Λαογραφία & Μουσεία

Τα τσαρούχια

28 Μαρτίου 2020

Τα τσαρούχια


Στο Χωρίο μας το Νεοχώρι Χαλκιδικής, όταν αναφέρεις τα τσαρούχια όλοι οι παλιοί θα φέρουν στο νου τους τα γουρουνοτσάρουχα, τα καμωμένα από το δέρμα του γουρουνιού, το οποίο απλώς το πασπάλιζαν με μπόλικο χοντρό αλάτι, το τέντωναν κατάλληλα βάζοντας ξύλα σταυρωτά και τόβαζαν κάπου ψηλά σε κανέναν πλοκό να στεγνώσει. Και το κρεμνούσαν ψηλά γιατί κινδύνευε από τα σκυλιά, τα οποία από τη συνεχή πείνα, έτρωγαν ακόμα και το πολυκαιρισμένο και σκληρό πετσί από τα σαμάρια, για το λόγο αυτό, και τα σαμάρια για να στεγνώσουν από τον ιδρώτα του ζώου καιν’ αεριστούν τα έβαζαν κι’ αυτά μπρούμυτα πάνω στους πλοκούς να μην τα φτάνουν. Τώρα και τι άλλο έτρωγαν τα σκυλιά, είναι αηδιαστικό, ας το αφήσουμε για άλλη φορά, το θέμα είναι τα τσαρούχια κι’εκεί θα προσπαθήσω να μείνω όσο μπορώ φυσικά γιατί το χούι για ξεστράτισμα από το κυρίως θέμα δεν κόβεται .. και για να εξηγούμαι, όταν μιλούμε για παλιούς οι οποίοι τα φόρεσαν και τα θυμούνται καλά αυτά τα τσαρούχια, αναφερόμαστε στους επιζώντες σήμερα τους γεννημένους εκεί στη δεκαετία τού 1930 λίγο πάνω λίγο κάτω- μιλούμε για πιδούδια δηλαδή• γιατί οι άλλοι οι μικρότεροι, μάλλον δεν τα φόρεσαν ποτέ και ίσως να πήραν μια ιδέα από κάποιο αναγνωστικό του δημοτικού ή αν πήγαν κάποτε στην Αθήνα, να είδαν τα τσαρούχια που φορούν οι τσολιάδες, εκείνοι οι θεριακωμένοι οι οποίοι στέκονται ακίνητοι εκεί στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, μπροστά στο μέγαρο της Βουλής, αλλά εκείνα τα ονομαζόμενα τσαρούχια, μόνο τέτοια δεν είναι, εκείνα μπροστά στα δικά μας τα γουρουνοτσάρουχα μπορούν να χαρακτηριστούν λίαν επιεικώς, ως γαμπριάτικα,τέτοια πολυτέλεια που έχουν, χώρια η φούντα από μπροστά και τα καρφιά από κάτω.Τα δικά μας τα τσαρούχια συνήθως τα έφκιανε ένα έμπειρο μέλος της οικογένειας,αφού η κάθε οικογένεια έτρεφε γουρούνι που τόσφαζε για τις γιορτές και κρατούσε το τομάρι.

