Άγιον ΌροςΘεολογία και ΖωήΟρθόδοξη πίστη

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

14 Νοεμβρίου 2022

Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γε­ρω Τρύ­φων ὁ Κα­ψα­λι­ώ­της, ὁ Ρου­μᾶ­νος, κά­πο­τε πῆ­γε στήν Κοι­νό­τη­τα καί τόν ρώ­τη­σαν σέ ποι­ό Κελ­λί μέ­νει. Ἀ­πάν­τη­σε: «Τό Κελ­λί μου δέν ἔ­χει ὄ­νο­μα», ἐ­πει­δή δέν εἶ­χε Ἐκ­κλη­σά­κι. Καί ὁ ἴ­διος δέν εἶ­χε ὄ­νο­μα, ἀλ­λά τό πρό­σω­πό του ἔ­λαμ­πε καί τά δά­κρυ­ά του ἔ­τρε­χαν ἀ­πό τά μά­τια του. Ὅ­ταν πή­γαι­νε ἐ­πι­σκέ­πτης, ὅ­λο πνευ­μα­τι­κά ἔ­λε­γε καί ἔκ­κλαι­γε. Γι᾽ αὐ­τό ἦ­ταν ὀ­νο­μα­στός καί εὐ­ά­ρε­στος   στόν Θε­ό. Ἐν τούτοις ἔλε­γε: «Ἄχ, τί­πο­τα δέν ἔ­κα­να ἐ­γώ, τί­πο­τα. Ξέ­ρω  ἐ­γώ τί ἔ­κα­ναν οἱ Ἅ­γιοι. Ἐ­γώ τί­πο­τε δέν κά­νω. Στήν κό­λα­ση θά πά­ω. Πῶς θά σω­θῶ τό­σο ρά­θυ­μος πού εἶ­μαι;».

Ἔ­λε­γε προ­φη­τι­κά γιά τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, ὑ­παι­νισ­σό­με­νος τίς προ­φη­τεῖ­ες τοῦ ἁ­γί­ου Νεί­λου: «Σή­με­ρα οἱ μο­να­χοί νη­στεύ­ουν ἀλλά φό­βο Θε­οῦ δέν ἔ­χουν. Θά ἔρ­θει και­ρός πού τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος θά κα­τα­πον­τι­σθῆ στήν  θά­λασ­σα καί  θά φαί­νε­ται  μό­νο  ἡ κο­ρυ­φή τοῦ Ἄθω­να. Θά περ­νοῦν τά κα­ρά­βια καί θά λέ­νε οἱ ἄν­θρω­ποι: “Ἐ­δῶ ἦ­ταν τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ἐ­δῶ ζοῦ­σαν μο­να­χοί πού νή­στευ­αν, ἀλ­λά φό­βο Θε­οῦ δέν εἶ­χα­ν”».

*

   Ο πα­τήρ Πα­χώ­μιος Κων­στα­μο­νί­της δι­η­γή­θη­κε:  «Ὅ­ταν εἶ­δα γιά πρώ­τη φο­ρά τόν π. Φι­λά­ρε­το, τόν Ἡ­γο­ύ­με­νο τοῦ Κων­στα­μο­νί­του, μοῦ ἔ­κα­νε με­γα­λύτερη ἐν­τύ­πω­ση ἀ­πό ὅ­λους τούς ἄλ­λους σα­ράν­τα μο­να­χούς πού εἶ­χε τό Μο­να­στή­ρι. Ἔ­λαμ­πε τό πρό­σω­πό του τό­σο πο­λύ, πού μοῦ φά­νη­κε σάν ἄγ­γε­λος».

