Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Συζήτηση για το πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος

12 Δεκεμβρίου 2012

Συζήτηση για το πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος

socrates

Πλάτων

Συζητώντας με τον Θεαίτητο για την ουσία της γνώσης, ο Σωκράτης επεσήμανε ότι, εάν ίσχυε η θέση του Πρωταγόρα ότι «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», όλοι οι άνθρωποι θα ήταν το ίδιο σοφοί. Επίσης, γνώση και αίσθηση θα είχαν την ίδια διάρκεια. Και τα δύο αυτά επακόλουθα απορρίφθηκαν ως άτοπα, ωστόσο η παράθεση των αναμενόμενων επιχειρημάτων του Πρωταγόρα κατέστησε απαραίτητη την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος με τη συνδρομή του Θεόδωρου του Κυρηναίου, δασκάλου του Θεαίτητου.

ΣΩ. Ας πάρωμε λοιπόν πρώτα το ίδιο σημείο που εξετάζαμε και πριν και ας δούμε, αν ορθά φέρνομε δυσκολίες. Κατηγορούσαμε τη βασική του αρχή ότι έκανε τον καθένα αυτάρκη σε σοφία και ο Πρωταγόρας δέχτηκε πως μερικοί υπερέχουν ως προς το ανώτερο και χειρότερο, και πως αυτοί δεν είναι σοφοί. Όχι;

ΘΕΟ. Ναι.

ΣΩ. Αν συμφωνούσε ο ίδιος όντας εδώ παρών, και όχι εμείς οι υπερασπιστές του, δεν θα ήταν καθόλου ανάγκη να το εξετάσωμε πάλι για να το στερεώσωμε. Τώρα όμως ίσως να μας αρνιόταν κανείς το δικαίωμα να συμφωνούμε για δικό του λογαριασμό. Γι’ αυτό καλύτερο είναι με σαφέστερο τρόπο να καταλήξωμε σε συμφωνία για το πράγμα τούτο· γιατί δεν είναι μικρή η διαφορά, αν το πράγμα είναι έτσι η αλλιώς.

ΘΕΟ. Λες αλήθεια.

ΣΩ. Ας φτάσωμε λοιπόν σε τούτη τη συμφωνία όχι μέσον άλλων, αλλά από τη θέση εκείνου, όσο μπορούμε πιο σύντομα.

ΘΕΟ. Πως;

ΣΩ. Να έτσι· ο,τι φαίνεται στον καθένα σωστό αυτό, αν δεν γελιέμαι, ισχυρίζεται ότι και υπάρχει γι’ αυτόν τον άνθρωπο.

ΘΕΟ. Ναι, το ισχυρίζεται.

ΣΩ. Ε λοιπόν, Πρωταγόρα, κι εμείς ανθρώπου γνώμες εκφράζουμε, η καλύτερα όλων των ανθρώπων, όταν υποστηρίζωμε πως δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη νομίζη σε άλλα τον εαυτό του σοφώτερο από τους άλλους, και σε άλλα άλλους πιο σοφούς από κείνον. Και στους πιο μεγάλους κινδύνους, όταν δέρνη τους ανθρώπους τρικυμία, σε πολέμους η σε αρρώστιες, η σε θάλασσα, όλοι κοιτάζουν σα θεούς τους αρχηγούς στην κάθε περίσταση περιμένοντας απ’ αυτούς τη σωτηρία τους, ενώ δεν ξεχωρίζουν σε τίποτε άλλο παρά μόνο σε γνώση. Και σε όλες τις μορφές της ζωής υπάρχει πλήθος ανθρώπων που γυρεύουν και δασκάλους και άρχοντες για τον εαυτό τους και για όσα άλλα έχουν ζωή και για τις εργασίες τους, και άλλων πάλι ανθρώπων που, αντίθετα, φαντάζονται ότι είναι ικανοί να διδάσκουν, ικανοί και να άρχουν. Και σε όλα τούτα τι άλλο θα πούμε παρά ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι νομίζουν ότι έχουν μέσα τους και σοφία και αμάθεια;

ΘΕΟ. Τίποτε άλλο.

