Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΟρθόδοξη πίστη

Ο Σάββας ο πνευματικός- Ε΄ Η πάλη με τους δαίμονες

3 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Σάββας ο πνευματικός- Ε΄ Η πάλη με τους δαίμονες

Φωτο:palavrear.bloguepessoal.com

Φωτο:palavrear.bloguepessoal.com

Ε’ Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΕΣ

Τό κατά δαιμόνων χάρισμα

Μέ όλη του τήν ένσαρκο οικονομία ο Κύριος κατεπάτησε τήν άμαρτία και τόν θάνατο καί κατήργησε τό κράτος τού διαβόλου. Έδωσε στούς οπαδούς του τήν εξουσία νά πατούν «έπάνω όφεων καί σκορπίων καί επί πάσαν τήν δύναμιν τού έχθρού» (Λουκά, ι’, 19). Τής έξουσίας αυτής υπήρξαν κάτοχοι όλοι οί πραγματικοί θεοφόροι οπαδοί Του.

Στήν ζωή τών Όσίων τό βλέπουμε συχνά. Εκείνοι πού μέ τά όπλα τού φωτός αγωνίζονταν καί κατανικούσαν τόν παλαιό άνθρωπο, έκεϊνοι πού κατακτούσαν πνευ­ματικές κορυφές, έκεϊνοι πού συνεσταυρώθησαν και συνανεστήθησαν μέ τόν Χριστόν, έπλημμύρισαν από πνευ­ματικά χαρίσματα. Κατώρθωσαν μεταξύ άλλων νά γίνουν φοβεροί στούς άοράτους έχθρούς. Μέ τήν έπέμβασί τους διελύετο κάθε σατανική επενέργεια καί προσεφέρετο ή θεραπεία στούς δέσμιους τού διαβόλου.

Αναφέρεται στό Λειμωνάριο γιά κάποιον μοναχό: «”Οντως, Χριστιανοί, μέγας εστίν, καί φοβερός υ­πάρχει τοις δαίμοσιν” οίος γάρ έλθη ώδε ένοχλούμενος ύπό πνεύματος άκαθάρτου, παρέχει αύτω τήν ΐασιν». Τά λόγια αύτά θά μπορούσαμε νά τά έπαναλάβουμε έπακριβώς καί γιά τόν παπα-Σάββα. Μέ τούς άσκητικούς του ιδρώτες, τις νηστείες, τις αγρυπνίες καί τις προσ­ευχές, μέ τήν έντονη μυστηριακή ζωή, μέ τήν μελέτη καί νήψι καί θεωρία καί μέ τήν δύναμι τής ευχής τού μακαρι­στού Γέροντος του κατενίκησε όλοσχερώς τήν δύναμι τού διαβόλου. Στις μάχες του μέ τόν κόσμο τών πονηρών πνευμάτων έβγαινε πάντοτε νικητής.

Κάτι πού έκμυστηρεύθηκε ο παπα-Σάββας στόν π. Ιωακείμ Σπετσιέρη μάς δίνει άφορμή νά σκεφθούμε πολλά γιά τις συγκρούσεις του μέ τις δυνάμεις τού σκότους. «Πολλάκις μοί ‘έλεγεν, ότι όφθαλμοφανώς έώρακε πονηρά πνεύματα, άτινα ήρχοντο νά πειράξωσιν αυτόν ότε δέ ήσθάνετο τήν ένόχλησιν τών πονηρών πνευμάτων άμέσως έκλινε γόνυ καί προσηύχετο. Πάσα δέ ένέργεια τού Σα­τανά έξηφανίζετο» (Άπομνημονεύματα, Α’, σελ. 19). Οί προσευχές τουέμάστιζαντούς έχθρούς.Τά λόγια τού ψαλμού τούς κατέκαιαν, καθώς έβγαιναν πυρφόρα από τά χείλη του: «Πολέμησον, Κύριε, τούς πολεμούντάς με… Γενηθήτωσαν ώσεί χνούς κατά πρόσωπον άνέμου, καί άγγελος Κυρίου έκθλίβων αύτούς» (Ψαλμ., λδ’, 1,5)

Δέν ήταν μόνο πού έσωζε τόν εαυτό του από τις ά­γριες επιθέσεις τών δαιμόνων. Πλήθος ταλαιπωρημένων ανθρώπων και «καταδυναστευομένων υπό τού διαβόλου» εύρισκαν κοντά του τήν λύτρωσί τους. Δέν ήταν σπάνιο νά τούς βλέπης στήν Καλύβη του γιά νά τούς σταυρώση, νά τούς διαβάση τούς έξορκισμούς, νά έπιτιμήση τά ακά­θαρτα πνεύματα. Και πολλές φορές, όταν ο πάσχων δέν υπήρχε δυνατότης νά έρθη στό “Ορος, διάβαζε εξ άποστάσεως τούς έξορκισμούς. Και πάντοτε σκόρπιζε τήν χαρά τής θεραπείας. Οί δεμένοι σκιρτούσαν, καθώς έβλε­παν νά φεύγουν από πάνω τους τά φοβερά δεσμά.