«Ἐ­γώ ἤ­μουν βουρ­δου­νά­ρης ἐργάτης στοῦ Κων­στα­μο­νί­του. Κά­πο­τε σέ ὥ­ρα ἀ­κο­λου­θί­ας μέ ἔ­βα­λαν καί ἔ­ψαλ­α ἕ­να τρο­πά­ριο. Τό ἔ­ψα­λα ὡ­ραῖ­α κι ὅ­λοι εὐ­χα­ρι­στή­θη­καν. Τό­τε ὁ π. Φι­λά­ρε­τος, ὁ Ἡ­γού­με­νος, μέ κά­λε­σε ἰ­δι­αί­τε­ρα καί μοῦ πρό­τει­νε νά γί­νω μο­να­χός. Μοῦ εἶ­πε γιά τήν μα­ται­ό­τη­τα τῆς ζω­ῆς κ.λπ. Ἐ­γώ τοῦ εἶ­πα ὅ­τι θά τό σκε­φθῶ. Δέν ἤ­θε­λα ὅ­μως νά γί­νω μο­να­χός καί τόν κο­ρό­ϊ­δευ­α τόν Ἡ­γού­με­νο. Ἀλ­λά ἡ προ­σευ­χή αὐ­τοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­χε με­γά­λη δύ­να­μη, ὅ­πως ἀ­πο­δεί­χτη­κε ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων. Μέ ρω­τοῦ­σε πῶς πά­ω, ἄν ἄλ­λα­ξε κά­τι μέ­σα μου πρός τήν μο­να­χι­κή ζω­ή, καί ἐ­γώ τόν κο­ρό­ϊ­δευ­α. Ἀλ­λά σι­γά–σι­γά πράγ­μα­τι γι­νό­ταν μία ἀλ­λα­γή μέ­σα μου. Με­τά ἀ­πό τρι­σή­μι­σι μῆ­νες εἶ­χα τέ­τοι­α ἀλ­λα­γή, ὥ­στε ἕ­να πρωΐ πῆ­γα στόν π. Φι­λά­ρε­το καί τοῦ εἶ­πα ὅ­τι ἀ­πε­φά­σι­σα νά γί­νω μο­να­χός. Τό­τε ἐ­κεῖ­νος μοῦ ἔ­δει­ξε τό κομ­πο­σχο­ί­νι του καί μοῦ εἶ­πε: “Παι­δί μου, νά ἤ­ξε­ρες πό­σα κομ­πο­σχο­ί­νια ἔ­κα­να γιά νά ἔρ­θης σ᾿ αὐ­τή τήν στιγ­μή νά μοῦ πῆς ὅ­τι θά γί­νω μο­να­χός! Ἤ­ξε­ρα ὅ­τι ἐ­σύ μέ κο­ρό­ϊ­δευ­ες, ἀλ­λά ἐ­γώ προ­σευ­χό­μουν συ­νε­χῶς. Νά ἀ­πο­κτή­σης ἀ­κτη­μο­σύ­νη καί τε­λεί­α ὑ­πα­κο­ή. Νά μά­θης δέ τούς χαι­ρε­τι­σμούς τῆς Πα­να­γί­ας καί νά τούς λές, ὅ­που καί ἄν εὑ­ρί­σκε­σαι”».

«Ὅ­πο­τε πή­γαι­νε ὁ π. Φι­λά­ρε­τος μέ τά ἅ­για Λεί­ψα­να ἤ μέ κάποια εἰ­κό­να στόν κό­σμο γιά προσ­κύ­νη­ση, πάν­το­τε σχε­δόν γί­νον­ταν ἕ­να–δύο θαύ­μα­τα. Ὅ­ταν γύ­ρι­ζε στό Μο­να­στή­ρι, μᾶς ἔ­λε­γε γιά τά θαύ­μα­τα πού γί­νον­ταν».

«Ἦρ­θε κά­πο­τε ἕ­νας ἱ­ε­ρέ­ας νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ στόν π. Φι­λά­ρε­το. Τοῦ ἀ­νέ­φε­ρε ὅ­τι κιν­δυ­νεύ­ει νά πέ­ση σέ πορ­νεί­α, για­τί ἡ γυ­ναῖ­κα τοῦ Ἀ­στυ­νό­μου τοῦ ἐ­πε­τί­θε­το συ­νε­χῶς. Τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε ὁ ἱ­ε­ρεύς τόν π. Φι­λά­ρε­το νά τόν βο­η­θή­ση. “Κα­λά”, τοῦ ἀ­πάντησε, “πή­γαι­νε καί ὅ,τι μπο­ρέ­σω θά σέ βο­η­θή­σω”. Ὅ­ταν ὁ ἱ­ερεύς ἐ­πέ­στρε­ψε στό χω­ριό του, ἦρ­θε ἡ σύ­ζυ­γος τοῦ Ἀ­στυ­νό­μου καί τοῦ εἶ­πε: “Κρῖ­μα,  φεύ­γου­με ἀπ᾿ ἐ­δῶ. Ἦρ­θε ἕ­να ἐ­πεῖ­γον τη­λε­γρά­φη­μα ἀ­πό τό ἀρ­χηγεῖ­ον τῆς Χω­ρο­φυ­λα­κῆς νά φύ­γου­με ἀπ᾿ ἐ­δῶ. Ἦρ­θα νά σέ ἀ­πο­χαι­ρε­τή­σω”. Τό θαῦ­μα τῆς προ­σευ­χῆς  τοῦ π. Φι­λαρέ­του συ­νε­τε­λέ­σθη».