ΣΩ. Δε νομίζουν λοιπόν πως η σοφία είναι η αληθινή σκέψη και η αμάθεια η σφαλερή γνώμη;

ΘΕΟ. Γιατί όχι;

ΣΩ. Τι θα κάνωμε λοιπόν τότε, Πρωταγόρα, στη συζήτησή μας; Να δεχτούμε πως οι άνθρωποι έχουν πάντα σωστές γνώμες, η άλλοτε σωστές και άλλοτε εσφαλμένες; Γιατί κι από τις δύο απαντήσεις μας βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι δεν έχουν πάντα ορθές γνώμες, αλλά και ορθές και εσφαλμένες. Εξέτασε, αλήθεια, Θεόδωρε, αν θα ήθελε κανείς από τους οπαδούς του Πρωταγόρα η συ ο ίδιος να υποστηρίξης πέρα για πέρα πως κανείς δεν νομίζει άλλον, ότι και αμαθής είναι και εσφαλμένες γνώμες έχει.

ΘΕΟ. Δε θα ‘ταν πιστευτό, Σωκράτη.

ΣΩ. Και όμως σ’ αυτό το αναπόφευκτο συμπέρασμα φέρνει η αρχή, που λέγει τον άνθρωπο μέτρο όλων των πραγμάτων.

ΘΕΟ. Μα πως;

ΣΩ. Όταν συ κρίνης μέσα σου κάτι και διατυπώσης γνώμη γι’ αυτό, η είναι για σένα αληθινή αυτή σου η γνώμη, σύμφωνα με την αρχή του Πρωταγόρα, εμείς όμως οι άλλοι δεν έχομε το δικαίωμα να κρίνωμε την κρίση σου, η, αν έχωμε, κρίνομε ότι πάντα ορθή είναι η γνώμη που έχεις; Δεν αγωνίζονται, αντίθετα, μυριάδες κάθε φορά εναντίον σου με αντίθετη γνώμη, νομίζοντας ότι και η κρίση σου και οι πεποιθήσεις σου είναι εσφαλμένες;

ΘΕΟ. Ναι, μα τον Δία, Σωκράτη, πολλές μάλιστα μυριάδες, λέγει ο Όμηρος, που όσες δυσκολίες μπορούν, οι άνθρωποι, μου τις προξενούν.

ΣΩ. Τι λοιπόν; θέλεις να πούμε πως εσύ τότε για τον εαυτό σου έχεις σωστή γνώμη, για τις μυριάδες όμως τους άλλους εσφαλμένη;

ΘΕΟ. Κατά την αρχή του Πρωταγόρα φαίνεται να είναι αναγκαίο.

ΣΩ. Για τον ίδιο όμως τον Πρωταγόρα; Δεν είναι άραγε αναπόφευκτο, αν ούτε ο ίδιος πίστευε πως ο άνθρωπος είναι μέτρο, ούτε οι πολλοί ―όπως δα και δεν το πιστεύουν― να μην υπάρχη για κανέναν αυτή η αλήθεια που έγραψε στο βιβλίο του; Αν πάλι αυτός το πίστευε, το πλήθος όμως των ανθρώπων δεν τον ακολουθούσε σ’ αυτή του την πίστη, ξέρεις ότι όσο περισσότεροι είναι εκείνοι που δεν έχουν αυτή τη γνώμη από εκείνους που την έχουν, τόσο περισσότερο δεν υπάρχει παρά υπάρχει;

ΘΕΟ. Αναγκαίο, αν βέβαια η ύπαρξη η η ανυπαρξία της εξαρτάται από τη γνώμη του καθενός.

ΣΩ. Είναι ακόμη και τούτο δα το πολύ κομψό. Η αντίθεση προς τη δική του πεποίθηση εκείνων που νομίζουν ότι εκείνος πλανιέται, παραδέχεται ο Πρωταγόρας ασφαλώς ότι είναι αληθινή, αφού ομολογεί ότι όλοι οι άνθρωποι εκφράζουν με τις γνώμες τους τα όντα.

ΘΕΟ. Βεβαιότατα.

ΣΩ. Δεν παραδέχεται τότε ότι η δική του είναι εσφαλμένη, μια που δέχεται σωστή τη γνώμη εκείνων που λέγουν ότι αυτός πλανιέται;

ΘΕΟ. Αναγκαίο.

