Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΣυναξαριακές Μορφές

Μαρτύριον Αγίου Αντωνίου Αθηναίου

22 Φεβρουαρίου 2013

Μαρτύριον Αγίου Αντωνίου Αθηναίου

Agios Neomartys Antonios o Athinaios 654

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ

ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ

 

Ούτος ο νεοφανής Μάρτυς του Χριστού, ήτον από τας περιφήμους Αθήνας, οι δε γονείς αυτού, ήσαν πάμπτωχοι,και αφανείς, ονομαζόμενοι, Μήτρος και Καλομοίρα· ανατραφείς δε υπ’ αυτών θεοσεβώς,και τα ιερά γράμματα μαθών, όταν έγινε δώδεκα χρόνων, μην υποφέροντας να βλέπη εις πολλήν πτωχείαν τους γονείς του, επειδή άλλην καμμίαν τέχνην δεν έτυχε διά να μάθη, παρέδωκε τον εαυτόν του να δουλεύη με μισθόν, εις κάποιους Αρβανίτας Τούρκους, όπου έτυχαν τότε εις τας Αθήνας, και από τον μισθόν αυτόν, εβοήθει και τους γονείς του. Όταν δε εγινε χρόνων δεκαέξ, ήλθεν η Ρωσσική αρμάδα εις τον Μωρέα, κατά το,αψο’ (1770) έτος, και επειδή οι αυθένται του, επήγαν διά να κουρσεύσουν, και να σκλαβώσουν τους εν τω Μωρέα Χριστιανούς, τους ηκολούθησε και ο Αντώνιος. Εκεί δε πηγαίνοντας, επωλήθη ως σκλάβος από τους αυθέντας του Αλβανίτας εις κάποιους Αγαρηνούς εμίρηδες, οι οποίοι αφ’ ου τον ηγόρασαν, τον ετιμώρησαν με διάφορα είδη βασάνων, διά να τον τουρκίσουν, αλλά δεν εδυνήθησαν· όθεν τον επήραν μαζί των εις το στράτευμα το Τούρκικον, όπου ευρίσκετο τότε εις τον Δούναβιν ποταμόν, και εκεί, επωλήθη ο ευλογημένος πέντε φοραίς από αυθέντας σκληροτέρους, εις σκληροτέρους άλλους μεταπωλούμενος, και μεταγοραζόμενος, οίτινες όλοι ο καθ’ ένας, εδοκίμασαν να γυρίσουν τον Άγιον εις την θρησκείαν τους, πότε με κολακείας, και ταξίματα, πότε με φοβέραις, και πότε με διαφόρους παιδείας· αλλ’ εις μάτην εκοπίασαν· επειδή ο γενναίος Αντώνιος ήταν καλά στερεωμένος εις την ευσέβειαν. Εις όλον δε το ύστερον, επωλήθη εις έναν Ορθόδοξον Χριστιανόν καζάζην[1] την τέχνην διά γρόσια τετρακόσια, με τον οποίον μαζί επήγεν εις Κωνσταντινούπολιν όπου είχε οίκον, γυναίκα, και εργαστήριον, και εκεί όντας, επήγεν ο Άγιος εις πνευματικόν πατέρα και εξωμολογήθη τας αμαρτίας του, και με κατάνυξιν και συντριβήν καρδίας, εμετάλαβε τα άχραντα μυστήρια εις τον Άγιον Νικόλαον εις το Τζουμπιαλί, και από τότε υπηρέτει προθύμως είε τον αυθέντην του, ωυ ευχάριστος δούλος. Εν μια δε των ημερών βλέπει ένα όνειρον ο Άγιος όπου τον εδυνάμωνεν εις το Μαρτύριον, ήγουν του ςφάνη μία γυναίκα ωραία είς το είδος, ητις υπέσχετο είς αυτόν, ότι θέλει του δώσει βοήθειαν, και δύναμιν εις κάθε κίνδυνον· και του έλεγε να μη φοβήται, αλλά να στέκη ανδρείος· και ταύτα ειπούσα τον εσκέπασε με το φόρεμά της· εξυπνήσας δε ο Αντώνιος, εδιηγήθη το όραμα είς την κυράν του, και εσυμπέρανεν εκ τούτου, ότι έχει να μαρτυρήση διά τον Χρίστον· η δε, του έλεγε, να μη φοβήται από ονείρατα· όταν λοιπόν εξημέρωσεν, επήγεν εις το εργαστήριον του αυθέντου του, κατά την συνήθειαν· και εκεί οπού εκάθητο, έτυχε να περάση ο ύστερος αυθέντης του Αγαρηνός (οστίς ήτον χιλίαρχος και τζορμπατζής) και τον εγνώρισε, και παρευθύς άρχισε να φωνάζη διά τον Άγιον, πως έφυγεν από αυτόν παρά γνώμην του·και πως ήταν Τούρκος πρότερον και τώρα έγινε πάλιν Χριστιανός· και παρευθύς,έφερεν είς τούτο και πολλούς μάρτυρας· όθεν ορμήσαντες κατ’ επάνω του,και κτυπώντες αυτόν ανηλεώς, τον επήγαν εις τον τότε καζασκιέρην[2] της Ρούμελης, Μουράτ Μουλάν, καταμαρτυρούντες δι’ αυτόν, ότι αληθώς ετούρκισεν.

Ο δε κριτής ερώτησε τον Άγιον, αν είναι αληθή τα κατ’ αυτού λεγόμενα· τότε ο του Χριστού Μάρτυς,χωρίς τελείως να δειλιάση, με θάρρος απεκρίθη, ότι εγεννήθη από Χριστιανούς γονείς, και είναι Χριστιανός, και ότι δεν αρνήθη τον Χριστόν, αλλά μάλιστα είναι έτοιμος να λάβη, αν ήναι δυνατόν, μυρίους θανάτους διά τον Χριστόν· ταύτα ακούσας ο κριτής, άρχισε πρώτον να τον δοκιμάζη με ταξίματα, λέγοντάς του, ότι αν δεχθή τον τουρκισμόν, έχη να αποκτήση πλούτον, και τιμάς παρά του βασιλέως.Επειδή δε έβλεπε τον Άγιον, ότι ταύτα πάντα καταγελά, και περιπαίζει, ως ονείρατα,άρχισεν να τον φοβερίζη με άγριον βλέμμα, λέγοντάς του, ότι θέλει να του δώσει βάσανα ανυπόφορα, και ελεεινότατον θάνατον· ο δε Μάρτυς, μη νομίζης, έλεγεν, ω κριτά, ότι θέλεις με μεταστρέψει από την πίστιν του Χριστού με τα τοιαύτά σου φοβερίσματα· διά τούτο βασάνιζε, μάστιζε, και κατάκοπτε το σώμά μου, και επινόησον και κανένα άλλον καινούριον, και οδυνώτατον θάνατον διά λόγου μου, επειδή καλλίτερα εσύ ημπορείς να γένης Χριστιανός, παρά εγώ να αρνηθώ τον Χριστόν, και να μη ομολογώ τούτον υιόν Θεού και αληθινόν Θεόν.

