Γενικά ΘέματαΘεολογία και ΖωήΟρθόδοξη πίστη

Οι υπαρξιακές και θεολογικές ρίζες του Ορθοδόξου Μοναχισμού

11 Οκτωβρίου 2012

Οι υπαρξιακές και θεολογικές ρίζες του Ορθοδόξου Μοναχισμού

Του μακαριστού Γέροντος Ευσεβίου Βίττη

Ένα έντονο ερώτημα, που πάντα προβάλλει, αφού οι γενιές διαδέχονται η μια την άλλη και είναι φυσικό να προβάλλουν πάλι και πάλι σε κάθε γενιά, τα βαθιά υπαρξιακά πνευματικά ερωτήματα που απασχολούν τον άνθρωπο, ένα έντονο ερώτημα είναι κι ετούτο:

γιατί ο μοναχισμός ακολουθεί τη δύσκολη και σκυθρωπή ατραπό της αρνήσεως των «ηδέων του κόσμου» και αναδέχεται το αβάσταχτο όπως φαίνεται στους πολλούς, φορτίο του πόνου και του μόχθου των ατέλειωτων και όχι σπάνια υπεράνθρωπων «ασκητικών ιδρώτων»;

Δεν αποτελεί αυτός ο τρόπος βιοτής άρνηση ζωής; Ποιος ή ποιοι είναι οι βαθύτεροι λόγοι για μια τέτοια στάση;


Η θέση του ζητήματος

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι εύκολη με μόνο δυο λόγια, αν πρέπη να κατανοηθή σωστά το θέμα αυτό. Χρειάζεται γι’ αυτό μια διείσδυση στα βάθη της ανθρώπινης υπάρξεως, όπου έχει τις ρίζες του ο μοναχισμός. Και η διείσδυση αυτή είναι δυνατή με τη βοήθεια της πατερικής θεολογικής σκέψεως και θεωρήσεως του ανθρώπινου προβλήματος γενικώτερα, και για το ζήτημα που θέσαμε ειδικώτερα. Αυτό ακριβώς θα επιχειρηθή στη συνέχεια, ως ένα βαθμό βέβαια, γιατί η σε έκταση και βάθος ανάπτυξη του ζητήματος ξεπερνάει αναγκαστικά τα περιορισμένα όρια της σύντομης αυτής εργασίας, που μόνο μια πρώτη γεύση του όλου θέματος φιλοδοξεί να προσφέρη, το κατά δύναμιν βέβαια.

Ο μοναχισμός μέσα στην Εκκλησία μας αποτελεί έκφραση μιας απόλυτης κινήσεως για συνάντηση του Απόλυτου. Απόλυτη η κίνηση ανθρωπολογικά ως προς την ένταση και το βάθος του πόθου της ψυχής κατευθύνεται προς τον απερινοήτως Απόλυτον. Είναι δηλαδή κίνηση ολοκληρωτική προσώπου προς πρόσωπο, του ανθρώπινου προς το θείο.

Ως τέτοιος ο μοναχισμός ξεπερνάει τα όρια του οποιουδήποτε μοραλισμού (ηθικ(ολογ)ισμού) και ανάγεται στην ίδια την ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτό και οι ρίζες του και η αφετηρία του πρέπει να αναζητηθούν στην ανθρώπινη φύση τέτοια, που είναι. Και αυτό σημαίνει αναζήτησή τους όχι τόσο σε ιστορικούς λόγους και κοινωνικές συνθήκες και εξωτερικούς εν πάση περιπτώσει όρους, όσο κι αν αυτοί δεν είναι ευκαταφρόνητοι, αλλά κυρίως στα βάθη της υπάρξεώς μας και κάτω από το φως της θεολογίας, που αποτελεί ό,τι πιο ουσιαστικό έχει να μας προσφέρη το Ευαγγέλιο, δηλαδή το εκτάκτως ευφρόσυνο και σωτηριώδες άγγελμα της Βασιλείας του Θεού στη γη. Και αυτό σημαίνει στροφή στην πατερική θεολογική ανθρωπολογία, που αποτελεί την πιο βαθειά και πιο γνήσια και αυθεντική θεώρηση του ανθρώπου με βάση την ευαγγελική διδαχή και την ανθρώπινη εμπειρία της μεταπτωτικής1 καταστάσεως της φύσεώς μας και της εν Χριστώ αναγεννήσεώς της.

Αν έχη σοβαρό και θετικό νόημα η ενασχόληση με την μοναχική πνευματικότητα και τα αφετηριακά της στοιχεία κάτω από το φως της θεολογίας υπό την αρχική της έννοια, ως γνώσεως και μυστικής κοινωνίας και εμπειρίας του Θεού, το έχει βέβαια όχι για ακαδημαϊκούς και θεωρητικούς λόγους, αλλά ως έκφραση ζωής που βιώθηκε και πρέπει να βιώνεται. Ο μοναχισμός στη γνήσια και την με όλο τον πόθο λαχτάρα για την όσο το δυνατόν βαθύτερη και ολοκληρωτική βίωσή του αποτελεί, θα λέγαμε, την ακοίμητη αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας και η πνευματικότητά του, τη συνεχή υπόμνηση του λυτρωτικού και σωτηριώδους έργου που έχει να επιτελέση στη γη, μέσα σε ένα κόσμο αιχμάλωτο της αμαρτίας, όχι εκκοσμικευόμενη η ίδια για να επιδράση τάχα επάνω του, αλλά αποπνευματωνόμενη κατά το ανθρώπινο όλο και πιο πολύ. Μόνον έτσι θα μπορή να επιδρά θετικά και ουσιαστικά ανάμεσά του και να αποτελή την ακατάπαυστη πρόκληση και πρόσκληση για σωτηρία «από των αμαρτιών αυτού» (Ματθ. α’ 21), γιατί αυτές αποτελούν ουσιαστικά την κύρια και βασική πηγή των ταλαιπωριών του και της ανείπωτης κακοδαιμονίας του.

Ως τέτοια η ορθόδοξη μοναχική πνευματικότητα και πραγματικότητα μας ενδιαφέρει όλους, γιατί η πνευματικότητα δεν είναι ζήτημα κάποιων λίγων προνομιούχων και δη μόνο των μοναχών. Η μοναχική πνευματικότητα ως αυθεντική έκφραση της πνευματικότητος της Εκκλησίας μας αφορά σε όλα τα μέλη της, εφόσον αυτά θέλουν να ανήκουν συνειδητά σ’ αυτήν και να «στοιχώσι τοις ίχνεσι» του Χριστού με κάθε συνέπεια στη ζωή τους (Α’ Πέτρ. β’ 21).

Κάναμε λόγο για τις ρίζες του Ανατολικού ορθόδοξου μοναχισμού. Είναι αναγκαία η αναγωγή και η αναφορά μας σ’ αυτές, γιατί έτσι μόνο, με τη συνειδητοποίησή τους, μπορούμε να εξηγήσουμε και να αντιληφθούμε σε κάποιο βαθμό τόσο την εσωτερική του υφή όσο και την εξωτερική του έκφραση με τις τρεις βασικές και θεμελιακές εκδηλώσεις του, της Παρθενικότητος, της Πτωχείας και της Υπακοής. Και οι τρεις αυτές εκφράσεις αποτελούν ριζική, ριζοσπαστική και επαναστατική στάση έναντι της φύσεώς μας. Και αυτό γιατί αποτελούν από τη μια μεριά άρνηση βασικών ψυχοβιολογικών ορμών, τάσεων και δυνάμεων της ανθρώπινης φύσεώς μας και από την άλλη βαθύτατη κατάφαση στην ίδια τη φύση όχι τέτοια που έγινε μεταπτωτικά, αλλά τέτοια που έγινε, ας μας επιτραπή η έκφραση, μεταλυτρωτικά, δηλαδή ύστερα από την τελείωση της εν Χριστώ θείας οικονομίας και το θαύμα της ανορθώσεώς της και της αποκαταστάσεώς της στο αρχαίο της κάλλος. Η κατάφαση αυτή πρέπει να νοηθή ως έκφραση της συνέργειας του ανθρώπου στο έργο της σωτηρίας του.
Η σύσταση του ανθρώπου και η έκπτωσή του από την αρχική του κίνηση

«Τί εστιν άνθρωπος;» ρωτάει ο ιερός Ψαλμωδός (Ψαλμ. η’ 5). «Πόθεν και τί και επί τίνι φέρεσθαι διά των ορωμένων γεγόναμεν;» ρωτάει ο όντως θεηγόρος και μεγάλος Μάξιμος ο Ομολογητής και εν αγίοις μοναχός (Β’ Θεολ. εκατ., μβ’, Φ, Β, 77)2.