Τό κάψιμο τή$ Σολομωνικής

Μεταξύ δύο συζύγων, κάπου στήν Χαλκιδική, οί σχέσεις ώξύνθηκαν ύπερβολικά. Ο σύζυγος δέν ένοούσε νά συμμορφωθή. Ζούσε κατά τρόπο περίεργο, σκοτεινό. Τό πρόσωπο του είχε μία έκφρασι άποκρουστική. Από τήν Εκκλησία είχε ξεκόψει. Ούτε νά άκούση ήθελε γιά εκκλησιασμό καί μάλιστα γιά μυστηριακή ζωή. Ή καη­μένη ή γυναίκα του τί καί τί δέν έκανε γιά νά τόν φέρη στόν δρόμο τού θεού! Άλλά αυτός ήταν άνένδοτος. Στό τέλος κατάλαβε πώς χρειαζόταν σκληρή στάσις.

—Άκου έδώ. Μού έχεις κάνει τήν ζωή άνυπόφορη. Άν τό Πάσχα πού έρχεται δέν κοινωνήσης, θά άναγκασθώ νά σέ χωρίσω. Ή συμβίωσίς μας γίνεται άδύνατη. Στήν οικογένεια μας θέλω νά βασιλεύη ο Χριστός.

Ή έπιμονή, ή πίεσις, ή άπειλή,οί έκ βάθους προσ­ευχές τής καλής αυτής Χριστιανής δέν έμειναν άκαρπα. Ο σύζυγος έβλεπε πώς μέ τήν συμπεριφορά του κινδύ­νευε νά καταστρέψη άνεπανόρθωτα τήν οικογενειακή του εστία, τήν ζωή του, τό μέλλον του, τό μέλλον τών παι­διών του. Ένιωσε μέσα του ένα τράνταγμα. Δέν άργησε έτσι νά πάρη τήν μεγάλη απόφασι: Νά πλησιάση προς τό φώς.

Δέν ήταν λίγο τό σκοτάδι πού κρυβόταν μέσα του. Ο δυστυχής είχε καταντήσει νά συνεργάζεται μέ τούς δαίμονες. Εξασκούσε τήν μαγική τέχνη. Καί τούτο ήταν πού τόν κρατούσε μέ πείσμα μακρυά από τήν Εκκλησία. Τό άντιλαμβανόταν καί ο ϊδιος πώς πρώτα άπ’ όλα είχε άνάγκη Πνευματικού. Τό Άγιον “Ορος δέν άπεϊχε πολύ. Έκεϊ άναζητώντας τό κατάλληλο πρόσωπο βρήκε αύτόν πού χρειαζόταν, τόν παπα-Σάββα.

Πώς ξεκίνησε γιά τήν Καλύβη τού Πνευματικού καί πώς γύρισε! Τί άνακαινίσεις έγιναν μέσα του! Μέσα από τήν σύγχυσι, τό χάος καί τό σκότος πρόβαλε ένας καινούργιος άναγεννημένος κόσμος. Ή άνακούφισις καί τά δάκρυα τής χαρας έλαμπαν στήν δψι του, καθώς έτελείωνε τήν έξομολόγησι. Πόσο ειρηνικός καί άνάλαφρος ένιωθε! ‘Αλλά είχε καί κάτι άλλο νά διώξη από πά­νω του. Απλώνει τό χέρι του κρατώντας κάποιο βιβλίο.

—  Πάρε, Πνευματικέ μου, καί τό βιβλίο αυτό. Αυτό πού ύπήρξε ή αιτία τής καταστροφής μου.

Ήταν μία Σολομωνική, τό άπαραίτητο έγχειρίδιο καθενός πού έπιδίδεται στήν μαγεία.

—  Τί μού τό δίνεις έμένα τό βιβλίο αύτό; Αυτό θέλει κάψιμο. Κράτησέ το καί κάπου πιο πέρα τό καις.

Πράγματι άναχωρώντας καί κατευθυνόμενος προς τήν Σκήτη τής Άγίας Άννης, στόν δρόμο δεξιά είδε ένα μεγάλο κοίλωμα βράχου. Στήν σπηλιά αύτή σέ λίγο ή Σολομωνική είχε γίνει στάχτη. Γιά παρόμοια περιστα­τικά ο Εύαγγελιστής Λουκάς θά έγραφε: «Ικανοί δέ τών τά περίεργα-πραξάντων συνενέγκαντες τάς βίβλους κατέκαιον» (Πράξεις, ι’, 19). Θά ήταν ευχής έργον, χαρά τών αγγέλων καί πληγή τών δαιμόνων νά άναβαν κάθε τόσο φωτιές σάν αυτές. Πόσα βιβλία σκοτεινά καί δυσώδη δέν κυκλοφορούν γύρω μας!