Ταύτα ο κριτής ακούων, και θαυμάζων την παρρησίαν του Αγίου, αντί να θυμωθή κατ’ αυτού, εθυμώθη κατά των ψευδομαρτύρων Αγαρηνών, ονομάζόντας αυτούς πονηρούς και ψεύστας, ότι βιάζουσι τους ανθρώπους να τουρκίζουν, με διαβολάς, και ψεύδη· επειδή δε εκείνοι εστέκοντο καταμαρτυρούντες, και φωνάζοντες να θανατώση τον Μάρτυρα· ο κριτής χωρίσας τον Άγιον από τους άλλους, του λέγει κατά μόνας· λυπήσου, ω νέε, την νεότητά σου, και κατά μεν το παρόν, αρνήσου την πίστιν σου, και ύστερα όπου θέλεις πήγαινε, και έχε πάλιν την πίστιν σου· ο δε Μάρτυς του Χριστού, φοβούμενος τον λόγον του Κυρίου, οπού είπεν, ότι όποιος με αρνηθή έμπροσθεν των ανθρώπων, θέλω τον αρνηθή και εγώ ενώπιον του πατρός μου του εν ουρανοίς· ουδέ με λόγον μόνον ψιλόν έστερξε να αρνηθή τον Χριστόν, αλλ’ εφώναξεν, ότι είναι Χριστιανός, και προτιμά να αποθάνη διά τον Χριστόν. Τέλος πάντων, βλέποντας ο κριτής ότι ούτε τους ψευδομάρτυρας εκείνους δύναται να ξεφορτωθή, ούτε τον Μάρτυρα να μεταβάλη από την πίστιν του Χριστού, θέλοντας και μη θέλοντας έδωκε την κατά του Αγίου έγγραφον απόφασιν,την οποίαν έστειλε κρυφίως εις τον τότε βεζύρην Μεχμέτ Μελέκ πασσιάν με άνθρωπον πιστόν εδικόν του, φανερώνοντάς του πως η τοιαύτη απόφασις είναι άδικος, και πως αυτός αναγκαζόμενος την έδωκεν· ο δε βεζύρης παραστήσας έμπροσθέν του τον Μάρτυρα, και τα αυτά ερωτήσας, και παρακινήσας αυτόν εις το να τουρκίση, πότε με υποσχέσεις, και πότε με απειλάς και φοβέρας, και ακούσας από αυτόν, εκείνα οπού ο μουλάς πρότερον ήκουσεν, εκατάλαβεν εκ τούτων, ότι όλα εκείνα όσα οι κατήγοροί του έλεγον, και εμαρτύρουν, ήσαν ψευδή, και διαβολαί, και έκρινε μεν δίκαιον, να ελευθερώση τον δίκαιον, φοβούμενος όμως την βαρβαρότητα και ορμήν του πλήθους των Αγαρηνών, οι οποίοι άνω και κάτω ημπορούν να κάμουν τα πράγματα, διά την δεισιδαιμονίαν της θρησκείας των, διά ταύτα λέγω έβαλε τον Άγιον εις του μουχζουραγά την φυλακήν, κατά μεν το φαινόμενον, διά να τον εξετάση και δεύτερον, τη δε αληθεία διά να τον ελευθερώση από τον κίνδυνον. Ο δε Μάρτυς ευρισκόμενος εις την φυλακήν έχαιρεν υπερβολικώς και ευθύμει, και τους Χριστιανούς οπού έτυχον δι’ άλλας αιτίας να ήναι τότε μαζή εις την φυλακήν, εδίδασκε να έχουσιν υπομονήν εις τας θλίψεις και πειρασμούς, και διά την ευσέβειαν και τον Χριστόν, να προτιμούν θάνατον· έδιδε δε ο Χριστομίμητος και εις τους πτωχούς φυλακωμένους Χριστιανούς παράδες, από εκείνους τους ολίγους οπού είχεν· εις δε τον αυθέντην του τον Χριστιανόν, έστειλε γράμμα εις το οποίον πρώτον μεν εζήτει από όλους τους Χριστιανούς συγχώρησιν, και τας ευχάς των ιερέων, διά να τον ενδυναμώσουν εις το Μαρτύριον, δεύτερον δε ευχαρίστει τον αυθέντην του, διά τι εκείνος μεν έδωκε τόσα άσπρα, και τον εξηγόρασεν από τους βαρβάρους, αυτός όμως δεν τον υπηρέτησεν, ουδέ εδυνήθη να του κάμη καμμίαν αμοιβήν,της τοιαύτης χάριτος, και ευεργεσίας· τρίτον, επαρηγόρει αυτόν να έχη θάρρος,ότι δεν θέλει αρνηθή την ευσέβειαν, και ότι αφ’ ου διά τον Χριστόν αποθάνη παρακαλεί να του κάμουν τα συνήθη εις τους κοιμηθέντας μνημόσυνα, και ότι να μηνύση εις τους γονείς του το μακάριον τέλος οπού έλαβεν ο υιός των, διά να παρηγορηθούν.