Στα ερωτήματα αυτά δίνει απάντηση η θεία Αποκάλυψη, την οποία ερμηνεύει αυθεντικά η πατερική σκέψη. Ο άνθρωπος σύμφωνα με αυτήν είναι ον, στο οποίο «ψυχή λογική συνέζευκται σώματι γήθεν την ύπαρξιν έχοντι και προς τα κάτω βρίθοντι» (Θεόδωρος Εδέσσης, Θεωρητικόν, Φ. Α, 329, 26 εξ.). Η λογική ψυχή, λέει, είναι συνδεδεμένη στενά με το σώμα, που η ύπαρξή του είναι γήινη και έχει τάση προς τα κάτω. Και τα δυο αυτά στοιχεία, ψυχή λογική νοερά και σώμα υλικό, αν και είναι «εναντιώτατα», δηλαδή εκ διαμέτρου αντίθετα μεταξύ τους, αποτελούν μια ενότητα ασύγχυτη, χωρίς τροπή των επί μέρους συστατικών της του ενός στο άλλο. Ψυχή και σώμα αποτελούν μια υπόσταση, το ανθρώπινο πρόσωπο. Και είναι γι’ αυτό ο άνθρωπος «μεικτόν ζώον», στο οποίο κάθε συστατικό του ενεργεί κατά τη φύση του χωρίς να διασπάται η ενότητά του. Το υλικό σώμα «εφίεται», τείνει και προσκλίνει στα όμοιά του υλικά στοιχεία. Η πρόσκλιση αυτή και φορά αποτελεί την έκφραση βαθύτερης αμοιβαιότητος που ωθεί και έλκει τα όμοια για αλληλοβοήθεια και αλληλοστηριγμό στο είναι. Η σχέση αυτή και επικοινωνία σε ετούτου του είδους την αμοιβαιότητα πραγματοποιείται διά μέσου των αισθήσεων που μ’ αυτές είναι προικισμένο το σώμα. Το σώμα που ως υλικό είναι «βαρύ», «βρίθει» προς τα κάτω. Τα «κάτω» του είναι «προσφυή και εράσμια», γιατί ανήκει και αυτό στην υλική φύση (ο ίδιος Πατήρ ό.π.).

Αντίθετα για τη λογική και νοερά ψυχή, επειδή ακριβώς είναι «νοερά ουσία», ποθητά, εφετά, εράσμια και «ορεκτά» είναι τα αντίστοιχά της νοητά (Θεοδ. Εδέσ. ό.π.). Και σ’ αυτά τείνει και αυτά λαχταράει να απολαύση.

Στην ψυχή υπήρξε εμβεβλημένος «αρχήθεν» ο θείος έρως που την κάνει να τείνη πρώτιστα προς το Θεό και έπειτα προς όλα τα νοητά κατά τρόπον «εκστατικόν», δηλαδή βγαίνοντας απερινόητα από τον εαυτό της για να συναντήση το εραστό ή μάλλον τον Εραστόν. «Έστι δε και εκστατικός ο θείος έρως, παρατηρεί ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ουκ εών εαυτών είναι τους εραστάς, αλλά των ερωμένων. Και δηλούσι τα μεν υπέρτερα της προνοίας των καταδεεστέρων γινόμενα και τα ομόστοιχα των αλλήλων συνοχής και τα υφειμένα της προς τα πρώτα θειοτέρας συνοχής» (Διονύσιος Αρεοπαγίτης, στον Μάξιμο τον Ομολογητή, Ζ’ θεολ. εκατοντάς, πε’, Φ, Β, 183). Και με απλά λόγια:

Ο θείος έρως είναι από φυσικού του εκστατικός. Δεν αφήνει γι’ αυτό να ανήκουν στον εαυτό τους οι εραστές, όσοι δηλαδή εμφορούνται από αυτόν, αλλά τους κάνει να ανήκουν σ’ αυτούς που αποτελούν αντικείμενο του έρωτός τους, δηλαδή τους αγαπημένους τους. Το πράγμα αυτό γίνεται φανερό στο γεγονός ότι όσα όντα είναι ανωτέρας τάξεως δείχνουν φροντίδα για τα κατώτερα. Τα «ομόστοιχα», όσα δηλαδή είναι ισοδύναμα, ισόβαθμα, έχουν μια αμοιβαία συνοχή μεταξύ τους και όσα βρίσκονται σε κατώτερη βαθμίδα παρουσιάζουν μια θεϊκή συνεκτικότητα προς τα πρώτα.
Μέσα στον ερωτικό αυτόν κύκλο και την ερωτική κίνηση είναι εντεταγμένη και η ανθρώπινη ύπαρξη. Στην κίνηση όμως αυτή που θα έπρεπε να είναι εντελώς φυσική, σύμφωνα με όσα ήδη αναφέραμε, συναντάει δυσκολίες η ψυχή όχι γιατί είναι συνεζευγμένη με το σώμα, αλλά γιατί η ανθρώπινη φύση ξέφυγε από την αρχέγονη φυσική της κατάσταση. Στην αρχέγονη αυτή κατάσταση δεν υπήρχε για την ψυχή πρόβλημα εκστατικής ερωτικής φοράς και συναντήσεως. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε από τη στιγμή που συνέβη ένα μοιραίο, όσο και τραγικό γεγονός για την ανθρώπινη φύση, η πτώση των πρωτοπλάστων.

Ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, είχε όλη την άνεση να κινήται ανεμπόδιστα στην προς τα νοητά σχέση του με το νουν του και στην προς τα αισθητά με τις αισθήσεις του. Η κίνηση όμως αυτή είχε ένα σταθερό χαρακτηριστικό, παρά την άνεση σχέσεων προς τα νοητά και αισθητά. Ήταν τάση και κίνηση από τα αισθητά προς τα νοητά και όχι αντίστροφα. Ήταν πάντα αναγωγική και ανωφερής.

Με την πτώση όμως έχουμε μια ανατροπή και ταυτόχρονα μια αντιστροφή και αναστροφή της κινήσεως αυτής. Ο πρώτος άνθρωπος στράφηκε από τα άνω προς τα κάτω, από τα «κρείττω» προς τα «χείρω» (Θεοδ. Εδέσ. ό.π. σ. 330, 3), από τα νοητά προς τα αισθητά, από τα ουράνια προς τα επίγεια, από τον Κτίστη προς τα κτίσματα, από τον Δημιουργό του προς τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να λατρεύη πια ο άνθρωπος «τη κτίσει παρά τον κτίσαντα» (Ρωμ. α’ 25). Έτσι «κατεφρόνησε της θεωρίας του Θεού και των όντων» (Θεοδ. Εδέσ. ό.π. σ. 330, 15). Απέδειξε επομένως τον εαυτό του ανάξιο για τη θεία αυτή ενασχόληση.

Δεν έπρεπε λοιπόν να ασχολήται με τα αισθητά ούτε να απασχολή τις αισθήσεις του για τον σκοπό αυτόν; Απαντώντας στο ερώτημα αυτό παρατηρεί ο άγιος Θεόδωρος ο Εδέσσης τα παρακάτω: «Λέγω δε ουχ ότι ουκ εχρήν τον Αδάμ αισθήσει κεχρήσθαι. Ου γαρ μάτην αυτώ περιέκειτο το σώμα, αλλ’ ότι των αισθητών εντρυφάν ουκ εχρήν, αλλά της καλλονής αντιλαμβανομένου των κτισμάτων προς τον αίτιον ανατρέχειν έδει. Και τούτου καντεύθεν κατατρυφάν μετά θαύματος, διπλώς έχοντα τας αφορμάς του θαυμάζειν τον κτίσαντα. Ου μην δε τοις αισθητοίς προσπαγήναι και ταύτα θαυμάζειν, ου τον ποιήσαντα, του νοητού κάλλους αφέμενον… επεί δε κακώς εκείνος τη αισθήσει χρησάμενος το αισθητόν εθαύμαζε κάλλος, ωραίου δόξαντος αυτώ του καρπού προς όρασιν και καλού εις βρώσιν, ου γενόμενος, αφήκε την απόλαυσιν των νοητών» (Θεόδ. Εδέσ., Θεωρητικόν, Φ, Α, 330, 5 εξ).