Ακόμη πιο ξαλαφρωμένος ο άνθρωπος συνέχιζε τώ­ρα τόν δρόμο του. Συνέβη τότε νά συναντήση τόν π.Ίλαρίωνα, υποτακτικό τού παπα-Σάββα.

—  Νά διαβιβάσης στόν Πνευματικό τά σέβη μου καί τήν απέραντη ευγνωμοσύνη μου. Καί νά τού πής πώς τό βιβλίο τό έκαψα στήν σπηλιά πιο πάνω.

Ο π. Ίλαρίων βάδιζε άμέριμνος πρός τήν Καλύβη τους. Φθάνοντας όμως κοντά στήν σπηλιά, Θεέ μου, τί τρόμος ήταν αύτός! Ριπές από μεγάλες πέτρες πέρασαν δίπλα του, πού βουίζοντας καί κατρακυλώντας μέ πάτα­γο σκόρπιζαν τόν πανικό. Τρομοκρατημένος έφθασε στήν Καλύβη καί διηγήθηκε στόν Γέροντα του τά καθέ­καστα.

—  Σατανική ένέργεια, παιδί μου.

Αφού συνήλθε από τόν φόβο θυμήθηκε νά μεταφέρη στόν Γέροντα τά λόγια τού άνθρώπου έκείνου. Θυμήθηκε καί γιά τό κάψιμο τού βιβλίου. Καί όταν ο παπα-Σάββας τού εξήγησε τί άνθρωπος ήταν αύτός πού συνήντησε καί τί βιβλίο ήταν αυτό πού κάηκε στήν σπηλιά, μπήκε στό νόημα.

Δέν έμελλε όμως νά γευθή τόν λιθοβολισμό μόνο ο π. Ίλαρίων. Καθένας πού περνούσε απ έκεί δοκίμαζε τήν ίδια τύχη. Στό τέλος κατέληξε νά γίνη ή περιοχή αύτή άβατη, γιατί κανένας δέν τολμούσε νά πλησιάση.

Ανήσυχοι οί Πατέρες ζήτησαν τήν έπέμβασι τού παπα-Σάββα. Εκείνος νήστεψε, προσευχήθηκε, έκανε άγιασμό, ράντισε τήν σπηλιά καί τό κακό υπεχώρησε. Στό τέλος συμβούλευσε τούς Πατέρες νά τοποθετήσουν έκεί τήν εικόνα τής Παναγίας μέ τήν κανδήλα της. Έτσι τό μονοπάτι γαλήνεψε, όπως καί πρώτα.

Σήμερα όσοι περνούν άπ’ έκεί νιώθουν τήν άνάγκη νά καΟήσουν καί νά ψάλουν ένα «Άξιόν εστίν» στήν Θεο­τόκο, χωρίς νά διατρέχουν κίνδυνο. “Ορισμένες όμως φορές, όπως μας τό έβεβαίωσαν άρκετοί Πατέρες, πα­ρουσιάζονται στήν περιοχή αύτή δαιμονικές ένέργειες, καί κυρίως όταν περνά κάποιος υποτακτικός πού παρεβίασε τόν όρο τής ύπακοής.

Οί παράδοξοι πετροβολισμοί

Ο νεαρός Αθανάσιος, ζαχαροπλάστης από τήν Θεσσαλονίκη, νιώθοντας αποστροφή στήν προτερινή του ζωή, άπεφάσισε νά ντυθή τό μοναχικό σχήμα καί νά έγκαταβιώση στήν Ιερά Μονή Διονυσίου. “Ως Διονυσιάτη δόκιμο Τόν έστειλαν στόν Μονοξυλίτη — μετόχι τής Μονής εντός τού Άγίου “Ορους — γιά νά λάβη τήν κα­λογερική προπαιδεία.

Οϊ γονείς του εν τω μεταξύ στήν Θεσσαλονίκη, άνάστατοι καί καταπικραμένοι γιά τό διάβημα τού μονά­κριβου παιδιού τους, έκίνησαν γήν καί ούρανόν γιά νά τόν «σώσουν», νά τόν έπαναφέρουν στόν κόσμο. Δέν έδίστασαν οί αδίστακτοι νά ζητήσουν καί τήν βοήθεια τού σατανά καταφεύγοντας σέ κάθε είδος μαγείας καί μαγ­γανείας.