ΣΩ. Οι άλλοι όμως δεν δέχονται ότι έχουν εσφαλμένες γνώμες.

ΘΕΟ. Δεν δέχονται, όχι.

ΣΩ. Εκείνος πάλι, σύμφωνα με όσα έγραψε, ομολογεί πως και αυτή τους η γνώμη είναι σωστή.

ΘΕΟ. Είναι φανερό.

ΣΩ. Όλοι λοιπόν αρχίζοντας από τον Πρωταγόρα θα αμφισβητήσουν, εκείνος μάλιστα και θα ομολογήση, τη στιγμή που δέχεται ότι όποιος υποστηρίζει τα αντίθετα από εκείνον έχει ορθή γνώμη και θα παραδεχτή τότε και ο ίδιος ο Πρωταγόρας, ότι ούτε ο σκύλος ούτε ο πρώτος τυχών άνθρωπος είναι μέτρο για κανένα πράγμα πριν το μάθη. Δεν είναι έτσι;

ΘΕΟ. Έτσι.

ΣΩ. Μια λοιπόν που όλοι την αμφισβητούν, η Αλήθεια του Πρωταγόρα δε θα ήταν αληθινή για κανέναν, ούτε για άλλον ούτε για κείνον τον ίδιο.

ΘΕΟ. Πολύ κατατρέχομε, Σωκράτη, το φίλο μου.

ΣΩ. Μα, φίλε μου, δεν είναι δα φανερό αν δεν παρατρέχωμε και το σωστό. Είναι και φυσικό εκείνος, όντας πρεσβύτερος, να είναι και σοφώτερός μας. Και αν τούτη τη στιγμή αναπηδούσεν εδώ από τη γη ως το λαιμό, θα έλεγχε εμένα για πολλές μου ανοησίες πιθανόν, και σένα γιατί τις δέχεσαι και θα χωνόταν πίσω στη γη γρήγορα γρήγορα. Είναι όμως σε μας αναγκαίο, φαντάζομαι, να χρησιμοποιούμε τον εαυτό μας τέτοιον που είναι, και όσα μας φαίνονται σωστά, αυτά πάντα να λέμε. Να και τώρα δε θα πούμε ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος δέχεται ότι και σοφώτερος είναι ένας από τον άλλον και αμαθέστερος;

ΘΕΟ. Εγώ ναι το νομίζω.

ΣΩ. Δε θα δεχτούμε ακόμη ότι η θέση του Πρωταγόρα στέκεται πολύ καλά όπως την παρουσιάσαμε, όταν τον βοηθούσαμε, ότι τις περισσότερες φορές όπως φαίνονται έτσι και είναι για τον καθένα θερμά, ξερά, γλυκά, όλα όσα ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία; Αν όμως σε μερικές περιπτώσεις θα γινόταν δεκτό ότι ένας ξεχωρίζει από τον άλλο, δε θα δεχόταν πρόθυμα κανείς ότι στα ζητήματα της υγείας και της αρρώστιας κάθε γυναικούλα και παιδί και ζώο δεν είναι δυνατόν να γιατρευτή μόνο του ξέροντας ποιό του φέρνει υγεία, αλλά, αν κάπου, σε τούτο τουλάχιστο το ζήτημα ξεχωρίζει ένας από τον άλλον;

ΘΕΟ. Εγώ έτσι νομίζω.

Πρωτότυπο Κείμενο

ΣΩ. Τούδε τοίνυν πρώτον πάλιν αντιλαβώμεθα ούπερ το πρότερον, και ίδωμεν ορθώς η ουκ ορθώς εδυσχεραίνομεν επιτιμώντες τω λόγω ότι αυτάρκη έκαστον εις φρόνησιν εποίει, και ημίν συνεχώρησεν ο Πρωταγόρας περί τε του αμείνονος και χείρονος διαφέρειν τινάς, ους δη και είναι σοφούς. ουχί;

ΘΕΟ. Ναι.

ΣΩ. Ει μεν τοίνυν αυτός παρών ωμολόγει αλλά μη ημείς [169e] βοηθούντες υπέρ αυτού συνεχωρήσαμεν, ουδέν αν πάλιν έδει επαναλαβόντας βεβαιούσθαι• νυν δε τάχ’ αν τις ημάς ακύρους τιθείη της υπέρ εκείνου ομολογίας. διο καλλιόνως έχει σαφέστερον περί τούτου αυτού διομολογήσασθαι• ου γαρ τι σμικρόν παραλλάττει ούτως έχον η άλλως.