Δεν ισχυρίζομαι, λέει ο άγιος, ότι δεν έπρεπε να χρησιμοποιή ο Αδάμ τις αισθήσεις του. Δεν του δόθηκε άλλωστε χωρίς λόγο το σώμα. Και εννοώ ετούτο. δεν έπρεπε ο Αδάμ να σταθή στην εντρύφηση και στην απόλυτη απόλαυση των αισθητών. Αντίθετα έπρεπε να αντιλαμβάνεται την ομορφιά των κτισμάτων και να ανάγεται διά μέσου τους προς τον αίτιο και δημιουργό τους και έτσι με αφορμή τα δημιουργήματα να απολαμβάνη με αισθήματα θαυμασμού τον Δημιουργό τους έχοντας έτσι διπλή αφορμή θαυμασμού γι’ αυτόν. Δεν ήταν σωστό να προσκολληθή στα αισθητά και να θαυμάζη αυτά καθ’ εαυτά και όχι το δημιουργό τους, αφήνοντας έτσι το νοητό κάλλος και τη νοητή ομορφιά… Επειδή χρησιμοποίησε άσχημα τις αισθήσεις του κατέληξε στο να θαυμάζη το αισθητό κάλλος γιατί του φάνηκε ωραίος ο καρπός και καλός να τον γευτή. Όταν τον γεύτηκε, άφησε ήδη την απόλαυση των νοητών.
Ο άνθρωπος δέσμιος του ζεύγματος ηδονής – οδύνης

Αποτέλεσμα αυτής της προσκολλήσεως του ανθρώπου στα αισθητά ήταν η εγκατάλειψή του από το Θεό, που «έθετο σκότος την αποκρυφήν αυτού» (Ψαλμ. ιζ’ 12), χάθηκε δηλαδή ο Θεός από το οπτικό πεδίο της ψυχής του μέσα σε σκοτεινό πέπλο μυστηρίου. Ο άνθρωπος, βέβηλος τώρα, δεν είχε θέση στο χώρο του αγίου. Αγάπησε τα αισθητά. Του παραχωρήθηκε γι’ αυτό να ζη μ’ αυτά έχοντας πια όχι ως κύριο ή μάλλον κυρίαρχο όργανό του το νου του, αλλά τις αισθήσεις του, στις οποίες ο νους του υποδουλώθηκε. Τα αισθητήρια του νου αμβλύνθηκαν ως προς τα νοητά και η προσπάθεια για προσέγγι¬σή τους έγινε προβληματική για τον άνθρωπο.

Το πρώτο λοιπόν βήμα του πρωτόπλαστου ανθρώπου ήταν, πέφτοντας, η προχώρηση και προσχώρησή του στα αισθητά, από τα οποία και στα οποία φυλακίσθηκε, και η απώλεια του πνευματικού ορίζοντα, η αναγωγή στον οποίο θα αποτελούσε εφεξής και στην πιο καλή περίπτωση όνειρο απραγματοποίητο. Ακριβώς δε αυτή η κίνηση του ανθρώπου προς τα αισθητά ως απόλυτα υποκατάστατα του υπέρ τα νοητά και υπέρ πάσαν νόησιν Θεού ήταν η πρώτη παρά φύσιν ενέργειά του. Και η ενέργεια αυτή σήμαινε την εμφάνιση στην ψυχή του της παρά φύσιν, της αντίθετης προς τη φυσική του ως τότε κατάσταση, ηδονής και της σύστοιχής της ταυτόχρονα, αντίρροπης όμως ως προς αυτήν, οδύνης.

«Ο πρώτος άνθρωπος, παρατηρεί ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, προς τα αισθητά κατ’ αυτήν την πρώτην κίνησιν διά μέσης της αισθήσεως έσχε παρά φύσιν ενεργουμένην την ηδονήν. η τηνικαύτα πρόνοιαν ο της ημών σωτηρίας κηδόμενος προσέπηξεν, ώσπερ τινά τιμωρόν δύναμιν την οδύνην, καθ’ ην ο του θανάτου μετά σοφίας ενερριζώθη τη του σώματος φύσει νόμος περιορίζων της του νου μανίας παρά φύσιν επί τα αισθητά κινουμένην την έφεσιν» (Μαξίμου Ομολογητού, Στ’ θεολ. εκ. λγ’, Φ, Β, 153).

Ο πρώτος άνθρωπος, λέει, είχε ενεργούμενη μέσα του κατά την ίδια την πρώτη του κίνηση προς τα αισθητά διά μέσου των αισθήσεών του την παρά φύσιν ηδονή. Φροντίζοντας στοργικά για τη σωτηρία μας ο Θεός φύτεψε μέσα μας και δίπλα στην ηδονή ως αντίρροπή της δύναμη την οδύνη. Με την οδύνη ριζώθηκε με πολλή σοφία στη σωματική φύση ο νόμος του θανάτου περιορίζοντας έτσι την παρά φύσιν έφεση και μανιώδη επιθυμία του νου στην κίνηση της προς τα αισθητά.

Η εμφάνιση της οδύνης ταυτόχρονα με την ηδονή ήταν νομοτελής και αιτιώδης. «Και ενετείλατο Κύριος ο Θεός τω Αδάμ λέγων. από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φάγεσθε απ’ αυτού. η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. β’ 16-17).

Η παρακοή θα είχε ως συνέπεια το θάνατο υπό πνευματική μεν έννοια αμέσως και το θάνατο υπό σωματική δε έννοια μέσα στο χρόνο. Προοίμιο και προοδοποίηση του θανάτου θα αποτελούσε πια η οδύνη ως ζωντανό σύμβολό του. Ο Θεός ήταν σαφής στην προειδοποίησή του. Η προειδοποίηση αυτή γινόταν τώρα μια τραγική πραγματικότητα. «Πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου. εν λύπαις τέξη τέκνα», είπε ο Θεός στην Εύα. Και στον Αδάμ. «επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου. εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου. ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι, και φαγή τον χόρτον του αγρού… έως του αποστρέψαί σε εις την γην εξ ης ελήφθης, ότι γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. γ’ 16-19).

Θα πρέπη να διευκρινισθή, ότι η παρεισαγωγή της οδύνης στη φύση του ανθρώπου ως αντίρροπης στην ηδονή δεν έχει χαρακτήρα δικανικό-νομικό, δηλαδή «έκανες την παράβαση; πάρε τώρα την τιμωρία που σου αξίζει!». Η εισβολή της οδύνης ήταν συνέπεια της απομακρύνσεως του ανθρώπου από τον Θεό. Η συνεχής όμως παρουσία της και ο εγκεντρισμός της στην ανθρώπινη φύση μόνο από φιλανθρωπία και ελεημοσύνη θεϊκή έγινε επιτρεπτή.

«Ηδονή και οδύνη, λέει ο ίδιος άγιος, τη φύσει της σαρκός ου συνεκτίσθησαν, αλλ’ η παράβασις την μεν επενόησεν εις φθοράν της προαιρέσεως, την δε κατεδίκασεν εις λύσιν της φύσεως, ίνα η μεν ηδονή ψυχής εκούσιον εργάσηται θάνατον, η δε οδύνη διά της λύπης την κατ’ είδος ποιήσηται της σαρκός απογένεσιν. Κατά πρόνοιαν γαρ προς κόλασιν της κατά προαίρεσιν ηδονής δέδωκεν ο Θεός τη φύσει την παρά προαίρεσιν οδύνην και τον επ’ αυτή θάνατον» (Μαξ. Ομολ., Στ’ θεολ. εκατ., λδ’, Φ, Β, 154).

Η ηδονή και η οδύνη, λέει ο άγιος, δεν υπήρξαν από την αρχή χαρακτηριστικά της φύσεως της σαρκός γιατί δεν δημιουργήθηκαν μαζί μ’ αυτήν. Η παράβαση όμως είχε ως αποτέλεσμα την επινόηση της ηδονής, που ωδηγούσε στη διαφθορά της προαιρέσεως και που επέβαλε την οδύνη ως καταδίκη με αποτέλεσμα τη διάλυση της ανθρώπινης φύσεως, ώστε με τον τρόπο αυτό να προκαλέση τον εκούσιο θάνατο της ψυχής και η οδύνη την ατομική φθορά της σαρκός. Προνοώντας ο Θεός έδωσε στη φύση για κολασμό της προαιρετικής ηδονής την απροαίρετη οδύνη και το θάνατο που την ακολουθεί.

Συνεπίκουρό του στην άποψη αυτή έχει ο άγιος Μάξιμος τον άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης. «Ηδονή και λύπη, επιθυμία και φόβος και τα τούτοις επόμενα τη φύσει των ανθρώπων προηγουμένως ου συνεκτίσθη. Επεί και εις τον όρον αν συνετέλουν της φύσεως. Λέγω δε παρά του Νυσσαέως μεγάλου Γρηγορίου μαθών, ότι διά την της τελειότητος έκπτωσιν επεισήχθη ταύτα τω αλογωτέρω μέρει προσφυέντα της φύσεως. δι’ ων αντί της μακαρίας και θείας εικόνος ευθύς άμα τη παραβάσει διαφανής και επίδηλος εν τω ανθρώπω γέγονεν η των αλόγων ζώ¬ων ομοίωσις. Έδει γαρ της αξίας του λόγου καλυφθείσης υφ’ ων απεσπάσατο της αλογίας γνωρισμάτων ενδί¬κως την φύσιν των ανθρώπων κολάζεσθαι. σαφώς εις συναίσθησιν της λογικής μεγαλονοίας ελεείν οικονομούντος του Θεού τον άνθρωπον». (Μαξ. Ομολ., Γ’ θεολ. ε¬κατ., ξε’, Φ, Β, 102).

