Θαύματα και θαυμαστά γεγονότα

Τι νιώσαμε, λειτουργώντας την εκκλησία του Σωτήρος στην κατεχόμενη κωμόπολη του Λευκονοίκου

7 Σεπτεμβρίου 2016

Τι νιώσαμε, λειτουργώντας την εκκλησία του Σωτήρος στην κατεχόμενη κωμόπολη του Λευκονοίκου

sotiros3

Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη

Φιλολόγου, MSc

Ανεξάρτητης Υποψήφιας Δημάρχου Λευκονοίκου

 

Μια εικόνα, χίλιες λέξεις. Οι φωτογραφίες των προσώπων μας την ώρα της Θείας Λειτουργίας στον κατεχόμενο ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού στο Λευκόνοικό μας αποδεικνύουν περίτρανα τον συγκλονισμό μας και την αντάρα της ψυχής μας. Οι ρυτίδες που αυλάκωσαν το πρόσωπό μας αποκαλύπτουν την τραγικότητα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, του πόνου και της άφατης οδύνης. Η έκφραση του προσώπου μας αντικαθρεφτίζει τα χαμένα χρόνια μας, τη ζωή μας που άλλαξε πορεία, τις περιπέτειες της ζωής του καθενός, καθώς αναποδογυρίστηκε η ζωή μας, μακριά από τον τόπο μας. Εκείνο το «γιατί», σαράκι που τρώει τα σωθικά μας!

Πέρσι, όταν λειτουργήσαμε για πρώτη φορά την εκκλησία μας, έκανα σχεδόν τέσσερις μέρες άρρωστη. Το ίδιο μού είπαν και πολλές φίλες μου. Αρρώστησε η ψυχή μας. Γι’ αυτό καταλαβαίνω αυτούς που δεν θέλουν να επισκέπτονται τα κατεχόμενα. Πληρώνεις βαρύ τίμημα.

Την πρώτη φορά που λειτουργηθήκαμε στον Σωτήρα μας, μετά από 41 χρόνια, νόμιζα ότι δεν θα ξαναμπορέσω να προσευχηθώ σε καμιά άλλη εκκλησία, μετά από την τρίωρη λειτουργία στη δική μου εκκλησία, στη διάρκεια της οποίας περίσσεψε η προσευχή και το κλάμα. Κλαίγαμε και προσευχόμασταν στον Σωτήρα μας να κάνει το θαύμα Του. Ήταν κάτι μοναδικό σε τραγικότητα! Κλαίγαμε την κατάντια της εκκλησίας μας, την ερήμωσή της, τη βεβήλωσή της, τα πολύχρωμα μαρμαράκια της που ξέβαψαν, τους σουβάδες που κρέμμονταν, τη γύμνια ολόγυρα, την κατάντια.

Αυτή τη δεύτερη φορά, νομίζω ότι τα πράγματα ήταν κάπως ηπιότερα. Είμαι τώρα δυο μέρες άκεφη, σαν να μου έφυγε η ενέργειά μου, σαν να μου πήραν την ψυχή μου. Φέτος, φρόντισε το Δημαρχείο μας και την άσπρισαν την εκκλησία. Πάλι κλάψαμε, πάλι προσευχηθήκαμε βαθιά. Πάλι κοινωνήσαμε. Πάλι βιώσαμε μια μυσταγωγία.

Αναντίρρητα, δεν χορταίνουμε να ακούμε την κατανυκτική Θεία Λειτουργία. Οι ύμνοι ρίχνουν βάλσαμο στην ψυχή μας. Οι φωνές των ψαλτών, του φίλου βουλευτή Αμμοχώστου Γιώργου Κάρουλα και του εκλεκτού μου φίλου Γιώργου Λαουτάρη, που μας συνδέει φιλία πατρική, δονούν την ψυχή μας και τη μεταρσιώνουν.