Έπαιρνε λοιπόν ο μάστορας το τομάρι και το σημάδευε γύρω γύρω για να στρογγυλέψει και συγχρόνως να απομακρύνει με το μαχαίρι τα ακανόνιστα σημεία, τα πόδια κλπ και στη συνέχεια σύμφωνα με τα μέτρα, που ήξερε από τα πόδια της οικογένειας, έκοβε κομμάτια τόσο μεγάλα που ανάλογα με το κάθε πόδι, θα έπρεπε να έχουν παραπανίσιο μήκος τέσσερα δάχτυλα από μπροστά τρία από πίσω και από το πλάι δύο ή τρία δάχτυλα, αν ήθελε να τα κάνει βαθιά ή ρηχά ας πούμε θερινά ή…χειμωνιάτικα. Έτσι με τα κομμάτια έτοιμα, αφού πρώτα τα φούσκωνε καλά,επάνω σε ένα σανίδι με ένα ειδικό καλέμι ή με μυτερό μαχαίρι, γύρω γύρω έκανε κοψιές και με ένα ζαρκαδοκέρατο απαραίτητο σε κάθε σπίτι, το είπα κι’άλλοτε αυτό, μεγάλωνε, αυτές τις τρύπες μέσα από τις οποίες περνούσε ένα λεπτό λουράκιτη «νουζίτσκα», την οποίο έκοβε με μαστοριά από το μαλακό δέρμα της κοιλιάς, έκοβε δυο νουζίτσκες με το ίδιο μήκος και ήξερε και τις περνούσε σε όλες τις τρύπες αρχίζοντας από μπροστά δεξιά και αριστερά όπως μας βλέπει το…τσαρούχι, οπότε όταν έφτανε στο πίσω μέρος, όπως ήταν βρεγμένα όλα και χλωρά τραβούσε τις νουζίτσκες τις έσφιγγε και έδινε στο τσαρούχι το γνωστό σχήμα, το σχήμα της βάρκας, μυτερό από μπροστά και στρογγυλεμένο και χαμηλότερο από πίσω.Στο μέσον του τσαρουχιού, έβαζε και άλλες δυο νουζίτσκες από δω κι’ από κει, ένθεν και ένθεν που λέμε στην .. .καθομιλουμένη και αυτές, όταν φοριούνταν το τσαρούχι, αφού τις «αντίκριζε» τις περνούσε σταυρωτά γύρω από τη γάμπα, για να συγκροτηθούν τα ποδοπάνια με τα οποία τύλιγαν το πόδι μέχρι πάνω, και τα οποία ποδοπάνια κομμάτια από χοντρά μάλλινα υφάσματα, που περίσσεψαν από κάποιο φθαρμένο ρούχο, τυλίγονταν πάνω από τα μάλλινα σκφούνια, κι’ αυτά όλα είχαν τη σημασία τους, τα φορούσαν για λόγους ασφαλείας γιατί με τόσα στρώματα γύρω από το πόδι, δεν κινδύνευαν από κλαδιά και αγκάθια αλλά το κυριότερο, δεν κινδύνευαν από δάγκωμα φιδιού που στα περασμένα χρόνια ένα τέτοιο ατύχημα, αν δεν ήταν μοιραίο, αχρήστευε τον άνθρωπο για μεγάλο χρονικό διάστημα Αυτά εμείς σήμερα δεν μπορούμε ή αδυνατούμε να τα καταλάβουμε, φαντασθείτε όμως τον άνθρωπο του χωριού που όλη την ημέρα ακόμα και τη νύχτα πολλές φορές βρισκόταν στο χωράφι ή στο κοπάδι, από πόσους κινδύνους έπρεπε να προφυλαχτεί για να επιβιώσει, γιατί η επιβίωση της συνήθως πολυμελούς οικογένειάς του, εξαρτιόταν αποκλειστικά από την καλή του υγεία. Τώρα αν ο μάστορας ήθελε να είναι σωστός με την τέχνη του και την παράδοση, έπρεπε στο ένα τσαρούχι συνήθως στο δεξί, να βάλει το δέρμα έτσι που να γαντζώνουν οι τρίχες στον ανήφορο και στο άλλο το αριστερό να τις έχει ανάποδα για να…φρενάρουν στον κατήφορο, μιλούμε για ένα Αντι Μπλοκ Σύστημα δηλαδή, αρχέγονο βέβαια, στηριγμένο όμως στις αρχές και στους νόμους της τριβής, αλλά κι’ αυτό το όλο σύστημα λειτουργούσε για λίγο γιατί οι κοντοκουρεμένες τρίχες δεν κρατούσαν για πολύ, η παράδοση όμως αυτό απαιτούσε τότε… Τώρα όταν κάποτε τρυπούσε το τσαρούχι, από τα κομμάτια που περίσσευαν από το τομάρι και τα κρατούσαν, -τίποτα δεν πετιόταν τότε-, πριν φορέσουν το τρύπιο τσαρούχι, έβαζαν από κάτω ένα κομμάτι και το πρόβλημα λυνόταν και όσο για το πόσο στεγανά ήταν, το ήξεραν όσοι υποχρεωτικά τα φορούσαν όλη μέρα αλλά και σπάνια λέει πάθαιναν, και όπως λένε είχαν πάντοτε στον τρουβά ποδοπάνια και σκφούνια για «ανταλλακτικά». Έτσι πορεύονταν ο κόσμος τότε, αλλά όπως αφηγιούνται μερικές κακές γλώσσες, σε κάθε σπίτι αν δεν υπήρχαν καλά παπούτσια για τον καθένα, είχαν ένα δυο ζευγάρια που να φοριούνται από όλους και με τη σειρά τα φορούσαν παραγεμίζοντάς τα με κουρέλια γιατί πού να το βρουν το χαρτί τότε. Είπα τόσα για τα τσαρούχια αλλά μάλλον κάτι λείπει, θα πρέπει να θυμηθώ και κάποιο ευτράπελο, να θυμηθώ το επεισόδιο με τους φίλους από το στρατό που ο ένας από μακρινό μέρος πήγε να επισκεφτεί τον άλλο στο χωριό του. Έτυχε να είναι και ο καιρός της σποράς, νιόπαντροι οι οικοδεσπότες,τον δέχτηκαν με χαρά έφαγαν λέει μπακαλιάρο στα γρήγορα κακοξιαρμυρισμένο,γιατί που να προλάβει να ξαρμυρίσει σε καναδυό ώρες μόνο, άδειασαν και ένα μπουκάλι τσίπουρο, κάποια ώρα τον έστρωσαν το μουσαφίρη, είπε ο φίλος «ισύ κ’μή σ’ ιγώ θα σ’κουθώ προυί προυί να σπείρου ένα κουμματούδ’ π’ μ’ απόμνι ιδώια που πέρα κι’ θάρτου νουρίς». Καληνυχτίστηκαν, αλλά θέλεις το τσίπουρο, θέλεις ο μπακαλιάρος που ήταν αρμυρός λίγο παραπάνω αλλά και η σκορδαλιά από πάνω, ο μουσαφίρης κάποια ώρα δίψασε, σηκώθηκε βγήκε στο μπαλκόνι στην «απλωταριά» που λέμε, το φεγγάρι ούτε μισό και το φως λίγο, έψαξε για νερό και πού νερό, είδε έναν κουβά που γυάλιζε λίγο, νερό σού λέει, σήκωσε τον κουβά και τον άδειασε. Το πρωί με βαρύ το κεφάλι απ’ το τσίπουρο, άκουσε φασαρία έξω ο νοικοκύρης μάλωνε τη γυναίκα του γιατί άδειασε το νερό απ’ τον κουβά εκείνη δεν καταλάβαινε ο άλλος έλεγε «ξιράθκαν τα τσαρούχια μ’ κι δε φουριούδι», κάποια στιγμή ο φίλος-μουσαφίρης ακούγοντας τη φασαρία, το σιασιρμά που λέμε στα δικά μας,βγήκε στην απλωταριά και στα καθ’ ημάς, στο «μπάνακο», ξεροτανύστηκε κι’ αυτός για να ξενυστάξει και έλυσε το μυστήριο, είπε τι έγινε και κατέληξε γελώντας, «τώρα θ’μήθκα που του νιρό σα να … βρουμούσι λίγου,αμά διψούσα κι τούπια», γέλασαν όλοι και τα τσαρούχια ξαναμπήκαν στον κουβά και το άσπαρτο «κομματούδ’» έμεινε για άλλη μέρα…έφαγαν τον τραχανά ,πέρασε η ώρα, τον ξέβγαλαν λίγο παραέξω χαιρετήθηκαν, καλό δρόμο και καλή αντάμωση… και γυρίζοντας στο σπίτι έσπασε τη σιωπή η γυναίκα, -Μ’ καλά δε τ’ν είδι τ’ στάμνα η χριστιανός;.. μεζ’ gάμαρ’τ’ ν είχαα . Κρουστά στ’ ατζιάκ’…αφού δε d’παράμασι… πάλι καλά… .κι τι να πω… π’ του gβά πίν’ κι του σκλίι….» -Έ κι σύ, τώρα πάει, γίνκη… δεν έπαθι κι τίπουτα.. Adi τώρα…σύρι μέσα έρχουμι κι γω, σι καboσου θα πιράσ’ η μάννα σ’ απ τ’ ν ικκλησιά .. .-Adi αdi κι συ… του νους ικεί…. -Βρε αdiκνή’σ!. σι λιέου προυλαβαίνουμι….!!

