Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Δημοτικά τραγούδια της Κύπρου από τη συλλογή του Διονυσίου Σολωμού

27 Νοεμβρίου 2012

Δημοτικά τραγούδια της Κύπρου από τη συλλογή του Διονυσίου Σολωμού

Άγαλμα Διονυσίου Σολωμού στην Πάφο

Ανάμεσα στα χαρτιά του Διονυσίου Σολωμού βρέθηκε και χειρόγραφο τετράδιο με μια συλλογή δημοτικών τραγουδιών της Κύπρου που, καθώς φαίνεται τα έδωσε στον ποιητή ο Κύπριος φίλος του Επαμεινώνδας Ι. Φραγκούδης, όταν σπούδαζε ελληνική φιλολογία, και που του τα αντέγραψε, χωρίς όμως με πολλή ακρίβεια. Η χειρόγραφη αυτή συλλογή έχει τον τίτλο «Τραγούδια Κυπριώτικα Δημοτικά».

Περιέχει δεκαπέντε ποιήματα με τους ακόλουθους, κατά σειρά, τίτλους: «Το γιοφύρι», «Η σκλαβωμένη Αδελφή», «Του Δράκου», «Κόρη σκοτωμένη από τον πατέρα της, όταν αγαπά έναν Τούρκο», «Ο ερωτευμένος προς την αγαπητικιά του», «Νιός πηγαίνοντας στον πόλεμο αποχαιρετάει τους γονείς του», «Τα δύο κυπαρίσσια», «Του Γιαννή», «Το ελάφι», «Ο Γιώργης λευτερώνει την αδελφή του», «Το όνειρο», «Το σκοτωμένο αντρόγυνο», «Τα δύο περιστέρια», «Της Γιώργιανας», «Του Γιακουμή», ένα ερωτικό δίστιχο και δυο τετράστιχα.

Ο αθάνατος βάρθος και τραγουδιστής της Ελληνικής Λευτεριάς ασφαλώς θα ένιωθε τη μεγάλη του ψυχή να φλέγεται και από τη λαχτάρα της σκλαβωμένης τότε στους Τούρκους ηρωικής μας Κύπρου, έχοντας σκοπό ν’ αναχωνεύση όλη τη δημοτική παραγωγή της Ελλάδας και να πλέξει τον ασύγκριτο ύμνο της σ’ έναν αρμονικό δεσμό ηρωικής και λυρικής απόδοσης. Και, ακριβώς, τα κυπριακά αυτά δημοτικά τραγούδια περιστρέφονται γύρω απ΄αυτά τα δύο στοιχεία.

Από τα ποιήματα της Σολωμικής συλλογής ξεχωρίζουμε εδώ λίγα από τα πιο χαρακτηριστικά για τη λυρική τους πνοή και τον συμβολισμό τους.

Τα δύο κυπαρίσσια

Βλέπεις σ΄εκείνο το βουνό δυο μαύρα κυπαρίσσια

και κάτωθέν τους κάτασπρην μιάλην στενήν πλάκα;

Σύντας φυσύση άνεμος τες άκρες τους κολλούσι

και τα κλαδιά τους σμίγουσι κι’ αρχίζουν και λαλούσι:

«Μαργιώ μου χρυσοπλουμιστή, σαν ο κακός πατέρας

δεν ήθελεν στ’ αγκάλια μου να σε ιδή νυφούλα

πήρα τα όρη, πήρα τα, καλόερος να γένω,

μα πάντα οι ομορφάδες σου τον νουν μου εζαλίζαν.»

«Κι΄εώ, σα σ΄είδα κι’ έφυες και τα βουνά τα πήρες,

τους βρούλους* μου τους ξούρισα κ΄εις το λαμπρό τους ρίχνω.

Ρούχα μαύρα εφόρησα κ΄εις τα στενά, μονάχη,

ψωμοζητούσα κ’ έφευκα τον δόλιο μου πατέρα.

