Ειδήσεις και Ανακοινώσεις

Λόγος επιμνημόσυνος στον Μητροπ. Πέτρας κυρό Νεκτάριο (Μητροπ. Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου Ευγενίου)

22 Νοεμβρίου 2015

Λόγος επιμνημόσυνος στον Μητροπ. Πέτρας κυρό Νεκτάριο (Μητροπ. Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου Ευγενίου)

petras.nektarios.4Martires-Rethimno_2013

ΛΟ­ΓΟΣ Ε­ΠΙ­ΜΝΗ­ΜΟ­ΣΥ­ΝΟΣ

ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙ­ΤΟΥ

ΡΕ­ΘΥ­ΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΥ­ΛΟ­ΠΟ­ΤΑ­ΜΟΥ κ. ΕΥ­ΓΕ­ΝΙΟΥ

ΚΑ­ΤΑ ΤΟ ΤΕΣ­ΣΑ­ΡΑ­ΚΟΝ­ΘΗ­ΜΕ­ΡΟΝ Ι­Ε­ΡΟΝ ΜΝΗ­ΜΟ­ΣΥ­ΝΟΝ

ΤΟΥ Α­ΟΙ­ΔΙ­ΜΟΥ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙ­ΤΟΥ

ΠΕ­ΤΡΑΣ ΚΑΙ ΧΕΡ­ΡΟ­ΝΗ­ΣΟΥ κυ­ροῦ ΝΕ­ΚΤΑ­ΡΙΟΥ

Ιερός Μητροπολιτικός Ναός Μεγάλης Παναγίας Νεαπόλεως Λασιθίου

Κυ­ρια­κή, 22α Νο­εμ­βρί­ου 2015

 

«Εδώ στην Κρήτη δεν μιλούνε στην ψυχή μας μονάχα αυτά που βλέπουνε τα μάτια μας· μια δεύτερη Πατρίδα, πες την Απάνω Κρήτη, φεγγοβολά από μεγαλωσύνες και ομορφάδες», έγραψε ο εκλεκτός της γόνος Παντελής Πρεβελάκης (από «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ»). Στήν Απάνω Κρήτη του ουρανού και στην Εκκλησία της βρίσκεται πλέον μία ακόμη από αυτές τις μεγαλωσύνες και ομορφάδες, ο μακαριστός Ποιμενάρχης της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας και Χερρονήσου, Μητροπολίτης Νεκτάριος.

Σήμερα, από υπακοή και μόνο στην Εκκλησία και στο Σεπτό Πρόεδρο της Ιεράς Επαρχιακής μας Συνόδου και Τοποτηρητή της Ιεράς αυτής Μητροπόλεως, Σεβ. Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ.κ. Ειρηναίο, ανέλαβα να ιερουργήσω τον λόγο την ώρα αυτή και να ανοίξω το στόμα μου για να ψελλίσω λίγες λέξεις για τον αοίδιμο Γέροντά μου. Σας εξομολογούμαι ευθύς εξαρχής πως αληθινά δυσκολεύομαι πολύ να μιλήσω, γιατί δεν θα μπορέσω να πω όλη την αλήθεια γι  αὐ­τόν. Αναγνωρίζω την πνευματική μου ένδεια για τούτο το τόλμημα και αναστέλλεται η διάθεσή μου, αλλά ολοπρόθυμη από μέρους μου θα είναι η αποδοχή όσων συνεπάγεται η ατελής απόδοση του πορτραίτου ενός ανθρώπου, ο οποίος ήδη στην συνείδηση των συνανθρώπων καταγράφεται ως μέγας. Δεν είναι σχήμα λόγου ότι θα τον αδικήσω και πως, όσο κι αν μαζέψω άνθη κι ευωδιές από τους καλύτερους κρητικούς λειμώνες, δεν θα τα καταφέρω να πλέξω το στεφάνι του και να τον στεφανώσω από μέρους σας, όπως του πρέπει. Αλλά σκέφτομαι, μήπως και το στεφάνι αυτό, όσο όμορφο και αν είναι, δεν φτάνει σε τίποτε τελικά εκείνο «το αμάραντον στέφος» που λαμβάνουν οι εκλεκτοί του Θεού μαζί με «την ουράνιον κληρουχίαν», το οποίο ήδη θεωρώ ότι κοσμεί την κεφαλή του. Αναρωτιέμαι πως θα μπορέσω να μεταφέρω, έστω και λίγο από το μυστήριο και την χάρη του κόσμου του Γέροντά μας, που πανθομολογούμενα έζησε στον κόσμο όντως υπερκόσμια και τον κόσμησε. Δεν σκιαγραφείς, σκέφτομαι, την μορφή ενός ανθρώπου του Θεού, ενός χαριτωμένου και ηγιασμένου, ιερού κυριολεκτικά, προσώπου αναφέροντας μερικά γνωρίσματα η αρετές του, ούτε καταγράφοντας ιστορικούς σταθμούς της ζωής του. Αφήνεσαι στη χάρη του Θεού να οδηγηθούν τα βήματά σου στους δρόμους της, για να μπορέσεις κάτι να γευθείς και να κατανοήσεις. Αυτό μου συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Αφήνομαι, έχοντας το αίσθημα πως η εκκλησιαστική ζωή του Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου Νεκταρίου δεν είναι απλά δυσπερίγραπτος αλλά κυριολεκτικά απερίγραπτος. Είναι γη Σιναϊτικής Βάτου αγία, βάτου «καιομένης και μη καταφλεγομένης». Έχει θεοπτία και ουρανίων θαλάμων μετουσία. Είναι μυσταγωγία και τελείων άνωθεν δωρημάτων αποκάλυψη. Είναι δωρεά του ουρανού στην γη, εκχύλισμα του θείου ελέους που θέτει στην Εκκλησία, «αποστόλους, προφήτας, διδασκάλους», «οικονόμους πιστούς της χάριτος», που αξιώνονται της όντως «δεσποτικής χαράς».