Η ηδονή και η λύπη, η επιθυμία και ο φόβος και τα παρεπόμενά τους δεν δημιουργήθηκαν από την αρχή στην ανθρώπινη φύση. Γιατί αν ήταν αναγκαία, θα αποτελούσαν όρους απαραίτητους για την ανθρώπινη ύπαρξη. Υποστηρίζω μαθαίνοντας από τον Μεγάλο Γρηγό¬ριο, τον επίσκοπο Νύσσης, ότι τα χαρακτηριστικά αυτά έχουν εισαχθή μεταγενέστερα ως προσφύματα στο άλογο μέρος της φύσεώς μας. Διά μέσου τους έγινε αμέσως μετά την παράβαση στη θέση της μακάριας και θείας εικόνος που μέσα του έχει ο άνθρωπος, ευκρινής και καταφάνερη η ομοίωσή του προς τα μη λογικά ζώα. Επειδή καλύφθηκε η αξία του λόγου από τα γνωρίσματα της μη λογικότητος που τράβηξε επάνω του, έπρεπε να κολασθή από αυτά η φύση του όπως της άξιζε. Με τον τρόπο αυτόν οικονόμησε ο Θεός τη δυνατότητα να έρθη ο άνθρωπος σε συναίσθηση της λογικής του ιδιοφυΐας.
Σύμφωνα με τις πατερικές αυτές διαπιστώσεις τόσο η ηδονή όσο και η οδύνη δεν αποτελούν πρωτογενή στοιχεία της ανθρώπινης υπάρξεως. Αν πράγματι αποτελούσαν αναγκαία στοιχεία για τη σύστασή της, θα της είχαν δοθή οπωσδήποτε από την πρώτη αρχή της δημιουργίας της. Αιτία της επεισαγωγής της οδύνης στο αλογώτερο μέρος της ψυχής και των ομόλογων με αυτήν (την οδύνη) στοιχείων ήταν η έκπτωση του ανθρώπου από την τελειότητα και η εξομοίωσή του προς τα άλογα ζώα. Τα αρνητικά στοιχεία, οδύνη, φόβος, ανησυχία, άγχος κλπ. αποτελούν τον δίκαιο κολασμό της ανθρώπινης φύσεως για την αυτοπροαίρετη παρέκκλισή της από το δρόμο που θα την ωδηγούσε στη θέωση. Ο κολασμός όμως αυτός δεν έγινε με σκοπό την εκμηδένιση και τέλεια εξουθένωση του ανθρώπου κάτω από το βάρος της τιμωρίας. Αντίθετα η θεϊκή πρόνοια θέλησε να οδηγήση τον άνθρωπο σε συναίσθηση του χαμένου του μεγαλείου και της αρχέγονης λογικότητός του και με τον τρόπο αυτόν σε λαχτάρα για την επαναπόκτησή τους.

Με την εμφάνιση της οδύνης επήλθε μια αναγκαία εξισορρόπηση. Η οδύνη αποτέλεσε το φρένο στην ξέφρενη παράδοση του ανθρώπου στην ηδονή και ταυτόχρονα βοήθεια για τη συνειδητοποίηση και επίγνωση του πού θα τον ωδηγούσε τελικά αυτή η αιχμαλωσία του στην ηδονή.

Η ανακοπή αυτή της πορείας του ανθρώπου προς τα άνω, το μη «τα άνω φρονείν», αλλά «τα επί της γης» (πρβλ. Κολ. γ’ 2), κατά αντίστροφη παραλλαγή των λόγων του θείου αποστόλου Παύλου, σήμαινε μια ριζική αλλαγή στην ανθρώπινη φύση, στα βάθη της οποίας, στον «πυθμένα» της, όπως τα ονομάζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, εγκαταστάθηκε ο θάνατος. Ο τρόπος μεταδόσεως της ζωής στον κόσμο αυτόν μεταμορφώθηκε ριζικά και έγινε εντελώς διαφορετικός από τον τρόπο που θα γινόταν προπτωτικά.

«Ο Αδάμ ο προπάτωρ την θείαν εντολήν παραβάς, άλλην αρχήν γενέσεως εξ ηδονής μεν συνισταμένην, επί δε τον διά πόνου θάνατον τελευτώοαν τη φύσει παρά την πρώτην παρεισήγαγε και επενόησε κατά συμβουλήν του όφεως, ηδονήν ουκ ούσαν προλαβόντος πόνου διάδοχον, αλλά μάλλον εις πόνον περαιουμένην πάντας τους εξ αυτού σαρκί γενομένους κατ’ αυτόν διά την εξ ηδονής άδικον αρχήν είχε συνυπαγομένους αυτώ δικαίως προς το διά πόνου κατά θάνατον τέλος» (Μαξ. Ομολ., Στ’ θεολ. εκατ., μδ’, Φ, Β, 156).

Παραβαίνοντας ο προπάτορας Αδάμ τη θεϊκή εντολή έγινε αίτιος παρεισαγωγής άλλης αρχής γεννήσεως του ανθρώπου, διαφορετικώτερης από την πρώτη. Η αρχή αυτή έχει την ηδονή ως βασικό της στοιχείο, αλλά καταλήγει στο θάνατο διά μέσου του πόνου. Και επινόησε σύμφωνα με τη συμβουλή του όφεως την ηδονή, που δεν ήταν αποτέλεσμα κόπου, ο οποίος προηγήθηκε από αυτήν, διαπεραίωνε όμως στον πόνο όλους τους όμοιούς του που από αυτόν γεννήθηκαν κατά σάρκα. Επειδή η αρχή της ηδονής υπήρξε άδικη, είχε συνακολούθους του όλους τους απογόνους του στο τέλος που είναι ο διά μέσου του πόνου θάνατος.

Και συνοψίζει ο θείος Πατήρ: «Ο Αδάμ παρακούσας εξ ηδονής εδίδαξε την γένεσιν… η γυνή παραβάσα την εντολήν εξ οδύνης άρχεσθαι την της φύσεως κατέδειξε γένεσιν» (Μαξ. Ομολ., Στ’ θεολ., εκατ., μβ’, Φ, Β, 155-6).

Και λοιπόν τώρα πια αρχίζει ο αγώνας του ανθρώπου για την κατακράτηση μόνο της ηδονής και την διά μέσου της κατάλυση της οδύνης. Με βαθειά γνώση της φύσεώς μας και της ψυχολογίας της ηδονής τονίζει ο άγιος Μάξιμος:

«Θέλοντες εκφυγείν την κατά την οδύνην αίσθησιν προς την ηδονήν καταφεύγομεν, τω της οδύνης αικισμώ πιεζομένην την φύσιν επιχειρούντες παραμυθείσθαι. σπουδάζοντες δε διά της ηδονής τα της οδύνης αμβλύναι κινήματα πλέον αυτής το καθ’ εαυτών επικυρούμεν χειρόγραφον, οδύνης και πόνου έχειν την ηδονήν απολελυμένην ου δυνάμενοι» (Μαξ. Ομολ., Στ’, θεολ. εκατ., μβ’, Φ, Β, 156).

Θέλοντας, λέει, να ξεφύγουμε την αίσθηση της οδύνης καταφεύγουμε στην ηδονή, προσπαθώντας έτσι να γλυκάνουμε τη φύση που την πιέζει βασανιστικά η οδύνη. Φροντίζοντας δε να αμβλύνουμε τα κινήματα της οδύνης μεγαλώνουμε απλούστατα το χρέος μας πιο πολύ μη μπορώντας να έχομε ηδονή ελεύθερη από οδύνη και πόνο.

Η προσπάθεια του ανθρώπου με άλλα λόγια διαχωρισμού ηδονής-οδύνης μένει τελικά ατελεσφόρητη. Και όμως παρά τις συνεχείς αποτυχίες του δεν παύει να τον επιδιώκη ο άνθρωπος. Η σειρά των αποτυχιών του δεν του ανοίγει τα μάτια ή μάλλον ο ίδιος αρνείται να τα α¬νοίξη για να ιδή το σισύφειο έργο που επιχειρεί. Τον τυφλώνει η φιλαυτία του και τον οδηγεί στο αδύνατο και στο ανυπόθετο αυξάνοντας έτσι την οδύνη και την απελπισία του.

Στο σημείο αυτό αναφερόμενος ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής παρατηρεί: «Ουκ ενδέχεταί ποτε χωρίς οδύνης είναι την ηδονήν. Εγκέκραται γαρ τη ηδονή της οδύνης ο πόνος καν λανθάνειν δοκή τους έχοντας διά την κατά το πάθος της ηδονής επικράτειαν. Επειδή το επικρατούν φαίνεσθαι πέφυκε καλύπτον την παρακειμένην αίσθησιν. Ηδονής ουν περιποιούμενοι διά την φιλαυτίαν και οδύνην διά την αυτήν αιτίαν φεύγειν σπουδάζοντες τας αμυθήτους των παθών επινοούμεν γενέσεις» (Μαξ. Ομολ., Γ’ θεολ., εκατ., νγ’, Φ, Β, 99).

