Θεολογία και ΖωήΟρθόδοξη πίστη

Ο Θεός και η ευσέβεια τού Παπαδιαμάν​τη

25 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Θεός και η ευσέβεια τού Παπαδιαμάν​τη

Κείμενο τού Σεβ. Μητροπολίτ​ου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

(Απόσπασμα από το άρθρο -Η Ρωμιοσύνη του Παπαδιαμάντη).

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε σε μια περίοδο πολύ κρίσιμη για τον ελληνισμό, ήτοι το 1851, και βέβαια μεγάλωσε σε μια εποχή κατά την οποία γινόταν επίσημες διεργασίες για τον πολιτιστικό εκσυγχρονισμό της Ελλάδος, που ταυτιζόταν με τον εξευρωπαϊσμό, και αυτός ο πολιτιστικός εκσυγχρονισμός ταυτόχρονα ήταν και προδοσία έναντι όλου του πολιτιστικού.

…..Ενώ υπήρχε αυτός ο πολιτικός και πολιτιστικός σχεδιασμός, εν τούτοις ταυτοχρόνως εκφραζόταν και η μεγάλη ιδέα τού Γένους, το οποίο Γένος ζούσε με τις παραδόσεις της Ρωμιοσύνης που αποστρεφόταν τα ιδεολογικά και τα θρησκευτικά ρεύματα της Δύσεως και είχε αναφορά στην Κωνσταντινούπολη. Είναι χαρακτηριστικό ότι « το 1834 ο Κωλέττης προτείνει να μην αποκτήσει η Ελλάδα επίσημη πρωτεύουσα, αφού η πραγματική πρωτεύουσα του ελληνισμού ήταν η Κωνσταντινούπολη.

Στον πρώτο εορτασμό της 25ης Μαρτίου, το 1836, κυριαρχεί το σύνθημα: “στην Πόλη”».

Η Ευθυμία Μαυρομιχάλη στο κείμενό της με τίτλο Οι Καλλιτεχνικοί Σύλλογοι και οι στόχοι τους (1880-1910) εκθέτει την κινητικότητα που παρατηρείται στον χώρο τής Ελλάδος μετά το 1870, η οποία κινητικότητα χαρακτηρίζεται ως «συλλογομανία». Κατ’ αρχάς ιδρύεται ο καλλιτεχνικός Σύλλογος με την επωνυμία «Σύλλογος των ωραίων τεχνών» και στην συνέχεια «εμφανίζονται τρεις διαφορετικές συσσωματώσεις φιλοτέχνων με το όνομα “Εταιρεία των Φιλότεχνων”». Έπειτα εμφανίζεται και ένας σύλλογος με την επωνυμία «Ένωση Καλλιτεχνών» που τα μέλη του είναι κατ’ εξοχήν καλλιτέχνες.

Το σημαντικό είναι ότι τα μέλη των συλλόγων αυτών είναι επίλεκτα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας, πολιτικοί, πνευματικοί άνθρωποι, οι οποίοι χαρακτηρίζουν το έργο των συλλόγων αυτών ως «εθνοφελές». Είναι παρατηρημένο ότι αυτή η μεγάλη άνθηση τής νεώτερης τέχνης και της μεταδόσεώς της με εκθέσεις, δια των συλλόγων και των ενώσεων αυτών εντάσσεται μέσα στην προσπάθεια προσδιορισμού της νέας ιδεολογίας του αρτιγέννητου ελληνικού Κράτους. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες, κυρίως ζωγράφοι και γλύπτες, έχουν σπουδάσει στην Ευρώπη και μεταφέρουν με την τέχνη τους το νέο αυτό πνεύμα διαμορφώνοντας την καινούρια αυτή συνείδηση.