Ο μακαριστός Γέροντάς μας, και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, αναλώθηκε στην διακονία της Αγίας μας Εκκλησίας, και πριν σαράντα ημέρες «ηρπάγη… τε­λει­ω­θεὶς εν ολίγω… ἀ­ρε­στὴ γαρ ην Κυρίω η ψυχή αυτού». Ο Μέγας Αρχιερεύς τον εκάλεσε κοντά Του. Και εκείνος έσπευσε αθόρυβα, καρτερικά, ταπεινά και ειρηνικά για να αναπαυθεί στην πατρική Του αγκαλιά με την προσδοκία της κοινής αναστάσεως και της ζωής του μέλλοντος αιώνος, γνωρίζοντας πως, κατά τους παύλειους λόγους, « Εμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλιππ. α , 21) και «εάν τε … ζῶ­μεν εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν» (Ρωμ. ιδ , 8). Πορεύθηκε στην «αγήρω μακαριότητα» έχοντας βαθειά επίγνωση των λόγων του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού: «Σκια θανάτου εστίν η ανθρωπίνη ζωη. Ει τις ουν εστι μετά του Θεού, και ο Θεός μετ  αὐ­τοῦ εστιν, ούτος δύναται ειπείν εναργώς το, Εαν γαρ πορευθώ εν μέσω σκιας θάνατου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ  ἐ­μοῦ ει» (Περί αγάπης εκατοντάς δευτέρα, τεσσ. ανοικ. στ ­).

Σήμερα, σ  αὐ­τήν την λειτουργική ώρα, κατά την οποία συναχθήκαμε για να ενώσομε τις προσευχές μας και να τις κατευθύνομε ως θυμίαμα στα Άγια των Αγίων της μεγαλωσύνης του Θεού για την ανάπαυση της μακαρίας ψυχής του μετά των αγίων και των δικαίων Του, τον αναζητούμε αλλά επαναλαμβάνομε το Ιώβειο «ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο· είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον» (Ιώβ α , 21),  κρατώντας στην καρδιά μας τη φωτεινή παρουσία, το ήθος, το φρόνημα και το παράδειγμά του.

Ένας μεγάλος εκκλησιαστικός άνδρας με επιβλητικό παράστημα, ένας χαρισματικός άνθρωπος με οφθαλμούς γεμάτους οραματισμούς υπήρξε ο Νεκτάριος. Και όλοι σήμερα αναπολούμε και μνημονεύομε, ευγνωμονούμε και θαυμάζομε, ευχαριστούμε και δοξάζομε τον Θεό που μας τον χάρισε γνήσιο πατέρα, αληθινό ποιμένα, αεικίνητο, ακαταπόνητο και ακάματο της ευσεβείας διδάσκαλο.

Σεβασμιώτατε Αρχιεπίσκοπε Κρήτης κ.κ. Ειρηναίε,

Σεβασμιώτατοι, Θεοφιλέστατοι,

Αδελφοί Ιερείς και Διάκονοι, Οσιώτατοι Μοναχές και Μοναχοί, Ευλογημένοι άνθρωποι της Εκκλησίας μας, που συνήλθατε εδώ για την αγάπη του μακαριστού Μητροπολίτου Νεκταρίου.

Συγχωρήστε με αυτήν την ώρα που θα στρέψω τον λόγο και δεν θα μιλήσω για εκείνον, αλλά,  όπως πάντα, σε εκείνον, για να εξομολογηθώ. Για να του πω κάτι από όσα θέλει η καρδιά μου, αλλά αδυνατούν τα χείλη μου να του προσφέρουν. Προς εκείνον λοιπόν θα κινήσω τον χαριστήριο λόγο μου με την βεβαιότητα πως εκεί που είναι, κάπου μεταξύ του Θρόνου του Θεού και του θρόνου που εκλέϊσε, θα τον ακούσει.

Σεπτέ της κατά Πέτραν και Χερρόνησον Εκκλησίας άγγελε, πολυφίλητε Γέροντα, τίμιε εργάτη του αμπελώνος του Κυρίου και πιστέ οικονόμε του γεωργίου Του, όντως αξιομακάριστε και αλησμόνητε Επίσκοπε της Τοπικής αυτής Εκκλησίας, πολυσέβαστε πάτερ Νεκτάριε.

Η αιφνίδιος εκδημία σου προς τον Μεγάλο Αρχιερέα Χριστό πλήρωσε την καρδιά μας με χαρμολύπη. Λύπη για το μεγάλο κενό που αισθανόμασθε από τον έστω και προς καιρόν αποχωρισμό μας, αλλά και χαρά γιατί γνωρίζομε πως για τους ανθρώπους του Θεού «ουκ έστιν … θά­να­τος, εκδημούντων ημών από του σώματος, και προς … τὸν Θεόν ενδημούντων, αλλά μετάστασις από των λυπηροτέρων επί τα χρηστότερα και θυμηδέστερα, και ανάπαυσις και χαρά» (Γ  Εὐ­χή Εσπερινού Αγίου Πνεύματος, Μεγάλου Βασιλείου). Είμαστε σίγουροι ότι «σε πήρε ο ουρανός και εκείνος κάποτε θα μιλήσει για εσένα», για να χρησιμοποιήσω μία δική σου έκφραση, όπως την έλεγες και την έγραφες για τον Γέροντά σου.

Διστάζω να σε ιερογραφήσω. Τι να πω και τι να αφήσω; Θα χρειαζόμουν τόσο χρόνο όσο από τότε που σε πρωτοαντίκρισα. Και όχι μόνο. Τα αισθήματα και τα βιώματα άλλωστε δεν είναι δυνατόν ποτέ να εκφρασθούν με λόγια. Υπήρξες αληθινά για όλους μας πατέρας, αδελφός και φίλος, προστάτης, συνοδίτης και χαλινός. Παραδοσιακός και ταυτόχρονα ρηξικέλευθος, με ανοικτούς οφθαλμούς, που έβλεπαν το αύριο της Εκκλησίας και του τόπου και οραματίζονταν συνεχώς. Ήσουν μακρόθυμος και ανεκτικός, ανεξίκακος αλλά και μαχητικός για τα δίκαια του λαού σου. Επίσκοπος, όπως τον θέλει ο απόστολος Παύλος στην προς τον Πρωτεπίσκοπο της Εκκλησίας Κρήτης Τίτο επιστολή του. Φιλόθεος και φιλάνθρωπος, φιλόχριστος και φιλάγιος, φιλόκαλος και φιλάρετος, φιλακόλουθος και φιλόμουσος,  φιλομόναχος και φιλήσυχος, φιλόξενος και φιλάγαθος, φιλομαθής και φιλεύσπλαχνος. Συνετός και σώφρων. Συγχωρητικός αλλά προπάντων δίκαιος. Ελεήμων, ακτήμων και αφιλάργυρος, πλουτιστής όμως πνευματικός των πενομένων. Λειτουργικός και πρακτικός. Μεγαλοπρεπής, και προπάντων ιεροπρεπής. Βιβλική μορφή, αληθής Ποιμήν με ευαγγελική πολιτεία. Αγνός και τίμιος, ευθύς και ανιδιοτελής. Αξιοπρεπής, αριστοκράτης στην πιο ωραία σημασία του όρου και γι  αὐ­τό αξιομνημόνευτος, αξιότιμος και αξιομίμητος.

