Ναναρίσματα

“Νήπια γοῦν εὐμελοὺς μινυρίσματος κατακούοντα κοιμίζεται”.
(Σέξτος ὁ Ἐμπειρικός)

148

Ὕπνε, ποὺ παίρνεις τὰ μικρά, ἔλα, πάρε καὶ τοϋτο,
μικρὸ μικρό σου τὸ δωκα, μεγάλο φέρε μοῦ το,
μεγάλο σὰν ψηλὸ βουνό, ἴσιο σὰν κυπαρίσσι,
κ’ οἱ κλῶνοι του ν’ ἀπλώνωνται ‘ς Ἀνατολὴ καὶ Δύση.

149

Νὰ μοῦ τὸ πάρης, Ὕπνε μου, τρεῖς βίγλαις θὰ τοῦ βάλω,
τρεῖς βίγλαις, τρεῖς βιγλάτοραις, κ’ οἱ τρεῖς ἀντρειωμένοι.
Βάλλω τὸν Ἥλιο ‘ς τὰ βουνά, τὸν ἀετὸ ‘ς τοὺς κάμπους,
τὸν κὺρ Βοριὰ τὸ δροσερὸ ἀνάμεσα πελάγου.
Ὁ Ἥλιος ἐβασίλεψεν, ὁ ἀϊτὸς ἀποκοιμήθη,
κι’ ὁ κὺρ Βοριὰς ὁ δροσερὸς ‘ς τῆς μάννας του πηγαίνει.
“Γιὲ μ ‘, ποῦ σουν χτές, ποῦ σουν προχτές, ποῦ σουν τὴν ἄλλη νύχτα;
Μήνα μὲ τάστρι μάλωνες, μήνα μὲ τὸ φεγγάρι,
μήνα μὲ τὸν αὐγερινό, ποῦ μεστ’ ἀγαπημένοι;
-Μήτε μὲ τάστρι μάλωνα, μήτε μὲ τὸ φεγγάρι,
μήτε μὲ τὸν αὐγερινό, ὀποῦ ‘στ’ ἀγαπημένοι,
χρυσὸν ὑγιὸν ἐβίγλιζα ‘ς τὴν ἀργυρή του κούνια.”

150

Ὕπνε μου, κ’ ἐπαρέ μου τό, κι’ ἄμε τὸ ‘ς τὰ περβόλια,
καὶ τὴν ποδιὰ του γέμισε τριαντάφυλλα καὶ ρόδα,
Τὰ ρόδα νὰ ‘ν ‘τῆς μάννας του, τὰ μῆλα τοῦ κυροΰ του,
καὶ τάσπρα τριαντάφυλλα νὰ ναὶ τοῦ σάντουλού του.
Ὃ ὕπνος τρέφει τὰ μωρά, κι’ ὁ κάμπος τὰ βοσκάρια,
κ’ ἐμένα τὸ παιδάκι μου τὸ τρέφουνε τὰ χάδια.
Ὁ ὕπνος μου ‘ς τὰ μάτια σου κ’ ἡ γεια ‘ς τὴν κεφαλή σου,
κ’ ἡ ἀγρυπνιὰ ‘ς τὸν κύρη σου, νὰ κάμη τὸ προικί σου.
Κοιμήσου, ποὺ ‘ς τὸ γάμο σου, ‘ς ταάρραβωνιάσματά σου
θὰ ἀνοίξουν ρόδα καὶ ἀνθοὶ μέσα ‘ς τὴν κάμαρά σου.
Τὰ χιόνια ἀλεύρια θὰ γενοῦν καὶ τὰ βουνὰ δαμάλια,
κ’ ἡ θάλασσα γλυκὸ κρασὶ νὰ πιοῦν τὰ παλληκάρια

151

Γιόκα μ’, ὅταν σ’ ἔκανα,
πῶς δὲν ἐξαπάτησα,
πῶς δὲν ἔκανα φτερά,
σὰν τοῦ παγονιοῦ χρυσά,
νὰ πετάξω ‘ς τὰ βουνά;

152

Χήνα μου, ἂπλωσ’ τὰ φτερά, νὰ πλύνω τοῦ παιδιοῦ μου,
ἀϊτέ μου, τὰ φτερούγια σου, ν’ ἁπλώσω ταγωριού μου,
καὶ σύ, ἀηδόνι μου χρυσό, ‘ς τὴν κούνια νὰ καθήσης,
μὲ τὴ γλυκειά σου τὴ φωνὴ νὰ μοῦ τὸ νανουρίσης,
καὶ σὰν τὸ ἰδῆς νὰ κοιμηθῆ, τὰ μάτια του νὰ κλείση,
τρέξε τὸν Ὕπνο φώναξε νὰ μοῦ τὸ σεργιανίση.
Ἔλα, Ὕπνε, καὶ πάρε τό, πᾶν τὸ ‘ς τὰ περιβόλια,
καὶ γέμισε τοὺς κόρφους του τριαντάφυλλα καὶ ρόδα,
τὰ ρόδα θὰ εἰν’ τῆς μάννας του καὶ τάνθη τοῦ κυροῦ του
καὶ τὰ χρυσὰ τραντάφυλλα θανὰ εἶναι τοῦ νονοῦ του.

153

[Τὸ νανάρισμα τοῦτο δεικνύουν ὅτι εἶναι παλαιὸν αἳ ἐν αὐτῷ ἀναμνήσεις τῆς βυζαντινῆς τέχνης• τα ποικίλματα τοῦ σκεπάσματος καὶ τὰ μαργαριτοκόσμητα κόκκινα τσαγγία κατασκευάζονται εἰς τὴν Πόλην, ἀλλ’ἐϊς τὴν Πόλην τῶν Ἑλλήνων αὐτοκρατόρων καὶ ὄχι τὴν τουρκοκρατουμένην Κωνσταντινούπολιν.]

Κοιμήσου ἄστρι, κοιμήσου αὐγή, κοιμήσου νιὸ φεγγάρι,
κοιμήσου, ποὺ νὰ σὲ χάρη ὁ νιὸς ποὺ θὰ σὲ πάρη.
Κοιμήσου, ποὺ παράγγειλα ‘ς τὴν Πόλη τὰ χρυσά σου,
‘ς τὴ Βενετιὰ τὰ ροῦχα σου καὶ τὰ διαμαντικά σου.
Κοιμήσου, πού σοῦ ράβουνε τὸ πάπλωμα ‘ς τὴν Πόλη,
καὶ σοῦ τὸ τελειώνουνε σαρανταδυὸ μαστόροι,
‘ς τὴ μέση βάνουν τὸν ἀετό, ‘ς τὴν ἄκρη τὸ παγόνι.
Νάνι τοῦ ρήγα τὸ παιδί, τοῦ βασιλιᾶ ταγγόνι.
Κοιμήσου καὶ παράγγειλα παπούτσια ‘ς τὸν τσαγγάρη,
νὰ σοῦ τὰ κάνη κόκκινα μὲ τὸ μαργαριτάρι.
Κοιμήσου μέσ’ ‘ς τὴν κούνια σου καὶ ‘ς τὰ παχιὰ παννιά σου,
ἡ Παναγιὰ ἡ δέσποινα νὰ εἶναι συντροφιά σου.

154

[Τὸ χιακὸν τοῦτο νανάρισμα εἶναι τοῦ δήμου τῶν Μαστιχοχώρων, ἀποτελουμένου ἐξ εἰκοσιενὸς χωρίων, διὰ τοῦτο ἡ ναναρίζουσα μάννα πρωτίστην εὐχὴν δίδει ἐϊς τὸ τέκνον της, πλουτῆσαν νὰ συστήση 21 σχολεῖα, ἐν εἰς ἕκαστον χωρίον, περὶ ὢν παραπονεῖται ὅτι δὲν μεριμνώσιν οἱ ἄρχοντες τοῦ δήμου, ἐπιλήσμονες γενόμενοι τῶν ὑποχρεώσεων αὐτῶν πρὸς τὸ ἔθνος.]

Κᾶμε, Χριστὲ τσαὶ Παναγιά, τσαὶ θρέψε τὸ παιδί μου,
νὰ μεγαλώσει νὰ θραφῆ, καλὸ παῖδι νὰ γίνη.
Τύχη χρυσὴ ἂς τοῦ δίγετε τσαὶ φώτιση μεγάλη,
νὰ μάθη γράμματα πολλὰ τσαὶ φρόνιμο νὰ γίνη,
γιὰ νὰ τσερδίτζη χρήματα, παντοῦ καλὰ νὰ κάμνη,
ἕνα τσαὶ εἴκοσι σκολειὰ μ’ ἀληθινοὺς δασκάλους,
νὰ μάθουν γράμματα οἱ φτωχοί, ἀθρῶποι νὰ γενοῦνε,
νὰ μάθουν πὼς ρφανέψαμεν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντάς μας,
νὰ μάθουν πὼς ξεχάσαμεν τοῦ γένου μας τὰ φρένα,
πὼς ὁ καθείς μας χρεωστεϊ βοήθειαν νὰ δίνη
εἷς τὰ σκολειά, ‘ς τοῖς ἐκκλησιαΐς τσαὶ ‘ς τὰ ὀρφανεμένα.
Πηγή: agiazoni.gr