ΘΕΟ. Λέγεις αληθή.

ΣΩ. Μη τοίνυν δι’ άλλων αλλ’ εκ του εκείνου λόγου ως [170a] δια βραχυτάτων λάβωμεν την ομολογίαν.

ΘΕΟ. Πως;

ΣΩ. Ουτωσί• το δοκούν εκάστω τούτο και είναί φησί που ω δοκεί;

ΘΕΟ. Φησί γαρ ουν.

ΣΩ. Ουκούν, ω Πρωταγόρα, και ημείς ανθρώπου, μάλλον δε πάντων ανθρώπων δόξας λέγομεν, και φαμέν ουδένα όντινα ου τα μεν αυτόν ηγείσθαι των άλλων σοφώτερον, τα δε άλλους εαυτού, και εν γε τοις μεγίστοις κινδύνοις, όταν εν στρατείαις η νόσοις η εν θαλάττη χειμάζωνται, ώσπερ προς θεούς έχειν τους εν εκάστοις άρχοντας, σωτήρας σφων [170b] προσδοκώντας, ουκ άλλω τω διαφέροντας η τω ειδέναι• και πάντα που μεστά τανθρώπινα ζητούντων διδασκάλους τε και άρχοντας εαυτών τε και των άλλων ζώων των τε εργασιών, οιομένων τε αυ ικανών μεν διδάσκειν, ικανών δε άρχειν είναι. και εν τούτοις άπασι τι άλλο φήσομεν η αυτούς τους ανθρώπους ηγείσθαι σοφίαν και αμαθίαν είναι παρά σφίσιν;

ΘΕΟ. Ουδέν άλλο.

ΣΩ. Ουκούν την μεν σοφίαν αληθή διάνοιαν ηγούνται, την δε αμαθίαν ψευδή δόξαν;

[170c] ΘΕΟ. Τι μην;

ΣΩ. Τι ουν, ω Πρωταγόρα, χρησόμεθα τω λόγω; πότε ρον αληθή φώμεν αεί τους ανθρώπους δοξάζειν, η τοτέ μεν αληθή, τοτέ δε ψευδή; εξ αμφοτέρων γαρ που συμβαίνει μη αεί αληθή αλλ’ αμφότερα αυτούς δοξάζειν. σκόπει γαρ, ω Θεόδωρε, ει εθέλοι αν τις των αμφί Πρωταγόραν η συ αυτός διαμάχεσθαι ως ουδείς ηγείται έτερος έτερον αμαθή τε είναι και ψευδή δοξάζειν.

ΘΕΟ. Αλλ’ άπιστον, ω Σώκρατες.

[170d] ΣΩ. Και μην εις τούτό γε ανάγκης ο λόγος ήκει ο πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπον λέγων.

ΘΕΟ. Πως δη;

ΣΩ. Όταν συ κρίνας τι παρά σαυτώ προς με αποφαίνη περί τινος δόξαν, σοι μεν δη τούτο κατά τον εκείνου λόγον αληθές έστω, ημίν δε δη τοις άλλοις περί της σης κρίσεως πότερον ουκ έστιν κριταίς γενέσθαι, η αεί σε κρίνομεν αληθή δοξάζειν; η μυρίοι εκάστοτέ σοι μάχονται αντιδοξάζοντες, ηγούμενοι ψευδή κρίνειν τε και οίεσθαι;

[170e] ΘΕΟ. Νη τον Δία, ω Σώκρατες, μάλα μυρίοι δήτα, φησίν Όμηρος, οι γε μοι τα εξ ανθρώπων πράγματα παρέχουσιν.

ΣΩ. Τι ουν; βούλει λέγωμεν ως συ τότε σαυτώ μεν αληθή δοξάζεις, τοις δε μυρίοις ψευδή;

ΘΕΟ. Έοικεν εκ γε του λόγου ανάγκη είναι.

