Θεολογία και ΖωήΟρθόδοξη πίστη

Επικοινωνία Ψυχών

30 Νοεμβρίου 2012

Επικοινωνία Ψυχών

Άγνωστος συγγραφεύς

του π. Θ. Α

Ο Υπεράγιος και Προσκυνητός Τριαδικός Θεός μας έπλασε το ανθρώπινο Γένος «κατ  εικόνα και καθ  ομοίωσιν» αυτού.

Τούτο σημαίνει ότι πλείστα ιδιώματα της απροσίτου και εκπάγλου υπερτελείας Φύσεώς Του, τα απένειμε κατά Χάριν και εν τω μέτρω που θα ημπορούσαμε να δεχθούμε (ως κτιστά και ατελή όντα) εις εμάς.

Τέτοια ιδιώματα και χαρίσματα είναι η προσωπικότης (αίσθηση της μοναδικότητός μας), η ελευθερία (δυνατότητα να επιλέγουμε αλλά και να αυτοκαθοριζόμεθα), ο νους (δυνατότητα να προσεγγίζουμε τον πνευματικό κόσμο και τους νόμους και την ουσία των όντων), η σοφία (δυνατότητα να κρίνουμε), η κυβερνητικότης (δυνατότητα να οργανώνουμε και να διοικούμε, ιδίως τα μη λογικά και μη ελεύθερα κτίσματα), κ.ο.κ.

Ένα από τα πιο συγκλονιστικά και πιο πολύτιμα και ουσιώδη ιδιώματα, λοιπόν, είναι η κοινωνία. Η δυνατότητα αλλά και το χάρισμα και η κλήση να λειτουργούμε ως προσωπικότητες που αντικρύζονται και συνδέονται με μία δυναμική αγάπης, αρμονίας, συμπνοίας, συντονισμού, μέχρι και συνταυτισμού – χωρίς όμως να συγχέονται και να αναχέονται οι καθ  έκαστον συνειδητότητες. Μπορούμε να βιώνουμε οι άνθρωποι σε κάποιον βαθμό, γνήσιο όμως και εκπληκτικό, ο,τι λειτουργείται εντός της Υπερουσίου Τριάδος: Πλήρης συνταυτισμός, αρμονία, κοινότης των πάντων (βουλή, ενέργεια) εν απολύτω και καθαροτάτη αγάπη, «εν αφθαρσία». (1)

Αυτό το χάρισμα, αυτό το βίωμα, αυτή η πραγματικότης, δεν είναι δυστυχώς τόσο απλό να βιωθεί. Οι άνθρωποι καλούνται να απαρνηθούν, και μάλιστα συγχρονισμένα, τον εαυτό τους, το σκληρό εγώ, τα συμφέροντα, τα πάθη, τις κακίες και τις σκληρότητες, τις εμμονές και επιμονές, τα θελήματά τους, τις φιλοδοξίες και αντιπαλότητες, και να «συμπέσουν»! Και, δυστυχώς, οι άνθρωποι είμαστε πολύ ατομιστές, πολύ «επιβιωτικοί», πολύ ανασφαλείς. Δεν εμπιστευόμαστε και δεν είμαστε διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουμε τίποτε «δικό μας». Έτσι όμως στερούμαστε όλην τη γλυκύτητα και την ομορφιά της εν Θεώ ζωής, αρνούμαστε το σχέδιο του Θεού. Και ουσιαστικά λιμοκτονούμε πνευματικώς και «στενάζομεν βαρούμενοι» (Β´ Κορ. ε´ 4). Αγκομαχούμε μέσα σε ατμόσφαιρα αποπνικτική και ασφυκτική, μέσα σε ζωή «αφύσικη», που δεν τη σχεδίασε έτσι ο Πλαστουργός μας, μέσα σε μοναξιά, σε μιζέρια, σε κακουχία, στεγνοί, άκαρδοι, ανικανοποίητοι. Και, εννοείται, ούτε την κοινωνία με τον Λυτρωτή Χριστό μας, μπορούμε να βιώσουμε. Κάνουμε μία κάποια προσέγγιση, αλλά ψυχρή και διανοητική, ως προσπάθεια περισσότερο και ως πόθο, ως αγώνα στεγνό και αφάνταστα κουραστικό, όπου φως και γλυκασμός μόλις διαφαίνεται στον ορίζοντα, αλλά συνέχεια μας διαφεύγει.

