Γενικά ΘέματαΟρθόδοξη πίστηΠροσκυνήματα-Οδοιπορικά-Τουρισμός

Μακεδονική Γη: Ιστορία της Γευγελής (Гевгелија)

14 Οκτωβρίου 2012

Μακεδονική Γη: Ιστορία της Γευγελής (Гевгелија)

Ιωάννου Ξανθού, Συνταξιούχου Δημοδιδασκάλου και Μακεδονομάχου
“ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΓΕΛΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΔΡΑΣΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙΞ ΧΩΡΙΩΝ”
Θεσσαλονίκη 1954
ΕΙΔΟΜΕΝΗ η ΙΔΟΜΕΝΗ

Ή Γευγελή, ως θα μετωνομάζετο μετά την άπελευθέρωσιν της Μακεδονίας έκ του τουρκικού ζυγου εις Ε ί δ ο μ έ ν η ν, εύρίσκεται πλησίον και εις άπόστασιν δέκα λεπτών της ώρας από την τοποθεσίαν της άρχαίας Είδομένης, πόλεως της άρχαίας Μα­κεδονίας, η οποία άπετελείτο τότε από την ’Άνω και Κάτω Μακεδονίαν, ως τούτο άναφέρουν ο Ηρόδοτος (VIII 137) και ο Θουκυδίδης (II 99).

Ό δεύτερος μάλιστα λέγει, ότι μεταξύ των άκραίων πόλεων προς Βορράν της Κάτω Μακεδονίας ήτο και η Είδομένη, πόλις ώχυρωμένη διά την ασφάλειαν του Βα­σιλείου του Βασιλέως Φιλίππου του Β’.
Ή Είδομένη ήτο μια των πέντε μεγαλυτέρων άρχαίων Πελασγικών πόλεων της Παιονίας.


Λέγομεν δε Πελασγικών πό­λεων, διότι ο κατ’ έξοχήν άρχαίος γεωγράφος ο Στράβων (VII άπόσπ. 38, 39) λέγει δτι, Πελαγόνες και Πελασγοί είναι συγ­γενή εθνη ως καταφαίνεται και έκ της ρίζης.
Πελαγόνες δέ εκαλούντο και οι Παίονες.
Άργότερον η Είδομένη περιήλθεν εις την άρχαίαν χώραν της Μακεδονίας την Βοττιαίαν, διότι μετανάσται έκ Κρήτης και ’Αθηνών έλθόντες εις Μακεδονίαν τους μέν Πελαγόνας έξεδίωξαν εις Χαλκιδικήν πλησίον της Όλύνθου, τους δέ Παίονας έξεδίωξαν από του κάτω Άξιου ποταμού προς Βορράν.
Πόλεις της Βοττιαίας ήσαν η Πέλλα, η Κΰρρος, η ‘Άλωρος, αί ’Ίχναι, ο Εΰρωπος, η Αταλάντη, η Γόρτυνος και η Είδομένη, έκ των οποίων ούδεμία πλήν της Πέλλης (Γιαννιτσών) διεσώθη (Μ. Δήμιτσα).
Τό 429 π. X, την Ειδομένην την έκυρίευσεν ο βασιλεύς του τότε Βασιλείου των Όδρυσών Θρακών ο Σιτάλκις ώς σύμμα­χος των Αθηναίων και έχθρός  του Πέρδικα βασιλέως της Μκεδονίας. Ουτος συναθροίσας εις Δόβηρον (Δοϊράνην) 100.000 πεζικού στρατού και 50.000 ιππείς έξεστράτευσε κατά της Παιονίας και κατόπιν σκληρού πολέμου έκυρίευσεν αύτήν καί έλεηλάτησε τάς πόλεις Δόβηρον, Άταλάντην, Γόρτυνον, Ειδομένην και Ευρωπον. (Α. θ. Σαμοθράκης και Γ. Δ. Καψάλης), Έγκυκλ. Πυρσός.
Ή καταστροφή της Είδομένης κατ’ άλλους λέγεται ότι έγένετο το 513 π. X. κατά τους Περσικούς πολέμους έπί Δαρείου, ύπό του τότε εν Θράκη Στρατηγού Μεγαβάζου, ο όποιος έκστρατεύσας κατά της Παιονίας, όχι μόνον ύπέταξεν αυτήν, αλλά και τους κατοίκους αυτής σύν γυναιξί και τοίς τέκνοις μετέφερεν εις Μικράν Ασίαν.
Πιθανοτέρα όμως έκδοχή περί της καταστροφής της Ειδομένης είναι, ότι αυτή κατεστράφη κατά τους πολέμους μεταξύ του βασιλέως του Βυζαντινού κράτους Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου και Βουλγάρων το 1005-1015 μ. X. καθόσον άντετάχθη έναντίον αυτών κατά τάς διαφόρους έπιδρομάς (Έγκυκλοπ. Πυρσού).