“Ο Αθανάσιος ξαφνικά άρχισε νά αισθάνεται κάποια πίεσι, σάν κάτι πού βάραινε ύπερβολικά επάνω του. Κχ.ί όπως δέν ήταν αμύητος σέ τέτοιου είδους θέματα, γιατί καί ο ίδιος στήν αμαρτωλή του ζωή είχε δοσοληψίες μέ μάγους, συνεπέρανε μέ άκρίβεια τις ενέργειες τών γονέων του. Τόν κατέλαβε άγωνία πού γινόταν όλο καί περισσό­τερο έντονη. Κάτι τό πολύ δυσάρεστο προμηνύετο. Από εσωτερική άνάγκη έπύκνωνε τήν προσευχή, ζητούσε τήν άνωθεν βοήθεια, ύπεγράμμιζε μέ πόνο στό «Πάτερ ήμών» τό «ρύσαι ήμάς από τού πονηρού».

Οί άλλοι αδελφοί στόν Μονοξυλίτη δέν ύπωπτεύθηκαν άκόμη τό παραμικρό. Ετοιμάζονταν ένα πρωινό, μετά τήν Ακολουθία, γιά τις δουλιές, όπότε δέ­χονται αιφνιδίως από πάνω από τό δάσος πετροβολισμούς. Ευτυχώς πού κανένας τους, καθώς καί από τά πράγματα τού μετοχίου, δέν έπαθαν κακό. Άφησαν νά περάση λίγη ώρα. Κάποιοι περαστικοί, φαίνεται, είχαν όρεξι γιά άστεϊσμούς. Σάν ξεκίνησαν όμως γιά τις έργασίες τους, οί λιθοβολισμοί τούς επήραν από πίσω. Τότε κατά­λαβαν πώς κάτι τό σοβαρό συμβαίνει καί κατέφυγαν στήν Εκκλησία. Δέν τολμούσαν νά βγούν άπ’ έκεί, γιατί άμέσως άρχιζε τό πετροβολητό. Σκαμνιά, ξύλινα καλούπια γιά καλογερικούς σκούφους, άλλα άντικείμενα έκσφενδονίζονταν μακρυά. Ο σκύλος τους καθώς ήταν ξαπλωμένος πετάχθηκε τρία μέτρα κάτω.

Δέν άργησαν, κατόπιν ειδοποιήσεως, νά έλθουν χω­ροφύλακες από τις Καρυές. Μέ έρευνες καί ομαδικούς πυροβολισμούς πρός τό μέρος άπ’ όπου προέρχονταν οί πέτρες, κατάλαβαν πώς δέν ήταν έπίβουλοι άνθρωποι. Ήταν πλέον βέβαιο πώς επρόκειτο γιά εχθρούς αόρατους.

Τότε έλαβε τόν λόγο ο δόκιμος Αθανάσιος καί εξή­γησε τήν αιτία τού κακού. Έρριξε φώς στήν ύπόθεσι.

— Γιά νά πεισθήτε έντελώς, άφήστε με νά πάω μό­νος μου ώς έκεί, ώς τό έκκλησάκι τού Αγίου Αρτεμίου, καί θά δήτε πώς ο πετροβολισμός θά στραφή οπωσδή­ποτε έναντίον μου.

Καί πράγματι έτσι έγινε. Οί πέτρες, χωρίς νά τόν κτυπούν, έπεφταν γύρω του.

Μετά τήν διαπίστωσι αυτή τόν άπεμόνωσαν στόν

Ναό. Ο οικονόμος τού μετοχίου π. Πορφύριος ζήτησε μέ επιστολή βάρκα από τό Μοναστήρι. Από τήν στιγμή πού ο Αθανάσιος βγήκε από τόν Ναό, μέχρι νά έπιβιβασθή στήν βάρκα καί μέχρι νά άποβιβασθή στήν παραλία τής Μονής, συνέβησαν τραγικά γεγονότα. Πώς οί βαρκάρηδες δέν έπαθαν συγκοπή από τόν τρόμο, ήταν θαύμα. «Οί λι­θοβολισμοί δέν επαυον ούτε έν τή θαλάσση καί παρ’ ό­λον ότι ήνοιξαν άρκετά έκ τής παραλίας πάλιν έπιπτον, άλλ’ ευτυχώς γύρω τής βάρκας χωρίς καμμίαν ζημίαν» (Γαβριήλ Διονυσιάτου, Νέος Εύεργετινός, σελ. 65).

Από τήν παραλία μέχρι τήν αυλή τού Μοναστηρίου είχαν ήσυχία. Αύτό παρεκίνησε μερικούς νά μιλήσουν γιά ψευδαισθήσεις, άλλά τούς άπεστόμωσε ένας λιθοβο­λισμός από τό ύψος τού διπλανού πύργου.

Ή Σύναξις τών Γερόντων πού συνήλθε χωρίς καθυστέρησι, πήρε τήν απόφασι «όπως άποσταλή ο δόκιμος εις τόνΠνευματοφόρονΠνευματικόν π” Σάββαν…ΐνα φροντίση τά κατ’ αυτόν». Ότι οί προσευχές τού παπα-Σάββα μπορούσαν νά μαστίζουν τά πονηρά πνεύματα, ήταν γε­νική πεποίθησις τών Πατέρων.