Ο Παπαδιαμάντης, παρά την έντονη αυτή κινητικότητα που παρατηρείται στον ελληνικό χώρο την εποχή εκείνη που γεννήθηκε και εργάσθηκε, παρά την νέα διαμορφούμενη συνείδηση, παραμένει Ρωμηός, μαθητής ταπεινός της παραδόσεως που γνώρισε στην Σκιάθο, τούς Κολλυβάδες Πατέρες και το Άγιον Όρος και αυτήν την παράδοση εκφράζει. Παραμένει σταθερά προσηλωμένος και αντίθετος με την νέα αυτήν νοοτροπία που επικρατεί στην Ελλάδα. Δεν επηρεάσθηκε καθόλου από αυτήν την νοοτροπία. Όμως τον δικαίωσε η ιστορία, γιατί απέδειξε ότι η παράδοση την οποία εκπροσωπούσε είχε διαχρονική αξία, ενώ η νέα ευρωπαϊκή παράδοση, πού διαπνεόταν από τις αρχές τού διαφωτισμού και του ρομαντισμού ήταν εκφράσεις ενός μέρους τού χρόνου τής ιστορίας. Την μεγαλωσύνη του Παπαδιαμάντη την βλέπω σε αυτήν την αντίστασή του προς την νέα εθνική συνείδηση που εκαλλιεργείτο και επιβαλλόταν στην εποχή του.

Ο Θεός του Παπαδιαμάντη

Ο Θεός του Παπαδιαμάντη είναι ο Θεός των Πατέρων και ιδιαιτέρως των Φιλοκαλικών Πατέρων με την εμπειρική γνώση του Θεού και φυσικά με την φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Δεν είναι ο Θεός του Θωμά του Ακινάτη και του Άνσελμου Καντερβουρίας. Ο Θεός του Θωμά του Ακινάτη είναι ένας θεός απρόσιτος, σκληρός, που υποχρεώνει τον άνθρωπο στην αποδοχή της ύπαρξής του. Στην Σούμα Θεολογική, ο Θωμάς ο Ακινάτης, μετά τα επιχειρήματα περί της υπάρξεως του Θεού, φθάνει σε αναγκαστικές δεσμεύσεις: «Ανάγκη λοιπόν να παραδεχθώμεν πρώτην τινα ποιητικήν αιτίαν, ην πάντες ονομάζουσι Θεόν». Και αλλού: «Συνεπώς πρέπει να υπάρχη όν νοούν, υφ ού πάντα τα φυσικά όντα κυβερνώνται και κατευθύνονται προς τον εαυτών σκοπόν το δ όν τούτο ονομάζομεν Θεόν». Καί αλλού: « Δεν δυνάμεθα να διακριβώσωμεν πώς ο Θεός είναι, αλλά μάλλον πώς δεν είναι». Ο Θεός, ακόμη, του Άνσελμου Καντερβουρίας είναι ένας θεός φεουδάρχης ο οποίος κυριαρχείται από τρεις αρχές, ήτοι ότι είναι η υψίστη δικαιοσύνη, η υψίστη τιμή και ότι είναι θεός τάξεως, αφού έβαλε σε όλη την κτίση την τάξη. Οπότε, κάθε αμαρτία είναι προσβολή τής τιμής και της δικαιοσύνης του Θεού, αλλά και παράβαση της τάξεως που υπάρχει σε όλη την δημιουργία. Γι αυτό και ο αμαρτωλός άνθρωπος πρέπει να τιμωρηθή, ή πρέπει να εξιλεώση την δικαιοσύνη τού Θεού και να αποκαταστήση την τρωθείσα τιμή Του.