Δεν είναι ποτέ δυνατή η ηδονή χωρίς την ταυτόχρονη παρουσία της οδύνης. Είναι ανάμεικτος με την ηδονή ο πόνος της οδύνης, έστω κι αν αυτός διαφεύγει την προσοχή αυτών που υποκύπτουν στην ηδονή εξαιτίας της επικρατήσεως του πάθους της. Και αυτό γιατί συνήθως φαίνεται το επικρατέστερο στοιχείο καλύπτοντας τη γειτονική αίσθηση. Προσπαθώντας λοιπόν να απολαύσουμε την ηδονή εξαιτίας της φιλαυτίας μας και φροντίζοντας για την ίδια αιτία, τη φιλαυτία δηλαδή, να αποφύγουμε την οδύνη, επινοούμε τελικά τις αναρίθμητες αιτίες δημιουργίας παθών μέσα μας.

Η μη αίσθηση της οδύνης κατά τη διάρκεια της ηδονής δεν σημαίνει και μη ύπαρξη οδύνης. Η οδύνη συνυπάρχει οπωσδήποτε κρυμμένη κάπου σε κάποια πτυχή της υπάρξεώς μας. Η επικράτηση απλώς της ηδονής δεν επιτρέπει την αίσθηση οδύνης, όπως ένα δυνατό εύοσμο παρασκεύασμα καλύπτει μιαν αφόρητη δυσωδία. Θα έρθη όμως μια στιγμή που η οδύνη έτσι ή αλλοιώς θα εκδηλωθή. Και όσο κανένας επιχειρεί να την απομακρύνη, τόσο πιο βίαια έρχεται εκείνη. Και όσο φροντίζει κανένας να την ξεχάση, τόσο πιο επίμονα έρχεται εκείνη να του υπενθυμίση την παρουσία της. Η φρενίτιδα απαλλαγής από την οδύνη με κάθε τρόπο οδηγεί στη δημιουργία και επικράτηση μέσα στην ψυχή διαφόρων βασανιστικών παθών που με τον καιρό γίνονται δυσεκρίζωτα. Η ηδονή κάνει τον άνθρωπο από φίλαυτο ακόμη πιο φίλαυτο και εγωιστή. Και αυτό σημαίνει πρακτικά η προσπάθειά του να ενισχύση και να μονιμοποιήση την αυτονομία του. Αυτό όμως μόνο ως φενάκη μπορεί να θεωρηθή, γιατί ο άνθρωπος ούτε αυθυπόστατος είναι ούτε αυτάρκης και απολύτως ανεξάρτητος. Και οπωσδήποτε δεν είναι αυτοσκοπός. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να γίνη αυτόνομος; Αλλά και να μπορούσε να ξεγελάση τον εαυτό του με τη φαντασίωση της αυτονομίας, έρχεται η ίδια η πραγματικότητα να καγχάση εις βάρος του, γιατί η ηδονή είναι θύρα ορθάνοιχτη επισυναγωγής στο «παθητικόν» της ψυχής του εσμού παθών, τα οποία καταλύουν την ελευθερία του, τη λίγη, έστω, που μπορεί να έχη, απορροφώντας του κάθε ζωτική ικμάδα και κάθε ίχνος «αυτονομίας». Το κράτος της εκούσιας ηδονής και της ακούσιας (πάντα αυτόκλητης) οδύνης αποτελούν το πιο τραγικά ακλόνητο ανθρωπολογικό καθεστώς που καμμιά προσπάθεια εκ μέρους του υπόδουλου σ’ αυτό ανθρώπου δεν μπορεί να το κλονίση.

Και τίθεται επιτακτικό το ερώτημα. και λοιπόν θα μένη για τον άνθρωπο «άπορος» η οδός διαφυγής, και ανέφικτος «ο της ελευθερίας τρόπος τοις υπό της αδίκου τυραννουμένοις ηδονής και υπό των δικαίων πόνων και του επ’ αυτοίς δικαιοτάτου θανάτου φυσικώς ενεχομένοις»; Θα κυριαρχήται επομένως ο άνθρωπος «υπό της αδικωτάτης ηδονής και των δι’ αυτήν δικαιοτάτων πόνων, υφ’ ων ελεεινώς διασπάται πάσχων ο άνθρωπος, εκ φθοράς καθ’ ηδονήν έχων την αρχήν της γενέσεως και εις φθοράν διά του θανάτου το της ζωής καταλήγων τέλος»; (Μάξ. Ομολ., Στ’ θεολ., εκατ., λθ’, Φ, Β, 154). Και με απλούστερα λόγια: Θα είναι απρόσιτος ο τρόπος της απελευθερώσεως αυτών, που τυραννούνται από την άδικη και αδικαιολόγητη ηδονή και ταυτόχρονα από τους κατά δίκαιο λόγο επιβαλλόμενους εξαιτίας της πόνους και τον θάνατο, που αποτελεί απόλυτα δικαιολογημένη συνέπειά του; Με άλλα λόγια. θα κυριαρχήται από την αδικαιολόγητη ηδονή και τους εξαιτίας της δικαιολογημένους πόνους, από τους οποίους διασπάται και διαλύεται ελεεινά ο άνθρωπος, που τους υφίσταται, γιατί έχει αρχή της γενέσεώς του τη φθαρτική ηδονή και  κατάληξη της ζωής του τη φθορά του θανάτου;
«Ο της ελευθερίας τρόπος»

Η απάντηση της πατερικής θεολογικής ανθρωπολογίας στο ανθρώπινα ανέλπιδο ερώτημα που έχει τεθή πιο πάνω είναι ετούτη, που ακολουθεί και τη δίνει ο σοφώτατος Μάξιμος ο Ομολογητής, που μνημονεύθηκε στις προηγούμενες σελίδες. Ας συγχωρήση ο αναγνώστης την κάπως μακρά παράθεση των λόγων του Αγίου, αλλά είναι τόσο σημαντικά όσα λέει, ώστε αξίζει τον κόπο να μελετηθούν με κάθε προσοχή. Να, τί λέει ο Όσιος Μάξιμος:

«Αμήχανον ην παντελώς την φύσιν υποκλιθείσαν τη τε κατά προαίρεσιν ηδονή και τη παρά προαίρεσιν οδύνη πάλιν εις την εξ αρχής ανακληθήναι ζωήν, ει μη γέγονεν άνθρωπος ο Δημιουργός, προαιρέσει δεχόμενος την προς κόλασιν της κατά προαίρεσιν της φύσεως ηδονής επινοηθείσαν οδύνην ουκ έχουσαν προηγουμένην αυτής την εξ ηδονής γένεσιν, ίνα της εκ καταδίκης ελευθέρωση την φύσιν γεννήσεως εξ ηδονής αρχήν ουκ έχουσαν καταδεχόμενος γέννησιν.

Επειδή μετά την παράβασιν πάντες άνθρωποι την ηδονήν έχουσι της ιδίας φυσικώς προκαθηγουμένην γενέσεως και ουδείς ην το σύνολον της καθ’ ηδονήν εμπαθούς γενέσεως φυσικώς υπάρχων ελεύθερος, αλλ’ ως χρέος πάντες φυσικόν αποδιδόντες τους πόνους και τον επ’ αυτή υπέμενον θάνατον. και ην άπορος παντάπασιν ο της ελευθερίας τρόπος τοις υπό της αδίκου τυραννουμένοις ηδονής και υπό των δικαίων πόνων και του επ’ αυτοίς δικαιοτάτου θανάτου φυσικώς ενεχομένοις. Έδει δε προς αναίρεσιν μεν της αδικωτάτης ηδονής και των δι’ αυτήν δικαιοτάτων πόνων, υφ’ ων ελεεινώς διεσπάτο πάσχων ο άνθρωπος εκ φθοράς της καθ’ ηδονήν έχων την αρχήν της γενέσεως και εις φθοράν την διά του θανάτου το της ζωής καταλήγων τέλος. Προς δε την επανόρθωσιν της παθούσης φύσεως επινοηθήναι πόνον και θάνατον, άδικον ομού και αναίτιον. αναίτιον μεν, ως ουδαμώς προλαβούσαν ηδονήν εσχηκότα προς γένεσιν. άδικον δε, ως μηδεμιάς το παράπαν εμπαθούς ζωής όντα διάδοχον, ίνα μέσος ληφθείς ηδονής αδίκου και πόνου και θανάτου δικαιοτάτου, πόνος και θάνατος αδικώτατος ανέλη διόλου την εξ ηδονής αδικωτάτην αρχήν και το δι’ αυτήν διά θάνατον δικαιότατον τέλος της φύσεως και γένηται πάλιν ηδονής και οδύνης ελεύθερον το γένος των ανθρώπων, την εξ αρχής ευκληρίαν απολαβούσης της φύσεως. μηδενί των εμπεφυκότων τοις υπό γένεσιν και φθοράν γνωρισμάτων μολυνομένων. Διά τούτο Θεός υπάρχων τέλειος κατά την φύσιν ο του Θεού Λόγος γίνεται τέλειος άνθρωπος εκ ψυχής νοεράς και σώματος παθητού κατά φύσιν παραπλησίως ημίν χωρίς μόνης αμαρτίας συνεστώς. την μεν εκ παρακοής ηδονήν ουδαμώς το σύνολον εσχηκώς προηγουμένην αυτού της εκ γυναικός εν χρόνω γεννήσεως. την δε δι’ αυτήν οδύνην υπάρχουσαν τέλος της φύσεως, διά φιλανθρωπίαν κατά θέλησιν προσηκάμενος, ίνα πάσχων αδίκως ανέλη την εξ ηδονής αδίκου τυραννούσαν την φύσιν αρχήν της γενέσεως. ουκ έχουσαν ως χρέος υπέρ αυτής εκτιννύμενον κατά τους άλλους ανθρώπους και του Κυρίου τον θάνατον, αλλά μάλλον κατ’ αυτής προβεβλημένον. και το διά του θανάτου δίκαιον τέλος εξαφανίση της φύσεως, ουκ έχων την δι’ ην επεισήλθε, και υπ’ αυτού δικαίως τιμωρουμένην, ως αιτίαν του είναι παράνομον ηδονήν» (Μαξ. Ομολ., Στ’, εκατ., θεολ., λη’, λθ’, Β, Φ, 154-55).