Ή Καλύβη τής Αναστάσεως πέρασε μία εβδομάδα σκληρής δοκιμασίας, κάτιπού φέρνειστόννού άτμόσφαιρα πολεμικής συρράξεως. Πόλεμος ανοιχτός μεταξύ τών δυ­νάμεων τού φωτός καί τού σκότους. Τί εκκωφαντικοί κρό­τοι ήταν έκεϊνοι! Πελώριες πέτρες κόβονταν από τούς γειτονικούς βράχους, περνούσαν πάνω καί πλάϊ από τήν Καλύβη καί μέ τρομακτικό πάταγο γκρεμίζονταν στό διπλανό βάραθρο προς τήν θάλασσα. Άγριες φωνές καί βλάσφημα λόγια έτάρασσαν καί έμόλυναν τήν περιοχή. Καί ύβρεις. Ύβρεις άσυνήθιστες εναντίον όλων τών μοναχών καί περισσότερο έναντίον τού Πνευματικού. Όλη ή δυσωδία τού Άδου έκανε τήν έμφάνισί της.

Καί ο άνθρωπος τού Θ&ού, σάν νά μήν έφθαναν τά

βάρη τής γεροντικής του ήλικίας — βρισκόταν τότε στά τελευταία του χρόνια — ξανοίχθηκε στό μεγάλο άγώνισμα. Όλόκληρη εβδομάδα παραδόθηκε σέ τελεία νηστεία και διαρκή προσευχή. «Τό γένος τούτο ουκ έκπορεύεται, ειμή έν προσευχή καί νηστείο») (Ματθ., ιζ’, 21). Ή σπλαγχνική του καρδιά δέν άνεχόταν νά βλέπη τό πλάσμα τού         Θεού σέ τόση τυραννία.

Στό τέλος τής έβδομάδος ο γέρων Πνευματικός μέ άκλόνητη καί άδιάκριτη πίστι στόν Άναστάντα Κύριο πλησίασε τόν πάσχοντα. Τό πονηρό πνεύμα ταράχθηκε.

«Εξορκίζω σε… πνεύμα άκάθαρτον… κατά τού Θεού τού πάντα λόγω κτίσαντος, καί τού Κυρίου ήμών Ίησού Χριστού… φοβήθητι, φύγε, δραπέτευσον, άναχώρησον από τού δούλου τού Θεού Αθανασίου… Άπελθε είς γήν άνυδρον, έρημον, άγεώργητον…».

Αύτό ήταν. Σάν κάτι νά βγήκε από τό στόμα τού Α­θανασίου. Ο άνεπιθύμητος ένοικος έξαφανίσθηκε, εξέλι­πε «ώς έκλείπει καπνός» καί «ώς τήκεται κηρός από προσ­ώπου πυρός». Τά λόγια πού ξεπήδησαν από τό πνευματοφόρο στόμα τού παπα-Σάββα χτύπησαν πάνω στό δαι­μόνιο σάν φλογισμένη ρομφαία. Αυτοστιγμεί’ο δόκιμος ήρέμησε, γαλήνεψε, άνέπνευσε μέ άνακούφισι. Μέ αι­σθήματα άπέραντης χαράς καί εύγνωμοσύνης πέφτει στά πόδια τού Πνευματικού. Τά άσπάζεται καί τά βρέχει μέ δάκρυα.

—Άγιε τού Θεού, μ’έσωσες. Πέταξες από πάνω μου τό φρικτό βάρος. “Ω, πώς νά σέ ευχαριστήσω! Μέ γλύ­τωσες από τόν άγριο δράκοντα. Δόξα νάχης, Θεέ μου!

Μερικές ήμέρες άκόμη κάθησε ο θεραπευμένος κοντά στόν γιατρό. Ακολουθώντας τήν σύστασί του πή­γε στήν Σκήτη τού Κουτλουμουσίου όπου καί παρέμεινε. Ο πατήρ Άββακούμ — αύτό τό όνομα πήρε άργότερα — ξεχώριζε άνάμεσα στούς Πατέρες γιά τήν αύστηρότατη άσκητική του ζωή. Καί ποτέ δέν ξεχνούσε τόν άλησμόλ’ητο Πνευματικό πού τόσο τόν ευεργέτησε, πού τόν έ­σωσε «έκ πετροβόλου θυμού».

Ο άγγελος που δέν ήταν άγγελος

Στούς τόσους πού έξωμολογούσε ο παπα-Σάββας •ήταν καί ένας Ρουμάνος διάκονος. Νεαρός ακόμη ήρθε στόν Άθω καί ήσύχαζε κάπου στήν έρημο, όχι καί πολύ μακρυά από τήν Μικρά Άγία Άννα.