«Ὁ π. Φι­λά­ρε­τος εἶ­χε πο­λύ με­γά­λη τα­πεί­νω­ση. Κά­πο­τε μοῦ εἶ­χε ἀ­πα­γο­ρεύ­σει νά πά­ω σέ μί­α πα­νή­γυ­ρη. Σκαν­δα­λί­σθη­κα καί στε­νο­χω­ρή­θη­κα πο­λύ.   Τό­τε ἤ­μουν στό ἀρ­χον­τα­ρί­κι. Ἦρ­θε καί χτύ­πη­σε τήν πόρ­τα. Ἐ­γώ κα­τά­λα­βα ὅ­τι εἶ­ναι ὁ Γέ­ρον­τας καί δέν ἀ­πάν­τη­σα κα­θό­λου. Ἔ­φυ­γε χω­ρίς ν᾿ ἀ­νοί­ξη τήν πόρ­τα. Τήν ἑ­πο­μέ­νη ξα­νάρ­χε­ται. Μό­λις χτύ­πη­σε, λέ­ω “ἐμ­πρός”, ἀ­νοί­γει καί μπαί­νει μέ­σα. Μό­λις μπῆ­κε, τόν βλέ­πω κλαί­γον­τας νά μοῦ βά­ζη τρεῖς με­τά­νοι­ες καί νά μοῦ ζη­τά­η συγ­χώ­ρη­ση πού δέν μ᾿ ἄ­φη­σε νά πά­ω στήν πα­νή­γυ­ρη. “Παι­δί μου, συγ­χώ­ρε­σέ με, μέ μάλω­σε ὁ Πρω­το­μάρ­τυς Στέ­φα­νος πού  δέν σ᾿ ἄ­φη­σα νά πᾶς στό πα­νη­γύ­ρι. Συγ­χώ­ρε­σέ με”».

«Ἐ­μέ­να κά­πο­τε μοῦ ἀ­πε­κά­λυ­ψε ἰ­δι­αι­τέ­ρως, καί δέν γνω­ρί­ζω ἄν τό ἔ­χη πεῖ καί σέ ἄλ­λον, ὅ­τι πολ­λές φο­ρές κα­τά τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α ἄ­κου­σε ψαλ­μω­δί­ες ἀγ­γέ­λων καί αἰ­σθάν­θη­κε ἄρ­ρη­τη εὐ­ω­δί­α».

«Ἦρ­θε κά­ποι­ος καί πα­ρα­κα­λοῦ­σε τόν π. Φι­λά­ρε­το νά σώ­ση τό παι­δί του πού τό εἶ­χαν πά­ρει οἱ ἀν­τάρ­τες μέ τό ζό­ρι, τό ἔν­τυ­σαν, τοῦ ἔ­δω­σαν καί ὅ­πλο. Αὐ­τό ὅ­μως με­τά ἀ­πό μέ­ρες δρα­πέ­τευ­σε καί πῆ­γε σπί­τι του. Τό­τε τόν ξα­νά­πια­σαν καί ἀ­πε­φά­σι­σαν νά τόν ἐ­κτε­λέ­σουν, για­τί λι­πο­τά­κτη­σε. Οἱ προ­σευ­χές πού ἔ­κα­νε ὁ π. Φι­λά­ρε­τος γιά τό παι­δί τοῦ χω­ρι­κοῦ ἔ­κα­ναν  τό  θαῦ­μα τους.  Εἶ­χαν  ἀ­πο­φα­σί­σει νά τόν σκο­τώ­σουν ἀ­μέ­σως μό­λις φθά­σουν στήν ἕ­δρα τους. Ὅ­ταν ἔ­φθα­σαν, εἶ­πε ἕ­νας ἀ­πό ὅ­λους: “Ἄς πε­ρι­μέ­νου­με  τόν  ὑ­παρ­χη­γό  κα­λύ­τε­ρα  καί  κα­τό­πιν  τόν του­φε­κί­ζου­με”. Ὅ­ταν ἔ­φθα­σε ὁ ὑ­παρ­χη­γός, τοῦ ἀ­νέ­φε­ραν τό πε­ρι­στα­τι­κό. Αὐ­τός σκέ­φθη­κε λί­γο καί ὕ­στε­ρα εἶ­πε: “Ντύ­στε τον καί δῶ­στε του ὅ­πλο”. Κα­τό­πιν τοῦ ξα­να­εῖ­πε: “Πή­γαι­νε τώ­ρα καί φέ­ρε μας νε­ρό, γιά νά πει­σθοῦ­με ὅ­τι εἶ­σαι πι­στός καί δέν θά ξα­να­λι­πο­τα­κτή­σεις”. Τό παι­δί πῆ­γε γιά νε­ρό καί  βρί­σκον­τας τήν εὐ­και­ρί­α πά­λι λι­πο­τά­κτη­σε. Ἔ­φθα­σε στήν Ἱ­ε­ρισ­σό καί πα­ρα­δό­θηκε στόν Στρα­τό».