Ήταν, λέει ο άγιος, εντελώς αδύνατο να ανακληθή στην αρχική της ζωή η φύση που υποτάχθηκε και στην προαιρετική ηδονή και στην απροαίρετη, ακούσια, οδύνη, αν δεν γινόταν άνθρωπος ο Δημιουργός δεχόμενος προαιρετικά την οδύνη, που επινοήθηκε για κολασμό της προαιρετικής ηδονής της φύσεως. Και το έκανε αυτό αναλαβαίνοντας φύση που δεν είχε προέλθει από ηδονή, για να ελευθερώση τη φύση από τη γέννηση, που προήλθε από καταδίκη, καταδεχόμενος γέννηση που δεν είχε την αρχή της σε ηδονή.

Με την παράβαση όλοι οι άνθρωποι είχαν ως φυσικώς προηγούμενη της προσωπικής τους γεννήσεως την ηδονή, και γενικά δεν υπήρχε κανένας ελεύθερος από την εμπαθή ηδονική γέννηση, αλλά πλήρωναν ως φυσικό χρέος τους πόνους και υπέμεναν το θάνατο εξαιτίας της. Ήταν δε εντελώς αδύνατο να βρεθή για τους τυραννούμενους από την ηδονή τρόπος απελευθερώσεως από αυτήν και από τους δίκαια γι’ αυτήν επιβεβλημένους πόνους και υποκείμενους στο δικαιότατο θάνατο που επακολουθούσε.

Η κατάσταση αυτή του πόνου και του θανάτου ήταν αναγκαία για τον ξεπεσμένον άνθρωπο για να αναιρεθή η εντελώς αδικαιολόγητη ηδονή και οι εξαιτίας της πάλι δικαιολογημένοι πόνοι που διασπούσαν αξιοθρήνητα τον πάσχοντα άνθρωπο. Και αυτό γιατί η φθορά αποτελούσε την αρχή του ερχομού τους στη ζωή με κατάληξη στη φθορά του θανάτου. Χρειαζόταν επομένως για να επανορθωθή η φύση, που τα υφίστατο αυτά, να επινοηθή πόνος και θάνατος άδικος και ταυτόχρονα αναίτιος.

Χρειαζόταν αναίτιος πόνος και θάνατος, γιατί δεν θα είχε ως αρχή της υπάρξεώς της η φύση προηγούμενή της ηδονή. Και χρειαζόταν άδικος πόνος και θάνατος γιατί δεν θα αποτελούσε επακολούθημα ζωής υποδουλωμένης σε πάθη. Έτσι ο πόνος και ο θάνατος αυτός ο εντελώς αναίτιος και άδικος, παρεμβαλλόμενος ανάμεσα στην εντελώς αδικαιολόγητη από ηδονή αρχή της φύσεως και τον εξαιτίας της ηδονής δικαιότατον θάνατό της είχε ως αποτέλεσμα να γίνη ελεύθερο πάλι το ανθρώπινο γένος μια που θα ξαναποκτούσε η φύση τον καλό της κλήρο, χωρίς να μολύνεται πια από κανένα από τα έμφυτα γνωρίσματα, τα οποία χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους, που γεννιούνται και διατελούν υπό το κράτος της φθοράς.

Γι’ αυτό ο Λόγος του Θεού, που ήταν κατά φύσιν τέλειος Θεός, έγινε άνθρωπος τέλειος κατά φύσιν, σαν κι εμάς, με νοερή ψυχή και σώμα παθητό χωρίς όμως αμαρτία. Ως άνθρωπος σαρκωμένος ο θείος Λόγος δεν είχε καθόλου για την από γυναίκα εν χρόνω γέννησή του ως προηγούμενό της την από παρακοή προερχόμενη ηδονή. Την οδύνη πάλι που ήταν το τέλος της φύσεως την απο¬δέχθηκε θεληματικά από φιλανθρωπία, ώστε πάσχοντας άδικα, να αναιρέση την αρχή του ερχομού στην ύπαρξη που είχε ως αιτία την άδικη ηδονή, η οποία τυραννούσε τη φύση. Η φύση, που ανέλαβε ο Κύριος, δεν είχε να καταβάλη ως οφειλόμενο χρέος για την ηδονή, όπως οι άλλοι άνθρωποι, το θάνατο. Ο θάνατός του προβλήθηκε τώρα εις βάρος της ηδονής, ώστε να εξαφανισθή από τη φύση ως δίκαιό της τέλος ο θάνατός της. Με άλλα λόγια, ο θάνατος του Κυρίου τιμώρησε δίκαια την αιτία της υπάρξεως της ξεπεσμένης φύσεως, δηλαδή την παράνομη ηδονή.

Συνεχίζοντας την ίδια άποψη τονίζει αλλού ο άγιος Μάξιμος:

«Γέγονεν ο Θεός κατ’ αλήθειαν άνθρωπος και δέδωκεν άλλην αρχήν τη φύσει δευτέρας γενέσεως, διά πόνου προς ηδονήν μελλούσης ζωής καταλήγουσαν. Ως γαρ Αδάμ ο προπάτωρ την θείαν εντολήν παραβάς, άλλην αρχήν γενέσεως, εξ ηδονής μεν συνισταμένην εις δε τον διά πόνου θάνατον τελευτώσαν, τη φύσει παρά την πρώτην παρεισήγαγε και επενόησε, κατά συμβουλήν του όφεως, ηδονήν ουκ ούσαν προλαβόντος πόνον διάδοχον, αλλά μάλλον εις τον πόνον περαιουμένην, πάντας τους εξ αυτού σαρκί γενομένους κατ’ αυτόν, διά την εξ ηδονής άδικον αρχήν, είχε συνυπαγομένους αυτώ δικαίως προς το διά πόνου κατά τον θάνατον τέλος, ούτω και ο Κύριος, γενόμενος άνθρωπος κατ’ άλλην αρχήν δευτέρας γενέσεως εκ Πνεύματος Αγίου τη φύσει δημιουργήσας και τον διά πόνου του Αδάμ δικαιότατον καταδεξάμενος θάνα¬τον, εν αυτώ δηλαδή γενόμενον αδικώτατον, ως ουκ έχοντα της ιδίας γενέσεως αρχήν την εκ παρακοής αδικωτάτην του προπάτορος ηδονήν, αμφοτέρων αυτών αναιρών, αρχής τε λέγω και τέλους της κατά τον Αδάμ ανθρωπί¬νης γενέσεως, οία δη προηγουμένως ουκ όντων εκ του Θεού την αναίρεσιν εποιήσατο και πάντας τους πνευματικώς εξ αυτού αναγεννωμένους της επ’ αυτής ενοχής ελευθέρους κατέστησε» (Μαξ. Ομολ., Στ’, θεολ., εκατ., μδ’, Φ, Β, 156).

