Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΟρθόδοξη πίστη

Ο Σάββας ο πνευματικός- π’ «Εγνώρισας μοι οδούς ζωής»

4 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Σάββας ο πνευματικός- π’ «Εγνώρισας μοι οδούς ζωής»

 

 

tatexnasmatatisagapis2

π’ «ΕΓΝΩΡΙΣΑΣ ΜΟΙ ΟΔΟΥΣ ΖΩΗΣ»

Στις πηγές της ζωής

“Οπως τήν γή μέ τήν πλούσια βλάστησι καί καρποφορία, έτσι καί τήν τόσο καρποφόρο ψυχή τού Πνευμα­τικού παπα-Σάββα τήν άρδευαν συνεχώς άφθονα ρείθρα. Μέ τήν άδιάλειπτη προσευχή καί τήν έντονη λατρευτική ζωή άντλούσε τά νάματα τής χάριτος καί έμοιαζε μέ δέν­δρο φυτευμένο «παρά τάς διεξόδους τών υδάτων».

Τις νύκτες, όλο σχεδόν τό νυκτερινό διάστημα, άγρυπνούσε προσευχόμενος. Ο ύπνος γινόταν θύμα στόν βωμό τής προσευχής. “Ορθιος, στύλος άκλόνητος, μ’ ένα κομποσχοίνι μέ τριακόσιους κόμπους στό χέρι έτόξευε τόν νού του στά ουράνια καί μαζί μέ τούς φωτόμορφους αγγέλους υμνούσε «άγγελοπρεπως καί άγγελομιμήτως» (Γρηγόριος Παλαμάς) τήν ύπέρθεο Τριάδα.

Άν τό άσθενικό σαρκίο διαμαρτυρόταν καί ήταν έτοιμο νά πέση καί νά παραδοθή στόν ύπνο, τό συγκρα­τούσαν οί κρεμαστήρες. Κάτω δηλαδή από τις μασχάλες του περνούσε ο παπα-Σάββας κρίκους, δεμένους σέ σχοι­νιά πού κρέμονταν από τήν οροφή τού κελλιού. Αυτή τήν μέθοδο σοφίσθηκαν οί μεγάλοι έρασταί τού Θεού, ώστε νά παραμένουν όρθιοι καί άκοίμητοι στήν έπαλξι τής προσευχής.

Τί ούράνιες στιγμές ήταν έκεϊνες, όταν ο νούς δε­χόταν τήν «άρπαγή» καί αιχμαλωτιζόταν στά «θεία καί έπουράνια καί άπέραντα καί ακατάληπτα πράγματα», τά όποια,όπως γράφει ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος στήν υπέροχη όγδόη πνευματική του όμιλία([5]), άνθρώπινη γλώσσα δέν ευρίσκει λόγια γιά νά τά έκφράση — αδύ­νατον «ρηθήναι υπό φύσεως άνθρωπίνης ή στόματι καί γλώσση διαρθρωθήναι».

Αντίστοιχη ήταν ή έντασις τής λειτουργικής ζωής. Στήν Καλύβη τής Αναστάσεως τελούσε καθημερινά τό πασχαλινό μυστήριο. Στις Λειτουργίες αύτές παρευρί­σκονταν καί πολλά άφωσιωμένα πνευματικά του τέκνα πού έξωμολογούντο σ’ αύτόν, καθώς καί μερικοί μοναχοί πού άναζητούσαν τήν συχνότερη Θεία Κοινωνία.

Διηγούνται πολλά γιά τό ύψος στό όποιο κρατούσε ο παπα-Σάββας τήν όλη λατρευτική ζωή· γιά τήν τάξι, τήν προσοχή, τήν επισημότητα. Άς αναφέρουμε ένδεικτικώς μία λεπτομέρεια: Ποτέ δέν χρησιμοποιούσε στόν Ναό τά παπούτσια πού φορούσε έκτος τού Ναού, άλλα είχε ειδικά παπούτσια, τις γνωστές «συρτές» καλογερι­κέςπαντόφλεςγιάτήν έντός τού Ναούχρήσι. Επίσης πρόσ­εχε πολύ τήν Αγία Τράπεζα. Απέφευγε ακόμη και νά τήν έγγίζη. «Ώς φοβερός ο τόπος ούτος!» αναφωνούσε.

—Όταν τόν έβλεπες στό κελλί του, μας είπαν, σού φαινόταν φτωχός και άσημος καλόγηρος, καθώς ήταν και μικροσκοπικός στό σώμα. Όιαν όμως λειτουργούσε, παρουσιαζόταν μεγαλοπρεπής, και τό πρόσωπο του έλαμ­πε σάν πρόσωπο άγγέλου.

Στόν επίσημο λειτουργικό τόνο συνέβαλλε καί 6 ύποτακτικός του π. Όνούφριος, πού είχε ωραιότατη φωνή καί ήταν ανεγνωρισμένης αξίας ψάλτης. Ο δέ π. Ίλαρίων, άν καί άγράμματος, διέθετε δυνατή μνήμη καί είχε έξ ακοής άποστηθίσει πολλούς ύμνους καί ψαλμούς, όπως π.χ. τόν Άμωμο καί τόν Εξάψαλμο.

Γιά τά ουράνια καί άνεκλάλητα σκιρτήματα πού έ­νιωθε ο παπα-Σάββας έμπρός στό ίερώτατο Θυσιαστήριο, τί νά πούμε; ‘Αρκεί νά άναφέρουμε μόνο πώς ήταν ύπο­τακτικός τού “Ιβηρος παπα-Ιλαρίωνος καί κληρονόμος τού λειτουργικού του πνεύματος. Ο παπα-Ιλαρίων, γρά­φει ο π. Ιωακείμ Σπετσιέρης, «κατεγίνετο εις υπερβολι­κούς ασκητικούς άγώνας, ότε δέ έλειτούργει ή μόνος ή μετά τού παπα-Σάββα, ότε έψάλλετο τό «άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ», έτυπτε σφοδρώς τό στή­θος καί έκλαι ε». Ποιος ξέρει τί θά άντίκρυζαν τις στιγμές έκεϊνες τά διορατικά του μάτια! Όπωσδήποτε τούς άγγέλους νά λειτουργούν μέ φρίκη έμπρός στό αι­μόφυρτο καί έσφαγμένο ‘Αρνίο. Καί τί τού άπέμενε νά κάνη παρά νά χτυπά τό στήθος του καί νά άναλύεται σέ λυγμούς!