Χρειάζεται κάποια στιγμή ο άνθρωπος να «υποψιασθεί» τι σημαίνει «κοινωνία» και «αλληλοπεριχώρησι», διαρκής ψυχοσυναλλαγή, όπου πηγαίνει και έρχεται η καλοσύνη, η αυτοπροσφορά, οι σκέψεις, τα αισθήματα, τα βουλήματα, τα σχέδια, οι προβληματισμοί, οι στοχασμοί, οι πόθοι, μέσα σε κλίμα ευνοίας, εμπιστοσύνης, χαλαρότητος από άμυνες και καχυποψίες η από ανταγωνισμούς εγωϊστικούς, και όπου τα του άλλου έρχονται μέσα μας και τα εγκολπωνόμαστε βαθειά, όπου τα επιστρέφουμε συμπληρωμένα η βελτιωμένα, και ο άλλος επίσης τα υποδέχεται ευγνωμονικά και τα νιώθει ως συνθετικά κοινής πορείας προς την Αλήθεια και το Φως, προς την Αιώνια και Αΐδια Τριαδική Αρμονία και Πανσοφία και Τελειότητα.

Ωστόσο, για να πραγματωθεί αυτή η εξαιρετική και κυριολεκτικά «ονειρεμένη» κατάσταση, χρειάζεται πολλή συνειδητοποίηση, πολύς πόθος, κάποια τολμήματα και ανοίγματα εμπιστοσύνης, αυταπάρνηση και ταπεινωσύνη. Φυσικά, πάνω απ  ὅλα Χάρη Θεού, να νεύσει και να πνεύσει στις δεκτικές και καλοπροαίρετες και ευαίσθητες ψυχές.

Αλλά, και επαγρύπνηση χρειάζεται πολλή. Μοιάζει με φλόγα αναστάσιμης λαμπάδας αυτό το βίωμα της κοινωνίας. Ζητάει απόλυτη επαγρύπνηση, νήφουσα προσοχή και διαρκή αναθέρμανση και αναβάθμιση της εν Πνεύματι των ψυχών «αναστροφής». Επίσης, απαιτεί συγκέντρωση σε λίγα και συγκεκριμένα και σταθερά πρόσωπα. Όσο πληθαίνει ο αριθμός των «κοινωνούντων», τόσο ρηχαίνει και ξεθυμαίνει η ποιότητα της επικοινωνίας τους. Και τούτο, διότι απλώς μετά την πτώση είμαστε ανεπαρκείς σε διαθέσιμο χρόνο και ψυχικές δυνάμεις και πιστοποίηση εμπιστοσύνης, έναντι των άλλων ανθρώπων. Στο τελικό μέλλον, στη Βασιλεία Του, θα μπορούμε να επικοινωνούμε, έτσι καθαρά, ζωηρά, άμεσα, έντονα, βαθειά, με όλους! Τα αμέτρητα εκατομμύρια των συναγμένων ψυχών!