Είχες ένα πιστεύω, μία σημαία και ένα σύνθημα: «Όλα για την Εκκλησία. Τίποτε για εμάς». Αυτό ζούσες, αυτό πρέσβευες, αυτό δίδασκες μέχρι την τελευταία στιγμή, με την αγιοπατερική παρουσία σου. Ο λόγος σου έφερνε κοντά μας τον ιερό Χρυσόστομο. Ο λυρισμός του πλησίαζε στον Θεολόγο Γρηγόριο. Η λιτότητα του βίου σου παρέπεμπε στον Μέγα Βασίλειο. Ο μοναχικός κοινοβιατισμός σου έφθανε στον Μέγα Θεοδόσιο. Η οσιότητά σου μιμούνταν τον Άγιο Αντώνιο. Ο ζήλος σου ευθυγραμμιζόταν με του Αγίου του χωριού σου, του Αγίου των παιδικών σου χρόνων, του Θεσβίτου Ηλία. Η πνευματική λεβεντιά σου, η παρρησία, η ευψυχία ήταν σε ευθεία γραμμή με τον Άγιο καβαλάρη του Μεγάλου Κάστρου, η ανδρεία, η αποφασιστικότητα, το θάρρος ήταν προσανατολισμένα στον Μεγαλομάρτυρα έφορο της Μονής της μετανοίας σου. Η πραότητα, η υπομονή και η πιστότητα αντέγραφαν καθημερινά τις αρετές του φερωνύμου Αγίου σου. Μιμητής Αγίων, όπως και εκείνοι μιμητές Χριστού. Αυτό κατεργαζόσουν εν μέσω θλίψεων, δοκιμασιών και πόνων με καθημερινή εσωτερική εργασία που χάρισε σε εμάς αυτό που είσαι σήμερα.

Αυτός ήσουν. Γι  αὐ­τό σε θαυμάζαμε. Γι  αὐ­τό σε ακολουθούσαμε. Γι  αὐ­τό σε ακούγαμε. Γι  αὐ­τό γινόμασταν συνέκδημοί σου στο δρόμο της σωτηρίας και του αγιασμού. Γι  αὐ­τό σήμερα σε σεβόμαστε, σε τιμούμε, σε αγαπούμε. Γιατί ήσουν «τύπος των πιστών εν πάσι» και η ζωή σου άντεχε σε γυάλινα κριτήρια, κατά δική σου πάλι ρήση, ειπωμένη για το Γέροντά σου.

Δεν είναι υπερβολή αν πω, όσο και αν δεν θα το ήθελες, πως τα κατάφερες παλληκαρήσια να ισχύουν για εσένα όλοι του Κυρίου μας οι μακαρισμοί. Ήσουν από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους, τους αληθινά ταπεινούς που κατονομάζονται «πτωχοί τω πνεύματι» και των οποίων «εστίν η βασιλεία των ουρανών». Ήσουν από εκείνους τους «πενθούντες» που δέχονται την παρηγοριά του Παρακλήτου,  από τους «πραείς» που θα είναι τελικά οι κληρονόμοι της γης, από τους «πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην» που θα χορτασθούν από τον Δικαιοκρίτη, από τους «ελεήμονες» που θα ελεηθούν από τον Παντελεήμονα, από τους «καθαρούς τη καρδία» που θα δουν τον Θεόν, από τους «ειρηνοποιούς» που θα εξονομασθούν «υιοί Θεού», από τους «δεδιωγμένους ένεκεν δικαιοσύνης» που δική τους είναι η Βασιλεία των ουρανών, από αυτούς για τους οποίους ο Κύριος είπε το «μακάριοί εστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ  ὑ­μῶν ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. ε , 3-12). Γι’ αυτό χαιρόσουν, γιατί γνώριζες ότι ο μισθός σου θα είναι «πολύς εν τοις ουρανοίς», και μόνο αυτό επιζητούσες. Τίποτε από τα επί της γης, τα οποία «σης και βρώσις αφανίζει» (Ματθ. ς , 19).

Δεν έπαυσες ποτέ να εργάζεσαι για την οικοδομή και τον πνευματικό επιστηριγμό του ποιμνίου σου, να ιερουργείς, να κηρύττεις, να νουθετείς. Δεν έπαυσες ποτέ να αγαπάς και να εκδαπανάσαι για το ποίμνιό σου, που ήταν για εσένα ο πολύτιμος θησαυρός σου. Ζούσες γι  αὐ­τό και για την σωτηρία του. Η Μητρόπολη αυτή σφραγίσθηκε από την εικοσιπενταετή καλλίκαρπη ποιμαντορία σου. Οικοδόμησες Ναούς, ανασυγκρότησες Μονές, συνέβαλες αποφασιστικά σε έργα κοινής ωφέλειας. Συνεργάσθηκες με τα τίμια μέλη του ιερού καταλόγου της ευλογημένης Εκκλησιαστικής Παροικίας που σου εμπιστεύθηκε ο Θεός και η Εκκλησία, με τους καλούς της άρχοντες, με όλους τους ανθρώπους της προσφοράς, που βρήκαν στο πρόσωπό σου άγιες εμπνεύσεις.