Άς άναφέρουμε εδώ κάτι παρόμοιο. Προ ετών ζούσε ακόμη καί άσκήτευε κοντά στήν Ί. Μονή Σταυρονικήτα ο ερημίτης παπα-Τύχων. Όταν λειτουργούσε, ό­πως διηγούνται, πολλές φορές στόν Χερουβικό Ομνο περιέπιπτε σέ έκστασι, ατένιζε τά χερουβίμ καί άκουγε τόν τρισάγιο ύμνο. Ο ψάλτης γεμάτος ιερό δέος περί­μενε μισή ώρα, μία ώρα γιά νά συνέλθη ο λειτουργός από τήν θεία αρπαγή. Αγγελικές, παραδεισένιες ώρες λειτουρ­γικής ζωής!

Σ’ αύτά τά πλαίσια έκινείτο ή λειτουργική ζωή τού παπα-Σάββα. Ζωή γεμάτη συγκλονισμούς, δάκρυα, άγγελικά σκιρτήματα, εκστάσεις καί θείες αρπαγές. «Άξιόν έστιν», έψαλλε μαζί μέ τά έξαπτέρυγα σεραφίμ,«τό άρνίον τόέσφαγμένον λαβείν τήν δύναμιν καί πλούτον καί σοφίαν καί ίσχύν καί τιμήν και δόξαν καί εύλογίαν» (Ά«οκ., ε’, 12). Καί ο Εσταυρωμένος καί Άναστάς Κύ­ριος τόν έτρεφε καθημερινά μέ τό Σώμα Του καί τό Αίμα Του, «γιγνόμενος παράδεισος, ξύλον ζωής, μαργα­ρίτης, στέφανος, οικοδόμος, γεωργός, παθητός, άπαθής, άνθρωπος, Θεός, οίνος, ύδωρ ζών, πρόβατον, νυμφίος, πολεμιστής, όπλον» (Μακαρίου τού Αιγυπτίου, 31η πνευ­ματική ομιλία).

Έτσι μέ τήν προσευχή καί μέ τήν καθημερινή Λει­τουργία ποτιζόταν συνεχώς στις πηγές τής ζωής καί τής αθανασίας, γινόταν «ξύλον εύθηνούν παρ’ ύδατα» (Τερεμ., ιζ’, 8), καί άνέδιδε ανθηρούς κλάδους καί γλυκείς καρ­πούς δικαιοσύνης.

Θά χρειασθή όμως στήν συνέχεια νά άναφερθούμε πάλι στήν λειτουργική ζωή τού παπα-Σάββα, νά τόν άπολαύσουμε σ’ένα άλλο σημείο, γιά νά θαυμάσουμε τό ύψος τής πρός τόν πλησίον αγάπης του.

«Μνήσθητι Κύριε…»

Οί ποταμοί τής χάριτος πού αναβλύζουν από τήν αναίμακτο θυσία προσφέρονται δχι μόνο στούς ζώντας, αλλά καί στούς τεθνεώτας. Γι’ αύτό οί λειτουργοί τής Εκκλησίας δέν παύουν από τού νά δέωνται: «Μνήσθητι Κύριε… Υπέρ υγείας… Υπέρ αναπαύσεως τών ψυχών τών δούλων Σου…». Καί όσο περισσότερη είναι ή πίστις καί ή αγάπη τους, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κατάλογος τών ονομάτων.

Τί νάπούμετώραγιάτόν άριθμότών ονομάτων πού μνη­μόνευε ο παπα-ΣάββαςΓΟνόματα «ών ούκ έστιν άριθμός»! Τήν Προσκομιδή τήν άρχιζε μόνο. Δέν ένοούσε νά τήν τελειώση. Χρησιμοποιούσε ένα πολύ μεγάλο δισκάριο, πού έφερε καί τήν παράστασι τής Γεννήσεως, καί δύο, δυόμισυ, τρεις ώρες έβγαζε μερίδες καί μνημόνευε άκατάπαυστα.

—Άγιε Πνευματικέ, τού έλεγαν μερικοί Πατέρες, πολύ κουράζεσαι. Γιατί τόσα ονόματα; Γιατί τόση ώρα ορθοστασία;

— Δέν κουράζομαι, άπαντούσε έκεϊνος. Αντιθέτως αισθάνομαι μεγάλη χαρά. Ωφελούνται κατά πολλά οί μνημονευόμενοι. Ή ώφέλειά τους είναι χαρά μου.

Μερικές φορές δέν τούς απέκρυπτε πώς ο Θεός μέ κάποια άποκάλυψι τού φανέρωσε τήν μεγάλη ώφέλεια πού παίρνουν οί ψυχές από τήν μνημόνευσι. Επρόκειτο γιά ένα δραμα πού είχε ιδεί ως νέος άκόμη Ιερεύς στό Κάθισμα τού Αγίου Ιακώβου. Γιά κάποιον Άγγελο πού μέ τήν μορφή Ιερέως έπλενε καί εσβυνε άμαρτήματα «έν τω αϊματι τού Άρνίου». Τήν άποκάλυψι όμως αύτή δέν τήν άνεκοίνωσε σέ κανένα. Καί όλοι έρωτούσαν: «Τί άραγε νά έχη ιδεί ο Πνευματικός; Τί ήταν αύτό πού

τόν παρεκίνησε νά μνημονεύη τόσα ονόματα»;

Στό τέλος, πριν από τήν κοίμησί του σκέφθηκε πώς δέν έπρεπε νά κρατήση μυστική τήν άποκάλυψι. Τήν κατέγραψε καί τήν άφησε στά χειρόγραφά του. Τό 1925 αναδιφώντας ο π. Ιωακείμ Σπετσιέρης τά κατάλοιπά του τήν βρήκε καί τήν άντέγραψε. Τό κείμενο έχει ώς έξης:

«Προς τούς ερωτώντας, πόθεν παρακινηθείς μνημονεύω κατ’ δνομα καί έξάγω μερίδας είς τήν προσκομιδήν, είς τάς καθ’ έκάστην έκτελουμένας λειτουργίας.

»Κατά τό 1843 έτος, από τών Ιβήρων ήλθομεν είς τήν τού Διονυσίου μονήν ήσυχάζοντες άνωθεν τής Μο­νής είς τό κάθισμα έχον έκκλησίαν του Αγίου Ιακώβου τού Άδελφοθέου, ή όποία ή το παλαιά καί είπεν ο Γέροντάς μου τω Ήγουμένω καί τήν άνεκαίνισεν έκ θεμελίων καί ήλθεν ο Άρχιερεύς νά τήν εγκαινίαση· καί τό έσπέρας ήλθεν είς Ιερομόναχος τής Μονής καί έρραψε τάς ποδιάς τής θείας Τραπέζης καί τής προσκομιδής καί έβρασε τά μίγματα τών έγκαινίων.

»Καί τό πρωΐ, μετά τά εγκαίνια και τήν λειτουργίαν είπε πρός τόν Γέροντά μου, «παρακαλώ νά δώσης μερικά ονόματα τού παπα Σάββα, έπειδή κάμνει κάθε ήμέραν λειτουργίαν, νά τά μνημονεύη 40 ήμέρας εις τήν προσκομιδήν». Καί τού είπε «δώσε του όσα θέλεις». Καί εγραψεν ο Άρχιερεύς εις ένα χαρτί 62 ονόματα καί εις τό τέλος έγραψε καί όσα εδωκεν έλεημοσύνην τόν παπα Στέφανον.

»Καί άφού τά έμνημόνευσα τάς 39 ήμέρας, τήν ή­μέραν όπου θά έγένοντο 40 άκουμβών είς τό άναλόγιον καί περιμένων νά έλθη ο Γέροντάς μου νά πάρω καιρόν διά νά λειτουργήσω, άπεκοιμήθην καί βλέπω είς τόν ύπνον μου, ότι ήμην φορεμένος τήν ίερατικήν στολήν καί ιστάμενος έμπροσθεν τής άγίας Τραπέζης, καί ήτο έπάνω τής άγίας Τραπέζης ο άγιος δίσκος τής λειτουργίας γε­μάτος μέ τό αίμα τού Χοιστού.

«Βλέπω καί έρχεται ο παπα Στέφανος καί παίρνει τό χαρτί από τήν προσκομιδήν καί τήν λαβίδα καί ήλθεν εις τήν άγίαν Τράπεζαν, καί βάλει τό χαρτί έπάνω κοντά εις τόν άγιον δίσκον καί βουτά τήν λαβίδα εις τό αίμα τού Χρίστου καί σβύνει ένα όνομα καί πάλιν βουτά καί σβύνει, έως δπου έτελείωσαν όλα καί έκαθάρισε τό χαρτί. Έξύπνησα καί έγώ καί ήλθεν καί ο Γέροντας μου καί τώ είπον καί μού είπε «δέν σοι είπα νά μήν πιστεύης όνειρα»; Καί μετά τήν λειτουργίαν μοί είπεν «εσύ δέν είσαι άξιος νά συγχωρεθούν αί άμαρτίαι εκείνων. Μέ τήν πίστιν έλαβον τήν άφεσιν τών άμαρτιών».

Άύτη είναι ή αιτία πού μνημονεύω τά ονόματα όλων».

Μέ τόν καιρό αύξανε ο αριθμός τών γνωστών, τών έξομολογουμένων, αύτών πού ζητούσαν τις προσευχές του, καί έτσι μεγάλωνε καί ο κατάλογος τών ονομάτων. Χιλιάδες ονόματα! ΙΊού νά προλάβη νά τά μνημόνευση όλα! Καί τί σκέφθηκε; Τά χώρισε σέ τρία μέρη. Τά άντέγραψε μέ ώραΐα μεγάλα καί καλλιτεχνικά γράμματα σέ τρία βιβλία μεγάλου σχήματος καί τά διάβαζε ένα κάθε ημέρα. Οί Πατέρες τής Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, οί όποιοι εύλαβούντο ύπερβολικά τόν γέροντα Πνευμα­τικό, έφρόντισαν μετά τόν θάνατο του νά προμηθευθούν από τούς υποτακτικούς του ένα από τά βιβλία αύτά, καί τό έφύλαγαν σαν ιερό κειμήλιο.

Τό παράδειγμα τού παπα-Σάββα ας ένισχύση μέσα μας μερικές παραθεωρημένες ΐσως άλήθειες σχετικές μέ τήν λειτουργική ζωή καί μέ τις πλούσιες δωρεές πού άναβλύζουν από τήν θυσία τού Γολγοθά. Πόσα δέν θά είχε νά μας πή γιά τό θέμα αύτό ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσο­λύμων (δ’ αιών) μέ τήν Ε’ Μυσταγωγική Κατήχησί του!

Παραστάτης καϊ σύμβουλος

—  Πνευματικέ μου, του λέει μία ήμερα ο π. Αρσέ­νιος, ο όποιος προ καιρού από μία Μονή τής Χίου ήρθε στήν Σκήτη τής Άγίας Άννης. Τί νά κάνω; Αισθάνομαι πολύ τήν ανάγκη τής συχνής Θείας Κοινωνίας. Μού λέ­νε μερικοί Πατέρες νά κοινωνώ κάθε σαράντα ήμερες. Δέν άναπαύεται ή ψυχή μου. Πές μου τί νά κάνω.

—Νά έρχεσαι έδώ στήν Καλύβη μας καί έγώ θά σέ κοινωνώ συχνά, τού είπε ο παπα-Σάββας.

Καί άργότερα γιά μονιμώτερη λύσι τού συνέστησε νά αλλάξη διαμονή.

—  Νά έγκατασταθής στήν Σκήτη τών Καυσοκαλυβίων. Έκεί δέν θά σού μιλάη κανείς.

***

Άλλοι μοναχοί μέ μεγάλη πνευματική δίψα παρακαλούσαν τόν Πνευματικό νά τούς μυήση στά μυστικά τής νοεράς προσευχής. Καί εκείνος, άν διεπίστωνε πώς διέθεταν κατάλληλο πνευματικό άσκό γιά νά συγκρατήση τό δυνατό καί μεθυστικό κρασί, τούς ικανοποιούσε τό αϊτημά τους.

Πολλοί μοναχοί καλλιεργούσαν τήν νοερά αυτή προσευχή υπό τήν έποπτεία καί έπίβλεψί του. Γνωρίζου­με ότι άνάμεσα σ’ αύτούς άνηκε καί ο Καυσοκαλυβίτης μοναχός Θεοφύλακτος — έκοιμήθη τό 1927 σέ ήλικία 72 έτών — ο όποιος μάλιστα παρίστανε τόν σαλό([6]).

***

Στόν παπα-Σάββα συνέβαινε ό,τι και στούς οσίους στάρετς τής Ρωσικής Όρθοδοξίας. Δέν περιώριζε τήν πνευματική του προσφορά στό καθαρώς εξομολογη­τικό έργο, αλλά έδειχνε μία εύρύτερη καί γενικώτερη συμπαράστασι στά ποικίλα προβλήματα τών ανθρώ­πων πού τόν έπλησίαζαν. Αύτό φαίνεται καθαρά στό έπόμενο περιστατικό:

Στόν καιρό τού παπα-Σάββα τό Άγιον Όρος ήταν ύπό τήν επικυριαρχία τών Τούρκων, καί δέν ήταν σπάνιο νά άναφύωνται διάφορα σοβαρά προβλήματα με­ταξύ τών Μονών καί τής Τουρκικής Αρχής.

—  Άγιε Πνευματικέ, τού λένε κάποτε ταραγμένοι με­ρικοί Πατέρες από τήν Μονή Κουτλουμουσίου, βρισκό­μαστε σέ τραγική θέσι. Ήρθαμε σέ σύγκρουσι μέ τόν καϊ­μακάμη (τόν ανώτερο διοικητή). Τό Μοναστήρι μας άπειλείται μέ καταστροφή. Τί νά κάνουμε; Σώσε μας!

Στήν κρίσιμη αυτή περίπτωσι ο παπα-Σάββας τούς έδωσε τέτοια συμβουλή, πού σέ κάνει νά μένης κατά­πληκτος μόλις τήν άκούσης.

—  Νά τοποθετήσετε, τούς είπε, έμπρός στήν πύλη τής Μονής τό άγγλικό στέμμα. Στις γωνίες καί στόν πύργο νά βάλετε άγγλικές σημαίες. Οί Τούρκοι δέν θά τολμήσουν νά τά βάλουν μέ τήν Αγγλία.

Οί Πατέρες εφήρμοσαν τήν συμβουλή. Ή μανία τών Τούρκων άνεκόπη έμπρός στό άπροσδόκητο θέαμα. “Ετριζαν τά δόντια τους, αλλά τίποτε δέν μπορούσαν νά κάνουν. Ύπεχώρησαν, γιατί βεβαίως δέν είχαν καμμία δρεξι νά δημιουργήσουν διπλωματικό επεισόδιο καί νά

έρθουν αντιμέτωποι μέ τήν Μεγάλη Βρεττανία.

Πολλοί πού είχαν άκούσει γιά τόν παπα-Σάββα καί δέν είχαν τήν δυνατότητα νά τόν έπισκεφθούν, τόν κατέ­κλυζαν μέ έπιστολές. Καθώς περνούσαν τά χρόνια ο αρι­θμός τών έπιστολών πού κατέφθανε στόν Πνευματικό σημείωνε άλματώδη άνοδο. Πλήθος έπιστολών, καί από πολύ μακρινές άποστάσεις. Από τά Ιεροσόλυμα, από τούς Σαββαΐτες Πατέρες, από τήν Ρωσία, ακόμη καί από τούς Όρθοδόξους πού ζούσαν στήν Αμερική.

“Οσοι έπισκέπτονταν τήν Καλύβη τής Αναστάσεως καί άντίκρυζαν τούς σωρoύς από τά γράμματα πού έπαιρ­νε, έμεναν έκπληκτοι. Ντουλάπια ολόκληρα ήταν γεμάτα από έπιστολές.

Γιά νά άνταποκριθή ο παπα-Σάββας στις άπαιτήσεις τής άλληλογραφίας άναγκαζόταν νά διαθέτη, καί μάλι­στα πρός τά τελευταία χρόνια, άρκετές νυκτερινές ώρες. Τί νά κάνη; Αύτό σημαίνει Πνευματικός πατήρ, νά έκδαπανάται γιά τά τέκνα του. Μέ τά ώραϊα του γράμματα, γιατί ήταν σπουδαίος στήν καλλιγραφία, έκλεινε μέσα στις άπαντήσεις του τήν σοφία τού Θεού, τήν παρηγορία, τήν χαρά, τήν ειρήνη καί τά προσέφερε στόν λαό τού Θεού. Δέν ύπελόγιζε καθόλου τόν κόπο. Τό μόνο πού ύπελόγιζε ήταν ή φωνή τού Μεγάλου Ποιμένος: «Σάββα Ίλαρίωνος, άγαπας με; Ποίμαινε τά πρόβατά μου».

Μία έπιστολή κειμήλιο

Στά κατάλοιπα τού παπα-Σάββα βρέθηκε μία πολύ σπουδαία έπιστολή του. Απευθύνεται μέ ήμερομηνία 12

Δεκεμβρίου 1907 «εις Ρωσσίαν, εις Αικατερίνην». Δέν γνωρίζουμε γιά ποιά Αικατερίνη πρόκειται. Είναι μάλλον απίθανο νά πρόκειται γιά τήν Αικατερίνη Ντολγκορούκι, σύζυγο τού Τσάρου Αλεξάνδρου Β’. Τό βέβαιο είναι πώς ή Αικατερίνη αυτή είχε στενούς συγγενικούς δεσμούς μέ τήν αυτοκρατορική οικογένεια.