ΣΩ. Τι δε αυτώ Πρωταγόρα; άρ’ ουχί ανάγκη, ει μεν μηδέ αυτός ώετο μέτρον είναι άνθρωπον μηδέ οι πολλοί, ώσπερ ουδέ οίονται, μηδενί δη είναι ταύτην την αλήθειαν [171a] ην εκείνος έγραψεν; ει δε αυτός μεν ώετο, το δε πλήθος μη συνοίεται, οίσθ’ ότι πρώτον μεν όσω πλείους οις μη δοκεί η οις δοκεί, τοσούτω μάλλον ουκ έστιν η έστιν.

ΘΕΟ. Ανάγκη, είπερ γε καθ’ εκάστην δόξαν έσται και ουκ έσται.

ΣΩ. Έπειτά γε τούτ’ έχει κομψότατον• εκείνος μεν περί της αυτού οιήσεως την των αντιδοξαζόντων οίησιν, η εκείνον ηγούνται ψεύδεσθαι, συγχωρεί που αληθή είναι ομολογών τα όντα δοξάζειν άπαντας.

ΘΕΟ. Πάνυ μεν ουν.

[171b] ΣΩ. Ουκούν την αυτού αν ψευδή συγχωροί, ει την των ηγουμένων αυτόν ψεύδεσθαι ομολογεί αληθή είναι;

ΘΕΟ. Ανάγκη.

ΣΩ. Οι δε γ’ άλλοι ου συγχωρούσιν εαυτοίς ψεύδεσθαι;

ΘΕΟ. Ου γαρ ουν.

ΣΩ. Ο δε γ’ αυ ομολογεί και ταύτην αληθή την δόξαν εξ ων γέγραφεν.

ΘΕΟ. Φαίνεται.

ΣΩ. Εξ απάντων άρα από Πρωταγόρου αρξαμένων αμφισβητήσεται, μάλλον δε υπό γε εκείνου ομολογήσεται, όταν τω ταναντία λέγοντι συγχωρή αληθή αυτόν δοξάζειν, [171c] τότε και ο Πρωταγόρας αυτός συγχωρήσεται μήτε κύνα μήτε τον επιτυχόντα άνθρωπον μέτρον είναι μηδέ περί ενός ου αν μη μάθη. ουχ ούτως;

ΘΕΟ. Ούτως.

ΣΩ. Ουκούν επειδή αμφισβητείται υπό πάντων, ουδενί αν είη η Πρωταγόρου Αλήθεια αληθής, ούτε τινί άλλω ούτ’ αυτώ εκείνω.

ΘΕΟ. Άγαν, ω Σώκρατες, τον εταίρόν μου καταθέομεν.

ΣΩ. Αλλά τοι, ω φίλε, άδηλον ει και παραθέομεν το ορθόν. εικός γε άρα εκείνον πρεσβύτερον όντα σοφώτερον [171d] ημών είναι• και ει αυτίκα εντεύθεν ανακύψειε μέχρι του αυχένος, πολλά αν εμέ τε ελέγξας ληρούντα, ως το εικός, και σε ομολογούντα, καταδύς αν οίχοιτο αποτρέχων. αλλ’ ημίν ανάγκη οίμαι χρήσθαι ημίν αυτοίς οποίοί τινές εσμεν, και τα δοκούντα αεί ταύτα λέγειν. και δήτα και νυν άλλο τι φώμεν ομολογείν αν τούτό γε οντινούν, το είναι σοφώτερον έτερον ετέρου, είναι δε και αμαθέστερον;

ΘΕΟ. Εμοί γουν δοκεί.

ΣΩ. Η και ταύτη αν μάλιστα ίστασθαι τον λόγον, η [171e] ημείς υπεγράψαμεν βοηθούντες Πρωταγόρα, ως τα μεν πολλά η δοκεί, ταύτη και έστιν εκάστω, θερμά, ξηρά, γλυκέα, πάντα όσα του τύπου τούτου• ει δε που εν τισι συγχωρήσεται διαφέρειν άλλον άλλου, περί τα υγιεινά και νοσώδη εθελήσαι αν φάναι μη παν γύναιον και παιδίον, και θηρίον δε, ικανόν είναι ιάσθαι αυτό γιγνώσκον εαυτώ το
υγιεινόν, αλλά ενταύθα δη άλλον άλλου διαφέρειν, είπερ που;

ΘΕΟ. Έμοιγε δοκεί ούτως.