Κάθε φορά που σε βλέπαμε να ανοίγεις τα χέρια για να μας ευλογήσεις, να μας ειρηνεύσεις, να ζητήσεις από τον Κύριο να επιβλέψει «επί την άμπελον ταύτην», βλέπαμε μία ανοικτή αγκαλιά έτοιμη να μας καλοδεχτεί, να μας αποδεχτεί, να μας συγχωρήσει, να μας κλείσει μέσα της χαρίζοντάς μας στοργή και θαλπωρή. Όταν άνοιγες τα χέρια, όταν έσμιγε το φως σου με το φως των δικηροτρικήρων σου, νομίζαμε πως άνοιγε η αγκαλιά του Θεού. Βλέπαμε μπροστά μας να επαναλαμβάνεται εκείνη η όμορφη εικόνα του Πατέρα της παραβολής του ασώτου, που «δραμών» αγκαλιάζει την μετάνοια και την επιστροφή και την επιβραβεύει. Και δίδοντας το χέρι του στον πεσμένο, ταλαιπωρημένο και τσακισμένο ψυχικά υιό του, τον βοηθά να σηκώσει τα μάτια, να κοιτάξει ψηλά και μπροστά, και να πορευθεί στο θέλημα του Θεού εφεξής. Το ζήσαμε και το φωνάζομε πως όσο στενοχωριόσουν για την απομάκρυνσή μας, τόσο πρόσμενες και εόρταζες πάντοτε την επιστροφή μας.

Όταν χτυπούσες την ράβδο σου βλέπαμε μπροστά μας τον Μωϋσή, όταν επαναλάμβανες δύο και τρεις φορές εμφαντικά τις λέξεις δεν ήταν μόνο για να τις κατανοήσομε, αλλά και για να μην έχομε δικαιολογία ότι δεν τις ακούσαμε. Φανέρωνες, με ένα ιδιαίτερο τρόπο, ότι ήσουν αυστηρός, στον εαυτό σου πρώτα, εκρηκτικός και δυναμικός, ασυμβίβαστος, Επίσκοπος κύρους, που προμαχούσες για τα δίκαια της Εκκλησίας.

Μας δίδαξες πως να αισθανόμαστε την παρουσία του Χριστού στη ζωή μας, πως να αισθανόμαστε ιδιαίτερα, όπως εσύ, τη μητρική στοργή της Παναγίας μας. «Η αγία της ζωής σου χαρά, η αγία της ζωής σου ελπίδα», όπως την ονόμαζες, η αγαπημένη σου Παναγία δεν σε άφησε και δεν την άφησες ποτέ. Παντού και πάντα μαζί Της. Στον Ναό Της, τον επονομαζόμενο «των Σταυροφόρων», στο Ηράκλειο, που τον γέμιζες ασφυκτικά στις μοναδικές εκείνες και ανεπανάληπτες κυριακάτικες ομιλίες σου. Στο Ιερό Ησυχαστήριο των Εισοδίων Της, που Της ανήγειρες και οδήγησες φιλομόναχες ψυχές να ακολουθήσουν την αγγελική πολιτεία. Στα πολλά Μοναστήρια της Επαρχίας σου, τα αφιερωμένα σ  Ἐ­κεί­νην. Σε αυτό εδώ το Παλάτι Της, τον μεγαλοπρεπή Ναό Της, της Μεγάλης Παναγίας, που λάμπρυνες την λειτουργική του ζωή με την αρχιερατική σου χάρη, αλλά και σε εκείνον της Φερμαλίνας, που από σεβασμό στην Ιστορία και τον Ορθόδοξο Πολιτισμό αυτής της παραδοσιακής γωνιάς της κρητικής γης, της Νεάπολης, ανοικοδόμησες εκ νέου. Η Παναγία διαρκώς μαζί σου και εσύ μαζί Της, πιστός θεράπων και λάτρις Της, όπως διατεινόσουν μέχρι και την τελευταία συλλειτουργία μας εδώ, τον περασμένο Δεκαπενταύγουστο, που ράγισαν και οι πέτρες στη θέα και στους λόγους σου.

Εσύ μας έμαθες να αγαπούμε, να σεβόμαστε και να τιμούμε τη Μητέρα μας Εκκλησία. Τόνισες κάποτε, κατά την εορτή του Αγίου Αποστόλου Τίτου, πως «πρέπει η Κρήτη να εγκαυχάται για την Εκκλησία της και την χριστιανική μαρτυρία της, για το σύνδεσμό της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο,τι έχομε ως Εκκλησία, ο,τι είμεθα εν Κυρίω το οφείλομε στην Μητέρα Εκκλησία. Αυτή μας στήριξε στις δύσκολες περιπέτειες που περάσαμε ανά τους αιώνες. Αυτή προνοούσε πάντοτε φιλόστοργα για μας και μας ακεραίωνε στην αγάπη της. Γι  αὐ­τό είναι αλήθεια που δεν μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει ότι όλοι οι Επίσκοποι της Κρήτης, οι Άρχοντες, ο Κλήρος, ο λαός είναι αφοσιωμένοι ευγνωμόνως στην Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία και αισθάνονται κάτω από το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου στοργικά ασφαλείς».

Συνελάμβανες με τα σπινθηροβόλα σου μάτια τα μηνύματα, τα ζητήματα και τα προβλήματα των καιρών και, επιθυμώντας να μας καταστήσεις κοινωνούς αυτών που ανίχνευες προσευχητικά, μας τόνιζες με τον πάντα σύγχρονο λόγο σου πως «ακόμη και στα τελευταία αυτά χρόνια, που καυχηθήκαμε για τον πολιτισμό και την πρόοδο της επιστήμης, δημιουργήθηκαν νέες αποικίες διαφορετικής μορφής, που κάνουν αναδασμό των λαών του πλανήτη μας σύμφωνα πάντοτε με τα συμφέροντα των ισχυρών της γης. Εξαιτίας αυτής της καταστάσεως έχει ευτελισθεί η αξία του ανθρωπίνου προσώπου και έχουν δημιουργηθεί νέα σκλαβοπάζαρα. Ζούμε σε μία κοινωνία, μας έλεγες, η οποία εκλαϊκεύει και εκχυδαΐζει τα πάντα, αφού τα κάνει θεάματα, όπου επικρατεί ο εκβιασμός, το συμφέρον, η χρυσίζουσα απάτη. Όλοι μας σαν νεώτεροι λωτοφάγοι ξεχάσαμε την καταγωγή μας, τον προορισμό μας και έχομε καταντήσει σάρκες, υλικό φωτιάς, κατά την Παλαιά Διαθήκη, που έδιωξε από μέσα μας τη φλόγα και το Πνεύμα του Θεού».

Και μας προέτρεπες πως «είναι καιρός πια ο ουρανός να μιλήσει μέσα μας και ο λόγος του να γίνει ξεκίνημα μιας ζωντανής ορθοδόξου μαρτυρίας, ενός σταθερού αγώνα, μιας έντιμης πνευματικής παρουσίας. Είναι καιρός ο Θεός να δώσει πνοή στη στραγγισμένη καρδιά μας, να δώσει φτερά στις πνευματικές ανατάσεις μας, να δώσει δύναμη στους ηθικούς προβληματισμούς και τα μεταφυσικά μας σκιρτήματα. Είναι καιρός να στηρίξει τα βήματά μας μέσα στους αφιλόξενους δρόμους της κοινωνίας μας, να μετατρέψει τις εργασίες μας σε διακονίες, τη ζωή μας σε ευχαριστία, το σχολείο σε σεμνείο αρετής και παιδείας, το σπίτι μας σε «κατ  οἶ­κον Εκκλησία», να μας συμφιλιώσει με την κτίση, να εκκλησιάσει την ύπαρξή μας και τα αγαθά μας και να μας λυτρώσει από το επικίνδυνο φορτίο των προσωπικών μας παθών και λαθών, από τη μοναξιά μας που σαν κεντρομόλος δύναμη μας αλυσοδένει με το εφήμερο και το μάταιο».

Αγάπησες με θέρμη την Κρήτη και τους Κρήτες. Ακόμη ηχεί στις ακοές πολλών ο ύμνος εκείνος που ακούστηκε από τα χείλη σου κάποια επίσημη ημέρα ενώπιον των εκπροσώπων των όπου γης αποδήμων παιδιών του νησιού μας: «Είναι φιλότιμος και φιλόξενος», είπες σε εκείνη την περίσταση, «χωρίς σύνορο ο Κρητικός. Μα σα λάχει και του αντισταθείς, μονομιάς θα σου αντισταθεί κι εκείνος. Γιατί αυτή την πέτρα, αυτό το χώμα που είναι η γη του, χρειάστηκε μέσα σε χιλιάδες χρόνια να τα διαφεντέψει με το αίμα του. Ανυπότακτος πάντα, και για τούτο τρέμει τη συναλλαγή, που φτωχαίνει το μέσα πλούτος και στραγγίζει από κάθε ικμάδα το φύτρο της ζωής. Ξέρει ο Κρητικός πως ολοένα πρέπει να αγωνίζεται για ζωή και για θάνατο. Η απόφαση της θυσίας βρίσκεται μέσα του ακοίμητη. Ανεβοκατεβαίνεις στην Κρήτη και νιώθεις πως ταξιδεύεις σ  ἕ­να κορμί με τις φλέβες φουσκωμένες, καταπλημμυρισμένες από ανήσυχο αίμα. Η Κρήτη καλοδέχεται τον καλοπροαίρετο ξένο, μα μάχεται με πείσμα και τον εχθρό. Αυτή είναι η ιστορία της, η παράδοσή της, το τραγούδι της».

Μια διαπίστωση και ταυτόχρονα παραίνεση στην απαρχή ενός νέου έτους ήταν αυτό που προφητικά είχες καταθέσει ότι «όσο περνά ο χρόνος έρχεται πιο κοντά μας ο Θεός, η αδιάψευστη ελπίδα μας. Ο χρόνος της ζωής μας, με όσα βάσανα και πειρασμούς κι αν έχουμε, είναι έκφραση της αγάπης του Θεού σε μας. Κι αν κάποτε τα μάτια μας κλείσουν στο άνοιγμα του τάφου μας, ας μη φοβηθούμε. Από τον τάφο αρχίζει η ατελεύτητη ζωή με τον Θεό, στον πεδινό χώρο της αιωνιότητος». Αυτό πίστευες και το επιβεβαίωσες μπροστά μας κατά το μακάριο τέλος σου. Αντιμετώπισες με ελπίδα, καρτερία και υπομονή την ασθένειά σου στο βραχύ διάστημα της παρουσίας της στη ζωή σου. Και μας το έδειξες με χίλιους τρόπους. Πως αλήθεια μπορούμε να λησμονήσομε, ιδιαίτερα οι συνεπίσκοποί σου, εκείνες τις υπέροχες λέξεις στις δύο προς την Ιερά Σύνοδό μας επιστολές σου, στις οποίες κατέγραφες τα της δοκιμασίας και φανέρωνες το αληθινό μεγαλείο μιας ψυχής που αγάπησε και δόθηκε ολοκληρωτικά στον Χριστό, που έπαθε και πόνεσε ο Ίδιος για τον άνθρωπο. «Έχω μεγάλα αποθέματα αντοχής, θάρρους και ελπίδας», σημείωνες χαρακτηριστικά. «Αισθάνομαι την θαυματουργική προστασία της Παναγίας και των Αγίων. Είναι προνόμιο της αγάπης του Θεού, όχι μόνο να πιστεύεις σ  Αὐ­τόν, αλλά και να βαστάζεις έστω και ελάχιστα από τα στίγματα του μαρτυρίου Του και να γνωρίζεις την δύναμη της Αναστάσεώς Του.

Με τον Χριστό, συνέχιζες, τα πάντα υπομένεις. Ο Ιώβ, στο τέλος του μαρτυρίου του, ταλανίζοντας τον εαυτό του, είπε στο Θεό: «κρίμα που δεν έπαθα περισσότερα για Σένα». Πρέπει να φθάσουμε στο «αμήν» των δικών μας δυνάμεων, για να βάλει ο Θεός «ευλογητός» της παντοδυναμίας Του.

Η απομόνωσή μου, τρεις μήνες στην Αθήνα, με βοήθησε να καταλάβω πολλά πράγματα που δεν τα σπουδαιολογούσα όταν είχα τα χέρια μου στο άροτρο του ποιμαντικού δολίχου».

