Ἡ Παναγία μητέρα μας (Γέρων Ἰωσήφ Βατοπαιδινός)

Ὅλα τά κτίσματα ἔχουν προσφέρει, τό κάθε ἕνα μέ τή σειρά του, τόν τρόπο τῆς ἐξυπηρετήσεώς τους στό θέμα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἐκεῖνο δέ πού προσφέρουμε ἐμεῖς, ἀνθρώπινη φύση, ὡς ἀντιπροσφορά γιά τό μέγιστο δῶρο τῆς θείας κενώσεως τοῦ Ἰησοῦ μας, τό κατ’ ἐξοχήν τελειότατον τῶν δώρων, εἶναι ἡ Παναγία μητέρα Του καί μητέρα ὅλων μας.

Ἔτσι ἐδῶ ἔγινε κάτι τό ἀπερίγραπτο. Πῶς εὑρέθη ἡ ἱκανότητα σέ αὐτήν τήν Κόρη, οὕτως ὥστε νά μπορέσει νά ἐξυπηρετήσει ἕναν τέτοιο σκοπό, ὅπου ὅλα τά ὑπόλοιπα κτίσματα δέν ἦσαν πλέον ἱκανά νά προσφέρουν αὐτό ποὺ ἔλειπε; Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε τήν δυνατότητα νά προσφέρει τήν Παναγία ὡς δῶρο, τότε θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι ἐματαιώνετο τό θέμα τῆς θείας οἰκονομίας. Ἔτσι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐπιστροφή καί ἐπαναφορά τῶν κτισμάτων στήν θέση τους καί ἡ ἀποκατάσταση στήν ἰσορροπία τῆς διεφθαρμένης κτίσεως δέν θά ἐγίνετο.

Αὐτό τό ἐπίτευγμα πού ἡ ἀνθρώπινη φύση κατόρθωσε, εἶναι τό μεγαλύτερο πού ἔγινε καί δέν πρόκειται ποτέ νά ἐπαναληφθεῖ. Διαθέσαμε αὐτό τό μεγάλο δῶρο στό νά κολακεύσουμε, τρόπον τινά, τήν θείαν ἀγάπη καί νά μᾶς πλησιάσει.

Ἅπαξ δοθεῖσα ἡ χαριτωμένη αὐτή Κόρη, ἡ ὁποία τώρα εἶναι ἡ Θεοτόκος, μένει πλέον στό διηνεκές νά ἔχει ἰδιαιτέραν θέση ἔναντι στόν Θεό καί σέ μᾶς. Μέσῳ τῆς δικῆς της μεσολαβήσεως ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀπέκτησε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἔγινε ταυτοχρόνως Θεάνθρωπος. Ὅ,τι εἶχε, αὐτή τοῦ τό ἔδωσε ὅλο ἀφοῦ τοῦ πρόσφερε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση της. Ἔτσι καί Αὐτός μέ τή σειρά Του τῆς μετέδωσε τήν θέωση, ὅσο μπορεῖ βέβαια νά χωρέσει ἡ ἀνθρώπινη φύση. Διότι νά τήν μεταβάλλει σέ κατά φύσιν Θεόν ἦταν ἀδύνατο. Κατά Χάριν ὅμως τήν ἐθέωσε στό σημεῖο ἐκεῖνο πού κατά τούς θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας, νά μήν τῆς λείπει τίποτα.

Μέ τήν προσφορά μας αὐτή κατορθώσαμε καί ἀνεβήκαμε καί ἐμεῖς καί πλησιάσαμε τόν Θεό. διότι ἔχομε ἀπό τήν δική μας φύση πλέον, τέτοιας μορφῆς συγγένεια, μέσῳ αὐτῆς τῆς Κόρης, πού ἀποκτήσαμε τόν θεανθρωπισμό σέ τέτοιο ἀναφαίρετο καί πλούσιο σημεῖο, ὥστε νά εἴμεθα ὄντως «κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ καί συγκληρονόμοι τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ».

Γιά αὐτό καί ἡ ἐκκλησία μας μετά τά Χριστούγεννα πού ἑορτάζει τήν ἐξ αὐτῆς ἄσπορο Γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἑορτάζει τήν Σύναξή της. Τήν παρουσιάζει στή θέση τῆς μητρότητος πλέον καί τιμᾶ τήν προσφορά της, πού συνήργησε σάν κανένας ἄλλος στό ὑπέρτατον αὐτό μυστήριο.