Τόν καιρό εκείνο ο Τσάρος της Ρωσίας περνούσε τραγικές ώρες. Ή άτμόσφαιρα της χώρας του ήταν άνησυχητικά ταραγμένη. Πολλά τά δεινά: Άθεϊστικές ιδέες, μηδενισμός, άλυτα κοινωνικά προβλήματα, λαϊκές διαμαρτυρίες, επαναστατικά κινήματα, συνωμοσίες, πο­λιτικοί φόνοι, άναρχία. Στις δύσκολες αυτές στιγμές αυ­θόρμητα ζητεί κανείς νά στηριχθή κάπου. Έτσι βλέπουμε τόν εύσεβή Τσάρο Αλέξανδρο Γ’ (1881-1894) νά συντροφεύεται στις ώρες της αγωνίας του από τόν άγιώτατον έκεϊνο Ιερέα Ιωάννη της Κρονστάνδης.

Άλλά και ο Αγιορείτης μας Πνευματικός δέν είναι άγνωστος. Ή φήμη του έχει φθάσει ως τά τσαρικά άνάκτορα, και πρόσωπα της αυτοκρατορικής οικογενείας, όπως ή εν λόγω Αικατερίνη, τού στέλνουν επιστολές και ζητούν τήν δύναμι των προσευχών του. Αλήθεια, πόσο μαγνητίζει τις ψυχές τών ανθρώπων, άνεξαρτήτως θέσεως και άξιώματος, εθνικότητος και άποστάσεων, ή λάμψις της άρετής, ή άκτινοβολία της άγιότητος!

Άς παρακολουθήσουμε όμως τήν άπάντησι τού παπα-Σάββα στις επιστολές πού έλαβε από τήν «τιμιωτάτην και εύσεβεστάτην Αικατερίνην».

«Ε\$ Ρωσσίαν, είς Αικατερίνην

»Είς τό όνομα τοΟ Πατρός και τοδ Υίού κα» τού Άγίου Πνεύματος

«Τιμιωτάτη, εύσεβεστάτη και εύλαβεστάτη Κυρία

Αικατερίνη σύν τω Σεβαστώ και εύλαβεστάτω συζύγφ σου καί φιλτάτοις σου τέκνοις, τέκνα έν Κυρίω αγαπητά, εύχομαί σας έκ μέσης ψυχής.

»Άγαπητή! Έλαβον τήν τιμίαν έπιστολήν σου όμού μετά εικοσιπέντε Καρπόβουλα, καί έχάρην λίαν περί τής ποθητής μοι άγαθής υγείας σας, περί ής νύκτα καί ήμέραν παρακαλώ τόν Θεόν, ου μόνον είς τάς καθημέραν έκτελουμένας ήμών προσευχάς καί άγρυπνίας όλονυκτίους ομού μέ τήν συνοδείαν μου, τά πνευματικά μου τέκνα λέγω Όνούφριον μοναχόν Άγιογράφον καί Ίλαρίωνα μοναχόν Σάββαν, οί όποιοι σας αγαπούν ώς ιδίους άδελφούς δια τούτο σάς λέγω όμού μέ τόν ‘Απόστολον Ιϊαύλον: Χαίρε­τε έν Κυρίφ πάντοτε, πάλιν έρώ χαίρετε” μάλλον δέ χαί­ρε σύ μακαρία Αικατερίνη όπού σέ ήξίωσεν ο Θεός νά τόν προσφέρης δώρα έκλεκτά έκ τής καθαρωτάτης κοι­λίας σου τά δύο φίλτατα τέκνα σου.

»Καί έχεις νά λάβης μέγαν τόν μισθόν από τόν Χριστόν είς τήν Ούράνιον Βασιλείαν του, διότι αυτά τά φίλ­τατα τέκνα σου δέν δουλεύουν φθαρτόν Βασιλέα καί πρόσκαιρον, άλλά τόν ούράνιον Βασιλέα τών Βασιλευόν­των καί Κύριον τών Κυριευόντων, τού οποίου άντιπρόσωπος καί Κυβερνήτης είναι ο όρθοδοξότατος καί Χριστιανικώτατος, ο Αυτοκράτωρ καί Βασιλεύς τής εύλογημένης Ρωσσίας καί όλου τού Χριστιανισμού Κύριος Νικόλαος([7]), έπειδή σήμερον μόνος Κύριος είναι Βασιλεύς τής ‘Ορθοδόξου ήμών Πίστεως, χρισμένος μέ τό Πνεύμα τό Άγιον εις τύπον τού Χριστού, ύπό τόν ήλιον είς όλην τήν Οίκουμένην καί ουδείς άλλος. Διά τούτο όποιος Χρι­στιανός δέν προσεύχεται νύκτα καί ήμέραν υπέρ αύτού καί περί παντός τού Παλατιού καί τού στρατοπέδου αύτού, έκείνος μάτην νομίζει ότι είναι Χριστιανός. Έγώ δέ αγαπητή, καθημέραν έκτελών τήν φρικτήν καί ίεράν λειτουργίαν, ουδέποτε έλειτούργησα χωρίς νά μή παρα­καλέσω τόν Θεόν καί νά λάβω μερίδα, νά τήν ενώσω μέ τό Τίμιον Αίμα τού Σωτήρος ήμών Ίησού Χρίστου. Έξαιρέτως διά τόν Αυτοκράτορα καί Βασιλέα ‘Αλέξανδρον([8]) καί άκολούθως παντός τού παλατιού καί τού στρατοπέδου αύτού. Αυτά τέκνον μου άναγκαστικώς σέ τά έγραψα, διότι δέν θέλω νά είσακούωμαι εις τόν κόσμον, άλλ’ έπειδή μέ έγραψες καί άπαξ καί δις καί τρις διά νά παρα­καλώ τόν Θεόν διά τά φίλτατα τέκνα σου, όπου είναι έ­τοιμα νά άποθάνουν διά τήν όρθόδοξον πίστιν καί τήν άγάπην τού Ίησού Χριστού, τούτου χάριν διά νά μή σέ λυπήσω έγραψα καί υπέρ τά μέτρα μου. “Οθεν παρακαλώ τόν Θεόν δι’ όλους σας νά άξιώση τής Βασιλείας τών ούρανών νά εύφραίνησθε αιωνίως εις τό γλυκύτατον φώς καί τό κάλλος τής άγίας καί ζωοποιού Τριάδος, έν προσώπω Ίησού Χριστού μετά πάντων τών Άγίων. ‘Αμήν. Έν έτει 1907, Δεκεμβρίου 12.