—  Πνευματικέ μου, τού λέει μία ήμέρα ο διάκονος αυτός περίλυπα, σέ παρακαλώ, μή ξεχάσης νά μνημονεύσης αύριο στήν Λειτουργία τήν μητέρα μου πού έχει τά τρίτα της.

Τά λόγια αύτά χτύπησαν στήν άκοή τού παπα-Σάβ­βα σάν λόγια πού πρόδιδαν θριάμβους τού διαβόλου. Ο διακριτικός Γέροντας ταράχθηκε.Έδώ, σκέφθηκε, κάποιο άσχημο φαγητό μαγείρεψε δ εχθρός. Ο πανούργος! Μέ πόση τέχνη πλανεύει καί σκοτίζει τά πλάσματα τού Θεού!

Χωρίς νά δείξη έξωτερικά τήν άγωνία του, επιδόθη­κε στήν άνίχνευσι τού κακού.

—  Γιά πές μου, παιδί μου, καθαρώτερα τήν ύπόθεσι. Ή μητέρα σου έχει αύριο τά τρίτα της. Δηλαδή πέθανε προχθές. Πέθανε στήν Ρουμανία. Πώς έσύ σέ δύο ήμέρες πληροφορήθηκες τόν θάνατο της;

Μεσολάβησε λίγη σιγή.

—  Πώς; Πώς τό έμαθα; άρχισε νά λέη δειλά ο διά­κονος. Νά, μού τό είπε…

-—Ποιός σού τό είπε;

—  Μού τό είπε ο φύλακας άγγελος μου.

—Ο φύλακας άγγελος σου; “Εχεις ιδεί τόν άγγελο

σου;

—Αξιώθηκα νά τόν ίδώ. Δέν είναι μία καί δύο φο­ρές. Είναι τώρα δύο χρόνια. Μού παρουσιάζεται καί μέ συντροφεύει στήν προσευχή. Λέμε μαζί τούς Χαιρετι­σμούς, κάνουμε μετάνοιες, άνοίγουμε πνευματικές συζη­τήσεις…

Εκείνο τό «δύο χρόνια» πίκρανε πολύ τόν παπα-Σάββα. Δύο χρόνια πλάνης δέν είναι κάτι τό άσήμαντο. Νά άφίνης τόν έχθρό νά χτίζη μέσα σου ανενόχλητα έπί δύο χρόνια τό οικοδόμημα τής Ικατρκίτροφής σου, είναι θλιβερό.

—  Καί γιατί, παιδί μου, τόσο καιρό, δέν μού άνέφερες τίποτε;

—  Μού είπε ο άγγελος πώς δέν είναι άπαραίτητο.

Ο παπα-Σάββας καταλάβαινε πώς έχει νά δώση με­γάλη μάχη. Νά πείση πρώτα τόν δυστυχή διάκονο ότι δέν πρόκειται γιά άγγελο. Νά έτοιμασθή έπειτα νά άντιμετωπίση τήν οργή τού δαίμονος. «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, έλέησον καί σώσον ήμας», προσευχήθηκε μυστικά μέ θέρμη.

—  Παιδί μου, είσαι βέβαιος πώς είναι άγγελος τού Θεού αύτός πού σού έμφανίζεται;

—  Βέβαιος; Βεβαιότατος, Γέροντά μου! Μά, προσευ­χόμαστε μαζί, κάνουμε καθημερινώς χίλιες μετάνοιες. Συζητούμε γιά τήν μέλλουσα ζωή, γιά τόν παράδεισο… Ο φύλακας άγγελος μου είναι.

Ο διάκονος φαινόταν άμετάπειστος. Εκείνο όμως πού τόν εκανε έφεκτικό ήταν ή έμπιστοσύνη του στόν θεοφώτιστο Πνευματικό του.Άλλά πάλι, έλεγε, πώς μπορεί ο δαίμονας νά μέ ένισχύη στήν προσευχή; Αυτός πολεμείτούς προσευχομένους.

Μετά από πολλά συμφώνησαν νά καταφύγουν σέ μερικές δοκιμασίες. Νά δοκιμάσουν τόν «φύλακα άγγε­λο».

—  Ζήτησέ του, τού είπε ο παπα-Σάββας, μόλις ξανάρθη νά πή τό «Θεοτόκε Παρθένε». Ακόμη πές του νά κάνη τό σημείο τού Σταυρού.

Τά πράγματα όμως δέν ήταν τόσο άπλα. “Οταν δύο ολόκληρα χρόνια σέ έχη ο πονηρός τυλιγμένο στήν πλάνη, τότε και τά μάτια σου καί τά αύτιά σου τά πλα­νεύει και φαντάζεσαι πώς ακούς τό «Θεοτόκε Παρθένε» καί πώς τόν βλέπεις νά σταυροκοπιέται.