Καί κοιτάξτε μέ ποιά σοφία ἡ Θεία Πρόνοια ἀναμόρφωσε τήν «παλαιωθεῖσαν» εἰκόνα! Ὁ διάβολος κατόρθωσε νά πλανέσῃ τό ἕνα ἐκ τῶν δύο ὄντων πού ἐδημιούργησε ὁ Θεός. Ἐπλάνεσε τήν γυναίκα καί τήν ἔκανε ὄργανο ἀπάτης καί ἀφορμή καταστροφῆς. Ἡ Θεία Πρόνοια οἰκονόμησε νά συγκεντρωθεῖ σ’ αὐτή τήν ἁγνή Κόρη ὁλόκληρη ἡ ἀρετή τῆς ἀνθρώπινης τελειότητος, οὕτως ὥστε τό ὄργανο τῆς ἀπώλειας καί τῆς ἀπάτης νά γίνει τώρα ὄργανο σωτηρίας καί ἐπιστροφῆς. Καί ὄχι μόνο νά γίνει, ἀλλά νά παραμείνει στόν αἰώνα. Στήν θέση πού εὑρίσκεται τώρα ἡ Δέσποινά μας Θεοτόκος, θεωθεῖσα πλέον ἀπέκτησε καί ὁλόκληρη τήν μητρότητα, διότι εἶναι ἡ πηγή τῆς πραγματικῆς καί ἀδιαφθόρου μητρότητος. Ἡ πρώτη Εὔα, σάν πρώτη μητέρα, ἀπώλεσε τήν ἀξία τῆς μητρότητος, ἐφ’ ὅσον μαζί μέ μᾶς γέννησε καί τόν θάνατο καί μαζί του τήν ἔχθρα, τό μίσος, τήν φθορά, τήν καταστροφή. Δέν εἶχε πλέον προσωπικότητα μητρότητος. Ἡ Δέσποινά μας Θεοτόκος μέ τό ἀδιάφθορον τῆς ἁγνότητός της ὁλοκλήρωσε τήν μητρότητα στήν ἐντέλεια. Ὅπως στόν Θεό Πατέρα εὑρίσκεται ὁλόκληρος ἡ πατρική στοργή, ὥστε «οὐδέ τοῦ ἰδίου Υἱοῦ νά φεισθῇ», ἀλλά ὑπέρ πάντων ὑμῶν νά παραδώσει Αὐτόν, ἔτσι καί τώρα στά σπλάχνα τῆς Δέσποινάς μας Θεοτόκου, τῆς Θεωθείσης αὐτῆς Κόρης, εὑρίσκεται ἡ θέση τῆς τελείας μητρότητος.

Καί τώρα μετά παρρησίας προσερχόμεθα σ’ αὐτόν τόν θρόνον τῆς χάριτος τῆς μητρότητος καί σάν υἱοί πρός τήν μανούλα μας τήν ἱκετεύουμε καί εἶναι ἀδύνατο νά μή μᾶς ἀκούσει. Εἶναι ἀδύνατον. Διότι πῶς γίνεται στήν τελειότητα τῆς μητρότητος νά κλείσουν τά σπλάχνα, ὅταν φωνάζουν καί ζητοῦν τά παιδιά;

Δέν εἶναι δύσκολο νά δανεισθοῦμε ἀπό τήν οἰκογενειακή μας πείρα, ζωντανά παραδείγματα τῆς μητρικῆς ἰδιότητος. Ἀντικρίσαμε κάποτε νά μεταβάλλεται ἡ στοργή καί ἡ ἀγάπη τῆς μητέρας ἐξ αἰτίας τῆς ἀταξίας καί σκληρότητος τοῦ παιδιοῦ, ὥστε νά πάρη τήν θέση τῆς ἀγάπης ἡ ἀπειλή. Ὅταν ὅμως τό παιδί πόνεσε, ταπεινώθηκε καί ἔκλαψε, μεταβλήθη ἀμέσως ἡ ὀργή τῆς μητέρας σέ συμπάθεια καί φίλτρο καί ὅλο τό δυσάρεστο τό ἀντικατέστησε ἡ μητρική ἀγκάλη. Ἐάν αὐτά ὑπάρχουν μέσα στήν εὐτελῆ, τήν ἀτελῆ, τήν διαβεβλημένη, τήν ἀσθενῆ ἀνθρώπινη φύση, σέ πόση ἔκταση εὑρίσκονται αὐτά μέσα στήν τελειότητα τῆς πνευματικῆς, τῆς θεοπρεποῦς μητρότητας;