 

Ο μέν ουν Μάρτυς τόσην χαράν ειχε διά να αποθάνη υπέρ της ευσεβείας, οι δε κατήγοροι εκείνοι, και ψευδομάρτυρες, επήγαιναν συχνάκις εις τον βεζύρην, ζητούντες διά να θανατώση τον Άγιον· έπειτα βλέποντες πως αυτός κλίνει εις την φιλανθρωπίαν και μόνον δίδει αναβολήν καιρού εις το πράγμα, εθυμώθησαν, και δίδουν αναφοράν εις τον βασιλέα σουλτάν Απδούλ Χαμίδ, κατηγορούντες μεν τον Μάρτυρα, ότι αρνήθη την πίστιν του, κατηγορούντες δε και αυτόν τον βεζύρην, ότι έφαγεν άσπρα, και θέλει να τον ελευθερώση· ο δε βασιλεύς φοβηθείς την ταραχήν του πλήθους, και ομού στοχαζόμενος τα πολιτικά πράγματα της βασιλείας του, πως ήσαν αδύνατα, αστερέωτα, και γεμάτα από υποψίας διά τον ρωσσικόν πόλεμον, οπού τότε ηκολούθησεν, έδωκεν απόφασιν κατά του Μάρτυρος, ή Τούρκος να γένη, ή, να θανατωθή· ο βεζύρης λοιπόν θέλοντας, και μη θέλοντας, εκβάλλει τον Άγιον από την φυλακήν, και τον ερωτά με στερνήν ερώτησιν,ή να αποδεχθή τον Μωάμεθ ως προφήτην Θεού, ή να ακολουθήση τον δήμιον και να αποκεφαλισθή·τότε ο του Χριστού αληθής Μάρτυς Αντώνιος, ευφρανθείς εις το πράγμα, καθώς χαίρουσιν οι ευρίσκοντες θησαυρόν, εδέθη οπίσω τας χείρας, και με χαροποιόν πρόσωπον, έτρεχεν εις τον θάνατον, ωσάν εις πανήγυριν, και πηγαίνοντας εις το Άκ σαράϊ, κλίνει την κεφαλήν, και ειπών, Κύριε εις τας χείράς σου παρατίθημι το πνεύμα μου, αποκεφαλίζεται, τρεις φοραίς του τζελάτου κτυπήσαντος με το σπαθί τον ιερόν αυτού τράχηλον, ίνα μη υποφέροντας τον πόνον προδώση την ευσέβειαν·βλέποντας δε ότι ματαίως κοπιάζει, έσφαξεν αυτόν ο αλιτήριος ωσάν πρόβατον, και ούτως ο αοίδιμος, τον του Μαρτυρίου έλαβε Στέφανον· οι δε Χριστιανοί της Βλάγκας, ηγόρασαν το λείψανον αυτού, διά εβδομήκοντα γρόσια, και παίρνοντες αυτό με μεγάλην προπομπήν, και παρρησίαν, και άσματα επινίκια, επήγαν έξω εις την Ζωοδόχον Πηγήν, και το ενταφίασαν· ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν της βασιλείας των ουρανών. Αμήν.

 

ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ

 

Μαρτυρήσαντος εν Κωνσταντινουπόλει

Τη ε΄του μηνός Φεβρουαρίου ημέρα Τετάρτη

Έτους,αψοδ΄ (1774)