Ο ταπεινό; Σάββας ιερομόναχος, πνευματικός έκ Μικρας Άγίας Άννης, Εκκλησία ή Τιμία καί ‘Ανάστασις (βίο) τού Χριστού. Σας ασπάζονται τά πνευματικά μου τέκνα».

(Πιστόν άντίγραφον)

Ή έπιστολή αύτή, πολύτιμο πνευματικό κειμήλιο, αν μελετηθή μέ προσοχή μας άνοίγει πολλά παράθυρα πρός τόν θαυμαστό ψυχικό ούρανό τού παπα-Σάββα.

Πόση ύψοποιός ταπείνωσις δέν κρύβεται σ’ έκείνη τήν φράσι, Άύτά τέκνον μου αναγκαστικούς σέ τά έγρα­ψα διότι δέν θέλω νά εισακούομαι εις τόν κ ο σ μ ο ν, άλλ’ έπειδή μέ έγραψες και άπαξ και δις και τ ρ ί ς…»!

Τό άλλο πάλι σημείο πρός τό τέλος, «νά εύφραίνησθε αιωνίως είς τό γλυκύτατον φως καί τό κάλλος τής άγίας καί ζωοποιού Τριάδος, έν προσώπφ’Ιησού Χρίστου μετά πάντων τών Αγίων», άποτελεϊ τήν πιό εύστοχη καί πιο επιγραμματική περίληψι ολοκλήρων κεφαλαίων τής Μυστικής Θεολογίας.

Πάσχα στόν Ουρανό

Ή Μεγάλη Τεσσαρακοστή τού 1908 βρήκε τόν γέροντα Πνευματικό καταβεβλημένο. Οί σωματικές δυ­νάμεις τόν εγκατέλειπαν. Τό σάρκινο σκήνωμα κατέρρεε. Εκείνο πού “τον κρατούσε άκόμη στήν ζωή ήταν ή Α­γία Τράπεζα. Λειτουργούσε, όπως αναφέρει ο Διονυσίάτης Καθηγούμενος Γαβριήλ, «μέχρι βαθέος γήρατος καθ’ ήμέραν, άπαξ τής ήμέρας γευόμενος άρτου καί νηστησίμου έψήματος, τά δέ τελευταία του 4-5 έτη συνετηρεϊτο μόνον διά τής καταλύσεως τού Άγίου Ποτηρίου -καί πρός τό έσπέρας ενός φλυτζανίου καφφέ». “Ωστόσο <(ο έσω άνθρωπος» ήταν ακμαιότατος, ή δέ καλωσύνη καί ή γλυκύτης πού ξεχύνονταν τώρα στό πρόσωπο του -προξενούσαν ιδιαίτερη έντύπωσι.

“Η Καλύβη του πανηγύριζε τήν ήμέρα τής Αναστά­σεως. Πολλοί πού είχαν προηγουμένως περάσει από τό εξομολογητήριο του Γέροντος Πνευματικού παρέμεναν νά εορτάσουν μαζί του τό Πάσχα. Λουσμένοι μέ τό μυ­στήριο τής συγγνώμης ένιωθαν έντονα τήν Άνάστασι. Στήν φτωχική αύτή Καλύβη αισθάνονταν όλο τό εκθαμ­βωτικό μεγαλείο τής πασχαλινής έορτής. Τήν χρονιά εκείνη τό Πάσχα έπεφτε στις 13 Απριλίου, αλλά ο παπαΣάββας δέν φαινόταν πώς θά τό προλάβαινε. Θά τό έώρταζε μάλλον στόν Ούρανό. Σήκωνε στήν πλάτη του 87 χρόνια γεμάτα πνευματικούς μόχθους, καί οί ώμοι του επρεπε τώρα νά γείρουν καί ν’ αναπαυθούν.

Ο Θεός συνηθίζει νά παίρνη κοντά του τούς Άγίους του σέ κάποιες σημαδιακές ήμερομηνίες. Ήταν Παρα­σκευή, 4 Απριλίου, εσπερινός τής Αναστάσεως τού Λα­ζάρου. Ο Γέρων Πνευματικός μέ συγκεντρωμένες τις ασθενικές του δυνάμεις τελούσε τήν Προηγιασμένη. “Ή­ταν ή τελευταία του Λειτουργία—τό ήξερε—καί ή συγκίνησίς του ήταν άποκορυφωμένη. Τά εσπερινά αναγνώ­σματα έπαύξαναν τήν συγκίνησι. Ώμιλούσαν γιά θανά­τους ιερών προσώπων: «Γενέσεως τό ανάγνωσμα… Καί έξάρας Ιακώβ τούς πόδας αύτού έπί τήν κλίνην εξέλιπε… Καί είπεν Ιωσήφ τοις άδελφοΐς αύτού λέγων έγώ απο­θνήσκω…». Ήταν ή κατάλληλη ώρα τής άναχωρήσεως. Καί ο παπα-Σάββας μήπως δέν είχε παλέψει σάν τόν Πα­τριάρχη Ιακώβ γιά νά κατακτήση τόν Θεόν, καί μήπως σάν τόν Ιωσήφ δέν είχε σιτοδοτήσει τόν πεινασμένο λαό τού Θεού;

«Μετά τήν Θείαν Λειτουργίαν έκάθησεν ώς κεκοπιακώς καί λέγει εις τούς δύο υποτακτικούς του Όνούφριον καί Ιλαρίωνα:

»—Έλθετε νά διαβάσω εις ύμάς συγχωρητικήν εύχήν, διότι μετ’ όλίγην ώραν άποθνήσκω» (Σπετσιέρης).

Τούς ευλόγησε, τούς άπεχαιρέτησε, τούς έδωσε τις τελευταίες του υποθήκες, τούς ώμίλησε γιά τήν συνάντησι στήν Άνω Μητρόπολι. Στιγμές ιερές, φορτωμέ­νες από πένθος, σιωπή και μυστήριο^ Μέ άπέραντη τώρα γαλήνη στό πρόσωπο προσδοκούσε τήν έπίσκεψι τών αγγέλων, ένώ τά χείλη του δοξολογούσαν ακατάπαυστα τόν Κύριον τής ζωής καί τού θανάτου.