Ο Νίκος Καζαντζάκης, επηρεασμένος από αυτήν την δυτική θεολογική προβληματική, είχε υπ όψη του έναν τέτοιο δυνάστη θεό. Σε μια αλληλογραφία πού είχε με κάποιον ελληνοαμερικανό Ιερέα Εμμανουήλ Παπαστεφάνου φαίνεται αυτός ο επηρεασμός του. Γράφει κάπου: «Ο θεός μου είναι όλο λάσπη, αίματα, επιθυμίες κι οράματα. Δεν είναι ο αγνός, άσπιλος, παντοδύναμος, πάνσοφος, δίκαιος, πανάγαθος. Δεν είναι φως. Με αγώνα, με κάματο μετουσιώνει τη νύχτα μέσα στα σωθικά του και την κάνει φως. Ανηφορίζει αγκομαχώντας τον ανήφορο της αρετής. Φωνάζει βοήθεια. Δε μας σώζει. Εμείς τόνε σώζομε. Salvatores Dei! Τί θα πει τόνε σώζομε; Σώζομε μέσα απ την εφήμερη πήλινη ύπαρξή μας την πνοή την αιώνια, μετουσιώνουμε τη σάρκα, τον αέρα, το νερό και τα κάνομε πνέμα. Μέσα από την ύλη, στο εργαστήρι τούτο του κορμιού μας, κατασκευάζομε πνέμα, ελεφτερώνομε το Θεό. Άλλο σκοπό δεν έχει η ζωή μας». Και σε μια από τις τελευταίες επιστολές του (25-4-54) γράφει: «Τρία τα μεγάλα θεολογικά στάδια που πέρασα: – Θεέ μου, εσύ θα με σώσης – Θεέ μου, εγώ θα σε σώσω – Μαζί θα συνεργαστούμε μαζί θα σωθούμε, Θεέ μου». Ο Θεός, όμως, του Παπαδιαμάντη είναι ο Θεός της αποκαλυπτικής αλήθειας.

Ο Παπαδιαμάντης γνώρισε τον Θεό από νηπτικούς πατέρας, που ονομάζονταν κολλυβάδες, τόσο στο Άγιον Όρος όσο και στην Σκιάθο. Είναι Θεός αγάπης, που συμπονεί τον άνθρωπο, που τον αγαπά, που αγαπά πιο πολύ τους αμαρτωλούς που συναισθάνονται την πνευματική τους φτώχεια. Αυτό φαίνεται καθαρά σε όλο το έργο του. Ο Θεός, όπως έλεγε ο όσιος Σιλουανός, είναι ταπείνωση και πραότητα που συγχωρεί τους αμαρτωλούς. Γράφοντας ο Παπαδιαμάντης για το καθαρτήριο πυρ της «Παπικής Ρώμης» σχολιάζει: «Ημείς Καθαρτήριον δεν ηξεύρομεν, πιστεύομεν όμως ότι ο Θεός εν τώ απείρω Αυτού ελέει πολλάς πολλών αμαρτίας θα συγχωρήση δεχόμενος τας μυστικάς θυσίας και τας εν αυταίς γινομένας ευλαβώς μνείας των κεκοιμημένων. Περί Καθαρτηρίου δε και άλλων τοιούτων δεν πολυπραγμονούμεν. Οι Δυτικοί θεολόγοι είναι δεινοί εις το να περιγράφωσιν επί το φανταστικώτερον και τας Κολάσεις και τα Καθαρτήρια. Ημείς γνωρίζομεν μόνον ότι αι ψυχαί των ορθοδόξων χριστιανών, όσοι ημάρτησαν ως άνθρωποι, είναι εις το άπειρον έλεος του Θεού».  Ακόμη, σε όλα τα έργα του φαίνεται διάχυτη αυτή η ευσπλαχνία του Θεού προς τον άνθρωπο. Την Χριστίνα, την δασκάλα, που ζούσε χωρίς στεφάνι, την βλέπει με συμπάθεια, γι αυτό στο τέλος του διηγήματός του γράφει γι αυτήν: «Αλλ Εκείνος, όστις ανέστη “ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων”, όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα και του ληστού το Μνήσθητί μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις την βασιλείαν Του την αιωνίαν».

Τον «μπαρμπα-Γιαννιό τον Έρωντα», που πέθανε μπροστά στην πόρτα της Πολυλογούς που αγαπούσε, και σκεπάστηκε από το χιόνι, τον αφήνει στο έλεος και την αγάπη του Θεού. Γράφει: «Και ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ εκοιμήθη υπό την χιόνα, δια να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου». Την Φραγκογιαννού, που καταδιωκόμενη από δύο άνδρες για το έγκλημα που έκανε και στην προσπάθειά της να ανεβή τον βράχο του αγίου Σώστη, πνίγηκε, γράφει: «Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».