Η στιγμή, όμως, που μας φόρτισε περισσότερο ήταν, όταν ο αρχιμανδρίτης μας, ο πατήρ Πανάρετος Κυπριανού, μας εξομολογήθηκε ότι όλα αυτά τα χρόνια το είχε καημό και λαχτάρα να τον αξιώσει ο Σωτήρας μας λειτουργήσει την εκκλησία του, την εκκλησία των παιδικών του χρόνων, την εκκλησία που είναι δίπλα από το πατρικό του σπίτι. Αυτό ήταν το όνειρό του. Πραγματικά, τον θυμάμαι μικρό παιδάκι στη γειτονιά της γιαγιάς μου, αφού το σπίτι της γιαγιάς μου είναι απέναντι από την κύρια είσοδο της εκκλησίας.

Φέτος,  δεν έκλεισαν τον δρόμο μπροστά από την εκκλησία, όπως πέρσι, κι έτσι αφήσαμε το αυτοκίνητό μας μπροστά από την είσοδο του αλλοτινού σπιτιού της γιαγιάς μου της Μαρής. Αμέσως, με κατέκλυσαν οι θύμησες. Η γιαγιά να κάθεται στη βούφα της, μέσα στη γη, να υφαίνει τα ταΐστά σεντόνια της, η γιαγιά να ασχολείται με τον κήπο της, να μαγειρεύει, να καλοδέχεται τα παιδιά της μπάντας του γυμνασίου μας που άφηναν τα τύμπανά τους στον ηλιακό της σε κάθε παρέλαση.

Σαν ήμουν μικρή, τρελαινόμουν με την γκραν κάσα! Δεν θα ξεχάσω, μάλιστα, τον Τρύφωνα, έναν  συγγενή και γείτονά μου, που σαν τον έβλεπα να την κρατά, στα παιδικά μου μάτια έμοιαζε θεόρατος, γίγαντας, ημίθεος.

Μόλις τελείωσε η Θεία Λειτουργία, με συγκίνηση μοιράσαμε τις κόρτες, τις παννυχίδες, που φτιάξαμε στο σπίτι, όπως τότε στο Λευκόνοικο που μοσχοβολούσε η γειτονιά από το μέχλεπι και το μαστίχι. Έξω στην αυλή, μιλήσαμε, θυμηθήκαμε τα παλιά, είδαμε κάποιους που είχαμε χρόνια να συναντήσουμε.

Την ώρα που φεύγαμε, άρχισαν οι πρώτες σταγόνες της βροχής. Βιώσαμε τα πρωτοβρόχια στον τόπο μας. Λες κι ο Σωτήρας μας ευαρεστήθηκε που τον λειτουργήσαμε και έστειλε την ευλογία του. Πάντα χαίρομαι, άμα βλέπω βροχές στο Λευκόνοικό μας. Είναι ένα απωθημένο από τα παλιά, που, άμα έβρεχε και κατέβαιναν οι ποταμοί, η Μεσαορία γλεντούσε, αναγεννιόταν, γλένταγε. Το νερό ήταν θησαυρός για τη γη μας. Θα «γιορκούσε» η πλούσια γη της Μεσαρκάς, που «τρων μανάες τζιαι παιθκιά»!

Κι ύστερα, πριν φύγουμε, κατευθυνθήκαμε προς το κοιμητήριο, στην ανατολική άκρη της κωμόπολής μας, εκεί όπου είναι θαμμένοι όλοι οι πρόγονοί μας. Σπασμένοι σταυροί, σπασμένα τα μάρμαρα. Ιεροσυλία. Οι βάρβαροι πέρασαν. «Αλίμονο σε όσους σπάζουν τα μνημεία των νεκρών», θα γράψει η φιλόλογός μας κ. Κούλα Παρασκευά. Θρήνος και οδυρμός. Καπνίσαμε όλους τους νεκρούς μας, και σταθήκαμε με δέος και συγκίνηση μπροστά στους ήρωές μας!

Φύγαμε από το Λευκόνοικο με βαριά καρδιά, αλλά ταυτόχρονα και με αγαλλίαση, γιατί μας αξίωσε ο Σωτήρας μας να τον λειτουργήσουμε και φέτος για δεύτερη φορά. Ευχή όλων μας να επισκευαστεί η εκκλησία μας και να λειτουργηθούμε σύντομα σε καθεστώς ελευθερίας!