Τήν ενάτη βυζαντινή ώρα, τρεις ώρες πριν βασιλέψη ο ήλιος στόν Άθωνα, μέσα στά δάκρυα τών υποτακτι­κών, στίς εύωδίες πού σκορπούσαν τά λουλούδια τού Απριλίου, στά άνοιξιάτικα κελαδήματα τών πουλιών τής έρήμου, στά θυμιάματα τών έσπερινών προσευχών ή ψυχή τού Πνευματικού πετούσε στούς ουράνιους θα­λάμους, στούς κόσμους τήίς άφθαρσίας. Πετούσε γεμάτη έλπίδα αναστάσεως, ένώή ‘Εκιίλησία δοξολογούσε Εκεί­νον πού κατενίκησε τόν θάνατο καί χάρισε τήν άνάστασι στόν τετραήμερο Λάζαρο.

Ο Κύριος Ιησούς περίμενε τήν ήγαπημένη ψυχή στό άκρογιάλι τής επουρανίου Τιβεριάδος, γιά νά τής προσφέρη «τό βασίλειον τής ευπρεπείας καί τό διάδημα τού κάλλους». Τής άπηύθυνε τό άσματικό: «Καλή εϊ, ή πλησίον μου, ώς εύδοκία, ώραία ώς Ιερουσαλήμ… Ώμοιώθης τω φοινίκι» (Άσμα, στ’ 4, ζ’ 7).

Μέ τήν κοίμησι τού ιερού καί καρποφόρου αύτού φοίνικος γέμισαν οί ψυχές θλΐψι. Δημιουργήθηκε κενό δυσαναπλήρωτο. “Εφυγε ένας δυνατός Άπό δυνατών

Ισραήλ», μία άνεπανάληπτη προσωπικότης.

***

Τό μονοπάτι πού άνηφόριζε πρός τήν Μικρά Αγία Άννα σχεδόν νεκρώθηκε, τό ταχυδρομείο δέν μετέφερε τήν πληθωρική άλληλογραφία, ή Καλύβη τής Αναστά­σεως βυθίσθηκε στήν ήσυχία. Ωστόσο μερικοί ευλαβείς προσκυνηταί άνέβαιναν γιά νά ράνουν μέ δάκρυα τόν τάφο τού Πνευματικού καί νά παρακαλέσουν κάποιον Τερέα νά τού διαβάση ένα τρισάγιο.

Στό Μπουραζέρι, κοντά στίς Καρυές, ο γέρων Άρσένιος, τής εκλεκτής συνοδίας τού παπα-Χαραλάμπου, μδς διηγήθηκε τά έπόμενα:

—Τό 1909 άναχωρώντας από τόν Καύκασο πέρασα από τήν Παλαιστίνη καί τήν Αίγυπτο, καί κατευθυ­νόμουν πρός τό Άγιον Όρος. Στήν Αλεξάνδρεια ο Πα­τριάρχης μού έδωσε χρήματα. «Νά περάσης, μού είπε, από τήν Σκήτη τής Μικράς Άγίας Άννης καί νά κάνης ένα τρισάγιο στόν τάφο τού παπα-Σάββα. Πνευματοφόρος άνθρωπος. Τόν είχα Πνευματικό. Τόν έγνώρισα στά Ιε­ροσόλυμα».

Αυτά είπε στόν π. Αρσένιο ο Πατριάρχης. (Πρό­κειται γιά τόν Φώτιο, έκ Τήνου, πού ήταν ένάρετος, μορ­φωμένος, δεινός ίεροκήρυξ, καί προερχόταν από τους Αρχιερείς τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων). Καί Πατριάρχαι ακόμη ύποκλίνονταν έμπρός στόν παπα-Σάββα!

Όταν μετά από καιρό άνεχώρησε γιά τήν αιωνιό­τητα καί ο γερο-Όνούφριος, Γέροντας τής Καλύβης απέ­μεινε ο π. Ίλαρίων. Μέ τόν διαλεκτό ύποτακτικό πού α­πέκτησε, τόν Εμμανουήλ Παπαδοβασιλάκη, από τήν Κρήτη, τόν όποιον ώνόμασε π. Όνούφριο, φιλοτεχνού­σαν σφραγίδες άρτοκλασίας καί μιλούσαν συνεχώς γιά τόν άείμνηστο Πνευματικό, τόν «παππού» τού νέου μοναχού.

Στούς έπισκέπτες τής Καλύβης ο γερο-Ίλαρίων έξιστορούσε συνεχώς τό μεγαλείο τού μακαρίου Γέρον­τος. Τούς έδειχνε, αν τό ζητούσαν, καί τά χειρόγραφά του. Φωτογραφία δέν είχε νά τούς δείξη, γιατί «ο άείμνηστος ήν όνομαστός ασκητής καί έρημίτης καί απέφευγε φω­τογραφίας» (Παύλος ιατρός, Λαυριώτης). Τούς έπέτρεπε ακόμη νά ασπασθούν καί τήν σεπτή κάρα του, πού τήν φύλαγε στήν Εκκλησία ώς κόρην όφθαλμού.

«Εις τήν Καλύβην, έν ή διέμενεν έν τή Μικρά Άγία Άννη ο πνευματικός Σάββας — γράφει ο π. Ιωακείμ

Σπετσιέρης — έχουσιν τήν κάραν του, ήτις ομολογώ ότι μοι προύξένησεν, ώς τήν ήσπάσθην, τοιαύτην έντύπωσιν ώς κάρα άγιου ανδρός» (Άπομν., Α’, σ. 22).

Μήπως και ο βίος του δέν προξένησε σ’ εμάς έντύ­πωσι βίου άγιου ανδρός; Καϊ τά πλήθη πού άνέβαιναν πρός τήν Καλύβη του πώς έκφράζονταν;

—Πηγαίνουμε γιά νά εξομολογηθούμε στόν Άγιο Σάββα, συνήθιζαν νά λένε.

Δέν απομένει παρά νά άναγνωρισθή καί επισήμως ή άγιότης του από τήνΈκκλησία. Τό εύχόμεθα όλοψύχως. Διότι υπήρξε ο παπα-Σάββας κατά κοινήν ο­μολογία φωτεινό μετέωρο άρετής, θαλερό κλήμα τής άγίας Αμπέλου, φιλεύσπλαγχνος, παρηγορητικός, «ισχυ­ρός έν πολέμα»), προφητικός, όσιακός, άξιομακάριστος, άνθρωπος τού Θεού, ήγαπημένος καί μεμαρτυρημένος υπό Θεού καί ανθρώπων.

 

 

(**) Γιά τόν γέροντα Βαρνάβα ο ττ. Ιωακείμ Σπετσιέρης ση­μειώνει τά έξής αξιόλογα:

«Εις τό κελλίον του ούδέν είχεν ει μη μίαν ψάθαυ, εν ιταλαιόν

Μ η

(*) Στόν μοναχισμό ύπάρχει ποικιλία τρόπων ασκήσεως. Κατά τήν άσκησι τής σαλότητος άκραϊο και πρωτότυπο είδος προσποιείται ο μοναχός πώς τού σάλεψε τό μυαλό, καί κατακτά έτσι τΙς κορυφές τής ταπεινοφροσύνης καϊ τής άπαθείας. Όνομα

 

[*] Στις Σκήτες έκτος άπό τούς μικρούς Ναούς κάθε Καλύβης ύττάρχει καί ο μεγάλος καί κεντρικός Ναός, τό «Κυριακόν». Σ’ αυτόν, μέ τήν συμμετοχή όλων τών μοναχών της Σκήτης τελούνται οί Α­κολουθίες τών Κυριακών κυρίως, καθώς καί τών μεγάλων εορτών.

[†] Μέγα καί θαυμαστόν προσκύνημα ΕΊς ΤΤαλαιστίνην καί Σίνα, Σύρος 1935», σελ. 142-143.

κιλίμιον και εν σταμνίον δι’ ύδωρ καί μερικά πεπαλαιωμένα φορέ­ματα. Ούτε στρωμνήν είχεν, ούτε βιβλία, ούτε επιπλον όλοτελώς. Κατά τήν νύκτα δέν έκοιμάτο, άλλ’ ήγρύπνει προσευχόμενος καί διαλεγόμενος. Ήκούετο κατά τήν νύκτα νά φωνάζη, «φύγετε τά’ιτονηρά πνεύματα, ο Χριστός σας Ιτπτιμα!». Πολλάκις ήκούετο ώς νά φιλονικη μετά τίνος· πλησίον έκεί είχε τό κελλίον του ο μοναχός Κορνήλιος· ήρώτησα μίαν τών ήμερων τόν μοναχόν Κορνηλιον· τί συμβαίνει εις τόν γέροντα Βαρνάβαν και φωνάζει τήν νύκτα καί φιλονικεί; Τά πονηρά πνεύματα, λέγε» ο πατήρ Κορνήλιος, ένοχλονσιν αύτόν και αύτός αντιλέγει ώς άναγινώσκομεν ε!ς τό Πατερικόν, ώς έποίουν οί μεγάλοι πατέρες οί εύρισκόμενοι είς τάς έρημους…

Ή θεωρία τού προσώπου του ένέπνεε σεβασμόν διότι έζωγρα<ρισμένη ή άρετή έφαίνετσ είς τό πρόσωπον του. Απέθανε είς γήρας βαθύ, καί προγνωρίσας προ πολλών ήμερων τήν αύτούτελευτήν» (Απομνημονεύματα, Α’, σελ. 57-58).

[§] Στό βιβλίο τού Άρχιμ. Ιωακείμ Σπετσιέρη, «Ή έρημϊτι; Φωτεινή ε!$ τήν έρημου τσύ Ίορδάνου», εκδοσι; Σ. Σχοινα, Βόλοξ, 19554», μπορεί κανείς νά γνωρίση τήν ύπέροχη αύτη όσιακή μορφή και τήν θαυμαστή ιστορία τη$.

[5] Είς όσους ενδιαφέρονται νά καλλιεργήσουν ανώτερη πνευ­ματική ζωή και νά γευθούν «άρτον αγγέλων», συνιστούμε τό θαυ­μάσιο έργο τού Άγιου Μακαρίου τού Αιγυπτίου, «Όμιλίαι πνευματικαί». Κυκλοφορεί σέ άρτία εκδοσι τής Αποστολικής Διακονίας, στήν σειρά «Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων», τ. 41-42. Στό κείμενο αύτό περικλείονται τά πιο μεθυστικά άρώματα τού Πνεύματος.

στοί σαλοΐ υπήρξαν ο όσιος Συμεών (στήν Συρία, $’ αι.), ο όσιος Ανδρέας (στήν Κωνσταντινούπολη Θ’-Γ αι.), ή όσία Ίσιδώρα (στήν Άνω Αίγυπτο, δ’ αϊ.) κ. ά.

[7] Κατά τά έτη 1894-1917 Αυτοκράτωρ της Ρωσίας ήταν ο Νι­κόλαος Β’ ‘Αλεξάνδροβιτς, ο τελευταίος τών Τσάρων. Τό 1918 έκτελέσθηκε οικογενειακώς άπό τούς Μπολσεβίκους στήν πόλι τών Ου­ραλίων Αίκατερίνμπουργκ.

[8] Άναφέρεται στόν Αλέξανδρο Γ’ ‘Αλεξάνδροβιτς (1881-1894), πού υπήρξε Τσάρος δυναμικός, προικισμένος μέ έξοχα προσόντα, ειρηνόφιλος καϊ προασπιστής τής Όρδοδοξίας, άλλ’ 6 όποιος απέ­θανε πρόωρα, σέ ήλικία 39 ετών.

 

Αρχιμανδρίτου Χερουβείμ (+) Σύγχρονες Αγιορείτικες μορφές 

Σάββας ο πνευματικός -Έκδοσις Η΄

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ Α ΤΤΙΚΗΣ 1995