Στήν επόμενη έπίσκεψι ο διάκονος μέ κάποια κρυφή έσωτερική ίκανοποίησι άνήγγειλε στόν Πνευματικό:

—Γέροντά μου, τά πράγματα έχουν δπως σού τά έλεγα. Είναι άγγελος τού Θεού. Είναι ο φύλακας άγγελος μου. Καί τό «Θεοτόκε Παρθένε» τό είπε καί τόν Σταυρό του τόν έκανε.

Ο παπα-Σάββας καλά τό είχε άντιληφθή. Δύο έτών δουλειά από τόν πολυμήχανο εχθρό δέν μπορούσε νά άχρηστευθή εύκολα. Άν όμως αυτός ξέρη πολλές μηχα­νές, στούς θεοφόρους λάμπει τό φως τής πανσοφίας τού Θεού, πού εξουδετερώνει τά τεχνάσματα τού σκότους.

Κάποια φωτεινή ιδέα άστραψε τότε στόν φωτόμορφο νού τού Πνευματικού. Καί στρέφεται αμέσως πρόο τόν διάκονο:

—Άκου έδώ, παιδί μου. Πρόσεξε σέ μία τελευταία δοκιμασία. Μ’ αυτή θά ξεκαθαρίσουν τά πράγματα. Στούς άγγέλους τού Θεού υπάρχει ή δυνατότης όλα νά είναι γνωστά, γιατί τούς τά άποκαλύπτει ο Θεός. Στούς δαίμο­νες άντιθέτως δέν υπάρχει παρομοία δυνατότης καί πολ­λά πράγματα τούς είναι σκοτεινά. Συμφωνείς;

—  Συμφωνώ.

—Άφού συμφωνείς, πρόσεξε τί θά κάνουμε. Έγώ, τήν στιγμή αυτή, άκριβώς τήν στιγμή αύτή, κάτι θά σκε­φθώ — σκέφθηκε κάτι είς βάρος τού διαβόλου — καί τό άφίνω κρυπτό καί άψηλάφητο μέσα μου. Έσύ τό βράδυ θά ζητήσης από τόν άγγελο νά σού τό πή. Άν τό βρή, τότε χωρίς αμφιβολία είναι τού Θεού. Καί νάρθης νά μέ ένημερώσης.

Γυρίζοντας ο διάκονος στήν Καλύβη του, σάλευε μέσα του κάτι σάν άγωνία, σάν δυσάρεστη προαίσθησι. Από τήν άλλη μεριά θαύμαζε τήν σπουδαία ιδέα τού Πνευ­ματικού. Ή ύπόθεσις θά περνούσε τώρα τήν κρίσιμη φάσι της.

Μόλις ζητήθηκε τήν νύχτα από τόν άγγελο ή λύσις τού προβλήματος, κάποια δυσδιάκριτη ταραχή αυλά­κωσε τό φωτεινό πρόσωπο του. <ί>άνηΐ£ε νά σαστίζη.

—  Μά, άγαπητέ μου πάτερ. Γιατί έσύ, ανώτερος άν­θρωπος, νά ένδιαφέρεσαι γιά τούς λογισμούς ένός θνη­τού; Αύτό είναι κατάντημα. Φτωχές έπιθυμίες. Δέν προ­τιμάς νά παμε νά σού δείξω απόψε τήν κόλασι, τόν πα­ράδεισο, τήν δόξα τής Κυρίας Θεοτόκου;

Ο διάκονος πού άρχιζε κάτι νά υποψιάζεται έπέμενε στό θέμα τους.

—Κάνω υπακοή στόν Πνευματικό. Νά μού πής τί σκέφθηκε.

Ο άγγελος μέ μερικούς έπιδέξιους ελιγμούς προσ­πάθησε νά μεταφέρη αλλού τήν συζήτησι. Ο διάκονος όμως μέ έπιμονή τόν έπανέφερε στό θέμα. Άλλωστε οί τεχνικές αύτές υπεκφυγές δέν τού προξενούσαν καλή έν­τύπωσι.

—  Νά μού πής τί σκέφθηκε ο Πνευματικός. Τό θέμα είναι άπλό. Γιατί άποφεύγεις; Τό άγνοείς;

—  Πρόσεχε, διάκο. Μέ τόν μικροπρεπή τρόπο πού μού συμπεριφέρεσαι κινδυνεύεις νά χάσης τήν εύνοιά μου.

—  Δέν ξέρω. Σού ζητώ κάτι τό εύκολο. Γνωρίζεις

ή όχι, επί τέλους, τί σκέφθηκε ο Πνευματικός;

Τήν ώρα αυτή πετάχτηκε τό λαμπερό προσωπείο, μία φρικτή μορφή αποκαλύφθηκε, μερικά άγρια δόντια έτριξαν, καί σάν από στόμα λυσσασμένου θηρίου άκούσθηκαν τά λόγια:

—  Νά χαθής, άθλιε. Αύριο τέτοια ώρα στήν κόλασι, στήν φωτιά! Θά σέ κάψουμε! Θά σέ καταστρέψουμε!

Καί ο διάκονος έμεινε μόνος του. Μόνος του καί σωστό έρείπιο. Όλη ή γλυκύτητα τών οπτασιών, δύο χρόνια τώρα, δέν άντιστάθμιζε τήν τωρινή του πικρία. Άν δέν τόν έστήριζαν από μακρυά οί προσευχές τού Πνευματικού πού ξαγρυπνούσε καί παρακαλούσε γι’ αυ­τόν, θάχε παραδώσει τό πνεύμα του.

Πέρασαν άρκετές ώρες ώσπου νά συνέλθη καί νά σταθή στά πόδια του. Ή Καλύβη του πιά δέν τόν χωρούσε. Πουθενά δέν έβλεπε ασφάλεια παρά μόνο κοντά στόν Πνευματικό. Σ’ όλη του τήν διαδρομή βούϊζε στ’ αυτιά του ή άπειλή: Άύριο τέτοια ώρα στήν κόλασι»! Ο τρό­μος τόν διαπερνούσε μέχρι τό μεδούλι.

“Εφθασε όπως έφθασε ως τήν Καλύβη τής Ανα­στάσεως. Έπιασε τό ράσο τού Πνευματικού καί δέν τό άφινε ούτε στιγμή. Καί τήν ώρα πού έπρεπε έκεϊνος νά κοιμηθή λίγο, δίπλα του ο τρομοκρατημένος διάκονος!

—  Μή φοβάσαι, παιδί μου. Ηρέμησε.

—  Πώς νά μή φοβηθώ, Πνευματικέ μου,πού πλησιά­ζει ή ώρα. “Ω! πλησιάζει ή ώρα πού θά μέ πάρουν. Χριστέ μου, σώσε με!

Καί πράγματι. Τήν καθωρισμένη ώρα δέχθηκε βιαία έπίθεσι τών πονηρών πνευμάτων. Τί κραυγές τρόμου καί άπελπισίας ήταν αύτές!

—  Σώσε με, Πνευματικέ μου! Χάνομαι! Μέ παίρ­νουν! Σώσε με!

Γονατίζει ο παπα-Σάββας καί γεμάτος πόνο καί δά­κρυα δέεται στόν Κύριο νά λυπηθή τόν δούλο Του καί νά έπιτιμήση τούς πονηρούς δαίμονες. Εισακούσθηκε ή δέησίς του και δ ταλαίπωρος διάκονος σώθηκε Άπό στό­ματος λέοντος».

Έτσι πήρε τέλος ή τραγωδία. Τραγωδία πολύ διδα­κτική. Αλήθεια, τί κίνδυνοι κρύβονται πίσω από τις ο­πτασίες καί τά οράματα! Τί μπορεί νά χτίση ο εχθρός, όταν δέν ξεδιπλώνουμε πλήρως τόν εσωτερικό μας κόσμο στήν Έξομολόγησι! Τί άξίζειένας έμπειρος Πνευματικός!

Άλλα καί κάτι άλλο. Γι’ αύτό θά μας όμιλήση ή συνέχεια.

Μέ τόν χρόνο καί τήν καθοδήγησι τού παπα-Σάββα ο Ρουμάνος διάκονος ήρέμησε. Ή πνευματική του ζωή πήρε καλή έξέλιξι. Χειροτονήθηκε άργότερα καί Ιερεύς καί διακρινόταν πάντα γιά τήν εύλάβειά του. “Ωστόσο έκείνα τά χρόνια τής πλάνης τοέ άφησαν κάποια δυσά­ρεστα ίχνη. Ο διάβολος, βλέπετε, είχε άποκτήσει επάνω του δικαιώματα. Δωρεάν θά τού προσέφερε τόσα άπολαυστικά οράματα; Έτσι, άν καί από μικρός πήγε στό Άγιον “Ορος, αν καί άναπτύχθηκε σ’ ένα άγγελικό, θά λέγαμε, περιβάλλον, παρά ταύτα σ’ όλη τήν κατοπινή ζωή του έταλαιπωρείτο μέ διαφόρους ένοχλητικούς πειρασμούς. Όλοι οί διακριτικοί Πατέρες διέβλεπαν σ’ αυτούς τό κατάλοιπο τής διετούς εκείνης συνεργασίας μέ τόν άγγελο πού δέν ήταν άγγελος.

 

Αρχιμανδρίτου Χερουβείμ (+) Σύγχρονες Αγιορείτικες μορφές

Σάββας ο πνευματικός -Έκδοσις Η΄

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ Α ΤΤΙΚΗΣ 1995