Και κατέληγες: «Τούτο μόνο Σας παρακαλώ, να προσεύχεσθε να γίνει το θέλημα του Θεού και σε μένα, όποιο και αν είναι αυτό, που να έχει σχέση με το καλό της Εκκλησίας μας και με τη σωτηρία της ψυχής μου». Την προτροπή σου αυτή την κάναμε πράξη, προσευχηθήκαμε πολύ. Αμέτρητοι άνθρωποι προσευχήθηκαν για σένα. Δεν γνωρίζω εάν για άλλο ασθενή έγιναν τόσες προσευχές. Και έγινε τελικά το θέλημα του Θεού, αυτό που ήθελες και εσύ να γίνει. Αφού δεν είχες δικό σου θέλημα. Και είσαι πλέον στο ουράνιο θυσιαστήριο, δώρο πολύτιμο της κρητικής Εκκλησίας στο Θρόνο της χάριτος, πρεσβευτής στον ουρανό για το καλό της και για τη σωτηρία των δικών μας πλέον ψυχών.

Όσο περνάει ο καιρός παγιώνεται στην ψυχή μας το αίσθημα ότι αναστρεφόμασταν ένα μεγάλο εκκλησιαστικό άνδρα, ένα γίγαντα, έναν άγιο και δοξάζουμε τον Θεό που εισήλθες στη ζωή της Εκκλησίας μας και στη δική μας ζωή, αλλά και που «εξήλθες εις απάντησιν του Νυμφίου» και «έτοιμος εισήλθες μετ  αὐ­τοῦ εις τον γάμον». Αυτό το ζήσαμε ιδιαίτερα όσοι είχαμε την ευλογία να είμαστε κοντά σου τις ύστατες στιγμές σου. Και εγώ προσωπικά, που ανέσυρα από τα βάθη της ψυχής ένα γεγονός, που συνέβη τριάντα ολόκληρα χρόνια πριν. Μαθητής στη δεύτερη τάξη του Λυκείου θα ήμουν όταν ένα κείμενό σου δημοσιευμένο στον τύπο του Ηρακλείου με τίτλο «Μία εξομολόγηση. Οι τελευταίες μου εμπειρίες κοντά στον αοίδιμο Ευγένιο» χαράζονταν βαθειά στην καρδιά μου και έμελλε να καθορίσει την πορεία μου. Δεν θα μπορούσα τότε να φαντασθώ ότι κάποτε θα έπρεπε να πράξω κάτι ανάλογο. Αυτή τη φορά για να καταγράψω τις τελευταίες προσωπικές μου εμπειρίες κοντά σου, εκεί στο Ιατρικό Κέντρο των Αθηνών, που μεταβλήθηκε σε Αρεταίειο, κατά μίμησιν του ισαγγέλου Αγίου σου. Στο κρεβάτι του λυτρωτικού πόνου σου, σε ακούγαμε να επαναλαμβάνεις: «Δόξα τω Θεώ. Είμαι καλά» και νομίζαμε ότι αυτό το «καλά» είχε να κάνει με το παρόν, αλλά στην πραγματικότητα είχε να κάνει με το μέλλον, που προγευόσουν από εκείνες τις ιερές στιγμές. Εκεί μας νουθέτησες για μία ακόμη φορά και μας έδωσες κατευθύνσεις διακονίας λέγοντάς μας: «Δεν υπάρχει, παιδιά μου, στην Εκκλησία μας εργοσωτηρία αλλά Χριστοσωτηρία» και πως «όλα τα άλλα έχουν να κάνουν με αυταρέσκειες και ανθρωπαρέσκειες ασυμβίβαστες με το λειτούργημά μας». Σε ακούγαμε να λες «ευχαριστώ για όλα», φανερώνοντας το μεγαλείο της ψυχής σου, που εξέφραζε ευχαριστιακά την ευγνωμοσύνη της στο Θεό, στην Εκκλησία Του, στους ανθρώπους της, στους ανθρώπους σου. Σε ακούσαμε κάποια στιγμή να λες: «Λυπούμαι που δεν μπορώ να διαβάζω». Εσύ που διάβαζες τα μυχιαίτατά μας. Σε ακούγαμε να λες ότι βλέπεις μπροστά σου το βιβλίο των λογισμών σου και όταν ρωτούσαμε πως είναι μας έλεγες: «είναι καλό». Και όταν ήλθε η ώρα του Χριστού έγινες του Δείπνου Του του Μυστικού κοινωνός, σύσσωμος και σύναιμος μαζί Του, και έπειτα μας είπες την τελευταία σου λέξη: «Περιμένω..­.». Αὐ­τό που ήταν τρόπος και στάση μιας ολόκληρης ζωής, αναμονή και προσμονή της μεγάλης συνάντησης με τον Χριστό, αναμονή της ευλογημένης στιγμής των δικών σου εισοδίων στη Βασιλεία των ουρανών.

Καλέ μας Γέροντα,

Στο Ιερό σου Μνημόσυνο σήμερα ομολογούμε πως με ένα μοναδικό τρόπο αγάπησες και αγαπήθηκες, τίμησες και τιμήθηκες. Σεβάστηκες και γι  αὐ­τό απολαμβάνεις απέραντο σεβασμό. Μαρτυρούμε πως αναπαλαίωσες μνημεία αλλά προπάντων αναστήλωσες κατερειπωμένες ανθρώπινες ψυχές. Και διακηρύσσομε με παρρησία πως ήσουν τελικά ο εαυτός σου, ανυπόκριτος και αυθεντικός. Και το αυθεντικό αξίζει πάντα περισσότερο και από το καλύτερο αντίγραφο. Σήμερα που με ένα αλλιώτικο από τους συνήθεις τρόπους σου βρίσκεσαι ανάμεσά μας ένα άρωμα βασιλικού και δενδρολίβανου και ρόδου και γαρδένιας, που συνθέτουν πανεύοσμο θυμίαμα, γεμίζει και ευφραίνει την ύπαρξή μας, όπως την εύφραινε και την νοηματοδοτούσε η φυσική παρουσία σου. Συγχώρησέ μας που δεν μπορούμε να συμβιβασθούμε με το γεγονός πως έφυγες από κοντά μας, που δυσκολευόμαστε να δεχθούμε ότι κοιμήθηκες. Το λέμε απίστευτο αυτό το γεγονός, αλλά είναι αληθινό. Η κοίμησή σου είναι μία πραγματικότητα, «πάσης πραγματικότητος πραγματικοτέρα», όπως συνήθιζες να λες κάθε φορά που προέπεμπες κάποιον στην αιωνιότητα. Στο πένθος μας, μας παρηγορεί μόνο η αίσθηση ότι σε έχομε δίπλα μας. Είσαι αθάνατος και σε εμάς, που ευλογηθήκαμε να σε έχομε Πατέρα και ποδηγέτη, είσαι η πνοη και η αγία χαρά μας. Μνημονεύομε τους θρόμβους του ιδρώτα σου για την Εκκλησία, τα δάκρυά σου για τις πτώσεις μας, τα σκιρτήματά σου για τις αναστάσεις μας, τους διαρκείς ανασασμούς αιωνιότητας που βίωνες και μας προέτρεπες να έχομε συντρόφους στον πνευματικό μας αγώνα. Μνημονεύομε τους κόπους της αγάπης σου, όσα έκανες και όσα έπαθες για την αγάπη του Χριστού. Ευλογία και μόνο ευλογία το διάβα σου από τα πρόσκαιρα τούτης της ζωής. Κόσμος, κόσμημα αληθινό του κόσμου μας, ο,τι στάλαξε στην καρδιά μας η πίστη σου για να τονώσει τη δική μας.