Η ευσέβεια τού Παπαδιαμάντη

Η ευσέβεια του Παπαδιαμάντη δεν έχει καμμία σχέση με τον καλβινιστικό πουριτανισμό, δεν διακρίνεται από κάποια πουριτανική ηθική, αλλά είναι η ευσέβεια της ορθοδόξου παραδόσεως. Είναι γνωστόν ότι οι Προτεστάντες και κυρίως οι Καλβινιστές, επηρεασμένοι από τον απόλυτο προορισμό, έφθασαν στο σημείο να κάνουν λόγο για σεσωσμένους και μη, από καθαρά ρατσιστικά κριτήρια και, βέβαια, η σωτηρία εκδηλώνεται και εξωτερικά, δηλαδή οι άνθρωποι πρέπει νά έχουν εκδηλώσεις για την απόδειξη τής σωτηρίας. Τα πέντε σημεία, όπως διατυπώθηκαν από τους Καλβινιστάς στην συνάντηση τού Dort τής Ολλανδίας το 1618, ήτοι «η τέλεια αδυναμία ή η τέλεια διαφθορά», «η εκλογή των σεσωσμένων από τον Θεό χωρίς όρους», «η ειδική απολύτρωση ή η περιορισμένη εξιλέωση», που γίνεται με το απολυτρωτικό έργο του Χριστού, «η ακατανίκητη χάρη» του Αγίου Πνεύματος, που οδηγεί τον εκλεγμένο αναπόφευκτα στην σωτηρία, «η εμμονή των αγίων», αφού οι εκλεγμένοι είναι αιώνια σεσωσμένοι και δεν έχουν δυνατότητα επιλογής, δημιούργησαν έναν πουριτανικό Χριστιανισμό που βασίζεται σε μια ιδιότυπη ρατσιστική νοοτροπία. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε σεσωσμένους ή μη, ακόμη και από εξωτερικά κριτήρια, δηλαδή από την επιτυχία στον κόσμο, την κυριαρχία στην κοινωνία, και την απόκτηση των υλικών αγαθών. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να εξετάζουμε και την προτεσταντική ηθική, που χωρίζει τους ανθρώπους σε αμαρτωλούς και αγίους, σε ηθικούς και ανήθικους, σε ευσεβείς και ασεβείς, με βάση εξωτερικά κριτήρια.

Σε αυτόν  τον πειρασμό έπεσε και ο Καζαντζάκης, ο οποίος στο έργο του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται χωρίζει τους Κληρικούς στις δύο αυτές κατηγορίες, αφού ο παπα-Φώτης είναι άγιος, ενώ ο παπα-Γρηγόρης είναι ο φαταούλας, ο εκμεταλλευτής, και όσο εξυψώνει υπερβολικά τον πρώτο, τόσο ταπεινώνει υπερβολικά τον δεύτερο. Δεν μπορεί να βρει και άλλα στοιχεία στους ανθρώπους που περιγράφει. Αντίθετα, ο Παπαδιαμάντης διακρίνεται από μια ευαισθησία, σαν κι αυτή που έχουν οι ερημίτες μοναχοί. Ποιος δεν έχει πλησιάσει τέτοιους ερημίτες και δεν έχει αισθανθή την αρχοντική τους αγάπη, που σε θερμαίνουν με την θαλπωρή, με τον ιλαρό λόγο; Αλλά και όταν χρησιμοποιούν «σκληρό» λόγο, αυτός ο λόγος είναι θεραπευτικός, αφού προέρχεται από μια ευαίσθητη καρδιά. Ο ασκητής είναι «ανίκανος» να κάνη κακό στους άλλους.

Ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης έχει αίσθηση της αναξιότητός του, της πνευματικής του πτωχείας, παρά την μεγάλη πνευματική αρχοντιά του. Στο τέλος του έργου του Αμαρτίας φαντάσματα γράφει: «Τ ανωτέρω συνηρμολογήθησαν εκ παλαιών ατάκτων σημειώσεων τεθνεώτος ατυχούς φίλου». Προφανώς πρόκειται για σημειώσεις του ιδίου του συγγραφέα, αλλά και αν δεν είναι δείχνει την ίδια νοοτροπία που τον διακατείχε. Συνεχίζει: «Ώ, φρίκη, και πόνος ανεκλάλητος! Είδα, είδα το παρελθόν μου με τους ιδίους μου οφθαλμούς, το είδα ως μαύρον φάντασμα. Ολίγον ακόμη και η καρδία μου θα έπαυε να πάλλη. Ηισθάνθην βαθείαν συντριβήν το φάσμα το ίδιον μ ευσπλαγχνίσθη, και ταχέως έγινεν άφαντον. Έλαβα το αγγείον με το ύδωρ, και κατήλθον με βήματα βραδέα, τύπτων τα στήθη, και ψιθυρίζων. “Αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας μου μη μνησθής, Κύριε…”». Δεν χωρίζει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, σε ευσεβείς και ασεβείς, αλλά σε όλους βλέπει ότι είναι δημιουργήματα του Θεού. Κάθε άνθρωπος, παρά την πτώση του, διασώζει το κάλλος της δημιουργίας, παραμένει μέσα του το κατ εικόνα έστω και αμαυρωμένο, μαζί με τους δερμάτινους χιτώνας της πτώσεως. Και πρέπει κανείς να έχη ευαισθησία καρδιακή για να βλέπη την εσωτερική αυτή δόξα μέσα στην κατά κόσμον αδοξία. Στην Εξοχική λαμπρή σκιαγραφεί ανάγλυφα το πάθος του παπα-Κυριάκου, που αναδύθηκε από το πάθος τού παπα-Θοδωρή, αλλά στο τέλος ο παπα-Κυριάκος μετανοεί. Η Χριστίνα η δασκάλα ήταν αστεφάνωτη, αλλά είχε φθάσει σε βίωση μεγάλης αυτομεμψίας, αφού ακόμη « και τας καλάς ημέρας δεν είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν» και όταν πήγαινε καθόταν μακρυά από τον κόσμο. Μόνον στον Εσπερινό της Αγάπης «κρυφά και δειλά εισείρπεν εις τον ναόν, δια ν ακούση το “Αναστάσεως ημέρα” μαζί με τις δούλες και τις παραμάννες». Η θρησκευτική κοινότητα την έχει απορρίψει, αλλά αυτή όμως δεν την απέρριψε. Νοσταλγούσε την συμμετοχή της σε λατρευτικές συνάξεις και συμμετείχε νοερά και εξ αποστάσεως, διακριτικά. Περιγράφει πολύ παραστατικά ο Παπαδιαμάντης όλη την αυτομεμψία που κυριαρχούσε στην ψυχή της. Εν τούτοις αυτή η ίδια μεγάλωνε τα παιδιά που έκανε ο άντρας της με τις «ερωμένες» του. «Η ταλαίπωρος αυτή μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα, έπαιρνε τα νόθα του αστεφανώτου ανδρός της εις το σπίτι, τα εθέρμαινεν εις την αγκαλιάν της, ανέπτυσσε μητρικήν στοργήν, τα επονούσε». Καί όταν τα παιδιά τρία ή τέσσερα πέθαναν έως επτά ή οκτώ ετών η Χριστίνα η δασκάλα πονούσε πολύ. «Κι αυτή επικραίνετο. Εγήρασκε και άσπριζε. Κ έκλαιε τα νόθα του ανδρός της ως να ήσαν γνήσια δικά της». Και όταν ο άνδρας της δεν έλεγε να την στεφανωθή, «αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή», παρά την κατακραυγή της κοινωνίας. Αυτό το ίδιο περιστατικό το βλέπουμε στον γάμο του Καραχμέτη.

…………………………………………

Πηγή: http://fdathanasiou.wordpress.com (ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ)