Ορθόδοξη πίστη

Περίπυστοι (ονομαστές) και άγνωστες “Φανερωμένες” εικόνες της Παναγίας (Α)

13 Νοεμβρίου 2012

Περίπυστοι (ονομαστές) και άγνωστες “Φανερωμένες” εικόνες της Παναγίας (Α)

του πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

 Μερος Α’: Οι Φανερωμένες Θεομητορικές εικόνες.

Γενικά η ονομασία Φανερωμένη και ειδικότερα για τον ελλαδικό χώρο, είναι συνυφασμένη με ευσεβείς παραδόσεις του ελληνικού λαού τις οποίες και επικύρωσε η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία στο διάβα των τελευταίων αιώνων. Συνήθως αφορούν τόπους όπου κατά καιρούς «φανερώθηκαν» ιερές εικόνες, συνηθέστερα της Παναγίας, κατά θαυμαστό τρόπο, που η προηγούμενη απόκρυψή τους τις περισσότερες φορές ανάγεται στη περίοδο της εικονομαχίας στο Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Έτσι η ονομασία «Φανερωμένη» δίνονταν σε ανάμνηση παρόμοιου τρόπου εύρεσης εικόνας σε περιοχές, ναούς και μοναστήρια τα οποία κτίζονταν στη συνέχεια στους τόπους εύρεσης αυτών των εικόνων.Μερικές από τις Φανερωμένες εικόνες της Παναγίας είναι μυροβλίτισσες και μερικές αχειροποίητες όπως η Παναγία Φανερωμένη της Λευκάδας.

Ο Μητροπολιτης Πέργης Ευάγγελος σημειώνει σχετικά: «Φανερωμένη θα πει υπαρκτή ελπίδα, ολοφάνερη, χειροπιαστή, αθανασίας πλήρης. Παναγία με μάτια ολάνοικτα, που βλέπουν ως την ψυχή τον άνθρωπο, με παρουσία αιώνια, που στέκει ασάλευτη κοντά στον άνθρωπο. Παναγία για μας. Πάντα Φανερωμένη, πάντα έτοιμη. Περισσότερο ζωντανή στην εικονική ακινησία της, στην Κοίμησή της».

Ηπειρωτική Ελλάδα και Ιόνια νησιά: Φανερωμένη Λευκάδας

Βρίσκεται στην ομώνυμη ιερά μονή στην Λευκάδα 3 χιλιόμετρα στα δυτικά της πόλης της Λευκάδας κοντά στον οικισμό Φρύνι .Στην αρχαιότητα στην θέση αυτή υπήρχε καλλιμάρμαρο ιερό της θεάς Αρτέμιδος. Στο πέρασμα του από την περιοχή της Νικοπόλεως, στη γειτονική Πρέβεζα, ο Απόστολος Παύλος έστειλε το 63 μ.Χ. στο νησί τους τρεις βοηθούς, Ακύλα, Σωσίωνα και Ηρωδίωνα. Οι τρεις τους κάλεσαν τους Λευκαδίτες στο χώρο εκείνο και κήρυξαν τη διδασκαλία του Ιησού. Έχτισαν αργότερα ευκτήριο οίκο προς τιμή της Παναγίας δημιουργώντας έτσι την πρώτη εκκλησία στο νησί. Ο Απόστολος Παύλος χειροτόνησε το Σωσίωνα πρώτο επίσκοπο Λευκάδος.

Το 332 μ.Χ. ο τότε επίσκοπος Λευκάδος Αγάθαρχος και δύο πατέρες εγκαθίστανται στο ναό, τον επεκτείνουν και χτίζουν τα πρώτα κελιά θέτοντας έτσι τις βάσεις του μοναχισμού στο νησί.

Οι 2 Πατέρες, με την συνδρομή των πιστών Λευκαδίων, μεγάλωσαν τον μικρό ναό της Παναγίας, που ήδη υπήρχε, και έχτισαν γύρω του μερικά κελλιά. Την εποχή αυτή άρχισαν οι πιστοί να αφιερώνουν στην Παναγία διάφορα κτήματα, ώστε μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα να έχει ο ναός κάποιο μικρό ετήσιο εισόδημα από τα κτήματα, ενώ καθημερινά αυξάνονταν τα έσοδα, από τα οποία ζούσαν οι μοναχοί που έμεναν εκεί.

Μετά από φοβερή πυρκαγιά, η οποία αποτέφρωσε το μικρό μοναστήρι, οι Λευκαδίτες κινητοποιήθηκαν και το ξανάχτισαν.

Ο ηγούμενος με τους επιτρόπους ανέθεσαν σε Λευκαδίτη αγιογράφο την φροντίδα να αγιογραφήσει τις δεσποτικές εικόνες και αυτές για τις θύρες, καθώς και την εικόνα της Θεοτόκου. Εκείνος ανέλαβε την ευθύνη και, πράγματι, αγιογράφησε τις τέσσερις δεσποτικές εικόνες και τις εικόνες για τις θύρες. Όταν επεχείρησε όμως να ζωγραφίσει και ξεχωριστή εικόνα της Παναγίας, δεν το κατόρθωσε. Κάθε φορά που προσπαθούσε να βάλει γύψο πάνω στην σανίδα, ο γύψος δεν στεκόταν, αλλά έπεφτε. Οπότε, αφού προσπάθησε αρκετές φορές, χωρίς αποτέλεσμα, το ανακοίνωσε στον ηγούμενο και στους επιτρόπους.

Αυτοί έγραψαν τότε στην Κωνσταντινούπολη, σε κάποιον Λευκαδίτη έμπορο, που διέμενε εκεί και του ανέθεσαν να βρει επιδέξιο αγιογράφο για να αγιογραφήσει την ιερή εικόνα της Θεομήτορος. Εκείνος ο ευσεβής έμπορος και καλός πατριώτης, μόλις έλαβε την επιστολή από την πατρίδα του, ρώτησε σχετικά. Κι όταν έμαθε, πήγε σε κάποιον ευλαβή ιερομόναχο -Κάλλιστος ήταν το όνομά του- και του γνωστοποίησε την εντολή που είχε λάβει και όσα είχαν συμβεί στον Λευκαδίτη ζωγράφο. Παράλληλα, του είπε ότι θα λάβαινε όποια αμοιβή εκείνος ζητούσε. Ο σεβάσμιος εκείνος ιερέας δέχθηκε να αγιογραφήσει την ιερή εικόνα της Θεομήτορος.

Ο ιερομόναχος Κάλλιστος ήταν ένας από τους εφημερίους του ονομαστού ναού της Αγίας Σοφίας, που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Γι’ αυτό κατοικούσε στα κελλιά, που υπήρχαν γύρω από αυτόν.