Αυτό το υπέροχο φαινόμενο της εν Θεώ των ψυχών «κοινωνίας» το συναντήσαμε στους πρώτους χριστιανούς. «Είχον άπαντα κοινά και την ψυχήν μίαν».(2) Δηλαδή, ως προς τα συμβατικά και υλικά, ήσαν τόσο ανώτεροι και ανέμελοι και τόσο μεταδοτικοί και ειρηνικώς μοιραζόμενοι, ως προς δε τις ψυχές και τα αισθήματα συνταυτισμένοι! Και «ήσαν ομοθυμαδόν» (Πραξ. β´ 46) με μια φορά της ψυχής και με πλούσια τα αισθήματα, προσανατολισμένα ολόκαρδα στην «κοινωνία», «εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας» (Πραξ. β´ 46), άδολοι, αγνοί, δοσμένοι σ  αὐτὸ το παραδεισιακό βίωμα της ειλικρινείας, της αθωότητος, της αυτοπροσφοράς.. «Ήσαν δε προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς (Πραξ. β´ 42). Προσκαρτερούντες σημαίνει: Με εγκαρτέρηση και επιμονή στέκω κάπου, αφοσιωμένα, και περιμένω διαρκώς κάτι (το όλο περισσότερο της «κοινωνίας» των ψυχών και της επευλογούσης Χάριτος). Και το σημείο προσανατολισμού ήταν α. η διδαχή των Αποστόλων, β. η κοινωνία των ψυχών, γ. η Θ. Λειτουργία, δ. οι προσευχές. Και παρατηρούμε: Πρώτιστο ήταν η διδαχή των Αποστόλων. Όχι ως κήρυγμα διανοητικό, γνωσιακό και στυφό, όπως ίσως πολλοί το ξέρουμε, αλλά μετάγγιση του βιώματος των από την «κοινωνίαν Χριστού». Στη συνέχεια -και …πριν τη Λειτουργία!- η «κοινωνία», η επαναύπαση των ψυχών.

Και «είχον χάριν προς όλον τον λαόν» (Πραξ. β´ 47). Όλοι ένιωθαν το απαύγασμα και την αύρα αυτής της αληθινής, γνήσια αθώας, ειλικρινούς και ουράνιας αγάπης των χριστιανών, και «μετελάμβαναν» αυτήν την γλυκύτητα και την παρηγορητικήν ελπίδα ότι δε χάλασε ο κόσμος, δε θα χαθεί, ότι υπάρχουν άνθρωποι αληθινοί και υπάρχει Θεός!.. Και εκτιμούσαν.

Ήσαν δε προσκαρτερούντες οι πιστοί σ  αὐτὸ το βίωμα. Δηλαδή, άγρυπνα το φύλαγαν, το απελάμβαναν, το καλλιεργούσαν, εμβάθυναν. Διότι, το  νιωθαν ότι είναι ευαίσθητο, είναι ουράνιο χάρισμα, σε κάθε δευτερόλεπτο μπορεί να τινάξει (απαλά και ανεπαίσθητα) τα φτερά του και να ανυψωθεί και να χαθεί στα ουράνια, απ  ὅπου κατήλθε.

Και βλέπουμε, δυστυχώς, που πολύ σύντομα, «πληθυνόντων των μαθητών» (Πραξ. στ´ 1), το χάσανε! Κι  άρχισαν οι ξεσυνέργιες και οι στενοχώριες, για το ποιές χήρες ποιανών είχαν καλύτερη περιποίηση στις φιλανθρωπικές διακονίες, για το αν φημίστηκε ο Βαρνάβας που πούλησε μεγάλο κτήμα η ο Ανανίας και η Σαπφείρα (Πραξ. δ´ 36-37 & ε´ 1).

Με αποτέλεσμα να το ζουν πλέον μόνο λίγοι, υπαρκτοί όμως (μολονότι αθόρυβοι), μέσα στους αιώνες. Σε μικρά κοινόβια, σε συνειδητοποιημένες και σφιχτά δεμένες εν Θεώ οικογένειες, σε διακριτική και εν φόβω Θεού οικειότητα πνευματικού πατέρα.

Σημειώσεις

1. Ρωμ. β´ 6-7. (…) ος αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού, τοις μεν καθ  υπομονήν έργου αγαθού δόξαν και τιμήν και αφθαρσίαν ζητούσι ζωήν αιώνιον.
Εφεσ. στ´ 24. Η χάρις μετά πάντων των αγαπώντων τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εν αφθαρσία. Αμήν.
Β´ Τιμ. α´ 10. Δια της επιφανείας του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, καταργήσαντος μεν τον θάνατον, φωτίσαντος δε ζωήν και αφθαρσίαν δια του ευαγγελίου.

2. Πραξ. δ´ 32. Του δε πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία, και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι, αλλ  ἦν αυτοίς άπαντα κοινά.

Πηγή: agiazoni.gr