος Μαρκόπουλος, Διευθυντής εφημερίδος «ΣΗΜΑΙΑ». Αείμνηστος Σωκράτης Κουγέας, καθηγητής Πανεπιστημίου. Αείμνηστος Γεώργιος Κο- λιτσίδας, Γενικός Αρχίατρος. Γεώργιος Κάρτσωνας, παθολόγος και δυσμέτρητοι άλλοι.

Το 1980 ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας μακαριστός Χρυσόστομος Θέμελης έστειλε στο ναό των Αγίων Θεοδώρων Αρφαρών ιεροδιάκονο ως βοηθό του παπα-Γιάννη, ο οποίος πλέον έπασχε από «οσφυοϊσχιαλγία μετά νευρολογικής συνδρομής και παραμορφωτική αρθρίτιδα της δεξιάς κατά γόνυ αρθρώσεως». Κατά γενική ομολογία, αλλά και σύμφωνα με την άποψη εκκλησιαστικών παραγόντων του Νομού Μεσσηνίας το να δημιουργηθή θέση ιεροδιακόνου συνέβη για πρώτη φορά σε επαρχιακό ναό του Νομού.

Οι λόγοι ήταν ουσιαστικώτεροι και απέβλεπον στην πνευματική ωφέλεια του ιεροδιακόνου κοντά στον Λευΐτη παπα-Γιάννη: Να βιώση δηλ. τις αρετές του και να διδαχθή τις αρχές της κατηχήσεως, της λειτουργικής και της τάξεως της εκκλησίας, προκειμένου να ολοκληρωθή ως φορέας του γνησίου Χριστιανικού πνεύματος και να έχη τη δύναμη να ενεργή αργότερα ως αληθής ποιμένας των πιστών του.

Εμφαντικά τόνιζε ο Μητροπολίτης για τον παπα-Γιάννη: «Υποδειγματικός τελετουργός, μυσταγωγός και απερίσπαστος από βιοτικές μέριμνες, όταν τελή τα Μυστήρια της εκκλησίας μας και ιδίως τη Θεία Λειτουργία, συναισθανόμενος και βιώνων πλήρως τον θησαυρό της ιερωσύνης που του χάρισε ο Θεός, και αγωνιζόμενος να είναι ψυχή τε και σώματι ιερουργός ανεπαίσχυντος».

Θέμα βοηθείας δεν υπήρχε για τον παπα-Γιάννη, διότι όλα τα χρόνια οι Άγιοι Θεόδωροι ήταν ανοικτοί για όλους τους Αρφαραίους ιερείς που είχαν τις ενορίες τους σε διπλανά χωριά και, δόξα τω Θεώ, ήταν τέσσερις ιερείς. Παρά τις ρητές απαγορεύσεις, διαχρονικώς, όλων των Μητροπολιτών να τελούν μυστήρια και να λειτουργούν στους Αγίους Θεοδώρους, ο παπα-Γιάννης το επέτρεπε, (ένα ακόμη γεγονός που προδίδει την αφιλοχρηματία του που έφθανε μέχρι ανυπακοής στον ποιμενάρχη του).

Το 1982 αφυπηρέτησε για λόγους υγείας: «οσφυοϊσχιαλγία μετά νευρολογικής συνδρομής και παραμορφωτική αρθρίτιδα της δεξιάς κατά γόνυ αρθρώσεως».

Είχα την εύκαιρία ως γιατρός του να τον συνοδεύσω την ώρα της υποβολής της παραιτήσεώς του στο Μητροπολιτικό γραφείο.

Παρά το πρόβλημα υγείας που είχε, πέφτει γονατιστός στον Μητροπολίτη και με δάκρυα στα μάτια του ζητά συγχώρηση, διότι παραιτείται και δεν μπορεί να ανταποκριθή στα καθήκοντά του.

Ο Μητροπολίτης συγκινείται δακρύζει και μου λέει: «Γιατρέ τέτοιοι ιερείς περνούν από την εκκλησία κάθε εκατό χρόνια», «οι ούκ έξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ’ εκ Θεού εγεννήθησαν» (Ιωάν. α’, 13). Επί μισό αιώνα ο πατέρας σου προσφέρει χωρίς να δημιουργήση ποτέ πρόβλημα στην εκκλησία. Σωστός Λευΐτης με αυστηρές αρχές, με ένθεο ζήλο και θερμή αγάπη στον Κύριο, έδωσε το παρόν σε όλα τα πνευματικά προσκλητήρια και πέτυχε ως ιερεύς και εκπαιδευτικός. Διότι η θεία χάρις έχει κατασκηνώσει μέσα του «Επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ η επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντά μου τους λόγους;»; (Ήσ. στ’ 2).

«Παπα-Γιάννη αναγνωρίζω το πρόβλημα υγείας και την υπευθυνότητα που σε διακρίνει, θέλω όμως να παραμείνης σαν αρχιερατικός επίτροπος, Προϊστάμενος και ιεροκήρυξ του Ναού, βοήθησέ με».