Με απλά λόγια, λέγει ο άγιος Πατήρ:

Ο Θεός έγινε αληθινά άνθρωπος και έδωσε στη φύση άλλη, δεύτερη αυτή, αρχή ερχομού στην ύπαρξη, που διά μέσου του πόνου καταλήγει στην ηδονή της μελλούσης ζωής. Όπως δηλαδή ο προπάτορας Αδάμ παραβαίνοντας τη θεϊκή εντολή παρεισήγαγε και επινόησε άλλην αρχή ερχομού στον κόσμο, διαφορετικώτερη από την πρώτη, που συνίστατο μεν από ηδονή, αλλά κατέληγε στον διά μέσου του πόνου θάνατο, και αυτό σύμφωνα με τη συμβουλή του όφεως. όπως λοιπόν ο Αδάμ εισήγαγε στην φύση την ηδονή, που δεν ήταν καρπός προηγούμενης προσπάθειας, αλλά που κατέληγε στον πόνο και υπήγαγε μαζί του και όλους όσοι καταγόταν από αυτόν κατά σάρκα στο τέλος του θανάτου μέσω του πόνου, δικαιολογημένα δε λόγω της άδικης ηδονικής αρχής, έτσι και ο Κύριος. Αφού έγινε άνθρωπος, δημιούργησε άλλην αρχή, δεύτερη αυτήν, γενέσεως για την ανθρώπινη φύση εκ Πνεύματος Αγίου. Και καταδέχτηκε τον διά μέσου του πόνου του Αδάμ δικαιότατο θάνατο, που για τον Κύριο όμως ήταν αδικώτατος, γιατί δεν είχε ο ίδιος αρχή της γεννήσεώς του την αδικώτατη ηδονή εκείνου. Με τον τρόπον αυτόν ανήρεσε και τα δυο, και την αρχή και το τέλος της σύμφωνα με τον Αδάμ γενέσεως του ανθρώπου, δηλαδή ηδονή και οδύνη (που κατέληγε στο θάνατο). Τα κατήργησε δε, γιατί αυτά δεν προέρχονταν προηγουμένως από το Θεό. Με τον τρόπο αυτόν απελευθέρωσε από την ενοχή γι’ αυτήν όλους όσοι ξαναγεννιούνται πνευματικά από αυτόν.
Το νέο σωτηριώδες ζεύγμα: Οδύνη – Ηδονή

Αυτό, που ήταν αδύνατο για τον άνθρωπο, η άρση του κράτους της παράνομης και «αδικωτάτης» ηδονής και επομένως και των συνεπειών της, η κατάργηση με άλλα λόγια της απολυτοποιημένης φιλαυτίας και της επαναστατημένης αυτονομίας της ανθρώπινης φύσεως, πραγματοποιήθηκε από τον σαρκωθέντα Θεόν Λόγον. Η ανθρώπινη φύση στο πρόσωπό του απέκτησε την ελευθερία της. Ο Λόγος-Χριστός ανέτρεψε την τάξη ηδονή – οδύνη και την έκανε οδύνη – ηδονή.

Στην καινούργια αυτή τάξη δεν υπάρχει νοηματική και πραγματική αντιστοιχία στους όρους ηδονή-οδύνη, που αναφέραμε, αν και τα αντιθετικά ζεύγματα ηδονή-οδύνη και οδύνη-ηδονή ηχούν το ίδιο.

Στο πρώτο ζεύγμα ηδονή-οδύνη υπάρχουν:
ως προς το πρόσωπο –    το φίλαυτα εκούσιο και το –    καταναγκαστικά ακούσιο.
ως προς την ποιότητα –    το γήινο της ηδονής –    το απαράκλητο της οδύνης.
ως προς τη χρονικότητα –    προσωρινότητα και εφήμερο της ηδονής –    μονιμότητα οδύνης – πόνου και αιωνιότητα του θανάτου. Στο καινούργιο ζεύγμα οδύνη – ηδονή έχουμε:
ως προς το πρόσωπο –    το αγαπητικά εκούσιο (ανάληψη σταυρού με χαρά και αυτοπροσφορά μέχρι θανάτου) –    την εγκάρδια αποδοχή των «ακούσιων επιφορών και πειρασμών».
ως προς την ποιότητα –    πνευματική χαρισματική ηδονή –    αγιαστική επενέργεια της οδύνης.
ως προς τη χρονικότητα –    βραχύτητα οδύνης («το παραυτίκα» της θλίψεως με μέτρο την αιωνιότητα) –    αιωνιότητα πνευματικής ηδονής («αιώνιον βάρος δόξης»).

Γι’ αυτό και απευθύνεται ως το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου η πρόσκληση του Κυρίου Ιησού σε όσους θέλουν να τον ακολουθήσουν. «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι… Ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν» (Ματθ. ιστ’ 24-25).

Από τους λόγους αυτούς του Κυρίου προκύπτει πως, ό,τι αποτελεί επίτευγμα της καινής ανθρώπινης φύσεως στο πρόσωπο του Χριστού μπορεί τώρα να γίνη και υποκειμενικά μεθεκτό από τα επί μέρους πρόσωπα.

Η ελευθερία από την ηδονή και την οδύνη είναι χάρις και δωρεά απερινόητη της θείας αγάπης. Δεν αποτελεί μολοντούτο απόκτημα που δεν θα χρειασθή γι’ αυτό καταβολή κόπου, μόχθου και προσωπικής προσπάθειας επάνω στη χρυσή βάση της μυστικής ενώσεως με το Χριστό μέσα στον αγιαστικό χώρο της Εκκλησίας του. Η αντικειμενική ως προς τον άνθρωπο δεδομένη δυνάμει προσφορά του Θεού απαιτεί κατά θεία συγκατάβαση υποκειμενική εκ μέρους του ανθρώπου συνέργεια και προσπάθεια για να την ιδιοποιηθή.

Σ’ αυτό ακριβώς το τέλος αποβλέπει ο Μοναχισμός και όλη η ορθόδοξη μοναχική πνευματικότητα. Με τη σιωπηλή και όχι σπάνια κολαφιζόμενη και προπηλακιζόμενη, «βοώσαν όμως και κράζουσαν» εμπράγματα παρουσία του δεν παύει να υπενθυμίζη ακούραστα το «συνεταξάμην Χριστώ» σε κάθε ψυχή που ωμολόγησε και διεκήρυξε κατά την ώρα του βαπτίσματός της, ότι «Χριστώ συνετάχθη» και επομένως αποδέχτηκε την άρση του σταυρού της με ταυτόχρονη άρνηση «της αδικωτάτης» ποικιλώνυμης και πολύμορφης ηδονής. Και σε αυτό συνίσταται η όλη «βιαστικότης» και ασκητικότης του Ορθόδοξου Μοναχισμού. Γι’ αυτό και η πνευματικότητά του είναι καθολική και όχι μονομερής, για κάποιους δηλαδή μονάχα εκλεκτούς. Αν επομένως ο μοναχισμός απαρνήται τα «ηδέα του κόσμου» και ακολουθή τον έμπονο και έγκοπο βίο, δεν το κάνει από ιδιοτυπία και παραξενιά ή άλλους τέτοιου είδους λόγους. Το κάνει, γιατί θέλει να ακολουθήση και τους λόγους και το παράδειγμα του Κυρίου Ιησού. Η ορθόδοξη Πατερική και Θεολογική ανθρωπολογία με το στόμα του μεγάλου θεολόγου και μοναχού οσίου Μαξίμου του Ομολογητού τονίζει με έμφαση το ζήτημά μας:

«Γένεσις αρετής εστιν αληθής η προς την σάρκα της ψυχής εκούσιος αλλοτρίωσις. Ευφραίνει δε την ψυχήν πνευματικώς ο τοις εκουσίοις την σάρκα πόνοις δαμάζων» (Μαξ. Ομολ., Ε’ θεολογ. εκατ., κεφ. 99, Φ, Β, 146). Αληθινή γενεσιουργός αιτία αρετής αποτελεί η εκούσια αποξένωση της ψυχής από την σάρκα. Και ευφραίνει πνευματικά την ψυχή αυτός που δαμάζει τη σάρκα με θεληματικούς κόπους. Και συνεχίζει:

«Της ψυχής υπέρ αρετής προς την αίσθησιν αποδιάθεσιν κτησαμένης, εξ ανάγκης η αίσθησις εν πόνοις έσται. την των ηδονών νοητικήν συνημμένην αυτή κατά γνωμικήν σχέσιν της ψυχής ουκ έχουσα δύναμιν. Τουναντίον δε, την μεν των αυτής ηδονών επανάστασιν δι’ εγκρατείας ανδρικώς απορραπίζουσαν, προς δε την των παρά φύσιν και ακουσίων πόνων επαγωγήν, διά της υπομονής, αμείλικτον παντελώς διαμένουσαν και της κατ’ αρετήν θεοπρεπούς αξίας τε και δόξης, διά την ανυπόστατον ηδονήν ουκ εξισταμένην, και προς την των πόνων αντίληψιν φειδοί της σαρκός διά την οδυνώσαν αίσθησιν, του ύψους των αρετών ουκ αποπίπτουσαν. Της δε κατ’ αίσθησιν λύπης αιτία καθέστηκεν η προς τα κατά φύσιν της ψυχής παντελής ασχολία” την δε κατ’ αίσθησιν ηδο-νήν η παρά φύσιν ενέργεια της ψυχής προδήλως υφίστησιν, άλλην αρχήν έχειν ου δυναμένην συστάσεως ή της ψυχής των κατά φύσιν απόθεσιν», (όπ. π., ρ’. σελ. 146).