Ὁ π. Χε­ρου­βείμ Κων­στα­μο­νί­της δι­η­γή­θη­κε: «Εἶ­χε δι­ο­ρα­τι­κό χά­ρι­σμα ὁ Γέ­ρον­τας (Ἡ­γού­με­νος Φι­λά­ρε­τος). Ὅ­ταν ἐ­ξω­μο­λο­γοῦ­σε, ἐ­νί­ο­τε ἔ­λε­γε: “Ναί, κα­λά, ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νο πού πῆ­ρες, νά τό ἐ­πι­στρέ­ψης. Ἐ­κεῖ­νο πού ἔ­κα­νες δέν σκε­φτό­σουν νά τό ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆς”. Πολ­λούς, πού πρώ­τη φο­ρά ἔρ­χον­ταν νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦν, τούς ἀ­πο­κα­λοῦ­σε μέ τά ὀ­νό­μα­τά τους. Ἐ­πί­σης εἶ­χε καλ­λι­ερ­γή­σει καί τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή».

«Ὅ­ταν εἶ­χε γε­ρά­σει καί δέν μπο­ροῦ­σε νά ἀ­νέ­βη τίς σκά­λες, πε­ρί­με­νε στό πρῶ­το σκα­λο­πά­τι καί κα­τό­πιν σάν που­λί ἀ­νέ­βαι­νε ἐ­πά­νω. Ὁ φύ­λα­κάς του Ἄγ­γε­λος τόν ἀ­νέ­βα­ζε. Ἕ­να βρά­δυ πού συ­νέ­βη τό ἴ­διο, τόν ἄ­κου­σα νά λέ­η: “Σέ κου­ρά­ζω καί σέ­να, Ἄγ­γε­λέ μου­”».

«Ὅ­ταν ἤ­μουν ἀρ­χά­ριος μο­να­χός, λίγο πρίν πε­θά­νη, μοῦ εἶ­πε:

–Πάν­τα νά κρα­τᾶς πι­σι­νή, παι­δί μου.

–Τί ἐν­νο­εῖς, Γέ­ρον­τα, τόν ρώ­τη­σα.

–Ὅ­ταν με­γα­λώ­σης, θά τό κα­τα­λά­βεις.

»Πράγ­μα­τι ἔ­πα­θα πολ­λές ζη­μι­ές, δι­ό­τι ἐ­ξαν­τλοῦ­σα ὅ­λες μου τίς δυ­νά­μεις σέ δι­ά­φο­ρα ἔρ­γα καί ὑ­πο­θέ­σεις καί τό­τε κα­τά­λα­βα αὐ­τό πού ἐν­νο­οῦ­σε ὁ Γέ­ρον­τας».

«Ἦ­ταν ἡ­μέ­ρα Τε­τάρ­τη καί μοῦ εἶ­πε:

–Μέ­χρι τήν Κυ­ρια­κή θά πε­θά­νω, παι­δί μου.

–Ποῦ τό ξέ­ρεις, Γέ­ρον­τα, τόν ρώ­τη­σα.

–Μοῦ τό εἶ­πε ὁ Ἄγ­γε­λός μου, ἀ­πάν­τη­σε.

»Πράγ­μα­τι ἐ­κοι­μή­θη τό Σάβ­βα­το βρά­δυ στίς 22 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1963».

Πηγή: enromiosini.gr