Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Το άσμα της Χρηστινούς: κυπριακό ακριτικό τραγούδι

1 Ιανουαρίου 2013

Το άσμα της Χρηστινούς: κυπριακό ακριτικό τραγούδι

94 (575x640)Η όμορφη Χρηστινού ήταν αρραβωνιασμένη με τον Κωνσταντά τον λεβεντονιό και, παρόλο που καυχιέται πως δεν φοβάται τον θάνατο, αρρωσταίνει ξαφνικά και πεθαίνει, αφήνοντας τελευταία παραγγελιά στη μάνα της να του δώσει πίσω τον αρραβώνα και με τρόπο να του αναγγείλει τον θανατό της, χωρίς να του ταράξει την καρδιά με το ξαφνικό μαντάτο. Απάνω στην ώρα νά σου και φτάνει ο Κωνσταντάς. Ανήσυχος, ρωτάει την πεθερά του πού είναι η αγαπημένη του. Τότε μαθαίνει την κακή είδηση. Τρέχει στην εκκλησία, όπου βλέπει πεθαμένη τη Χρηστινού. Αφού γονατίζει και τη φιλεί, παίρνει τη σκληρή απόφαση να την ακολουθήσει στον τάφο και αυτοκτονεί με το χρυσό του μαχαίρι, αφού πρώτα τις τελευταίες του παραγγελίες αφήνει στους συγγενείς των. Έτσι οι δύο νέοι θάβονται μαζί, αχώριστοι στο θάνατο καθώς ήταν αχώριστοι και στη ζωή. Όπως το βλέπουμε και σε άλλα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, σε παρόμοιες περιγραφές, έτσι και στο «Άσμα της Χρηστινούς», στο τέλος της τραγικής σκηνής και μετά το θάψιμο των δύο αγαπημένων, βλασταίνει πάνω από τον τάφο τους μια λεμονιά κ’ ένα κυπαρίσσι που, με το φύσημα του αέρα, φιλιούνται όπως όταν οι δύο ερωτευμένοι ζούσαν ευτυχισμένοι πάνω στη γη.

Άσμα της Χρηστινούς

Μια Χρηστινού φουμίστηκε* τον Χάρον εν φοάται
γιατ’ εν τα σπίτια της ψηλά κι άντρας της παλληκάρι,
και κειά εις τα μεσάνυχτα ο Χάρος της εγγίζει,
σηκόννεται που το πωρνόν, κάτι ψηλά κογγίζει:*
«Μάνα, την κεφαλλούλαν μου· μάνα, την κεφαλήν μου.»
«Και με καλόν σου, Χρηστινού, να καιφαλοπονήσεις,
την κεφαλήν σου την χρουσήν μαντήλιν να την δήσης.»
«Μάνα, κι αν έρτη ο Κωνσταντάς δος του την αρραώνα·
μεν του την δώσης γλήορα κι αρπάξης την καργιάν του.»
Και νά σου και τον Κωνσταντάν κ’ ερκεται κααλλάρης,
κρατεί τον όφιν που το φτιν,* τον δράκον που τα νύχια.
«Και γειά σου, γειά σου, πεθθερά, και πού ‘ν’ η Χρηστινού μου,
η Χρηστινού τα μμάδκια μου, το φως των αμμαδκιών μου,
να την φιλήσω μιαν και δυο να σβήση το λαμπρόν μου;»
«Και πέζα πέζα,* Κωνσταντά, κι άλλον τσιμπίν* ιφτάννει.
Τώρα ΄πλυνα, τώρα ΄λούσα, τώρα ΄σκαμμάτισά* την,
στην εκκλησιάν την έπεψα με τες γειτόνισσές της.»
Χτυπά σκαλιάν του μαύρου του, στην εκκλησιάν και πάει,
κι από μακριά τες χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
«Τίνος εν τούν΄το θαφειόν*, τίνος εν τούτ΄η λύπη,
τίνος εν τουν* το λείψανον που ξέβην που το σπίτι;»
Όσοι τον ααπούσασιν είπαν του ένι ξένον,
όσοι τον εμισούσασιν είπαν του «εν δικόν σου».
Γονάτισε κ’ εφίλησε δυο μμάδια καμμυμένα,*
γονάτισε κ’ εφίλησε δυο χείλη κουρελλένα,*
γονάτισε κ’ εφίλησε δυο χέρκα κουλλουρένα.*
Επολοήθην κ’ είπεν τους και λέει και λαλεί τους:
«Κάμετε τόπον, άρκοντες, και τόπον οι παπάες,
και χωρισιάν, διακόπουλα, να σκύψω που εν η κόρη.»
Τανά* εις την κοξούλλαν του βρίσκ΄ αρκυρόν θηκάριν
και μέσ’ τ’ αρκυροθήκαρον βρίσκει γρουσόν μαχαίριν.
Στον ουρανόν το έσυρεν, στο χέριν του το δέχτη,
και πάλε ξανασύρνει το, εις το φλαγκίν* του μπήχτη.
Και τουν τον λόον είπεν τους και λέει και λαλεί τους:
«Σγιόν* κείνης κλάει μάνα της ας κλαίη κ΄η δική μου,
σγιόν κείνης κλαίν τ’ αέρφια της ας κλαίν και τα δικά μου,
ας κάμνουν τα μνημόσυνα κ’ οι δυο συμπεθθεράδες,
ας τρων κι ας μακαρίζουσι για μένα και για κείνην.»
Επιάσασι κ’ εθάψαν τους τους δυο σ’ ένα κιούριν,*
βλαστά της κόρης λεμονιά, του παίδιου κυπαρίσσιν,
και κάθ΄Αγίαν Κερκακήν κι Ανάστασιν ημέραν
εσκύβαν κι εφιλούσασιν σαν ήτουν μαθημένα.
Δυο λυερές ερέσσασι* και πάσιν να γεμώσουν,
από τον τάφον ρέσσουσιν που θάφτηκεν η κόρη,
είδασι κ’ επιστέψασι μιαν τοιαύτην χάριν.
Εδίκλησαν* εις τον Θεόν και τουν τον λόον είπαν:
«Δόξαν να ΄χης, γλυκέ Θεέ, πού ‘σαι στα ψηλωμένα,
όπου γιγνώσκεις τα κρυφά και τα φανερωμένα·
όπως τα κάμναν ζωντανά, κάμνουν τα ποθαμμένα.»
Ο Άδης πολοήθηκε, τούτον τον λόον λέει:
«Περάστε, κόρες λυερές, άμετε στην δουλειάν σας,
κι εμείς ψυχήν εν που ΄χαμεν σαν και την αφεντιάν σας.»
Κείνους πρέπει μακάριση κ’ εμέναν τ’ ως πολλά τε,
κι αν έχετε γλυκύν κρασίν πρέπει να μας κερνάτε.

Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου

φουμίστηκε = καυχήθηκε, κογγίζει = βογκάει, φτιν = αυτί, πέζα= πέζεψε, κι άλλον τσιμπίν = λίγη ώρα ακόμη, σκαμμάτισα = ξέβγαλα, θαφειόν = κηδεία, τουν*= τούτον, καμμυμένα = κλεισμένα, κουρελλένα = κοραλλένια, κουλλουρένα = αφράτα σαν κουλούρια, τανά*= απλώνει το χέρι, φλαγκίν = συκώτι, σγιόν = όπως, κιούριν = κιβούρι ή μνήμα, ερέσσασι = περνούσαν, εδίκλησαν = έστρεψαν το βλέμμα.
93 (392x640)

Πηγή:noctoc-noctoc.blogspot.gr