Αυτά… και με αρκετά πονηρόν το τέλος , έτσι για χάπι εντ όπως το λέμε…ελληνικά. ..αλλά κάποτε θα πρέπει να πάψουμε να λέμε ότι είναι πονηρά και άπρεπα τα περί του γενετησίου ενστίκτου, δεν είναι ντροπές αυτά, για άλλα θα πρέπει να ντρεπόμαστε, αλλά γι’ αυτά μια άλλη φορά…. Αλλά να κάνω και μια διευκρίνιση και να πω ότι όσοι ήταν κυνηγοί, για νουζίτσκις χρησιμοποιούσαν ζαρκαδοτόμαρο γιατί ήταν πιο λεπτό και εύκαμπτο.

Αυτά λοιπόν για τα Τσαρούχια, κι’ όπως τώρα τελευταία τα πράγματα είναι στριμόκωλα, μακάρι να μη χρειαστεί να ευχηθούμε σε κανέναν εκείνο που ακούγονταν παλιά «…μι γεια τα τσαρούχια Απουστόλ’…». Απαραίτητη όμως και μια διευκρίνιση, και λέω ότι από τα τσαρούχια της φωτογραφίας, το πάνω είναι… γυναικείο- παιδικό, το μεσαίο το .. .τρύπιο είναι του παππού και το τελευταίο κάτω είναι …εν ενεργεία. Όμως αυτά τα τσαρούχια της φωτογραφίας δεν είναι από γουρονουτόμαρο, είναι από τομάρι αγελάδας. Όσο και να έψαξα δε βρήκα τη φωτογραφία που ήθελα. Φαντάστηκα ότι θα εύρισκα να βάλλω μια φωτογραφία με γουρουνοτσάρουχα και μάλιστα.., αξούριστα, αλλά βλέπεις τα εξαφάνισε η πρόοδος. Τέλος πάντων όμως με την κρίση που περνούμε ποτέ δεν ξέρεις…

 

 

Πηγή: www.mavrodis.blogspot.com