ΚΤΙΣΙΣ ΤΗΣ ΓΕΥΓΕΛΗΣ

Ακριβής χρονολογία περί της κτίσεως της Γευγελής δεν δύναται να καθορισθή. Πάντως όμως η υπαρξις αυτής μνημο­νεύεται από το ετος 1690 μ. X. ως τούτο καταφαίνεται εκ των κατωτέρω επισήμων έγγράφων των τουρκικών ’Αρχών, (Α άρχείου Θεσσαλονίκης).
Διά φιρμανίου (Σουλτανικου διατάγματος) της 18 Ζίλ Καντέ 1106 (τουρκική χρονολογία) ήτοι της 3ης Ιουνίου 1695, οι Δή­μοι Θεσσαλονίκης, Κιλκισίου, Λαγκαδά, και Γευγελής διετάχθησαν να συγκεντρώσουν ξυλείαν, καρφιά και άλλα ήδη προς κατασκευήν 30 πλοιαρίων, προς έπείγουσαν μεταφοράν τηλε­βόλων (τά Μπάλ-Γεμέζ), καθώς και γεφύρας έπί του Άξιου ποταμού.
Διά φιρμανίου της 20ης Σεβάλ 1108 (τουρ. χρ.) ήτοι της 12ης Μαίου 1696 διετάχθη ο ‘Ιεροδίκης Θεσσαλονίκης, όπως άπαλλάξη τους κατοίκους των χωρίων Γουμενίσσης, Γρίβας (Κρίβα) και Κάρπης (Τσέρνα ρέκα) της καταβολής δημοσίου φόρου, διότι είχεν άνατεθή εις αύτούς η διά πλυσίματος έπεξεργασία (μπατάνισμα) μάλλινων υφασμάτων (τσόχας) διά τάς ένδυμασίας των Γενιτσάρων.
Έν Άδριανουπόλει τη 20 Σεβάλ 1108 η 12/5/1696 Δια φιρμανίου του μηνός άρχάς Ρεμπή οϋλ έβέλ 1116 τ. χ., ήτοι της 4πς Ιουλίου 1704 διετάχθη να παύση η καταπίεσις των κατοίκων της περιφερείας Γευγελής έκ μέρους της ’Αλβανικής καταγωγής φυλάκων των στενών του Ντερβέντι, οι όποιοι έκτος των χρημάτων ζητούσαν αυθαιρέτως και τρόφιμα παρασκευα­σμένα, ήτοι όρνιθας, χαλβάδες, πήττες κ.τ.λ.
Διά φιρμανίου της 3ης Σιαμπάν 1117 τ. χ., ήτοι της 20ης Νοεμβρίου 1715 διετάχθη η εισαραξις κεφαλικού φόρου και έκ των Ελλήνων της περιφερείας Γευγελής (μαρτυρία τρανωτάτη ότι Βούλγαροι δεν ύπήρχον εις την Μακεδονίαν τότε) και συγκεκριμένως έκ των χωρίων Γευγελής και Μπογδάντσης.
Κατά την είσπραξιν του φόρου τούτου, οι είσπράκτορες έλάμβανον χρήματα και έπιπλέον του καθωρισμένου φόρου, και γενομένων παραπόνων έζητήθη άπολογία των είσπρακτόρων.
Διά φιρμανίου της 28ης Ραμαζάν τ. χ., ήτοι της 12ης Ίανουαρίου 1706 καθορίζεται ο τρόπος της είσπράξεως του κεφαλικου φόρου ούτως  ώστε να μή έπιβαρύνωνται αί ραγιάδες διά της κατ’ άποκοπήν χορηγουμένων δελτίων είσπράξεως κατά τάς όποίας εισπράξεις έλαμβάνοντο και έπί πλέον χρήματα. Επειδή δέ λόγω βαρυτάτης φορολογίας οι κάτοικοι κατέφευγον εις άλλας έπαρχίας, διά τούτο προς συγκράτησιν της άποδημίας, διετάχθη να άφαιρεθουν τα δελτία πολλών πτωχών οικογενειών των περιφερειών Λαγκαδά, Παζαρούδας, Άβρέτ Χισάρ, Γευγελής κ.τ.λ., όταν έπανέλθουν εις τάς έστίας των.
‘Αλλά και όσοι κάτοικοι άμελουν να έκπληρώσουν τάς υπο­χρεώσεις των να άποκεφαλίζωνται, συνάμα δέ να άποκεφαλίζωνται και οι έκμεταλλευταί είσπράκτορες.
Διά φιρμανίου του μηνός τέλη Ζίλ Χιτζέ 1123 τ. χ., ήτοι της 7nc Φεβρουάριου 1712 γνωρίζει, ότι προς φύλαξιν έκ των ληστών των Καζάδων Φλωρίνης, Καστορίας, Όστρόβου, Μο­ναστηριού, Εδέσσης και Περλεπέ είχε διορισθή ως Αρχηγός των άποσπασμάτων στρατού ο Καρά ’Αλής, εις δέ του Καζά Θεσσαλονίκης ο Χασάν.
Ό Καρά Άλής όμως αυθαιρέτως ύπεισήρχετο και εις τον Καζάν Θεσσαλονίκης και ζητούσε έξοδα φυλάκων. Διά τούτο ο Σουλτάνος έζήτησε πληροφορίας διά το ζήτημα τούτο και διέταξε να γίνη ελεγχος ύπό του άποσταλέντος είδικού υπαλλήλου και του Ιεροδίκου Θεσσαλονίκης διά πόσους άνθρώπους έλάμβανε χρήματα, από ποιον βιλαέτιον, κατά ποιον τρόπον, και διατί οι οπαδοί του τυραννουν τους κατοίκους των περιφερειών Θεσσαλονίκης, Άβρέτ Χισάρ, Βαρδαρίου, Λαγγαδά, Γευγελής κ. ά. και άναφέρουν σχετικώς προς την Ύψηλήν Πύλην (Ί. Βασδραβέλλη, А’ άρχείον Θεσσαλονίκης).

Η ΓΕΥΓΕΛΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΤΟΥ 1821

Οι κάτοικοι της περιφερείας Γευγελής δεν ύστέρησαν και κατά τους ύπέρ της άνεξαρτησίας της Ελλάδος του 1821 άγώνας, καθόσον η δύναμις της φιλοπατρίας και η δίψα διά την άνεξαρτησίαν και την ελευθερίαν, τόσον των κατοίκων της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδος, της Θεσσαλίας, όσον και της Μακεδονίας, δεν ήδύνατο παρά να έμψυχώση τους κα­τοίκους και της περιφερείας Γευγελής και να άναζωπυρήση και να ήλεκτρίση τόν ενθουσιασμόν αύτών, ώστε να λάβωσι μέρος εις την έπανάστασιν, η όποία είχεν έπεκταθή και πέραν της Γευγελής μέχρι του Τίκβες (Καφαντάρ).
Έκ του χωρίου τούτου συνελήφθησαν ως ένεχόμενοι εις την έπανάστασιν οι ’Ιωσήφ και Στάμος.
Ωσαύτως έκ των χωρίων Γουμενίσσης (Γουμέντζια), Γρί­βας (Κρίβα) και Κάρπης (Τσερναρέκα) κατεσχέθησαν τότε 49 όπλα .
Κατάλογος δέ των κατόχων των όπλων τούτων ύπογεγραμμένος έστάλη εις Κωνσταντινούπολιν την 15ην Αύγούστου 1823 (Άνέκδ. εγγρ. 1 Βασδραβέλλη).
Ή Τουρκία τότε φοβουμένη μεγαλυτέρας έπεκτάσεις της έπαναστάσεως, προς έξουδετέρωσιν του Ελληνικού πληθυ­σμού της Μακεδονίας και ιδίως της Κεντρικής, μετέφερεν έκ Μικρας Άσίας πολλούς Τούρκους Γιουρούκους (’Αν. Κεραμόπουλος, «οι Βόρειοι ‘Έλληνες κατά το 1821»).
Άπό την συγκριτικήν μελέτην πολλών στοιχείων και από την σύμπτωσιν ώρισμένων γεγονότων πολλών άπόψεων φαίνε­ται καθαρά δτι, και εις την περιφέρειαν Γευγελής μετεφέρθησαν πολλοί τουρκοι Γιουρούκηδες η Κονιάρηδες προφανώς κα­ταγόμενοι έξ Ίκονίου της Μικρας Άσίας, καί, έγκατασταθέντες εις τα πέριξ της Γευγελής, έσχημάτισαν τα άμιγή ’Οθω­μανικού πληθυσμοί) χωρία Φανόν (Μαγιά Ντάγ), Πλαγιά (Καράσιναν), Χαμηλό (Άλτσιάκ) και Γκορνιτσέτ (Σερβίας). και τούτο λόγω του άποκλειστικου γνωρίσματος της ομοιομόρφου και ίδιαζούσης οθωμανικής γλώσσης και προφοράς των ως άνω τεσσάρων χωρίων. οι τουρκοι κατά την έπανάστασιν του 1821 ήσαν τόσον έξηγριωμένοι κατά των Ελλήνων, ώστε πλήν της μεταφοράς τούρκων έκ Μικράς ’Ασίας κατέστρεψαν εις την κεντρικήν Μα­κεδονίαν 42 πόλεις και χωρία. (Άν. Κεραμόπουλος, «οι Βορ. Έλλ. του 1821).
Επειδή δέ πλείστα χωρία της Κεντρικής Μακεδονίας άνήκοντα ως τσιφλίκια εις διαφόρους πασάδες κατεστράφησαν τότε προς άποζημίωσιν αυτών, διετάχθη διά φιρμανίου της 1 Σαφέρ 1244 τ. χρ. ήτοι της 13 Αύγούστου 1828 η καταγραφή των περιουσιών αυτών, μερίμνη του Βαλή (Γενικού Διοικητου) Μουσταφά Πασά.
Τότε κατεγράφη και η περιουσία του Σερραίου τσιφλικούχου Γιουσούφ Μουχλίς Πασά υίου Ισμαήλ Μπέη.
Ό Μουχλίς πασάς είχε διορισθή εις πολλάς υπηρεσίας.
Εις την Θεσσαλονίκην εύρίσκετο πάντοτε μεταξύ των πρώτων εργο­λάβων, άλλά και μεταξύ των μισθωτών των δημοσίων πόρων. Είχε έπτά τσιφλίκια το Κιλκίς, τα Καλύβια Καρασούλι, το ’Άρτζαν, ’Αμάταβον, Καλίνοβον, Τσιφλίκ Μαχαλά, και Σέχοβον. Είχε δέ και την διαχείρισιν και άλλων πολλών τσιφλικίων μεταξύ των οποίων ήσαν της Γευγελής, Μπογδάντσης, Μπόρουτς, Ματσικόβου, Μπάγιαλτσας, Σμοκβίτσης, Σερμενήν, και Ραδοβίτσης. (Ί. Βασδραβέλλη Α’ Άρχείον θεσ)κης).
Ή Γευγελή από τον Μουχλίς Πασάν περιήλθεν εις την κυ­ριότητα τσιφλικούχου του Σκενδέρ Μπέη προγόνου του δολοφονηφέντος εν μέση Γευγελή Σκενδέρ Μπέκ.
Μετά την άπελευθέρωσιν της Ελλάδος οι Τούρκοι δεν έπαυσαν καταπιέζοντες τους ‘Έλληνας της Μακεδονίας, οι όποιοι μετά καρτερίας και άλγούσης καρδίας ύπέφερον τα πάνδεινα.
’Άνδρες όμως γενναίοι και τολμηροί μή ανεχόμενοι την τυραννίαν και την βαρειά σκλαβιά, έπροτίμησαν τον δύσκολον και σκληρόν, άλλ έλεύθερον βίον του κλέφτου και τοιου­ τοτρόπως έσχηματίσθησαν τα καπετανάτα της Μακεδονίας, σκοπός των οποίων ήτο να τιμωρώσι τους τούρκους και να ύπερασπίζωσι τους ‘Έκληνας, συνάμα δέ να ύποκινουν αυ­τούς εις άπελευθερωτικόν άγώνα.
Τοιούτοι ανδρες άνεφάνησαν και ύπήρξαν μέχρι του 1912 ήτοι μέχρι της άπελευθερώσεως της Μακεδονίας έκ του τουρκικού ζυγου οι Ζέρμας, Άλαμάνης, Νταβέλης, Μακρής, Νταλίπης, Ναούμ, Βλαχάβας, Μπρού φας, Κώττας και καπετάν Άθανάσης (περιφέρεια Γευγελής) οι όποιοι ήσαν οι άρχηγοί (Καπεταναιοι) μιάς όμάδος κλε­φτών, έκ των οποίων οι έπιζήσαντες και μετά το 1903 τα σώ­ματα αύτών μετέτρεψαν εις φανερά άνταρτικά τοιαυτα άναγνωρισθέντα και έφοδιαζόμενα υπό της Εθνικής Εταιρείας ’Αθηνών.
‘Έκαστον καπετανάτον είχεν ώρισμένην περιφέρειαν δρά σεως η και συνειργάζετο μετά δύο η τριών γειτονικών τοιού των, όταν παρουσιάζετο τοιαύτη άνάγκη. Εις την περιφέρειαν Γευγελής Αρχηγός τοιούτου καπετα νάτου ήτο ο Καπετάν Άθανάσης (Καπετανόπουλος) έκ Ράδινας Τίκφες με οπαδούς τους Βασίλειον Βάνδον έκ Τριών Έλάτων (Λέσκοβον), Γεωρ. Ρογκότην έκ Λαγκαδιάς (Λουγούντσης) Άγκον Δάκον έκ Παρδέϊτσης και άλλους έκ των ορεινών χωρίων Μεγάλων Λειβαδιών, Αρχαγγέλου (’Όσιανης), Σκρά (Λουμνίτσης) των οποίων τα ονόματα δεν ήδυνήθημεν να έξακριβώσωμεν με όλας τάς έρεύνας μας. Ό Καπετάν Άθανάσης ελαβε μέρος και εις την αίχμαλώτισιν έκ του Διοικητηρίου Φλωρίνης του Καϊμακάμη (Ύποδιοικητου) αύτής υπό των Αρχηγών Νταλίπη και Ναούμ.

Η ΝΕΑ ΠΟΛΙΣ ΓΕΥΓΕΛΗ

Ή Γευγελή κατ’ άρχάς ητοι κατά τα ετη 1830—1840, (οπότε μετά την καταστροφήν της το 1823—24 υπό των τούρκων ήρχισεν η άνοικοδόμησίς της, ήτο μικρόν χωρίον 20—25 οικογενειών, και ως τοιουτον παρέμεινε μέχρι του 1872, οπότε ως ένεθυμουντο οι γονείς μας και λοιποί σεβάσμιοι γέροντες είχεν αύξηθή εις 60—70 οίκογενειας. To ό,τι η Γευγελή προ του 1872 ήτο μικρόν χωρίον μαρ­τυρούν και άποδεικνύουν τα έξης δύο γεγονότα.
Πρώτον διότι η συνοικία η όποια εύρίσκεται εις το Βόρειον τμήμα αυτής λέ­γεται τσιφλίκι, δεύτερον δέ έκ του ότι αι οίκοδομαί του τμή­ματος τούτου έχουν ρυθμόν και σχήμα άγροκατοικίας, ένώ αί λοιπαί οίκοδομαί σί άνεγερθείσαι μετά το 1872 έχουν ρυθμόν και σχήμα νεωτέρου τύπου.
Ό πληθυσμός της Γευγελής ήρχισε να αύξάνη από το ετος 1872, όπότε κατεσκευάσθη και η σιδηροδρομική γραμμή Θεσ­σαλονίκης—Γευγελής —Σκοπιών και άργότερον 1888 Εύρώπης.
Ή σιδηροδρομική γραμμή κατ’ άρχάς άνήκεν εις την κυ­ριότητα του Όθωμανικου Κράτους και κατόπιν παρεχωρήθη αυτη εις την Αυστριακήν έταιρείαν ΑΝΑΤΟΛ η ’Ανατολικών σιδηροδρόμων.
Άργότερον η έταιρεία παρεχώρησε την γραμ­μήν εις το Σερβοκροατοσλοβενικόν Έθνικόν Συνδικάτον σιδη­ροδρόμων, παρά του οποίου το Έλληνικόν Κράτος έξηγόρασε τα δικαιώματα κατοχής μέχρι Γευγελής. Διά την γραμμήν ταύτην, κατέβαλε το 1929 δυνάμει του Νόμου 4450, 20.000.000 Γαλ­λικών χάρτινων φράγκων τότε.
Κατά την κατασκευήν της σιδηροδρομικής γραμμής συνέπεσε να ίδρυθή εις το Άνατολικόν ακρον του τότε χωρίου Γευγελής και ο σιδηροδρομικός σταθμός αύτής, και  λόγω της νέας και σπουδαιοτάτης ταύτης συγκοινωνίας, ήρχισεν άναπτυσσόμενον το έμπόριον και συνεπεία τούτου ήρχισεν άθρόα συρροή των πλουσιωτέρων κατοίκων των πέριξ της Γευγελής χωρίων.
Κατά τα πρώτα έτη οι κάτοικοι άπετελουντο μόνον από άμιγή χριστιανικόν πληθυσμόν και άργότερον προσετέθησαν ’Οθωμανοί, ολίγοι Ίσραηλίται και ολίγοι χριστιανόγυφτοι και τουρκόγυφτοι.
Τοιουτοτρόπως έντός χρονικού διαστήματος 30 έτών το μικρόν τούτο και άσήμανταν χωρίον, έγένετο μια πόλις άκμάζουσα με κίνησιν και έμπόριον όλονέν άναπτυσσόμενον.

ΚΑΤΟΙΚΟΙ

Οι κάτοικοι της Γευγελής ως έλέχθη άνωτέρω ήσαν χρι­στιανοί, ’Οθωμανοί, ολίγοι χριστιανόγυφτοι και Τουρκόγυφτοι και έλάχιστοι Ίσραηλίται κατοικουντες κεχωρισμένως εις χωριστάς συνοικίας, πλήν των ’Ισραηλιτών.
Οι Όθωμανοί κατειχον το βορειοδυτικόν τμήμα και άνήρχοντο εις 3.000 περίπου κατοίκους.
Ουτοι ήσαν μπέηδες τσιφλι­κούχοι, ασχέτως και άν είχον ύπό την κατοχήν των δέκα η και δέκα πέντε κολλήγους ένός χωρίου. ’ Άλλοι ήσαν πλούσιοι έμπορευόμενοι, άλλοι κτηματίαι, έπαγγελματίαι, υπάλληλοι και ολίγοι τεχνίται. Πολλοί εξ αύτών ήσαν λαθρέμποροι καπνού (κατσιακτσίδες), οι όποιοι συχνότατα συνεκρούοντο αίματηρώς μετά των υπαλλήλων του μονοπωλείου, είδικώς προς τούτο διοριζομένων (κολτζήδες).
Οι περισσότεροι των τούρκων ήσαν άγράμματοι και άμόρφωτοι.
Τά σχολεία των ήσαν σχεδόν τρώγλαι και άντί θρανίων είχον ψάθας και οι μαθηταί καθήμενοι έπ  αύτών σταυροποδητί, έδιδάσκοντο στίχους του Κορανίου από έναν σαρικοφόρον Χότζιαν. Οι τουρκοι ήσαν καφενόβιοι και τα πλείστα των καφενείων των ήσαν ισόγεια και σκοτεινά, και αντί καθισμάτων είχον ξύ­λινα ντιβάνια ψαθόστρωτα έπάνω εις τα όποια καθήμενοι σταυροποδητί έπιναν τον καφέν και ροφουσαν τον ναργιλέν των, άναμετρώντες τα χονδροειδέστατα κομβολόγιά των. Εις κάθε δέ νεοερχόμενον πελάτην του καφενείου έκαμνον προς χαιρε­τισμόν και άντιχαιρετισμόν χιλίους δύο τεμενάδες.
Οι τουρκοι ήσαν άγριωποί και εκ συνήθειας από την έπανάστασιν του 1821 ο καθείς είχεν εις την οικίαν του ολόκλη­ρον όπλοστάσιον άποτελούμενον από εν η δύο όπλα μαρτύνι η γκρά, μίαν πάλαν (σπαθί πλατύ), περίστροφον και μίαν κάμαν (δίκοπο μαχαίρι).
Μεγαλοπρεπέστατοι ήσαν οι γάμοι των, ιδίως των πλου­σίων, οπότε εβλεπε κανείς 50 -100 καβαλλαραίους να παρελαύ­νουν πάνοπλοι έπάνω εις τους ώραίους και καταστολίστους ίππους των πίσω και έμπρός από μίαν κατάκλειστον αμαξαν καταστόλιστον από χρυσάφια, έντός της όποίας εύρίσκετο η νύμφη κατάφορτη από φλωριά μετά συνοδείας νεαρών γυναι­κών και κοριτσιών. …..