Με τα μάτια αυτής της πίστεως, που μας δίδαξες, βλέπομε τη μακαρία ψυχή σου να υπερίπταται αυτήν την λειτουργική ώρα επάνω στο ιερό αυτό θυσιαστήριο της Μεγάλης Παναγίας, το οποίο αμέτρητες φορές δέχθηκε τούς βαθείς στοχασμούς της προσευχής σου και τα μύρα της Αρχιερωσύνης σου. Νοερά, για μια ακόμη φορά, σε αγκαλιάσαμε σε αυτήν την Αγία Αναφορά που είναι αφιερωμένη σε σένα, αισθανθήκαμε ξανά το δέος και τη χάρη της Μορφής σου, σε ακούσαμε να μας λες «ο Χριστός εν τω μέσω ημών» και ολοπρόθυμα, με όλη τη δύναμη του είναι μας, σου αποκριθήκαμε «και ην και έστι και έσται». Και ακόμη αισθανθήκαμε πως χαίρεται η ψυχή σου γιατί ακούς πως το τίμιο όνομά σου διαβαίνει αμέτρητες φορές καθημερινά τα χείλη των ανθρώπων που σε γνώρισαν, που τους τίμησες με την αγάπη σου, που ευεργετήθηκαν από τις ευλογίες της Αρχιερωσύνης σου. Χαίρεται η ψυχή σου γιατί βλέπει όλους εμάς, που με ευγνωμοσύνη σήμερα δοξάζομε και ευχαριστούμε τον Θεό που χάρισε στην Εκκλησία μας την Σεπτή μορφή σου «με την αυθεντικότητα της απλότητος και την γνησιότητα του συνεπούς βίου, που επαλήθευσε το μυστήριο της πίστεως, που επιβεβαίωσε την παρουσία του Θεού στον κόσμο, που πιστοποίησε την ανθρώπινη δυνατότητα για θεϊκή κοινωνία και μετοχή αιωνιότητος και που διέγειρε τους πιο βαθείς μηχανισμούς της ανθρώπινης ψυχής για αληθινή ζωή και βίωμα οσιότητος», για να χρησιμοποιήσω και πάλι δική σου έκφραση από τον Επικήδειο Λόγο σου στον μακαριστό Μοναχό Γαβριήλ Μαμουγιώργη της Μονής σου, του Επανωσήφη.

Στον τάφο σου, στην αγία αυτή αυλή της Παναγίας, εδώ στον άλλο αυτό Κήπο της Αναστάσεως, ακουμπούν σήμερα, σαράντα ημέρες μετά την εκδημία σου, η Ιερά Σύνοδός μας, οι φίλοι σου Άγιοι Αδελφοί μας, οι εγγύς και οι μακράν, ο ιερός Κλήρος, οι μοναχικές Αδελφότητες και ο ευγενής και φιλοπάτωρ λαός που αγάπησες. Μαζί τους και εγώ, που σε κοιτάζω για να μετρήσω ακόμη μια φορά τη μεγαλωσύνη σου, και προσπαθώ, ο άμουσος, να συνθέσω έναν ύμνο κατάλληλο στην περίσταση και να συνδέσω δυό πραγματικότητες. Την μία που γοερά φωνάζει από τα εντός μου· «Ω γλυκύ μου Πάτερ, που έδυ σου το κάλλος;» και την άλλη που φανερώνει τη μεγάλη αλήθεια πως «Ανέστη Χριστός, και νεκρός ουδείς επί μνήματος», πως «Χριστός εγερθείς εκ νεκρών απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο».

Εσύ άλλωστε, όντως «από θέας» ευαγγελιστής της αναστάσιμης χαράς, μας το δίδαξες τόσο χαρακτηριστικά και αυτό, γράφοντας σε μια Εγκύκλιο για τη μεγάλη Εορτή της Αναστάσεως πως «είναι η πηγή και η αρχή της νέας, της καινής ζωής και βιώνεται υπαρξιακά και προσωπικά. Όλα στην Εκκλησία μας περιστρέφονται και οριοθετούνται γύρω από την Ανάσταση του Χριστού, όλα είναι σταυροαναστάσιμα».

Εσύ μας έμαθες πως «δεν είναι η πίστη μας ιδεολογία, ούτε κοσμοθεωρία. Δεν είναι μεταφυσική και μυστικισμός. Είναι Εκκλησία της Αναστάσεως. Είναι ζωή αληθινή, που μεταμορφώνει την ύπαρξη του ανθρώπου, που υπερβαίνει την θνητότητα και την φθαρτότητα της φύσεως, που συντελεί στην μεταμόρφωση του προσώπου και στην ανακαίνιση ολοκλήρου της κτίσεως. Η αληθινότητα και η δυναμικότητα της πίστεώς μας, το αήττητο και το ακατάλυτο της Εκκλησίας, οφείλεται στην Ανάσταση του Χριστού. Χωρίς την Ανάσταση θα ήμασταν «ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων» και θα ήταν «ματαία η πίστις ημών» (Α  Κορ. ιε , 17-19)».