Μα σύνταν ήρτα στο βουνό τούτο που τώρα στέκεις

νεκρός κοντά μου, κ΄ έτυχε την πλάκα σου να εύρω,

πέφτω χαμαί, στα χώματα κυλιούμαι σαν το κτήνος.

Σωστά τρία μερόνυχτα, χωρίς νερό, προσφάϊ΄,

‘πο πάνωθιό της πλάκας σου εφώναζα τον Χάρο.

Μ΄ άκουσε κ’ ήρτε τρέχοντας και τη ψυχή μου πήρε.»

«Για ‘δε τα τάρημα κορμιά τα κακοσκοτομένα·

σύντας εζούσαν χωριστά ήταν το έναν τ΄άλλου,

και τώρα εσμιχτήκασι νεκρά, ξεψυχισμένα.

Κακοί γονείς μας, μάθετε να μη μας τυραγνάτε

τους γιούς σας και τες κόρες σας, γιατί σαν σκοτωθούνε

ο κόσμος όλος λέει σας κακούς σαν τ΄άγρια κτήνη.»

Τ’ όνειρο

«Εψές μάνα, τ’ αποβραδύ οπού γλυκά κοιμόμουν

είδα στον ύπνο μου πικρόν όνειρο φοϊσμένον.

Μου φάνηκε πως ήμουνα στου ποταμού τες άδρες*

κ΄εκάθουμουν στα όμορφα κάτασπρα γόνατά σου.

Κ΄εκεί όπου μ΄εψείριζες απ΄το βουνόν εβγήκεν

ένα θεριόν ανήμερον με μαύρο-μαύρο στόμα

κ΄εμούγκριζε κ΄εξέρναγεν αίμα πολύ και μαύρο.΄

‘Πο τες πολλές του τες φωνές έπεσε το γιοφύρι,

κ΄εμείς αφύαμεν ευτύς πάνου εις έναν βράχο

κ΄ετρέμαμεν, κ΄ετρέμαμεν να μη μας φα το τέρας.

Ύστερις βγήκεν άγριο στα χώματα κι αππήδα.*

Έτρεμε η γης μανούλα μου, κ΄οι βρύσες εστερέψαν,

και τα πουλιά ψοφήσασιν ‘πο τον πολύν τον φόον.

Στην αγκαλιά σου μ΄εσφιγγες κ΄έκλαιες και μ΄εφίλας.

Ύστερις είδαμ’ το θεριόν ν΄ανοίξη τα φτερά του

και σαν ατός να πεταχτή ψηλά και να βογκάη.

Χτυπά την μαύρην του νουράν και σούρνεται κοντά μας.

Φωνάζω «μάνα μου γλυκειά», μά ‘σουνε λιγωμένη.*

Τρίβω τ΄αστήθια σου, κ΄εκεί π΄αρκίνας ν’ ανασαίνης

πάνω σουν ήρτεν το θεριό και σ΄έφα’ έναν βούκκο.*

Είδες το μαύρον όνειρον και το συντρομαχμένον!…

Θυμούμαι, σύντας* σ΄άρπαξε, πήρα τα όρη βούρα,*

και οι φωνές μου κόφτασι την έρημιάν του κόσμου.»

Το αλάφι

«Λάφι μου, τί έχεις κ΄εις τον βράχο

μονάχο στέκεις και δικλάς το μάτι δακρυσμένο;

Ίντα κακόν που έπαθες και δεν θελείς στον λόγγο

με τ΄άλλα ‘λάφια να πετάς σαν αετός ξεφτέρι;

Γιατί χτυπάς τα πόδια σου, τα χρυσοκέρατά σου

γιατί τα τρίβεις και κογκάς* σα νά ‘σουν λαβωμένο;

Πες μου, ‘λάγι, πες μου το, γιατ΄α μπορέσω τότες

δκιώ* σου βοήθεια όσην μπορώ, όσ΄έχω κι όση θέλεις.»

«Εν ημπορείς, ποτάμι μου, τίποτε να μου κάμης·

βαθειά ο πόνος την φωληάν μέσ΄στην καρδιάν μου έχει.

Και τί καλό στην γην αυτήν έχω για να πετάξω

με τ΄άλλα ‘λάφια γλήορης στους λόγγους σαν αγέρας;

Δυό ελαφάκια έκαμα, ψηλά, χρυσοντυμένα,

κ΄εκείνα μου τα πήρασιν, μ΄ορφάνεψαν ‘πο κείνα.

Τό ‘να το πήρε ο κυνηγός να πιν’ εις το ποτάμιν.

Μια τουφεκιά του έδωκεν, τό ‘ριξεν ευτύς χάμου·

το άλλον, το μικρότερον, μια μέραν εις τον λόγγον

με τ΄άλλο ‘λάφι έτρωεν κι αντίκρυζεν τον ήλιον.

Μ΄ανάθεμά την την στιγμή π΄άφησε τ΄άλλα ‘λάφια·

εΰρισεν κ΄εις τα κλαδιά και μέσ΄στα χορταράκια

εμπήχτηκεν απάνω του, μου τό ‘φαεν, μανά μου το!

Δώσ’ μου νερό, ποτάμι μου, τη δίψα μου να σβήσω.»

«Πάρε και πιες όσον μπορείς, πατέρ΄ορφανεμένε.»

Τα δύο περιστέρια

Δυό πεζουνάκια*κάθουνται στ΄αυκά τους αποπάνω,

κλαίουσι και μοιρολογούν κι ούλο παραπονιούνται.

Τ’ αρσενικόν την θυλικιάν φιλά την και της λέει:

«Ίντα κλωσσάς, γυναίκα μου, πεζούνα μου κατάσπρη;

Κρίμα χάνεις τους κόπους σου και λύπες θα μας φέρης!

Ένκε θυμάσαι ‘ντά ‘παθες στην άλλην την κλωσσιά σου;

Τρία πεζούνια έκαμες, κ’ εκείνα μας τα πήραν·

τό ‘να το πήρεν άγριον γεράκιν παινασμένον,

τ΄άλλα τα ηύραν κυνηοί στον ποταμόν να πίνουν

και με τα δίχτυα πιάσαν τα. Ξέρεις αν τα εφάαν;

Σήκω, μη κάτσης να κλωσσάς και μη μας φέρης πόνους,

γιατί ποιος ξέρει ύστερις ΄ντά θα γενούσιν τούτα;»

Δίστιχο

Εψές τη νύχτα χιόνισε και τα πουλιά μαρκώσαν,*

στ΄αγκάλια της αγάπης μου κρυότη δεν ενιώσα.

Τετράστιχα

Πεζούνια, πετεινοί, πουλιά μεσ’ στες φωλιές εμπαίναν

κι’ εγώ φωλιά δυό όμορφα αγκάλια εψές είχα.

Ο κόσμος ετουρτούριζε κι΄εώ σε δυό δροσάτα

βυζάκια το κεφάλι μου το είχα ‘κουμπισμένο.

Δεν είσαι συ που μώμονες* ποπανωθιό της βρύσης

αν δεν στραγγίξη το νερό να μη μ’ αλλησμονήσης;

Εν είσαι συ που μώμονες κ’ έλεες αγαπάς με,

κι ακόμη χρόνος ‘εν ένι κι αρκίζες και μισάς με;

Άγαλμα Διονυσίου Σολωμού στην Λευκωσία

Γλωσσάρι: βρούλλος = βοσρτύχους ή κοτσίδες, άρδες = άκρες, αππήδα = πηδούσε, λιγωμένη = λιγοθυμισμένη, έναν βούκκο = μια μπουκιά, σύντας = όταν, βούρα = τρεχάλα, κογκάς = βογκάς, δκιώ = δίνω, πεζουνάκια = περιστεράκια, αυκά = αυγά, μαρκώναν = παγώσαν, μώμονες = ορκιζόσουν.

Από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «ΚΥΠΡΟΣ», τόμος Β’, 1963

Πηγή: NOCTOC at 11:12 π.μ.