Ο πατέρας απήντησε αρνητικά, διότι υπήρχαν σοβαρά προβλήματα υγείας. Εντούτοις, μετά από λίγες ημέρες έστειλε και το ανάλογο έγγραφο ο Μητροπολίτης. Όμως τούτο δεν ενεργοποιήθη, διότι η κατάσταση υγείας του πατέρα επεδεινούτο, καθώς επίσης και της μητέρας και έπρεπε να μεταφερθούν στην Αθήνα για πληρέστερη φαρμακευτική αγωγή και νοσηλεία σε νοσοκομείο. Μάλιστα την 24 Ιουνίου 1986 εκοιμήθη η σεπτή πρεσβυτέρα του και μητέρα μας, πάσχουσα εκ χρονίας νεφρικής ανεπαρκείας.

Όλα τα χρόνια της ιερατείας του ήταν Αρχιερατικός Επίτροπος και του απενεμήθη το οφφίκιο του Οικονόμου, έξ αναγνωρίσεως του γεγονότος ότι η ζωή του υπήρξε αδιάκοπος διακονία του Αγίου Θυσιαστηρίου. «Από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός» ήταν εις την εκκλησίαν, τον κατέτρωγε «ο ζήλος του οίκου του Κυρίου».

Αξίζει να αναφερθή ότι όλοι οι Μητροπολίτες που διετέλεσαν προϊστάμενοί του (Πολύκαρπος, Χρυσόστομος Α’, Ευστάθιος (τοποτηρητής) και Χρυσόστομος Β’) του είχαν προτείνει μεταθέσεις στο Ναό της Υπαπαντής του Σωτήρος και στο ναό των Αγίων Ταξιαρχών Καλαμάτας. Επίσης, του είχαν προταθεί μεταθέσεις και στο ναό του Αγίου Δημητρίου και Ζωοδόχου Πηγής Αθηνών.

Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας μακαριστός Χρυσόστομος Θέμελης του είχε ζητήσει να αναλάβη τη θέση του Γενικού Αρχιερατικού της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας ως πρωτοσυγγελεύων.

Ο πατέρας δεν απεδέχθη την πρόταση, διότι είχε πολύτεκνη οικογένεια, ασθενή την πρεσβυτέρα, γονείς, πολλές ακόμη υποχρεώσεις και δεν ήθελε να αφήση την Ενορία του των Αγίων Θεοδώρων και την κώμη των Αρφαραίων. (Ήταν η μοναδική φορά που διεφώνησε με τον μακαριστό Χρυσόστομο Β’, η οποία δυστυχώς επεσκίασε τις σχέσεις τους).

Ο πατέρας έλεγε πάντα και σε ανύποπτο χρόνο: «εις τους Αγίους Θεοδώρους χειροτονήθηκα και εξελέγην ιερεύς και εδώ θα παραμείνω μέχρι το τέλος της ζωής μου. Η αποστολή μου, διεκήρυττε και η διακονία μου είναι αυτά, τα οποία υπαγορεύει η Εκκλησία μας και συνοψίζονται περιθριγκωμένα στους λόγους του Θείου Παύλου: «ου γάρ έκρινα του είδέναι τι εν ύμιν ει μη Ιησούν Χριστόν και τούτον Εσταυρωμένον».

Την 24ην Ιουλίου 1987, ο ζωής και θανάτου Κύριος μας Ιησούς Χριστός μετέστησε από τα πρόσκαιρα και φθαρτά στα άφθαρτα και αιώνια εντός ωρών τον παπα-Γιάννη ασθενήσαντα από εγκεφαλική αιμορραγία. Η κηδεία έγινε την ίδια ημέρα στα Αρφαρά χοροστατούντος του Μητροπολίτου Μεσσηνίας Κυρού Χρυσοστόμου Β΄ με συμμετοχή 49 κληρικών και των κατοίκων των Αρφαρών και των περιχώρων.

Όλα τα χρόνια της επίγειας ζωής του παπα-Γιάννη κύλησαν μέσα στη διακονία και την προσφορά. Μέσα στο μόχθο και τον κόπο, προκειμένου να εφαρμοστή η ρήση της Αγίας Γραφής: «Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες άπ’ άρτι… ινα αναπαύσωνται εκ των κόπων αυτών (Άποκ. Ιδ’, 13).

Αναπέμπω τις προσευχές μου για την αγνή και άδολη ψυχή του, η οποία είμαι βέβαιος, θα φωσφορίζη στους πάμφωτους κόσμους της Βασιλείας του Θεού και θα συμπαρίσταται στο Ουράνιο θυσιαστήριο, όπου οι άνω Λειτουργοί ψάλλουν ακατάπαυστα δοξολογίες στην Τρισήλιο Θεότητα.