Γονατίζομε σήμερα και ανάβομε ένα κερί ευγνωμοσύνης και «αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής» σου, μνημονεύομε τους ατρήτους κόπους της αγάπης σου, αυτό που ήσουν για τον καθένα μας και αυτά που προσέφερες στην Εκκλησία μας, και προσπαθούμε να ευθυγραμμίσομε τον βηματισμό μας στα άγια ίχνη σου, προσπαθούμε να συνεχίσομε να σε ακολουθούμε πιστά και ταπεινά, κρατώντας τις ιερές παρακαταθήκες σου, σίγουροι για το αίσιο αποτέλεσμα αυτής της συνιεραποδημίας μας.

Κρύβομε στης καρδιάς μας το εικονοστάσι πολύτιμο θησαύρισμα την εικόνα σου και άσβηστο καντήλι ανάβομε μπροστά της, της μνήμης μας τον πλούτο. Και σου ψάλλομε: «Ως ένθεος η ζωη σου αληθώς και πανίερόν σου το τέλος, Πατερ Νεκτάριε. Διδαξον, που καταλείπεις τα τέκνα σου, α ώκτιρας ως Πατήρ, όντως συμπαθής και φιλόστοργος». Το γνωρίζομε και το πιστεύομε πως «καν ώδε τω τάφω καλύπτη, άνω σε πάντες πλουτούμεν προστάτην και πρεσβευτήν προς Θεόν». Να εύχεσαι για όλους εμάς, την Κρήτη και την Εκκλησία της, τους Ποιμένες και το ποίμνιό της, για όσους και όσα αγάπησες και σε αγάπησαν. Να χαίρεσαι την Ανάσταση και να αποκριθείς παρακλητικά από εκεί που είσαι στη φωνή μας που σου φωνάζει: «μη εάσης ημάς ορφανούς». Να μας προσέχεις και να μας οδηγείς.

Συγχώρεσέ με, αν σε αδίκησα με όσα άτεχνα ψέλλισε ο αδύναμος λόγος μου τούτη την ώρα. Ήθελα όμως με όση δύναμη είχα να σου πω απλά, με βαθειά ευγνωμοσύνη, ένα μεγάλο «ευχαριστώ» για όσα έχεις κάνει για εμένα από την πρώτη στιγμή έως και αυτήν, κατά την οποία συνέδεσες την επέτειο της εκδημίας σου με την επέτειο της ενθρονίσεώς μου. Ένα «ευχαριστώ» για όσα έμαθα στο Πανεπιστήμιο του Ωμοφορίου σου, και να μαρτυρήσω, τώρα που δεν με εμποδίζεις πια, κάποιες ανταύγειες της χάριτος του Θεού που χαρίτωνε την ολοκληρωτική αφοσίωση της ύπαρξής σου στο θείο Του Θέλημα. Σου εξομολογούμαι πως μόνο τώρα βρήκε πλέον νόημα για εμένα εκείνο το τραγούδι του λαού μας που πάντα σιγοτραγουδούσα τους στίχους του: «Όλοι μου λεν  ν᾿ απαρνηστώ, του Λασιθιού το δρόμο, μα πώς να τον απαρνηστώ, που έχει η καρδιά μου πόνο. –  Όλοι μου λεν  ν᾿ α­παρ­νη­στώ του Λασιθιού τη στράτα, μα εγώ τση λέω τση καρδιάς «Βάστα, καρδιά μου, βάστα». – Όλοι μου λεν ν᾿ α­παρ­νη­θώ του Λασιθιού το δρόμο, μα  ᾿γώ θα πηαίνω να  ᾿ρχο­μαι για ένα χατίρι μόνο». Για το χατίρι σου και για την αγάπη σου, στήριγμα της ορφάνειας μου, Πατέρα και Δεσπότη μου.

Δόξα τω Θεώ για το πέρασμά σου από τη ζωή και την ιστορία της Εκκλησίας της Κρήτης, την ιστορία της Μητέρας μας Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, την ιστορία τούτου του τόπου, την προσωπική όλων μας ιστορία. Δόξα τω Θεώ για την μαθητεία μας κοντά σου. Δόξα τω Θεώ για τον πλημμυρισμό των καρδιακών μας χώρων από άγια συναισθήματα κάθε φορά που σε φέρνομε στη σκέψη και στη μνήμη μας, δηλαδή διαρκώς. «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν», όσων βιώσαμε κοντά σου.

Επίτρεψέ μου τούτο μόνο ακόμη να πω, ως αδελφική προτροπή, σε όλους που με ακούνε, και από τους οποίους ζητώ συγγνώμη που δεν κατάφερα να πω λιγότερα για σένα, πολυφίλητε Γέροντά μου. Να διαβάσω τους στίχους του ποιητή, που ένας καλός μας φίλος, στο άκουσμα της εκδημίας σου, μου απέστειλε:

«Τ᾿ α­πό­γι­ο­μα, όταν σωπαίνουν οι άνθρωποι,

κι ακούω τη μυστική φωνή, «επί την ηλίου δύσιν».

Μίλα, μου λέει, με τα πουλιά.

Κι αν δεν υπάρχουν πουλιά, μίλα

με τα πετάγματα, που άφησαν πίσω τους.

Ο ουρανός μένει ακόμη ανυποχώρητος

στους μεγάλους οιωνούς, αργόπνοος

στην απατηλή αγωνία των ανθρώπων.

Μίλα με τα δένδρα.

Κι αν δεν υπάρχουν δένδρα, μίλα

με τους σπόρους που φιλοξενούν

οι αποθήκες της μνήμης».

Με αυτούς τους σπόρους της αιώνιας μνήμης σου, που «όπου και αν την αγγίξεις πονάει», όπως θα έγραφε ο Σεφέρης, θα μιλούμε όλοι που σε αγαπούμε ειλικρινά, Πατέρα και Μεγάλε Δάσκαλέ μας. Θα τους διακρατούμε και θα τους φυτεύομε «επί την αγαθήν γην» των αδελφών και των παιδιών μας, για να βλαστάνουν «καρπόν πολύν», που θα φέρει ανεξίτηλα την ονομασία προελεύσεώς του από την εύγονη, πολύκαρπη και καλλίκαρπη ρίζα που καταγράφεται στην Ιστορία με χρυσά γράμματα: «Μητροπολίτης Πέτρας και Χερρονήσου Νεκτάριος».

 

Πηγή: imra.gr