ΕΚΚΛΗΣΙΑΙ

Εις την Γευγελήν κατ’ άρχάς υπήρχε μια και μόνη έκκλησία η της Άναλήψεως, διότι πλήν των Ελλήνων δεν ύπήρ­χον άλλων έθνικοτήτων χριστιανοί.
Άργότερον έκτίσθησαν και αλλαι τρεις μια έλληνική έπ’ όνόματι της Άγιας Τριάδος, μία Βουλγαρική έπ’ όνόματι του Κυρίλλου και Μεθοδίου, οι όποιοι κατήγοντο έκ Θεσσαλονίκης, και ύπό την ιδιότητα του μονά­χου έδίδαξαν τον χριστιανισμόν και πολιτισμόν εις τους τότε βαρβάρους Βουλγάρους. η τρίτη ήτο Ούνιτική, η οποία επαιξε σπουδαίον ρόλον κατά τον Μακεδονικόν Αγώνα εις βάρος του Ελληνικού στοιχείου προπαγανδίσασα παντοιοτρόπως ύπέρ των Βουλγάρων.
Ή πρώτη η άρχαιοτέρα εκκλησία η της Άναλήψεως του Χρίστου, έκτίσθη το 1803, η οποία ήτο μικρά.
Είχε ρυθμόν μικτόν, Βυζαντινού ρυθμου και Βασιλικής, ήτοι τετράγωνος μετά τρούλλου και εύρίσκετο εις βάθος ένός και ήμίσεος και πλέον μέτρου εντός της γής. Ή έκκλησία αυτή ως έκ της θαυματουργού δυνάμεως της είκόνος της Άναλήψεως του Χρίστου, άπέκτησε μεγάλην φή­μην και έγένετο το προσκυνητήριον δλων των χριστιανών των πέριξ της Γευγελής χωρίων και κωμοπόλεων εις άκτίνα εξ και οκτώ ωρών μακράν αυτής, αδιακρίτως θρησκεύματος, άσοι άπέδιδον μεγάλην πίστην εις αύτήν.
Πρός φιλοξενίαν και περίθαλψιν των έκ διαφόρων μερών και κατά διαφόρους καιρούς προσερχομένων προσκυνητών, είχον κτισθή πέριξ της έκκλησίας διάφορα δωμάτια προς παραμονήν των προσκυνητών, άλλα τοιαύτα διά τους ασθενείς τους πάσχοντας από διάφορα νοσήματα και άλλα διά ψυχο­παθείς.
Οι άσθενείς μετά παραμονήν τεσσαράκοντα ήμερών και έκκλησιασμόν πρωίαν και έσπέραν, ύγιείς έγίνοντο «ω δή­ποτε κατείχοντο νοσήματι» δτιως λέγει και το ίερόν Εύαγγέλιον.
Είναι δέ άξιοσημείωτον το γεγονός, ότι ούδείς των πασχόντων άνεχώρησεν έκειθεν άσθενής.
‘Ώς και οι ψυχοπαθείς άκόμη άνέκτων το λογικόν των. Εν τοιούτον γεγονός αναφέρω διά τον ψυχοπαθή ’Οθω­μανόν τον ’Ισμαήλ Όσμάν ’Εφέντην, πλούσιον μεγαλέμπορον έκ Γευγελής, ο όποιος έν μια κρισίμω στιγμή εχασε το λογικόν του. η σύζυγός του Έμινέ Καντήν ως ήτο πλούσια και δραστήριος γυνή, το παν μετεχειρίσθη διά να θεραπεύση το σύζυ­γόν της. ’Ιατρούς έπιφανείς έκ Θεσσαλονίκης έκάλεσε, Χοτζιάδες έντοπίους και άλλων μερών έκάλεσε. Τεκέδες (’Οθωμανικά παρεκκλήσια ως ήσυχαστήρια Δερβισιάδων) έπεσκέφθη μετά του παθόντος συζύγου της, άλλ΄ ουδαμού εύρήκε θεραπείαν.
Τέλος εδωσε μεγάλην πίστιν και μετέφερεν αυτόν εις την έκκλησίαν της Άναλήψεως.
Εις μάτην οι Χοτζιάδες της Γευγελής παρεκάλεσαν αύτήν να μη έξευτελίση την θρησκείαν των προσφεύγουσα εις Χριστιανικήν έκκλησίαν. Εις μάτην ο Μουφτής (Όθωμανός θρησκευτικός Αρχηγός, είδος Μητροπολίτου) κατά πρώτον παρεκάλεσε και κατόπιν ήπείλησεν αύτήν παντοιοτρόπως να μεταβάλη γνώμην.
Αύτή όμως εις τάς παρακλήσεις και τάς άπειλάς των διαφόρων ’Οθωμανικών ’Αρχών έκώφευσε και εμεινεν άνένδοτος, άλλά στερρώς άποφασισμένη μετέφερεν αύτόν εις την έκκλησίαν της Άναλήψεως, όπου διά της ένδομύχου πίστεώς της και μετά έκκλησιασμόν τεσσαράκοντα ήμερών, ώ! του θαύματος και προς δόξαν του Χριστιανισμού έθεραπεύθη τελείως και άνέλαβε την προτέραν έργασίαν του.
Ή έκκλησία της Άναλήψεως έορτάζει τεσσαράκοντα ημέ­ρας μετά το Πάσχα έν ήμέρα πάντοτε Πέμπτη.
Προς τιμήν ταύτης γίνεται διήμερος πανήγυρις κατά την όποίαν προσέρ­χονται άνω των 5000 προσκυνητών οι όποιοι έγέμιζον την έκ­κλησίαν, την αύλήν, τα δωμάτια και την πέριξ αυτής περιοχήν.
Πολλοί έξ αύτών έφιλοξενουντο υπό συγγενών και φίλων αύτών έν Γευγελή. Οι προσκυνηταί προσερχόμενοι προσέφερον πάσης φύσεως δώρα και άφιερώματα π.χ. χρυσά η άργυρά όμοιώματα μελών του άνθρωπίνου σώματος, (ώς έκ του πάθους έκ του οποίου επασχεν ο άσθενής), ήτοι όφθαλμούς, ώτα, χείρας, πόδας κ.τ.λ. προς τούτοις προσέφερον ως δώρα ελαιον, κηρόν, ένδύματα, μόσχους, πρόβατα, αίγας, όρνιθας κ.τ.λ.
Ή έκκλησία φιλοξενούσα τους προσκυνητάς παρέθετε δειπνον το έσπέρας της παραμονής της έορτής και γεύμα την με­σημβρίαν αύτής μετά την λειτουργίαν.
Μετά το γεύμα οι περισ­σότεροι έκ των προσκυνητών έπέστρεφον είς τα χωρία των. Πολλοί όμως παρέμενον ως φιλοξενούμενοι ύπό συγγενών και φίλων των και την δευτέραν ήμέραν της πανηγύρεως, οπότε έγίνοντο χοροί είς υπαίθριον χώρον, τους όποιους παρηκολούθουν και έλάμβανον μέρος είς αυτούς, και περί το έσπέρας άνεχώρουν διά τα χωρία των.
Μετά τον έσπερινόν και τον δείπνον της παραμονής της έορτής έψάλλετο όλονύκτιος κατανυκτική άγρυπνία. Προς παρα­σκευήν του φαγητού των προσκυνητών, ώργανούτο ειδική ύπηρεσία και διεμοιράζετο τούτο κατόπιν καταλλήλου άναγγελίας. Προσήρχοντο δέ αυτοί οι ίδιοι προσκυνηταί η εν μέλος έκάστης οίκογενείας (καθόσον πολλοί προσήρχοντο οίκογενειακώς) και έλάμβανον άναλόγους μερίδας φαγητού.
Ή δευτέρα Ελληνική έκκλησία έπ’ όνόματι της Άγιας Τριάδος έκτίσθη μέν το 1888 -1890, τα έγκαίνια αυτής όμως έγένοντο το 1909, ως θα όμιλήσωμεν κατωτέρω. η έκκλησία αυτη πολλάκις έκινδύνευσε να παραδοθή ύπό των τουρκικών Αρχών είς τους Βουλγάρους και ιδίως κατά τα ετη 1901-1906, οπότε λόγω των κακουργημάτων και της τρομοκρατίας των Βουλγάρων κομιτατζήδων, ο άμόρφωτος και ο απλοϊκός Ελ­ληνικός πληθυσμός πιεσθείς διά της ξιφολόγχης και του όπλου έξηναγκάσθη να γίνη φαινομενικώς Βούλγαρος (τό φαινομενικώς θα έξηγηθή κατωτέρω) και ουτω η δύναμις του Ελληνικού στοιχείου ήλαττώθη σημαντικώς.
Τότε υπήρχε ένας πρόσφατος τουρκικός Νόμος (πρόγραμμα Τουρκίας διαίρει και βασίλευε) κατά τον όποιον η πλεονάζουσα έκκλησία επρεπε να παρα­δοθή είς τους Βουλγάρους, διότι ο έν λόγω Νόμος ώριζεν, ότι είς πόλεις, κωμοπόλεις και είς χωρία, όπου υπάρχει πλεονά­ζουσα η μια έκκλησία, αυτη περεδίδετο κατόπιν δικαστηρίου είς το πλειοψηφούν στοιχείον, δηλαδή άν οι ‘Έλληνες ήσαν περισσότεροι η έκκλησία παρέμενεν Ελληνική, άν δέ οι Βούλ­γαροι ήσαν περισσότεροι παρεδίδετο εις τους Βουλγάρους εστω και άν ήτο Ελληνική.
Λέγω δέ εστω και άν ήτο Ελληνική, διότι προ του 1885 οπουδήποτε έν Μακεδονία και άν υπήρχε έκκλησία, αυτή θα ήτο Ελληνική. και τούτο διότι προ της ως άνω χρονολογίας δεν ύπήρχον ούτε Βούλγαροι έν Μακεδονία.
Είς το ζήτημα της έκκλησίας της Άγιας Τριάδος έν Γευ­γελή εθεσε τέρμα ο Μητροπολίτης Εδέσσης ο Ιερόθεος ο όποιος διά δραστήριου διαμαρτυρίας προς τον Σουλτάνον κατώρθωσε να κρατήση την έκκλησίαν Έλληνικήν.

ΙΕΡΕΙΣ

Κατά τα πρώτα ετη η Γευγελή είχεν ένα ιερέα, άργότερον δέ και όσον ηΰξηνεν ο άριθμός των κατοίκων αυτής προσέτιθεντο και άλλοι και τοιουτρόπως κατά τα ετη 1912—1913 ήσαν πέντε Ιερείς ‘Έλληνες, τρεις βούλγαροι και ένας καθολικός Ουνίτης.
‘Έλληνες ιερείς κατ’ αρχαιότητα ήσαν. Παπαστόϊκος Παπαϊωάννου, Παπαδημήτριος Οικονόμου, Παπαζαφείριος Παπαγιάντσης, Παπαγεώργιος Παπαστογιάννης, Παπαστογιάννης Λιάγγος, Παπαλάζαρος Κυρκου, Παπαθανάσιος Γκερτζίκης, Παπαζαχαρίας Γουσίδης, Παπαδημήτριος Παπαστογιάννης και Παπαγεώργιος Μέλκος.
Έκ τούτων οι τελευταίοι πέντε ήσαν κατά τα ετη 1912—1913.
Βούλγοροι ‘Ιερείς ήσαν τρεις ο Παπαθωμάς, Παπαθάνος και Παπαβάντσης.
Καθολικός Ούνίτης ήτο ο Παπαθάνος.
Έκ των Ελλήνων ιερέων οι τέσαρες ο Παπαστόϊκος Παπαϊωάννου, Παπαδημήτριος Οικονόμου, Παπαζαφείριος Παπαγιάντσης και Παπαγιάννης Λιάγγος υπήρξαν προ του 1900.
Ό δέ Πατιαγεώργιος Παπαστογιάννης η Στογιακλής ως καταγό­μενος έκ του χωρίου Στογιάκοβον ύπήρξε και μετά το 1900. Ητο άσταθους χαρακτήρος και άνευ σταθερών φρονημάτων καθόσαν κατά τα ετη 1901—1904 προσεκολλήθη μετ’ ολίγων συγγγενών του εις την Σερβικήν προπαγάνδαν.
Το 1904 άπεσκίρτησε από την Σερβικήν προπαγάνδαν και προσεκολλήθη εις την βουλγαρικήν τοιαύτην μέχρι του 1908, οπότε έπανήλθε και πάλιν ως ‘Έλλην.
Διά τον τοιουτον χαρακτήρα του έτιμωρήθη υπό του έκτελεστικου σώματος της όργανώσεώς μας του Μακεδονικού Άγώνος διά ξυλοκοπήματος.
Πλήν των άνωτέρω έντοπίων Ιερέων από το 1903 και εν­τεύθεν διωρίζοντο ύπό του έν Θεσσαλονίκη Έλλενικου Προξε­νείου και Άρχιμανδριται ως Άρχιερετικοί Επίτροποι, οι όποιοι έχρησίμευσαν και ως πράκτορες Α’, τάξεως του ένοπλου Μα­κεδονικού Άγώνος.
Ώς τοιουτοι ύπήρξαν μέχρι του 1913 ο Ειρηναίος, ο Λεόντιος, ο Αλέξανδρος και ο Άνανιάδης.
Ή Ελληνική ’Ορθόδοξος ’Εκκλησία της Γευγελής ως φιλό­στοργος μήτηρ, άφου άνέλαβεν υπό την προστασίαν της το τυραννούμενον Έλληνικόν στοιχείον και άφου έπροστάτευσεν αυτό ύπό το πενιχρόν και ταπεινόν ράσον του κλήρου συνειργάσθη, συνηγωνίσθη, συνέπαθε μετ’ αύτου και συνεθριάμβευσε κατά την διεκδίκησιν των δικαίων του Ελληνος Μακεδόνος.
Κατά τον Μακεδονικόν ’Αγώνα οι Ιερείς της Γευγελής και των πέριξ χωρίων, με το έπιτραχήλιον είς τον ώμον υπήρξαν τρανόν ίστορικόν μαρτύριον της τοιαυτης συνεργασίας έν τώ Έθνικώ τούτω Άγώνι, διά την άπελευθέρωσιν του Ελληνικού πληθυσμου έκ του βουλγάρου κομιτατζή. Οι άγώνες των Ιερέων αυτής άμυνομένων διά θυσίας των πάντων έναντίον των βιοπραγιών των βουλγάρων, σκοπός των όποιων ήτο να κλονίσωσι τα Ελληνικά αισθήματα και να έκβουλγαρίσουν τον πληθυσμόν αυτής, έσημείωσαν λαμπράς σε­λίδας της Ιστορίας της περιφερείας της Γευγελής κατά τον Μα­κεδονικόν ’Αγώνα.

ΣΧΟΛΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ

Ή Γευγελή κατά τα προ του 1880 έτη δεν είχε σχολείον, διότι λόγω του μικρού αριθμού των κατοίκων, όχι μόνον έπαρκής αριθμός μαθητών δεν ύπήρχεν, άλλά και οι ολίγοι κά­τοικοι αύτής δεν ήδυναντο να διατηρώσι διδάσκαλον.
Άπό το ετος τούτο έκτίσθη μικρόν, ισόγειον, πλινθόκτιστον σχο­λείον με μίαν μόνον αίθουσαν, δπου οι μαθηταί έδιδάσκοντο μόνον Ελληνικά γράμματα, ουχί όμως και την Έλληνικήν γλώσσαν και οϋτω οι μαθηταί και κατόπιν ένήλικες, άνεγίνωσκον μέν ευχερώς, χωρίς όμως να γνωρίζουν την σημασίαν και την ενοιαν των όσων άνεγίνωσκον. Είς το σχολείον τούτο η διδασκαλία των μαθημάτων έγίνετο ύπό γραμματοδιδασκάλου ανευ μεθόδου και συστήματος. ……. ‘Όταν ενας μαθητής έξεμάνθανε να άναγινώσκη εύχερώς, εδίδετο είς αύτόν ούχι μορφωτικόν άναγνωστικόν βιβλίον, άλλ’ αμέσως το έκκλησιαστικόν βιβλίον τον ’Οκτώηχον, κατόπιν τούτου το ψαλτήριον του Δαυίδ.
Εκείνος δέ, ο όποιος άνεγίνωσκεν εύχερώς το ψαλτήριον και το Εύαγγέλιον έθεωρείτο ο πλέον έγγράμματος άνθρωπος.
‘Όταν ενας μαθητής έτελείωνε τα δύο τελευταία βιβλία, οι γονείς του μαθητου τούτου παρέθετον πλουσιώτατον γεύμα προς τιμήν του γεγονότος τούτου, είς το όποιον παρεκάθηντο πλήν του διδασκάλου και του Ίερέως και πολλοί συγγενείς του μαθητού ως και πολλοί προύχοντες του χωρίου. Μετά το γεύμα έδίδοντο δώρα είς τον διδάσκαλον είς χρήμα και ρουχισμόν. ‘Όταν η Γευγελή εγινε κωμόπολις και οι μαθηταί έπολλαπλασιάσθησαν, τότε ίδρύθη έντός της εύρυχωροτάτης αυλής της έκκλησίας της Άγ. Τριάδος η Ελληνική Τσούφλειος Σχολή, διδακτήριον μέγα διώροφον με έπτά παραδόσεις, ένός Γρα­φείου, μιας μεγάλης αιθούσης τελετών είς τον κάτω όροφον μετά βαθμιδών είς την μίαν πλευράν, η οποία έχρησιμοποιείτο και ως Νηπιαγωγειον και ως αίθουσα τελετών διά τάς έξετάσεις και των τριών Ιεραρχών, η οποία έορτή τότε έωρτάζετο μετά πάσης έπισημότητος και λαμπρότητος, οπότε έτελείτο μνημόσυνον είς μνήμην αύτών του ευεργέτου Τσούφλη και των μέχρι τότε άποβιωσάντων διδασκάλων.
Κατόπιν έπηκολούθουν ο πανηγυρικός, άπαγγελίαι, διάλογοι και άσματα. Τό σχολείον και η αίθουσα έστολίζοντο με κλάδους πεύκης ως και όλαι αι εικόνες της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, αί όποίαι ήσαν άνηρτημέναι εις τους τοίχους και έπλαισιώνοντο με στέφανα πεύκης.
Τό σχολείον περιελάμβανε και ολόκληρον διαμέρισμα διά την Ιεράν Μητρόπολιν, όπου η Δημογεροντία, ήτοι Πρόκριτοι έντιμοι εύϋπόληπτοι και αμέμπτου διαγωγής συνεδρίαζον και έλάμβανον άποφάσεις διά τα έκκλησιαστικά, σχολικά και Κοι­νοτικά ζητήματα.
Η Δημογεροντία είχε θέσιν Σχολικής Εφο­ρείας και έφρόντιζε διά την έξεύρεσιν καλών διδασκάλων και διδαακαλισσών, διά την έξεύρεσιν χρημάτων προς πληρωμήν των διδασκάλων και έν γένει διά την συντήρησιν του σχολείου. Τό σχολείον τούτο κατά ετη 1901—1902 κατηδαφίσθη και ίδρύθη εις τον αύτόν τόπον νέον διώροφον νέου τύπου εύάερον, εύήλιον και ύγιεινόν.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ

Πρός διάδοσιν των Ελληνικών γραμμάτων και της Ελλη­νικής γλώσσης του ξενοφώνου Ελληνικού πληθυσμού, ο οποίος ώμίλει το άνάμικτον συνονθύλευμα γλώσσης, και η Γευγελή ως και τα πέριξ χωρία έφάνησαν άντάξια του προορισμού των και άνέδειξαν ούκ ολίγους διδασκάλους άμφοτέρων των φύλων.
Οι πλείστοι έξ αύτών έδρασαν ένθουσιωδώς και άξιοζηλεύτως κατά τον Μακεδονικόν ’Αγώνα 1903—1908.
Πράγματι η άποστολή των υπήρξε μεγίστη και έξαιρετική και έξεπληρώθη ύπ’ αύτών μετ’ άπαραμίλου πατριωτισμού και αύτοθυσίας. οι διδάσκαλοι υπήρξαν το έγερτήριον σάλπισμα διά τον Μακεδονικόν ’Αγώνα.
Αύτοί έπότισαν την μαθητιώσαν νεολαίαν με τα νάματα της Ελληνικής γλώσσης και Παιδείας.
Δι’ αύτών άνεζωπυρήθη το Έλληνικόν αίσθημα των κατοίκων της περιφερείας Γευγελής.
Δι΄ αύτών έκαλλιεργήθη το Έθνικόν Έλλη­νικόν φρόνημα.
Δι΄ αύτών ήλεκτρίσθη ο Ελληνικός πατριωτι­σμός και ύπεδαυλίσθη ο ένθουσιασμός του Ελληνικού πληθυ­σμού υπέρ του ένοπλου Μακεδονικού Άγώνος.
Οι διδάσκαλοι ακούραστοι, άπτόητοι διά τα τυχόν συμβησόμενα, δια της διδασκαλίας των Εθνικού περιεχομένου, διά συμβουλών, διά νουθεσιών, διά του καλού τρόπου και δι’ έκ δρομών άκόμη άνά τα χωρία άψηφώντες κινδύνους και θανά­τους και διά παντοίων άλλων τρόπων έξύψωσαν, άνεπτέρωσαν, έστερέωσαν και έρρίζωσαν βαθύτατα είς τάς καρδίας των Ελλή­νων την πίστιν προς την θρησκείαν και την προς την Πατρίδα Ελλάδα άγάπην και άφοσίωσιν.
Ταυτα πάντα έξήγειραν την όργήν των βουλγάρων κομιτατζήδων κατά των Ελλήνων διδα­σκάλων, διά τούτο έκηρύχθη έναντίον αύτών φοβερός, άμείλικτος και έξοντωτικός διωγμός.
Μέχρι του 1897 οι διδάσκαλοι έμισθοδοτουντο ύπό των Ελληνικών Κοινοτήτων και των έκκλησιαστικών Ταμείων και κατόπιν ήρχισαν μισθοδοτούμενοι ύπό του Ελληνικού Κράτους διά του Προξενείου και μέσον της Ίεράς Μητροπόλεως Θεσσα­λονίκης και τούτο ϊνα μή φανή ότι έμισθοδοτουντο ύπό του Ελληνικού Κράτους.
Ή Γευγελή άνέδειξε πολλούς διδασκάλους και διδασκαλίσσας, οι όποιοι ύπήρξαν οι έξης κατά κατηγορίας Γραμμα­τοδιδάσκαλοι ήτοι τελειόφοιτοι μόνον δημοτικού σχολείου, Γυμνασιασταί τελειόφοιτοι Γυμνασίου, Ύποδιδασκαλισταί τελειό­φοιτοι Ύποδιδασκαλείου, Διδασκαλισταί τελειόφοιτοι Διδασκα­λείου, Παρθεναγωγοί τελειόφοιτοι Γυμνασίου θηλέων τότε και Νηπιαγωγοί τελειόφοιτοι Νηπιαγωγείου. Διδάσκαλοι έκ Γευγελής.
Γεώργιος Βαφόπουλος. Γραμματοδιδάσκαλος με άρκετήν μόρφωσιν. Είργάσθη μετά ζήλου και άόκνως προς τόνωσιν του Ελληνικού φρονήματος, και κατόπιν εγινε μεταξοσποροπαραγωγεύς. Ητο πράος τους τρόπους, δίκαιος και φιλήσυχος, άλλά δραστήριος είς τα Ελληνικά ζητήματα, διά τούτο έδολοφονήθη ύπό των κομιτατζήδων, ως θα όμιλήσωμεν κατωτέρω.
Νάκος Γόσιου. Γραμματοδιδάσκαλος έπί σειράν έτών και είργάσθη εύσυνειδήτως και πατριωτικώς. Τραϊνός Κύρκος. Γραμματοδιδάσκαλος ένθουσιώδης και φανατικός είς τα έλληνικά ζητήματα.
Θάνος Παπαδοπούλας. Γραμματοδιδάσκαλος έκ Μαρζέντσης, έγκατασταθείς είς Γευγελήν το 1898. Υπήρξε δραστήριος, ενθουσιώδης και τολμηρός γενόμενος αίτιος καταστροφής βουλγαρικής συμμορίας εις Μουίν. Δημήτριος Βαφόπουλος. Τελειόφοιτος Γυμνασίου, αύστηρός και δραστήριος, έχρημάτισε διευθυντής σχολείων έπί σειράν έτών και είργάσθη ύπέρ της προόδου των γραμμάτων και της Εθνικής, Ιδέας, ως και κατά τον Μακεδονικόν Αγώνα πρασέφερεν υπηρεσίας ύψίστης σημασίας.
Δημήτριος Νάνος. Τελειόφοιτος Γυμνασίου, πράος και ήσυχος, ένθουσιώδης και έργατικός διδάσκαλος. Κατόπιν εγινε υπάλληλος Τ.Τ.Τ.
Χρηστός Γουσίδης. Τελειόφοιτος Γυμνασίου αυστηρός και ένθουσιώδης και φανατικός πατριώτης. Κωνστατ. Βαφόπουλος. Τελειόφοιτος Γυμνασίου αυστη­ρός, ζωηρός, δραστήριος και ένθουσιώδης.’Άν και νέος έξεδήλωσε παντοιοτρόπως Έθνικήν δράσιν.