Ἔχοντες αὐτήν τήν μητέρα σάν ἐχέγγυο καί ἱσταμένην μεταξύ ἡμῶν καί τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε τήν τελεία ἐλπίδα ὅτι καμμιά προσδοκία μας, καμμιά ἐπιθυμία μας ἐν Θεῷ, κανένα αἴτημά μας, ἀλλά καί καμμιά ἀνάγκη τωρινή καί μέλλουσα εἶναι δυνατόν νά μήν ἱκανοποιηθοῦν. Διότι ὅταν τρέχουμε στήν μητρικήν της ἀγάπη, δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ δέν θέλει νά τό κάνει. Ἀρκεῖ φυσικά ἀπό μέρους μας νά γίνεται ἡ ἐλάχιστη προσπάθεια, νά στεκώμεθα σάν λογικά ὄντα πάνω στήν βάση τοῦ προορισμοῦ μας. Καί ἔτσι ἔχοντας τήν Δέσποινά μας Θεοτόκο σὰν ἐγγύηση, καθ’ ὅ,τι ἔγινε ἀφορμή τῆς σωτηρίας μας, λύνουμε κάθε πρόβλημά μας καί στό παρόν καί στό μέλλον.

Ἄρα λοιπόν τί ἀπόκειται σέ μᾶς; Νά ἐρευνήσουμε βαθύτερα τήν υἱκή μας πλέον κατάσταση ἀπέναντί της, νά τήν ἀγαπήσουμε εἰλικρινέστερα, πιστότερα, ὑπολογίζοντες τήν πραγματική της θέση καί νά εἴμεθα βέβαιοι ὅτι τό θέμα ὅλων μας τῶν προβλημάτων εἶναι ἤδη λελυμένο. Διότι εἶναι μεσίτης μεταξύ ἡμῶν καί τοῦ Υἱοῦ της, διότι πλέον γι’ αὐτήν ὁ Θεός, ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός, δέν εἶναι Κύριος καί Θεός μόνον, ἀλλά εἶναι καί ὁ κατά φύσιν Υἱός της. Καί δέν εἶναι δυνατόν, ὅπως ἔχουμε πείρα, νά πλησιάσει ἡ ἰδανική μητέρα τόν ἰδανικόν υἱόν ζητώντας του κάποια χάρη καί αὐτός νά τῆς ἀρνηθῆ. Αὐτό δέν γίνεται.

Ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἀπομένει σέ μᾶς εἶναι νά ἐρεθίσουμε μέσα μας ὁτιδήποτε ὑπάρχει ἔναντι τῆς μητρικῆς της ἀγάπης καί ὁτιδήποτε ἀφορᾶ αὐτό στήν ὑμνολογία της, στήν εὐχαριστία της, στήν δοξολογία της, στήν παράκλησή της, στήν ἐπίκλησή της, ἀκόμα καί σέ κάθε ἄλλο τό ὁποῖον εὑρίσκεται καί ἁρμόζει στόν θεοπρεπῆ χαρακτήρα της.

Αὐτή εἶναι κατάφορτη μέ ὅλες τίς ἀρετές. Ἰδιαίτερα ὅμως περισσεύει ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ ἁγνότης, γι’ αὐτό λέγεται Ἀειπάρθενος. Δέν εἶναι μόνο Ἀειπάρθενος στό ὅτι πράγματι ἦταν Παρθένος καί δέν ἐγνώρισε οὔτε κἄν τήν ἔννοια τοῦ ἀνδρός. Ἀλλά καί μέσα στήν ἁγνοτάτη της ὕπαρξη δέν συνελήφθη ἡ ἁμαρτία οὔτε κατά διάνοιαν. Οὔτε στόν ἁγνό ψυχικό της κόσμο εἰσῆλθε ἡ φθορά καί ἡ ἁμαρτία. Καί ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι καί μένει Παναγία καί Ἀειπάρθενος.

Στούς νέους, στούς ἀγάμους, στούς μοναχούς, πού τό κέντρο τῆς ἰδιότητός τους εἶναι ἡ παρθενία ἀπευθύνομαι. Ὅποιος θέλει νά τήν τιμήσει, ἄς κάνει περισσότερη προσφορά κρατώντας τήν ἁγνότητά του. Νά πῶς δοξάζεται αὐτή.

Τό δεύτερο στοιχεῖο πού τήν χαρακτηρίζει – ἄν καί εἶναι πλήρης ἀπό ἀρετές – εἶναι εἰδικά ἡ ταπεινοφροσύνη. Ὅταν ἦλθε ὁ Ἀρχάγγελος καί τῆς εἶπε καθαρά: «Χαῖρε, Μαρία, εὑρῆκες χάριν ἀπό τόν Θεό καί σύ θά γίνεις μητέρα τοῦ Θεοῦ», δέν ὑπερηφανεύθη καί νά σκεφθῆ «ὥστε λοιπόν ἐγώ θά εἶμαι πλέον μητέρα τοῦ Θεοῦ;» Ἀλλά ἀπάντησε ταπεινά «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου». Ἁρπάζει τήν πρακτική ταπείνωση, ὀνομάζοντας τόν ἑαυτό της «δούλην Κυρίου» καί προσφέρει τήν ἀπόλυτη ὑποταγή, «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου». Ἀμέσως τώρα, τί προστάζεις, Κύριέ μου; Ἕτοιμη εἶμαι».

Βλέπετε μέ πιό χειρισμό; Μέ δύο ἁπλές λέξεις, μέ δύο ἁπλές κινήσεις αὐτό τό τρυφερό κοριτσάκι, ὅπως ἦτο τότε, προσέφερε ὅλη τή δύναμη τῆς τελειότητας τῆς ἀρετῆς. Ταπείνωση καί ὑποταγή.

Ὅποιος λοιπόν θέλει νά τιμήσει τήν Πανάχραντό μας Δέσποινα καί νά τήν προκαλέσει νά σκορπίσει πάνω του τήν μητρική της στοργή, θά καλλιεργήσει αὐτές τίς ἀρετές, τήν ταπείνωση καί τήν ὑποταγή.

Καί σεῖς λοιπόν ἐκεῖ πού βρίσκεστε, μπορεῖτε νά πεῖτε ἕνα δικό της ὕμνο. Ψάλλετε ἕνα τροπάριο δικό της φέρτε στά χείλη σας τήν εὐωδία τοῦ ὀνόματός της.

Εἴδατε τί εἶπε μόνη της; Μόλις ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου, ἄρχισε νά προφητεύει γιά τόν ἑαυτό της ὅτι: «Ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί». Αὐτό τῆς φανέρωσε ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κατοίκησε μέσα της μόνιμα. Τήν ἀνάγκασε νά τό πεῖ. Ἐδανείσθη τά χείλη της ἡ ἐνοικοῦσα σέ αὐτήν Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σάν ἕνα μουσουργός πού κινεῖ τίς χορδές γιά νά παραγάγη μέλος. Καί ἄρχισε νά λέει μέσα της ταπεινά: «Ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί· ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατός».

Βέβαια μεγαλεῖα! Ἐφ ὅσον κατοίκησε μέσα της ὁλόκληρο τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς, τί ἄλλο μποροῦσε νά γίνει; Μιὰ ἀκτίνα Χάριτος, μιὰ μόνον ἀκτίνα ἐάν ἐπιλάμψη σέ ὁλόκληρη τήν κτίση, εἶναι ἱκανή αὐτή καί μόνη νά τήν μεταφέρει σέ θέση θεότητος, κατά Χάριν. Ἐδῶ ὅμως, σ’ αὐτὴν δέν πῆγε ἁπλῶς ἀκτίνα Χάριτος. Κατοίκησε μέσα της ὁλόκληρο τό πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς.

Αὐτό ἤθελα νά ἐνθυμίσω στήν ἀγάπη σας γιά νά σᾶς κάνω θερμούς καί φλογερούς ἀπέναντι στή δική της ἀγάπη. Διότι ἔχουμε καί ἕνα ζωντανό παράδειγμα, τοῦ ἀείμνήστου μας Γέροντα, πού τόσο πολύ τόν ἀγαποῦσε, γιατί καί αὐτός τήν ἀγάπησε. Μόνο πού ἄκουγε τό ὄνομά της σκιρτοῦσε σὰ μωρό! Ἀλλά τοῦ ἔδειξε τόσες φορές τήν ἀγάπη της αἰσθητά καί τόν ἀξίωσε νά φύγη τήν ἡμέρα πού καί αὐτή ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο αὐτό.

Ἡ Χάρις της καί οἱ πρεσβεῖες της καί πάντων τῶν ἁγίων νά ἐνισχύουν καί μᾶς.

Ἀμήν.

Πηγή: agiazoni.gr