Μόλις ανέλαβε την αγιογράφηση της εικόνας ο σεβάσμιος εκείνος ιερέας, πήγε σε κάποιον Εβραίο έμπορο ξυλείας. Αγόρασε από εκείνον την σανίδα και άρχισε να εργάζεται, χωρίς να σκεφτεί ότι δεν πρέπει να αναμειγνύονται οι Ιουδαίοι σε ό,τι χρησιμοποιείται για ιερούς σκοπούς. Βάζει, λοιπόν, πάνω στην σανίδα τον γύψο, αλλά αυτός δεν στεκόταν. Προσπαθεί επανειλημμένα, αλλά μάταια. Ο σεβάσμιος ζωγράφος θεώρησε ότι το είδος της σανίδας δεν δεχόταν τον γύψο και έτσι, πήγε στον ίδιο έμπορο και αντάλλαξε την σανίδα με άλλη. Όμως, όταν έβαλε και σ’ αυτή τη δεύτερη σανίδα τον γύψο, συνέβαιναν τα ίδια, όπως και στην πρώτη.

Απ’ αυτό συγκλονίστηκε και γι’ αυτό βρέθηκε σε αμηχανία, καθώς ποτέ κάτι τέτοιο δεν του είχε ξανασυμβεί. Άρχισε, λοιπόν, να νηστεύει και να προσεύχεται πάρα πολύ στην Θεοτόκο, για να του αποκαλύψει την αιτία της αποτυχίας του. Ενώ βρισκόταν συνεχώς σε τέτοια αμηχανία, κάποιο βράδυ προσευχήθηκε ολόθερμα για ώρα πολλή και κατόπιν κοιμήθηκε.

Η Κυρία Θεοτόκος όχι μόνο δεν οργίσθηκε για το λάθος του, σχετικά με την σανίδα, καθώς αυτό δεν οφειλόταν στην άγνοιά του, αλλά και άκουσε αμέσως την προσευχή του. Όταν ο Κάλλιστος αποκοιμήθηκε, του φανερώθηκε σε όνειρο μια πολύ ωραία γυναίκα ντυμένη σαν βασίλισσα του ουρανού και της γης, η οποία συνοδευόταν από στρατιά Αγγέλων και του είπε με ευχάριστη φωνή: “Ιερέα του Υιού μου και δικέ μου υπηρέτη, γιατί είσαι όλος στενοχώρια που δεν πετυχαίνει η εργασία σου; Γιατί δεν πρόσεξες, όταν αγόρασες τη σανίδα; Δεν ανέχομαι να απεικονισθώ σε σανίδες μολυσμένες από τα ακάθαρτα χέρια των Εβραίων που σκότωσαν τον Υιό και Θεό μου. Οπότε μην έχεις αγωνία, αλλά πήγαινε και πάρε σανίδα από κάποιον Ορθόδοξο, που να λατρεύει τον Υιό μου. Φρόντισε για το έργο σου και θα δεις τη δύναμη και τη βοήθεια Εκείνου που γεννήθηκε από ‘μένα, αλλά και τη δική μου.” Αφού είπε αυτά η Παντοβασίλισσα και τον ευλόγησε, ανέβηκε στους ουρανούς μέσα στη δόξα Της.

Ξύπνησε ο σεβάσμιος ιερέας έντρομος και, με καρδιά που παλλόταν από φόβο και χαρά, ευχαριστούσε την Θεομήτορα με θερμά δάκρυα και δεήσεις. Όλη τη νύχτα πέρασε με προσευχή. Το πρωΐ, όλος χαρά, πήγε σε Χριστιανό έμπορο και αγόρασε άλλη σανίδα. Πήγε κατόπιν στο δωμάτιό του, ετοίμασε το γύψο, αφού προσευχήθηκε προηγουμένως πάρα πολύ, και τον τοποθέτησε πάνω στη σανίδα. Αμέσως ο γύψος κόλλησε.

Στη συνέχεια τον προβλημάτιζε μια σκέψη: με βάση ποιό σχέδιο να σχεδιάσει την Θεομήτορα, καθώς -από τον υπερβολικό ζήλο που είχε- του έρχονταν στο νου διάφορα σχέδια, χωρίς να αποφασίζει οριστικά. Το

βράδυ επιδόθηκε σε εκτενή προσευχή, με την οποία παρακαλούσε την Θεοτόκο να του αποκαλύψει το σχέδιο που άρεσε σ’ Αυτήν και έτσι κοιμήθηκε ήσυχα.

Το πρωΐ που ξύπνησε πήγε στο δωμάτιο, όπου υπήρχε η σανίδα με το γύψο και ξαφνιάστηκε βλέποντας σχεδιασμένη την εικόνα της Θεοτόκου. Ήταν, λοιπόν, στο μέσον της εικόνας καθισμένη η Υπεραγία Θεοτόκος σαν βασίλισσα όλων πάνω σε ψηλό θρόνο. Στα γόνατά Της καθόταν ο μονογενής Υιός Της. Στα δεξιά Της είχε τον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ και στα αριστερά Της τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, οι οποίοι στέκονταν ευλαβικά δίπλα στη Θεομήτορα, με σταυρωμένα τα χέρια.

Τότε ο ιερός αυτός ζωγράφος, ο Κάλλιστος, έπεσε και προσκύνησε το αχειροποίητο σχέδιο της Θεοτόκου και αφού φόρεσε το επιτραχήλιό του, άρχισε να αγιογραφεί σύμφωνα με τους κανόνες της ζωγραφικής, με όση προσοχή του ήταν δυνατόν. Από τότε συνέχισε να νηστεύει καθημερινά δουλεύοντας με ευλάβεια, ώσπου τελείωσε την αγία εικόνα, στην οποία έδωσε το όνομα “Πεφανερωμένη” ή “Φανερωμένη”, επειδή φανερώθηκε και σχεδιάσθηκε με τη βοήθεια του Θεού.

Τον 5ο μ.Χ. αιώνα παραγγέλνεται στην Κωνσταντινούπολη η εικόνα της Παναγίας.

Ο σεβάσμιος Ιερομόναχος και αγιογράφος Κάλλιστος αναλαμβάνει να τη φιλοτεχνήσει. Η εικόνα θα παρουσιαστεί με θαυμαστό τρόπο μπροστά του σχεδιασμένη «αχειροποίητος» πάνω στο ξύλο και αυτός συμπληρώνει τα χρώματα, γι’ αυτό και θα ονομαστεί Φανερωμένη.

Παναγία Φανερωμένη Σαλαμίνας

Η Ιερά Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνας είναι ένα ιστορικό μοναστήρι που βρίσκεται στα βορειοδυτικά παράλια της νήσου Σαλαμίνας στην οποία υπήρχε ένας πολύ παλιός και ημιερειπωμένος χριστιανικός ναός στον οποίο και βρέθηκε εικόνα της Θεοτόκου από τον Λάμπρο Καννέλο, που έκτισε και μόνασε στο μοναστήρι για να αγιοποιηθεί από την

ορθόδοξη εκκλησία με το όνομα Όσιος Λαυρέντιος. Ανήκει εκκλησιαστικά στην Ιερά Μητρόπολη Μεγάρων και Σαλαμίνος.

Ιδρυτής της Μονής είναι ο Λάμπρος Καννέλος, ένας ευσεβής χριστιανός και κάτοικος των Μεγάρων.

Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση είδε στον ύπνο του τρεις φορές την Παναγία που τον πρόσταξε να πάει στη Σαλαμίνα, στα ερείπια του ναού, ρίχνοντας το πανωφόρι του στη θάλασσα για να περάσει απέναντι. Εκείνος το έπραξε, Στις 17 Μαΐου του 1640 πήγε στο σημείο και με την βοήθεια των κατοίκων έσκαψε και βρήκε την εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης.

Κατά το έτος 1682 αναστήλωσε τον ναό και ίδρυσε στο σημείο μοναστήρι. Ο ίδιος έγινε μοναχός μαζί και η γυναίκα του, μετονομάστηκε σε Λαυρέντιος και αποσύρθηκε στο ασκητήριο του προφήτη Ηλία, νοτιοανατολικά της μονής, εκκλησάκι που σωζόταν ακέραιο ως το 1944 όπου καταστράφηκε από τους Γερμανούς. Ο Λαυρέντιος κοιμήθηκε την 6η Μαρτίου του 1707 και ετάφη στο μοναστήρι. Η Εκκλησία της Ελλάδος τον ανακήρυξε Όσιο, γιορτάζοντας την μνήμη του στις 7 Μαρτίου.

 

Παναγία η Προυσιώτισσα

Στο κέντρο καταπράσινων και πανύψηλων βουνών, στα νότια του νομού Ευρυτανίας και μόλις 36 χιλιόμετρα από το Καρπενήσι, βρίσκεται εδώ και χίλια περίπου χρόνια το ιστορικό και σε όλους μας ακουστό μοναστήρι της Κυράς της Ρούμελης, της Παναγίας της Προυσιώτισσας.Εκεί βρίσκεται από τον 9ο αιώνα η εικόνα της Παναγίας της Προυσιώτισσας.

Η ιστορία της εικόνας.

Τον καιρό που βασίλευε ο εικονομάχος Θεόφιλος στην Κωνσταντινούπολη, άρχισε μεγάλο διωγμό κατά των Αγίων εικόνων και έστειλε βασιλικές διαταγές σε κάθε πόλη και χώρα, διατάζοντας τους ορθόδοξους και απειλώντας τους με βασανιστήρια και εξορίες για να κατεβάσουν τις Αγίες εικόνες και να τις κάψουν ή να τις καταστρέψουν. Όσοι πείθονταν σε αυτή τη βασιλική διαταγή έπαιρναν αξιώματα και τιμές όσοι όμως αρνούνταν να καταστρέψουν τις Αγίες εικόνες τότε τους εκτελούσε είτε με απάνθρωπα βασανιστήρια είτε τους εξόριζε.

Εκείνη την εποχή το 829 μ.Χ η σεβάσμια εικόνα της Παναγίας βρισκόταν σε μια πόλη της Τουρκίας, στην Προύσα της Μικράς Ασίας. Όπως τιμούσαν την Αγιά Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη, έτσι ακριβώς οι πιστοί τιμούσαν τον ναό που βρισκόταν η ιερή εικόνα της Παναγίας. Αφού έπεσε βασιλική διαταγή να καταστραφούν όλες οι ιερές εικόνες ένα αρχοντόπουλο, γιος ενός άρχοντα της βασιλικής αυλής, κινούμενος από θείο ζήλο και βλέποντας τα θαύματα που καθημερινά έκανε η εικόνα της Παναγίας δεν θέλησε να υπακούσει στην διαταγή αυτή και να καταστρέψει την θαυματουργή εικόνα . Αυτός λοιπόν ο ευσεβής νέος πήρε την εικόνα αυτή και κατέφυγε στα μέρη της Ελλάδας όπου θα μπορούσε να ησυχάσει από τους μανιώδους αιρετικούς.

Ενώ ο νέος αυτός είχε κατέβει με την ιερή εικόνα ως την Καλλίπολη της Θράκης άγνωστο πώς η εικόνα χάθηκε. Ποιος μπορεί να περιγράψει τα δάκρυα και την πίκρα του αρχοντόπουλου, χτυπιόταν και οδυρόταν και αναστενάζοντας συνεχώς έκλαιγε πιστεύοντας ότι η εικόνα εξαφανίστηκε λόγω της αμαρτωλότητάς του. Αφού έμεινε αρκετές μέρες κλαίγοντας είπε στον εαυτό του: « Παρόλο που η Κυρία μου Θεοτόκος θέλησε να φυλάξει μόνη Της την αγία Εικόνα, εγώ δεν γυρίσω πίσω στην πατρίδα μου γιατί δεν μπορώ να βλέπω να καταστρέφουν τις Αγίες εικόνες και να καταπατούν τα Άγια σύμβολα της Εκκλησίας μου ». Με αυτούς τους λογισμούς ήρθε και κατοίκησε στην Υπάτη κοντά στη σημερινή Λαμία και έκτισε ένα μικρό εκκλησάκι για να παρηγορηθεί για την ξενιτιά του.

Ένα παιδί από τους βοσκούς, φύλαγε τα γίδια του πατέρα του και μια νύχτα εκεί που κοιμόταν εκεί περίπου που είναι το σημερινό κοιμητήριο της Μονής, δίπλα από το κρυφό σχολειό, ακούει ξαφνικά πίσω του γλυκούς και απαλούς ύμνους. Από το φόβο του ξύπνησε και ενώ σκεφτόταν να βρει από πού έρχονται οι ύμνοι αυτοί βλέπει ξαφνικά ένα πύρινο στύλο, μια φωτεινή δέσμη που ξεκινούσε από μια σπηλιά και έφτανε ως τον ουρανό. Στην αρχή σκέφτηκε ότι ήταν ουράνιο τόξο, έπειτα πάλι μονολογούσε ότι το ουράνιο τόξο αφενός βγαίνει την ημέρα, αφετέρου είναι καμπυλωτό σε σχήμα, ενώ η φωτεινή αυτή στήλη ήταν κατακόρυφη ως τον ουρανό. Φεύγει λοιπόν κατατρομαγμένο στον πατέρα του και του αναφέρει το παράδοξο αυτό γεγονός. Ο πατέρας του αρχικά δεν το πίστεψε, αλλά παρ όλες τις επιμονές του παιδιού του, την άλλη νύχτα πηγαίνουν μαζί και ω του θαύματος!!! Οι γλυκειές μελωδίες συνεχιζόταν και ο πυρσός ξεκινούσε πάλι από το σπήλαιο και έφτανε σον ουρανό. Την άλλη μέρα το παιδί μαζί με τον πατέρα και μερικούς άλλους βοσκούς εξερευνούν το σπήλαιο και βλέπουν την Αγία εικόνα να φεγγοβολά και να αστράφτει. Αφού την προσκύνησαν και χάρηκαν που βρήκαν ένα τέτοιο θησαυρό, άνοιξαν μονοπάτι προς το σπήλαιο για να ανάβουν καθημερινά ένα καντηλάκι μπροστά στην Χάρη Της. Με ποιο όμως τρόπο ήρθε μόνο ο Θεός ξέρει.

Μετά από λίγες ημέρες το γεγονός αυτό μαθεύτηκε στις γύρω πόλεις και περιοχές και έφτασε στα αυτιά του αρχοντόπουλου που την μετέφερε από την Προύσα. Χωρίς να χάσει καιρό πήρε μαζί του τους δούλους του και έτρεξε σε εκείνα τα μέρη αναζητώντας αυτό που επιζητούσε. Μετά από δυο μέρες έφτασε και μόλις την αντίκρισε, την αναγνώρισε αμέσως και έπεσε κάτω προσκυνώντας Την. Ποτάμι τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, δάκρυα χαράς για την εύρεση του θησαυρού του. Έπειτα αφού φιλοδώρησε τους χωρικούς που την βρήκαν πήρε την εικόνα για να επιστρέψει στην Υπάτη λέγοντάς τους : « Αδελφοί μου μη διαμαρτύρεστε εναντίον μου διότι αφενός η εικόνα είναι δίκη μου και έπειτα ο τόπος αυτός δεν είναι κατάλληλος ούτε για χτίσιμο εκκλησίας ούτε για συνάξεις προσκυνητών ».

Με αυτά τα λόγια άφησε λυπημένους τους βοσκούς και αυτός πήρε την Αγία εικόνα και αναχώρησε. Καθώς έφτασαν σε κάποιο ύψωμα του δρόμου κουράστηκαν και έβαλαν την εικόνα σε ένα ερειπωμένο εκκλησάκι για να ξαποστάσουν. Ενώ αποκοιμήθηκαν, όταν ξύπνησαν δε βρήκαν την εικόνα και ο άρχοντας σκέφτηκε ότι τους παρακολουθούσαν οι βοσκοί και ήρθαν κρυφά και την έκλεψαν. Καθώς επέστρεφαν πίσω, το αρχοντόπουλο άκουσε μια γυναικεία φωνή λέγοντάς του : « Ω νέε σώσου και πήγαινε στο καλό, διότι εγώ αναπαύομαι καλύτερα σε αυτούς τους άγριους και ορεινούς τόπους με απλοϊκούς βοσκούς παρά σε μεγαλουπόλεις με πλούσιους άρχοντες. Αν θέλεις να μείνεις μαζί μου έλα και θα ναι και για καλό σου » και ξαφνικά πάνω στο βουνό δημιουργήθηκε το τύπωμα της Παναγίας μια τρύπα στην κορυφή του βουνού σε μέγεθος ίση με την εικόνα και κατά ύψος του βουνού εμφανίστηκαν αποτυπώματα ανθρωπίνου πέλματος. Περπάτησε δηλαδή η Παναγία προς την κορυφή του βουνού διαπερνόντας το για να φτάσει και πάλι στην θέση όπου αυτή διάλεξε να γίνει το μόνιμο κατοικητήριό της εδώ και χίλια περίπου έτη.

Αυτά τα άκουσε το αρχοντόπουλο με προσοχή και ελευθέρωσε τους δούλους του και γύρισε πάλι στο σημείο ευρέσεως της εικόνας και εγκατέλειψε τα εγκόσμια και αφοσιώθηκε στην υπηρεσία της Παναγίας. Έτσι λοιπόν έχουμε τους πρώτους μοναχούς που εγκαταστάθηκαν στον ιερό αυτό τόπο, που διάλεξε η Κυρά της Ρούμελης να χτίσει το αιώνιο σπίτι της, το αρχοντόπουλο που πήρε το μοναχικό όνομα Διονύσιος και ο δούλος του που πήρε το όνομα Τιμόθεος. Εκατοντάδες υπήρξαν συνολικά οι μοναχοί που διάβηκαν στο ψηφιδωτό του χρόνου το κατώφλι από την ιστορική Μονή της Παναγίας της Προυσιώτισσας, αγιάστηκαν και αγίασαν.

Παναγία η Μεγαλοσπηλιώτισσα

Εξέχουσα θέση μεταξύ των ιερών κειμηλίων της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου κατέχει η Θαυματουργή Ιερή Εικόνα της Παναγίας της Μεγαλοσπηλαιώτισσας, που είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά (μία εκ των τριών που δημιούργησε και σώζονται μέχρι σήμερα). Σύμφωνα με αξιόπιστες ιστορικές μαρτυρίες, ο Ευαγγελιστής Λουκάς, μετά τον θάνατο του Απ. Παύλου, έδρασε, όπως και ο Απ. Ανδρέας, στην Αχαΐα, όπου πιθανότατα συνέγραψε το Θαυμάσιο Ευαγγέλιο του και τις αριστουργηματικές «Πράξεις των Απόστολων». Όταν λοιπόν ήρθε στη Αχαΐα έφερε μαζί του από την Παλαιστίνη και την συγκεκριμένη Ιερή Εικόνα (ευλογημένη από την ίδια την Παναγία) την οποία αργότερα δώρισε στους πρώτους χριστιανούς. Την εποχή των διωγμών αυτοί κατέφυγαν για ασφάλεια στο Σπήλαιο όπου και την έκρυψαν. Όταν οι ίδιοι πέθαναν ή φονεύθηκαν για τον Χριστό, η Εικόνα παρέμεινε στο Σπήλαιο μέχρι που ανακαλύφθηκε κατά τον θαυμαστό τρόπον από την Αγία Ευφροσύνη.

Είναι ανάγλυφη, πάχους τριών πόντων και πλασμένη από κερί, μαστίχα και άλλες ύλες.

Φέρει εσθήτα χρωματισμένη και χρυσά διαγράμματα. Από τις πολλές πυρκαγιές έχει αμαυρωθεί. Το σώμα της Παναγίας είναι εστραμμένο δεξιά, με κεκλιμένη την κεφαλή προς τον Υιόν της, κρατώντας τον στο δεξί χέρι (Δεξιοκρατούσα), ο οποίος με το αριστερό του χέρι κρατεί ελαφρά την αριστερή παλάμη της Μητρός Του, ενώ με το δεξιό κραταει το Ευαγγέλιο. Δεξιά και αριστερά της κηρόπλαστης Εικόνας παρίστανται, μετά φόβου άγγελοι. Στις τέσσερεις γωνιές της Εικόνας δεξιά εξαπτέρυγα Σεραφείμ και αριστερά πολυόμματα Χερουβείμ.

Παναγία Φανερωμένη Βαθυρρύακος της Θράκης

Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, γιατί δεν έχουμε γραπτά μνημεία λόγου, πριν από πεντακόσια περίπου χρόνια βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας. Άλλοι υποστηρίζουν ότι βρέθηκε πριν από τριακόσια χρόνια στην περιοχή Φατήρ Γιακά με θαυμαστό και υπερφυσικό τρόπο από Οθωμανό αγά τσιφλικά και όχι σε ορθόδοξο. Πρόκειται για τον αγά τσιφλικά του τεραστίου τσιφλικιού του Φατήρ Γιακά, ο οποίος επί τρεις νύκτες, μόνον αυτός και κανείς άλλος, έβλεπε φωτεινό όραμα μέσα στον γαλανό ουρανό της Θράκης και αυτό το φωτεινό όραμα ήταν το σημείο του Σταυρού επί της κορυφής ενός δένδρου, και συγκεκριμένα επάνω σε καραγάτσι. Δεν πίστευε στην αρχή, ώσπου κατ’ όναρ η Υπεραγία Θεοτόκος του υπέδειξε, προειδοποιώντας τον ότι δεν θα ανεχθεί την αμέλειά του, να ενημερώσει τις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές, να ανασκάψει σε συγκεκριμένο σημείο στην ρίζα του δένδρου όπου εμφανίζονταν ο σταυρός και σε πολύ μικρό βάθος κάτω από την επιφάνεια του εδάφους θα βρει την εικόνα της. Ο αγάς υπάκουσε και ενημέρωσε τον τότε Μητροπολίτη Μαρώνειας, ανέσκαψε με τα ίδια του τα χέρια παρουσία του τότε επισκόπου και των προυχόντων της τότε Γκιουμουλτζίνας, που ήταν η πρωτεύουσα του ομώνυμου Καζά, αλλά και πολλών Οθωμανών, και ως εκ θαύματος στα χέρια του βρέθηκε η μικρή φορητή εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης, η οποία ανήκει ως αγιογραφικός βυζαντινός τύπος στην Παναγία την Βρεφοκρατούσα. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ανήκει και στην ιδιαίτερη μορφή εκείνου του αγιογραφικού τύπου Παναγιάς που είναι η Παναγία η Γλυκοφιλούσα αλλά το πιο σωστό είναι ότι είναι η Παναγία Βρεφοκρατούσα.

Το σημείο της ευρέσεως της θαυματουργού εικόνος είναι ο χώρος εντός του σημερινού Αμπελουργικού Σταθμού Αιγείρου, όπου ευρίσκεται το μικρό παρεκκλήσι της «Παναγίας των Ρόδων», όπως ονομάζεται και το οποίο ανακαινίσθηκε το 1994 με δαπάνες του Αμπελουργικού Φυτωρίου Κομοτηνής.

Το σημερινό παρεκκλήσιο είναι το ανακαινισμένο, το οποίο ανήγειραν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα δύο μεγάλοι ευεργέτες της Κομοτηνής. Αυτό το παρεκκλήσι που υπάρχει μέσα στον Αμπελουργικό Σταθμό αποτελεί το τρίτο ανακαινισμένο κτίσμα του πρώτου παρεκκλησίου που έκτισαν γύρω στα 1910 -1912 εκείνοι οι Κομοτηναίοι. Σήμερα το παρεκκλήσι ονομάζεται «Παναγιά των Ρόδων» και εκεί υπάρχει άλλη παλαιά εικόνα της Π Όταν βρέθηκε η Ιερά εικόνα, την διεκδικούσαν πολλές ενορίες όπως του Ιάσμου, της Αμβροσίας, της Σάλπης, του Πολυάνθου και του παλαιού χωριού όπου ευρίσκεται σήμερα η Μεσσούνη, διότι η Αίγειρος δεν ήταν χωριό απλά υπήρχε το τσιφλίκι του Φατήρ Γιακά. Τη λύση την έδωσε η ίδια Παναγία διότι η διαμάχη ήταν μεγάλη. Ενώ βρέθηκε στο Φατήρ Γιακά Τσιφλίκ, ο τσιφλικάς αρχικά δεν έδινε την άδεια να κτιστεί εκκλησάκι για να φυλαχθεί η εικόνα. Επίσης, όπως προείπα, δεν υπήρχε οργανωμένη κοινότητα και υπήρχε φόβος μήπως χαθεί η εικόνα. Για αυτό ο Μητροπολίτης επειδή οι ενορίες διεκδικούσαν την εικόνα, αποφάσισε τη λύση να τη δώσει η Παναγιά. Έτσι τοποθέτησε την εικόνα σε καινούργια άμαξα που δεν είχε χρησιμοποιηθεί ξανά και μάλιστα ζωήλατη, που την έσερναν αρσενικά ζώα πλυμμένα και αγιασμένα από το δεσπότη, έντυσαν το αμάξι και αφού έκανε δέηση ο Μητροπολίτης προς τη Θεοτόκο την παρεκάλεσε αυτή να δείξει το σημείο που θα ήθελε να εγκατασταθεί μόνιμα. Η πομπή ξεκίνησε χωρίς να υπάρχει οδηγός αναβάτης (καμουτσίκης) που να κατευθύνει την άμαξα. Ξεκίνησε με το χτύπημα του δεσπότα και πήρε τη στράτα. Δεν σταμάτησε σε κανένα από τα χωριά που τη διεκδικούσαν αλλά έφθασε στην Κομοτηνή, μπροστά στον Μητροπολιτικό Ναό της Παναγίας, κοντά στην σημερινή οδό Βενιζέλου. Εκεί σταμάτησαν τα ζώα, εκεί θέλησε να εγκατασταθεί η Θεοτόκος. Το δέχθηκαν οι κάτοικοι. Ο δεσπότης τοποθετεί την εικόνα στα Άγια των Αγίων. Συνέβη όμως και κάτι άλλο θαυμαστό. Όταν έβαλαν την εικόνα επάνω στο αμάξι και τα ζώα πήραν το δρόμο επιβιβάσθηκε και η ανάπηρη και κωφάλαλη εγγονή του ιδιοκτήτη του τσιφλικιού. Αυτό έγινε μετά από παράκληση της κόρης του. Την ώρα που έφθανε η άμαξα με την Παναγία μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας, το μικρό κορίτσι σηκώθηκε στο κάρο και φώναξε στα τουρκικά «Meri ane», Μητέρα Μαρία. Είχε βρει και τη φωνή της και σηκώθηκε στα πόδια της. Από τότε ο Οθωμανός αγάς πίστευσε και έδωσε λόγο τιμής στις εκκλησιαστικές αρχές ότι για κάθε τι που χρειάζονται για την προστασία αυτού του ιερού τόπου, θα το έχουν. αναγίας, διαφορετική από την θαυματουργό ιστορική εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης.

Η Παναγία Φανερωμένη της Νέας Αρτάκης

Ο Ναός της Παναγίας της Φανερωμένης, βρίσκεται στην πόλη της Νέας Αρτάκης και σε απόσταση περίπου 8 χλμ από τη Χαλκίδα. Ο ναός κτίστηκε το 1951 και ονομάστηκε έτσι από το θαύμα της εμφάνισης της Παναγίας, ενώ θεωρείται από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Εύβοιας.

Γιορτάζει στις 23 Αυγούστου και κατασκευάστηκε από τους Αρτακιανούς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Είναι εύκολα προσβάσιμη μέ όλα τα μέσα και συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό πιστών καθώς θεωρείται θαυματουργή.

Το όνομά Της, Φανερωμένη, μας φέρνει σε αλησμόνητους τόπους και μας γυρνά πολύ πίσω στο χρόνο. Στην αγιασμένη γη της Μικράς Ασίας, στους πρόποδες του Όρους Δινδύμου, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κύζικο, κατά τον 12ο αιώνα μ. Χ.

Εκεί, όπως η παράδοση μας πληροφορεί, ανακαλύφθηκε, κατά θαυμαστό τρόπο, ανάμεσα στους θάμνους, στον τόπο του ναού της αρχαίας θεάς Κυβέλης, Ιερά και Σεβασμία Εικόνα της Θεοτόκου, την οποία οι κάτοικοι της Κυζίκου ονόμασαν Φανερωμένη.

Στο τόπο της ευρέσεως της Ιεράς Εικόνος, μάλιστα, ανήγειραν ομώνυμη Ιερά Μονή της «Παναγίας της Φανερωμένης», όπου και φυλασσόταν η Ιερά Εικόνα μέχρι το έτος 1922, οπότε οι κάτοικοι της Κυζίκου αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους και να αναζητήσουν νέα πατρίδα. Φεύγοντας από τον τόπο τους, πρώτον απ’ όλους τους πολύτιμους θησαυρούς τους πήραν την Ιερά Εικόνα της Φανερωμένης.

Πορευόμενοι οι Αρτακινοί προς την Ελλάδα, διήλθαν από την Κωνσταντινούπολη. Εκεί, αφού το Οικουμενικό Πατριαρχείο έλαβε γνώση της παρουσίας της Ιεράς Εικόνος στην Πόλη, την παρέλαβαν Κληρικοί του με τις πρέπουσες τιμές και την εναπέθεσαν στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα.

Η θαυμαστή παρουσία της Φανερωμένης στην Εύβοια.

Τρεις δεκαετίες μετά το βίαιο αποχωρισμό των Αρτακινών από τη μάνα Μικρασιατική γη και τη Μητέρα τους Παναγία τη Φανερωμένη, τη μεσημβρία της 29ης Απριλίου 1951, Κυριακής του Πάσχα, συνέβη, στη νέα τους πατρίδα, τη Νέα Αρτάκη

Ευβοίας, ένα θαυμαστό γεγονός, το οποίο επρόκειτο να σημαδέψει την εκκλησιαστική ζωή τους.

Οκτώ κορίτσια, ηλίκίας 10 – 12 ετών, βρίσκονταν σε παραλιακή τοποθεσία και μέσα στο αναστάσιμο κλίμα της ημέρας έπαιζαν και τραγουδούσαν. Ξαφνικά, σε μικρή απόσταση από τον τόπο που βρίσκονταν πρόσεξαν μία μαυροφορεμένη, εξαιρετικά όμορφη γυναίκα, ταγονατιστή και σε στάση προσευχής. Στα χέρια Της φορούσε χρυσά επιμανίκια και στο κεφάλι Της είχε μαύρη καλύπτρα και φωτοστέφανα.

Μπροστά σ’ αυτό το θέαμα ταράχτηκαν και γεμάτα φόβο έφυγαν από τον τόπο για να ειδοποιήσουν τους γονείς τους. Όμως, όταν εκείνοι κατέφθασαν στον τόπο, η μαυροφορεμένη γυναίκα είχε εξαφανισθεί. Όχι όμως και τα ίχνη της παρουσίας της. Τα αποτυπώματα των γονάτων της βρίσκονταν ακόμης το χώμα.

Τα μικρά κορίτσια ανέφεραν τα γεγονότα στον Εφημέριο του χωριού, τον μακαριστό π. Σπυρίδωνα Αθανασίου και εκείνος στον επίσης μακαριστό Μητροπολίτη Χαλκίδος Γρηγόριο (Πλειαθό) (1922 – 1968), ο οποίος κάλεσε τα κορίτσια που του επιβεβαίωσαν το θαύμα, λέγοντάς του μάλιστα ότι η γυναίκα εμφανίσθηκε και στον ύπνο τους, λέγοντάς τους ότι είναι η Παναγία και ότι στον τόπο της εμφανίσεώς Της έπρεπε να χτίσουν Εκκλησία. Μετά από αυτά τα γεγονότα, ο Μητροπολίτης έδωσε την κανονική ευλογία του για να ανεγερθεί Ιερός Ναός προς τιμήν της Παναγίας, ο οποίος αργότερα έλαβε τη νομική μορφή του Ιερού Προσκυνήματος.

Παναγία η Φανερωμένη η Περαμιώτισσα.

Σύμφωνα με την παράδοση και τις μαρτυρίες των κατοίκων που πέρασαν από γενιά σε γενιά μέχρι τις μέρες μας, το λιμάνι της Νέας Περάμου χρησιμοποιήθηκε το 1919 για την επιβίβαση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, με προορισμό τα παράλια της Μικράς Ασίας. Το τελευταίο βράδυ πριν από την αναχώρηση, ένας στρατιώτης ονειρεύτηκε την εικόνα της Παναγίας στον τόπο όπου κατασκήνωσαν. Το όνειρο κρίθηκε ως θεϊκό σημάδι και την επομένη, σκάβοντας, βρέθηκε μια μικρή εικόνα σε οβάλ σχήμα. που αναπαριστούσε τη Θεοτόκο βρεφοκρατούσα.

Οι πρόσφυγες, που το 1922 και το 1923 ήρθαν από την παλιά Πέραμο στην Καβάλα για να εγκατασταθούν και να δημιουργήσουν μια νέα πατρίδα, κατασκεύασαν έναν μικρό ναΐσκο για να φυλάξουν την εικόνα της Παναγίας. Το 1945, στην ίδια θέση, με χρήματα κατοίκων της περιοχής, ανεγέρθη το σημερινό παρεκκλήσι. Δυστυχώς, η οβάλ εικόνα της Παναγίας κλάπηκε το 1977, μαζί με τάματα και αφιερώματα.

Η μοναδική αυτή ιστορία ταυτίζεται με την ιστορία μιας άλλης εικόνας της Παναγίας Φανερωμένης, που βρισκόταν στο Μοναστήρι της Λανγκάδας στην παλιά Πέραμο, την οποία οι κάτοικοι τιμούσαν στις 15 Αυγούστου. Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης ή Περαμιώτισας, μετά την καταστροφή του 1922 μεταφέρθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα.

Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη Νέα Πέραμο συνέδεσαν την οβάλ εικόνα της Παναγίας με τη δική τους εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης που δεν μπόρεσαν να φέρουν μαζί τους. Έτσι, αποφάσισαν να τιμούν την εκκλησία που ανέγειραν στην είσοδο της Νέας Περάμου, την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Το 1938, ο μακαριστός ιερέας Δημοσθένης Θεοδωρίδης αγιογράφησε ένα πιστό αντίγραφο της Παναγίας Φανερωμένης, μικρότερων διαστάσεων, που όμως για τους κατοίκους της Νέας Περάμου έχει ιδιαίτερη συναισθηματική και θρησκευτική αξία. Κάθε χρόνο, την παραμονή της μεγάλης Θεομητορικής γιορτής, η εικόνα μεταφέρεται με λιτανεία από το ναό του Αγίου Νικολάου, όπου φυλάσσεται, στο παρεκκλήσι στην είσοδο της Νέας Περάμου για να την προσκυνήσουν οι πιστοί.

Η εικόνα που φιλοτέχνησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς

Παναγία η Φανερωμένη Ν.Ηρακλείτσας

Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η ιστορία της εικόνας της Παναγίας Φανερωμένης της Ν. Ηρακλίτσας. Τρεις μοναχές, την Αγνή, την Τατιανή και την Παϊσία επέλεξε η Θεοτόκος- σύμφωνα με την παράδοση- για να φανερώσουν την εικόνα της. Η παράδοση θέλει τις τρεις γυναίκες, το 1700 να εγκαθίσταται σ’ ένα ερειπωμένο πύργο στην παλιά Ηρακλίτσα, έναν πύργο που οι κάτοικοι της περιοχής τον θεωρούσαν στοιχειωμένο, γιατί τις νυχτερινές ώρες ακούγονταν θόρυβοι και εμφανίζονταν οπτασίες γυναικών.

Ο φόβος και η ανησυχία των τριών μοναχών έδωσαν τη θέση τους στο δέος και το θαυμασμό που τους συνεπήρε, όταν, καθώς έσκαψαν σ’ έναν τοίχο του πύργου, διαπίστωσαν ότι υπήρχε μια μικρή κρύπτη κι εκεί μέσα πίσω από ένα καντήλι μια εικόνα της Θεοτόκου.

Την Παναγία Φανερωμένη ή Παναγία της Κρύπτης, σύμφωνα με την ίδια παράδοση, την έχει αγιογραφήσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ενώ μέχρι τις μέρες μας έχουν καταγραφεί πολλά θαύματα της εικόνας. Φέρεται να είναι μια από το τρεις εικόνες της Παναγίας που φιλοτέχνησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς.

Προς τιμή της Παναγίας Φανερωμένης, ο ερειπωμένος πύργος μετατράπηκε σε παρεκκλήσι. Το 1922, η εικόνα μαζί με όλα τα ιστορικής αξίας κειμήλια μεταφέρθηκαν στην Μονή Ιβήρων στο Άγιο Όρος για να προστατευτούν από τη θηριωδία των Οθωμανών.

Το 1932, με την αγαθή προαίρεση των μοναχών, η ιερά εικόνα μεταφέρθηκε από τη Μονή Ιβήρων, στο λιμανάκι της Νέας Ηρακλίτσας. Πλήθος κόσμου, με βαθιά συγκίνηση, υποδέχθηκαν την Παναγία Φανερωμένη στη νέα της πατρίδα. Η εικόνα τοποθετήθηκε στον ιερό ναό του Αγ. Γεωργίου και σύμφωνα με την παράδοση, όπως την τηρούσαν οι πρόσφυγες, γιορτάζεται στις 23 Αυγούστου, δηλαδή εννιά μέρες μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου.

Παναγία η Χοζοβιώτισσα.

Η εικόνα της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας, ακολουθώντας μάλλον τη θαλάσσια οδό, βρέθηκε – με θαυματουργό τρόπο – στις ακτές της Αμοργού. Πιστεύεται ότι…ξεκίνησε από τους Αγίους Τόπους, τα Χόζοβα ή Χόζοβο της Παλαιστίνης, μια τοποθεσία κοντά στην Ιεριχώ, όπου είχαν ιδρυθεί σημαντικά μοναστήρια. Εκεί, σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, σε μια τοποθεσία απόκρημνη και σπηλαιώδη ήταν χτισμένη η Μονή του Κοζιβά, της οποίας «ο ναός είχε θεμελιωθεί στις ρωγμές της πέτρας και σπηλιές είχαν μετατραπεί σε κελιά των μοναχών». Παλαιά προφορική παράδοση μαρτυρά ότι η εικόνα της Παναγίας, βεβηλωμένη από κατακτητές την εποχή της Εικονομαχίας (9ος αιώνας μ.Χ.), ταξίδεψε από την Κύπρο κομμένη σε δύο κομμάτια. Έφτασε παρασυρόμενη από τα κύματα στην Αμοργό, στο σημείο που αργότερα χτίστηκε το ομώνυμο μοναστήρι. Τη μονή ίδρυσε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αλέξιος Α’ Κομνηνός το 1088.

Παναγία η Βαρκού

Στην γεωγραφική περιφέρεια του νομού Ηλείας, στο χωριό Καλιδόνα, ανήκει και η τοποθεσία Βαρκό όπου εκεί μέσα στον λόγγο και δίπλα στον καταρράκτη ενός ποταμού, πάνω στον βράχο, είναι φωλιασμένο ένα σπήλαιο. Εδώ μέσα μετά την τουρκοκρατία και γύρω στο 1845 βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας. Από το 1883 το σπήλαιο άρχισε να λειτουργεί ως εκκλησία που γιορτάζει στις 23 Αυγούστου. Κάτω από το σπήλαιο υπάρχει ένας μαγευτικός χώρος, μέσα σε ένα δάσος από πλατάνια.

Παναγία η Βουρλιώτισσα

Η Παναγία η επονομαζόμενη Βουρλιώτισσα της οποίας ο ιερός Ναός βρίσκεται στην συμβολή της ομώνυμης οδού με την οδό Βρυούλων, τιμάται ως πολιούχος της Νέας Φιλαδέλφειας, μιας αμιγώς προσφυγικής μητρόπολης. Ο εορτασμός της Ιεράς Θαυματουργού εικόνας της Θεοτόκου της Οδηγήτριας, η οποία φυλάσσεται ως πολύτιμο θησαύρισμα από το έτος 1927, οπότε και μεταφέρθηκε από τα μαρτυρικά Βουρλά της Μικράς Ασίας, πραγματοποιείται την πρώτη Κυριακή του μήνα Οκτωβρίου.Σύμφωνα με τη μικρασιατική παράδοση η Ιερά Εικόνα βρέθηκε από έναν βοσκό. Αυτός πήγαινε τα ζώα του (γίδια) σ’ ένα χωράφι όπου υπήρχαν βουρλιές (βούρλα). Κάποια στιγμή ένα γίδι αποκόπηκε από το κοπάδι και όταν επέστρεψε ο βοσκός παρατήρησε ότι είχε βρεγμένα γένια. Την επόμενη μέρα χωρίς τα ζώα αυτή τη φορά ο βοσκός πήγε πάλι στο χωράφι να βρει το μέρος με το νερό ώστε να το ανοίξει και να πίνουν από εκεί όλα τα ζώα του. Ψάχνοντας και μη μπορώντας να βρει την πηγή ανακάλυψε την εικόνα της Παναγίας.

Στο σημείο εκείνο φτιάχτηκε ένα μικρό εκκλησάκι της Ευρέσεως και δίπλα η μεγάλη εκκλησία όπου μέσα εκεί φυλασσόταν η εικόνα. Το 1922 μετά τις 15 Αυγούστου, οι Τούρκοι μπήκαν στα Βουρλά και τα κατέστρεψαν. Βεβήλωσαν, έκλεψαν και στο τέλος έκαψαν την εκκλησία. Άγνωστο πως και από ποιον η εικόνα βρέθηκε στην Νέα Φιλαδέλφεια.

Ένας Βουρλιώτης ονόματι Παναγιώτης είχε αμφιβολίες για το αν αυτή είναι η εικόνα. Το βράδυ στον ύπνο του φανερώθηκε η Παναγία λέγοντάς του: Παναγιώτη παιδί μου γιατί δεν με πιστεύεις, είμαι η Βουρλιωτίνα .

Η Εικόνα της Παναγίας υπέστη φθορές από ακόμα μία φωτιά η οποία συνέβη την παραμονή της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο και ανήμερα της επετείου των εγκαινίων της εκκλησίας. Το ασημένιο κάλυμμα τοποθετήθηκε στη Φιλαδέλφεια ως ευγνωμοσύνη προς την Παναγία τους από μία Βουρλώτισσα η οποία πήρε κάποιο σεβαστό ποσό από το ταμείο ανταλλαξίμων μετά την καταστροφή.

Παναγία του Βυτουμά.

Η Ιερά Μονή Βυτουμά βρίσκεται στα Μετέωρα και είναι γυναικείο μοναστήρι που φέρει το όνομα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Οι κτήτορες ήθελαν να τιμήσουν την Παναγία και έδωσαν στο Μοναστήρι το όνομα της πιο μεγάλης και σπουδαίας εορτής της. Το Μοναστήρι είναι κτισμένο στους πρόποδες του καταπράσινου Κόζιακα σε υψόμετρο περίπου 540 μ.

Σύμφωνα με προφορικές παραδόσεις, μία εικόνα της Παναγίας, που βρισκόταν στην Καλαμπάκα, κάποτε έφυγε από τη θέση της. Όλοι τότε ανησύχησαν και ξανοίχθηκαν για την ανεύρεση της. Δοκίμασαν μεγάλη έκπληξη όταν τη βρήκαν στο χώρο, πού είναι σήμερα το Μοναστήρι. Γεμάτοι χαρά την πήραν και την επανατοποθέτησαν στη θέση της.

Το φαινόμενο αυτό λέγεται ότι επαναλήφθηκε τρεις φορές. Όλοι πίστεψαν ότι ήταν ένα θεϊκό σημάδι και στην τοποθεσία όπου βρέθηκε η εικόνα κτίσθηκε το Μοναστήρι στο όνομα της Παναγίας.

Παναγία η Σπηλιώτισα Ζακύνθου.

Σε μικρή απόσταση από τον οικισμό των Ορθονιών υπάρχει το ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας της Σπηλαιώτισσας. Ιδρύθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα στην άκρη μιας χαράδρας, κοντά σε μια σπηλιά που βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας από τον Μοναχό Ιωαννίκιο Κοψιδά. Ο τελευταίος έκτισε εκεί την Μονή η οποία κατείχε βιβλιοθήκη, πλούσια σε βιβλία και χειρόγραφα. Σε βαθιά γεράματα κατέστησε νόμιμο και καθολικό επίτροπό του, τον Ιεράρχη και Ηγούμενο της Αναφωνήτριας Διονύσιο Σιγούρο, μετέπειτα Άγιο και Πολιούχο Ζακύνθου. Το μοναστήρι είναι κτισμένο σε μια καταπράσινη θαμνώδη πλαγιά και είναι περιφραγμένο με τοίχους.

Στη μέση της Μονής βρίσκεται η καθολική εκκλησία. Είναι ένα μεγάλο κτίριο από την αρχή του 16ουαιώνα με δέκα παράθυρα και μπροστά του στέκει ένας εγκαταλελειμμένος ανεμόμυλος. Πάνω από την είσοδο βρίσκεται ένα καμπαναριό ενώ στην αυλή του κτιρίου είναι δύο στέρνες που στηρίζονται σε κολόνες. Από το 1775 υπάρχει ένα σπίτι που χρησιμοποιείται για την φιλοξενία των ξένων από την ταράτσα του οποίου μπορείς να θαυμάσεις την μεγάλα λαγκάδα που εκτείνεται μπροστά του.

Το μοναστήρι κατείχε μεγάλη περιουσία, που του επέτρεψε να οργανωθεί ως κτιριακό συγκρότημα (1674).Σημαντική είναι η αρχαία εικόνα της Παναγίας της Σπηλαιώτισσας, η οποία σύμφωνα με την παράδοση ήταν εκεί κρυμμένη στα χρόνια της εικονομαχίας.

Παναγία Κεριώτισσα – Ζάκυνθος Ζάντε

Στολίδι του χωριού Κερί είναι η εκκλησία της Παναγίας της Κεριώτισσας, η αρχική μορφή της οποίας, μας είναι άγνωστη. Η μεταγενέστερη εκκλησία ανακαινίστηκε το 1745. Η χρονολογία είναι χαραγμένη πάνω από τη νότια είσοδο της εκκλησίας. Η εκκλησία αναστηλώθηκε το 1953, διατηρώντας την αρχιτεκτονική της.

Είναι μια από τις ωραιότερες και σημαντικότερες της Ζακύνθου. Η εκκλησία αυτή άνηκε στη Βενετία που την παραχώρησε στους κατοίκους του χωριού με δουκικό διάταγμα το 1630.

Στην ίδια θέση που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία, βρέθηκε η αρχαία εικόνα της Θεοτόκου, δεξιοκρατούσα, που αποτελεί τον μεγάλο θησαυρό του ναού.Η θαυματουργή εικόνα έχει αργυρόγλυπτη επένδυση, εκτός από τα πρόσωπα του θείου Βρέφους και της Θεοτόκου και στηρίζεται σε ξυλόγλυπτη χρυσωμένη καθέδρα. Είναι άγνωστες οι περιπέτειες της ιστορικής αυτής εικόνας ως τον καιρό της εύρεσης της. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση το 1620, ένας χωρικός ενώ έβοσκε τα πρόβατα του έβλεπε καθημερινά στο ίδιο σημείο κάποια λάμψη ανάμεσα στους θάμνους.

Αποφάσισε να δει τι ακριβώς ήταν εκεί και έβαλε φωτιά στους θάμνους για να το αποκαλύψει, τότε βρήκε την εικόνα. Πίσω η εικόνα εν μέρει κάηκε. Περήφανος την μετέφερε στο χωριό. Την επόμενη ημέρα όμως η εικόνα έλειπε από το σημείο όπου είχε φυλαχτεί. Ο βοσκός πηγαίνοντας να βοσκήσει τα ζωντανά του βρήκε και πάλι την εικόνα στο ίδιο ακριβώς σημείο που την είχε δει τη πρώτη φορά.

Έτσι οι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν στη θέση αυτή να χτίσουν μοναστήρι και να φυλάξουν μέσα σε αυτό την εικόνα

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Πηγή:fdathanasiou.wordpress.com