Όταν η ψυχή αποκτήση αποστροφή χάριν της αρετής προς τις αισθήσεις, αναγκαστικά αυτές θα πονούν και θα κουράζονται, επειδή δεν θα έχουν συνδεδεμένη μαζί τους βουλητικά τη νοητική δύναμη της ψυχής. Αντίθετα η ψυχή με την εγκράτεια απωθεί ανδρεία τις επαναστάσεις των ηδονών της σαρκός. Επί πλέον παραμένει η ψυχή άτεγκτη και ακλόνητη με υπομονή στις επανωτές παρά φύσιν και ακούσιες θλίψεις. Δεν απομακρύνεται η ψυχή χάριν της ανυπόστατης ηδονής από τη θεοπρεπή αξία και δόξα που χαρίζει η αρετή ούτε ξεπέφτει από το ύψος των αρετών. Και αυτό με τη βοήθεια του πόνου, δυσκολεύοντας τη σάρκα εξαιτίας των αισθήσεων που υποφέρουν. Αιτία της λύπης των αισθήσεων είναι η ολοκληρωτική απασχόληση της ψυχής με ό,τι κατά φύσιν. Και είναι καταφάνερο πως την αισθησιακή ηδονή την προκαλεί η παρά φύσιν ενέργεια της ψυχής. Δεν έχει άλλη συστατική της αρχή η ηδονή παρά την απόθεση των κατά φύσιν ενεργειών της ψυχής. Αν αυτή η θεολογική αρχή κατανοηθή σωστά, τότε όχι μόνο θα πάψη κάθε παρεξηγημένη και λανθασμένη αντίληψη για τον μοναχισμό, αλλά και θα κατανοηθή σωστά και θα γίνη αποδεκτός ο ασκητικός του χαρακτήρας και η αγωνιστικότητά του στον υπαρξιακό τομέα. Με το πνεύμα αυτό πρέπει να γίνουν αντιληπτές  προτροπές όπως -για να αναφέρουμε ελάχιστες μόνο ενδεικτικά- οι ακόλουθες:

«Την ηδονήν της παρούσης ζωής και την οδύνην, ό¬ση δύναμις αρνησώμεθα και πάσης παθών επινοίας και δαιμονιώδους κακουργίας απαλλαγησόμεθα. Διά γαρ την ηδονήν αγαπώμεν τα πάθη και διά την οδύνην φεύγομεν την αρετήν» (Μαξ. Ομολ., Γ’ Θεολ. εκατ., νβ’, Φ, Β, 99). Ας απαρνηθούμε, λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, την ηδονή και την οδύνη της παρούσης ζωής με όλες μας τις δυνάμεις. Αν το επιδιώξουμε αυτό, τότε θα απαλλαγούμε εντελώς από κάθε πάθος και δαιμονική κακοπραξία. Γιατί εξαιτίας της ηδονής αγαπούμε τα πάθη και εξαιτίας της οδύνης αποφεύγουμε την αρετή.

Και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος προτρέπει: «Τοιγαρούν ει θέλεις επιτυχείν ων εφίεσαι και ποθείς, των αγαθών λέγω του Θεού, και εξ ανθρώπων γενέσθαι άγγελος επίγειος, αγάπησον, αδελφέ, θλίψιν σώματος, άσπασαι κακοπάθειαν, τους δε πειρασμούς ούτω φίλησον ως μέλλοντάς σοι γενέσθαι προξένους παντός αγαθού. Τί ωραιότερον, ειπέ μοι, θλιβομένης ψυχής μετά γνώσεως ότι υπομένουσα την πάντων μέλλει κληρονομήσαι χαράν;» (Συμεών Ν. Θεολ. παρά Διονυσίου Τρίκκης, Ανατολικός Ορθόδοξος Μοναχισμός, Αθήναι 1969, σελ. 203).

Αν λοιπόν θέλης να πετύχης ό,τι λαχταράς και ποθείς, εννοώ τα αγαθά του Θεού, και να γίνης από άνθρωπος, επίγειος άγγελος, αγάπησε, αδελφέ, τη θλίψη του σώματος, παραδέξον την κακοπάθεια και ταλαιπώρηση, αγάπησε τους πειρασμούς και τις δυσκολίες όσο τους αξίζει ως πρόξενους κάθε αγαθού. Πες μου, τί είναι πιο όμορφο από θλιβόμενη ψυχή που όμως έχει συνείδηση ότι με την υπομονή της θα κληρονομήση τη χαρά των πάντων;.

Και ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος λέει επιγραμματικά: «Πόνον πόνει εμπόνως, ίνα διαδράσης των ματαίων πόνων τους πόνους» (Αναφέρεται στο παραπάνω βιβλίο του Μητρ. Τρίκκης Διονυσίου, σελ. 204). Ανάλαβε, λέει, με επιμέλεια και ακούραστα τον κόπο και τον πόνο της ασκήσεως, για να αποφύγης τους πόνους των ματαίων κόπων και θλίψεων.

* * *

Προσπαθήσαμε να ρίξουμε ένα πρόχειρο και πολύ βιαστικό βλέμμα στην ορθόδοξη μοναχική πνευματικότητα με τη βοήθεια της πατερικής θεολογικής ανθρωπολογίας για να κατανοήσουμε κάπως τη στάση της και την ασκητικότητά της έναντι της ζωής. Και διαπιστώσαμε πως κεφαλαιώδες χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι η άρνηση της φίλαυτης ηδονής και η αποδοχή αγαπητικά του ακούσιου πόνου καθώς και η ανάληψη του εκούσιου κόπου και μόχθου από αγάπη και μόνο προς το πρόσωπο του Κυρίου Ιησού. Ακολουθώντας με τη χάρη του Θεού το δρόμο αυτόν ο μοναχός, αλλά και κάθε πιστός Χριστιανός, αφού μια είναι και για όλους ισχύει η ορθόδοξη πνευματικότητα, μπαίνει πια σε ένα νέο κλίμα και αποκτάει καινούργια προοπτική στη θεώρηση της υπάρξεως. Φεύγει από την απαισιόδοξη ηδονιστική στάση έναντι της υπάρξεως, που μοιραία οδηγεί στη φθορά και στο θάνατο, και μπαίνει σε μια αισιόδοξη εν πίστει και ελπίδι θεώρησή της πέρα από κάθε ηδονή και οδύνη του «παρόντος αιώνος του απατεώνος». Ύμνος ευχαριστήριος και δοξολογικός σ’ αυτήν την πορεία όσων την επιχειρούν είναι το ψαλμικό: «Διήλθομεν διά πυρός (ηδονής και πειρασμών) και ύδατος (δακρύων πόνου και μόχθου) και εξήγαγες ημάς (Κύριε) εις αναψυχήν» και στο ευλογημένο παρόν βιωνόμενη και εν ελπίδι αναμενόμενη στην μακάρια αιωνιότητα! (Ψαλμ. 65, 12).
1.     Η λέξη μεταπτωτικός χρησιμοποιείται εδώ όχι με την αρχική της ψυχολογική έννοια, που δηλώνει αυτόν που υφίσταται μεταπτώσεις ψυχολογικές, αλλά με τη θεολογική έννοια που αναφέρεται στις μετά την πτώση των πρωτοπλάστων καταστάσεις, ενέργειες κλπ. του ανθρώπου. 2.      Όπου γίνεται στη συνέχεια παραπομπή, αυτής της μορφής σημαίνει. το Φ την «Φιλοκαλία των Νηπτικών Πατέρων» της γνωστής εκδόσεως του εκδοτ. οίκου «Αστέρος» των αδελφών Παπαδημητρίου και το Β τον τόμο της εκδόσεως αυτής. Ο επόμενος αλφαβητικός αριθμός, π.χ. κγ’, λα’, οβ’, κλπ. σημαίνει το «κεφάλαιον» της σχετικής πατερικής διατριβής και ο επόμενος αραβικός αριθμός σημαίνει τη σελίδα του τόμου. Ο μετά το κόμμα αριθμός που αναφέρεται μαζύ με τη σελίδα παραπέμπει στη σειρά (αράδα) της σελίδας του κειμένου, π.χ. ο αριθμός 329, 26, αναφέρεται στη σελίδα 329, σειρά της σελίδας 26.

ιερομ. Ευσέβιος, α.,

Ιερόν Κελλίον Οσίων Σάββα του Ηγιασμένου, Ματρώνης της εν Κων/λει και των Αυταδέλφων Νεανιών των διά της ευχής αγιασθέντων Δομετίου και Μαξίμου

Κρυονέρι Φαιάς Πέτρας Σιδηροκάστρου Σιντικής

Πηγή: impantokratoros.gr

“ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ     ΟΙ ΥΠΑΡΞΙΑΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ”

ΕΚΔΟΣΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»