Ίωάν. Ξανθός. Τελειόφοιτος Ύποδιδασκαλείου έκ Μαρζέντσης έγκατασταθείς εις Γευγελήν το 1907. Πλήν της εύδοκίμου διδασκαλικής υπηρεσίας προσέφερε και Έθνικήν τοιαύτην κατά τα ετη 1903 —1908 του Μακεδονικού Άγώνος ως πράκτωρ Γ’. τάξεως, μεταφέρων έμπιστευτικά έγγραφα, δαλα, άποκρύπτων όπλίτας των άνταρτικών σωμάτων, μεταφέρων αυτούς και έν μέση ημέρα ύπό τα δμματα τούρκων και βουλγάρων έκτιθέμενος ουτω είς κίνδυνον ύπό μέν των πρώτων να καταδικασθή είς ισόβια δεσμά η είς θάνατον, ύπό δέ των δευτέρων να τιμωρηθή με μαρτυρικόν θάνατον διά την θρασύτητά του και τάς άντενεργείας του. Τό 1914 έγένετο αίτιος να καταστροφή ύπό του Ελληνι­κού στρατού ολόκληρος συμμορία κομιτατζήδων κατά απόπει­ραν εισβολής των είς το Έλληνικόν έδαφος, ως τούτο άναγράφεται είς ήμερησίαν Διαταγήν του έν Γιαννιτσοίς έδρεύοντος τότε 30ου Πεζικού Συντάγματος.
Τήν 12η Δεκεμβρίου 1903 διέφυγεν ένέδραν κομιτατζήδων και ήναγκάσθη να διαβή τον Αξιόν ποταμόν πεζη διά μέσου πάγων.
Τήν 4η Φεβρουάριου 1905 το μεσονύκτιον εύρεθείς είς έπικίνδυνον θέσιν να συλληφθή ύπό τουρκικής εφίππου περιπόλου ώς μεταφέρων δύο άντάρτας ήναγκάσθη να είσέλθη μετ΄ αύτών έντός χάντακος πλήρους υδατος μετά πάγου και να παραμείνουν έκεί έπί δέκα λεπτά της ώρας.
Τήν 19η Αύγούστου 1907 διέφυγεν έτέραν ένέδραν κομιτα­τζήδων. Διεσώθη ως έκθαύματος, ρίφθείς εις μικράν χαράδραν βάθους δύο περίπου μέτρων. Τότε αίφνιδίως ένεφανίσθη τουρκικόν άπόσπασμα μετά του όποιου οι κομιτατζήδες συνεκρούσθησαν και έτράπησαν εις φυγήν μεταξύ Νεγκόρτσης και Γκορνιτσέτ.
Κατά τον Έλληνο Ίταλικόν πόλεμον 1940—1941 προσέφερεν ύπηρεσίαν ως εθελοντής εις τον Σταθμόν πρώτων βοη­θειών του Ελληνικού Έρυθρου Σταυρου.
Διά τάς ως άνω υπη­ρεσίας έτιμήθη διά διπλωμάτων και μεταλίων του Μακεδονι­κού Άγώνος και Έλλην. Έρυθρ. Σταυρού
Χαρ. Γκάρτζιος.
Τελειόφοιτος του ύποδιδασκαλείου ένθουσιώδης, δραστήριος και ριψοκίνδυνος. Έδολοφονήθη ύπό κομιτατζήδων ως θα όμιλήσωμεν κατωτέρω. Χρηστός Δημητριάδης η Γουίδης, τελειόφοιτος διδασκα­λείου ένάρετος πράος, ήσυχος είργάσθη μετά ζήλου και εύσυνειδήτως.
Κωνστ. Ίωαννίδης η Μπελίτσης, τελειόφοιτος διδασκα­λείου, δραστήριος και αύστηρός.
Άθανασ. Χατζηθάνου, τελειόφοιτος διδασκαλείου πράος και εύσυνείδητος εις το εργον του. Κατόπιν εγινε μεταξοσποροπαραγωγεύς.
Δημ. Κάνης, τελειόφοιτος διδασκαλείου εις έκ των δια­κεκριμένων και ενθέρμων πατριωτών. ‘Ήτο σοβαρού χαρακτήρος, σταθερού και έπιβλητικου και δραστήριος διά τα έθνικά ζητήματα. Πέτρος Ξανθός. Τελειόφοιτος διδασκαλείου με άρτίαν μόρφωσιν έκ των νεωτέρων διδασκάλων ένθουσιώδης έργατικός και δραστήριος.
Σωτ. Ξανθός.Τελειόφοιτος διδασκαλείου άδελφός του άνωτέρω, δραστήριος, έργατικός και εύσυνείδητος. Γρηγ· Τσιονδυλης. Τελειόφοιτος διδασκαλείου έκ των νέων έργατικός και με ζήλον.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΣΣΑΙ
Καί αί διδασκάλισσαι δεν υστέρησαν των συναδέλφων των ζητήματα κατά τον Μακεδονικόν ’Αγώνα, αί όποίαι προσέφεραν πολλαπλάς και ποικίλας ύπηρεσίας ύψίστης σημασίας, με κίνδυνον και αυτής της ζωής των, ως άγγελιοφόροι, μεταφο­ρείς πληροφοριών, μυστικών έγγραφων κ.τ.λ.
Ζωή Βαφοπούλου. Τελειόφοιτος Παρθεναγωγείου. ’Ιφιγένεια Βαφοπούλου. Τελειόφοιτος Παρθεναγωγείου Αίκατ, Κρετσόβαλη. Τελειόφοιτος Παρθεναγωγείου. Μαρίκα Κύρκου. Τελειόφοιτος σχολής Νηπιαγωγών με έθνικήν δρασιν. ‘Ανδρομάχη Παπαϊωάννου. Τελειόφοιτος σχολής Νη­πιαγωγών. Ευανθία Δήμου. Τελειόφοιτος σχολής Νηπιαγωγών. Θωμαή Τάτσιου. Τελειόφοιτος σχολής Νηπιαγωγών. Φανή Κεχαγιά. Τελειόφοιτος σχολής Νηπιαγωγών. Μαρίκα Βαφοπουλου. Τελειόφοιτος σχολής Νηπιαγωγών. Φανή Παπαπέτρου. Γραμματοδιδασκάλισσα. Αίκατ. Χατζηγεωργίου. Γραμματοδιδασκάλισσα έθνομάρτυς ως κατωτέρω θα όμιλήσωμεν. ’Αντωνία Γίγου. Γραμματοδιδασκάλισσα. Θεανώ Κρετσόβαλη. Γραμματοδιδασκάλισσα. Ευρυδίκη Προδάνου. Γραμματοδιδασκάλισσα. Μαρίκα Γκερτζίκη. Γραμματοδιδασκάλισσα. Σοφία Γουσίδου. Γραμματοδιδασκάλισσα. Ελένη Κανταρτζή. Γραμματοδιδασκάλισσα. Αίκατ. Χατζηάγγου. Γραμματοδιδασάλισσα. Φεβρωνία Πετρίδου. Γραμματοδιδασκάλισσα. Ελένη Μπηκδέλλιου. Γραμματοδιδασκάλισσα.
’Αλλά και αί κωμοπόλεις και τα χωρία της περιφερείας Γευγελής δεν υστέρησαν είς άνάδειξιν ικανών και άξιων διδα­σκάλων, οι όποιοι διά της δλης έν γένει έθνικής έργασίας και δράσεως αύτών άνεπτέρωσαν και έστερέωσαν το Έλληνικόν φρόνημα των κατοίκων της περιφερείας Γευγελής.
Πηγή: yaunatakabara.blogspot.gr