Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Κι όμως είναι ελληνικές

2 Φεβρουαρίου 2023

Κι όμως είναι ελληνικές

Μπαμπινιώτης Γεώργιος (Καθηγητής Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου ‘Αθηνών)

Αν σάς ρωτήσει κανείς, θέλοντας να ελέγξει τις ετυμολογικές γνώσεις σας στην Αγγλική ή στην Ελληνική, αν λέξεις όπως λ.χ. butter «βούτυρο», paper «χαρτί», church «εκκλησία», sketch «σκαρίφημα – θεατρικό σκέτς», bomb «βόμβα», clergy «κληρικός» και clerk «υπάλληλος», chart «χάρτης» και card «κάρτα», calm «νηνεμία, γαλήνη», pain «πόνος», pirate «πειρατής», diploma «δίπλωμα», chanel «δίαυλος», priest «ιερέας», buffalo «βουβάλι», monk «μοναχός», bishop «επίσκοπος» κ.α. προέρχονται από την Ελληνική ή είναι αμιγώς αγγλικές, μή βιαστείτε να απαντήσετε ότι δεν σάς φαίνονται ελληνικές. Η πραγματικότητα είναι ότι περνώντας μέσα από διάφορους, συχνά δαιδαλώδεις και σκολιούς, γλωσσικούς δρόμους οι λέξεις αυτές έφτασαν στην Αγγλική, έχοντας ξεκινήσει από την ελληνική γλώσσα. Είναι δάνειες λέξεις της Αγγλικής από την Ελληνική. Μία ματιά σε έγκυρα λεξικά της Αγγλικής (Webster, Random House, Longman, Oxford κ.α.) μπορεί να σάς πείσει.

Το αρχ. ελληνικό βούτυρον / βούτυρος (βούς + τυρός), μέσω του λατιν. butyrum, έδωσε το αρχ. αγγλ. butere, απ’ όπου το σύγχρονο αγγλ. butter (καί τα γερμ. Butter, γαλλ. beurre, ιταλ. burro κ.α.). Το αρχ. ελλην. πάπυρος, πού δήλωσε την πρώτη μορφή γραφικής ύλης από το ομώνυμο φυτό το οποίο ευδοκιμούσε στην Αίγυπτο, έδωσε το αγγλ. paper (γαλλ. papier, γερμ. Papier κ.ά.) μέσω του λατιν. papyrum, απ’ όπου το μεσαιων. γαλλ. papier και το μεσαιων. αγγλ. papir. Πιο σύνθετη είναι η προέλευση της λέξης πού δήλωσε στην Αγγλική «τήν εκκλησία», της λ. church. Ξεκίνησε από το ελληνιστ. κυριακόν (δώμα) «ο οίκος του Κυρίου» (από το Κύριος), το οποίο, μέσω του αρχ. γερμ. kirihha (απ’ όπου το νέο γερμ. Kirche «εκκλησία») και των αρχ. αγγλ. cirice και μεσαιων. αγγλ. chirche, έδωσε το νέο αγγλ. church. Οι ίδιοι οι Έλληνες χριστιανοί χρησιμοποίησαν το αρχ. εκκλησία (εκκλησία του δήμου «η συγκέντρωση του λαού / των πολιτών ως θεσμικό όργανο») με νέο περιεχόμενο: χώρος όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί για να λατρεύσουν τον Θεό (ενώ οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λ. ναός, με την αντίληψη ότι αποτελεί χώρο όπου ναίουν, όπου κατοικούν οι θεοί).

Ενδιαφέρον έχει, για τις περιπέτειές της, η λέξη sketch «σκαρίφημα – θεατρικό σκέτς». Ποιός το φαντάζεται, εκ πρώτης όψεως, ότι προέρχεται από την ελλην. λ. σχέδιο; Η αρχαία ελλ. λ. σχέδιον (από το αρχ. σχέδιος πού σήμαινε «προσωρινός, αυτοσχέδιος», προερχόμενη από τη λ. σχεδόν κι αυτή από το έχω), μέσω του λατιν. schedium, έδωσε το ιταλ. schizzo, πού πέρασε στα ολλανδικά ως schets, από όπου το αγγλ. sketch. Το περίεργο για τη ζωή των λέξεων είναι ότι το ελλην. σχέδιο επανήλθε στους νεότερους χρόνους στην Ελληνική, δηλ. ως «αντιδάνειο» (ως δάνειο δανείου!…), μέσα από δύο ξένες γλώσσες: από την Ιταλική ως σκίτσο και από την Αγγλική ως σκέτς.

Ανάλογη είναι η περίπτωση του αγγλ. scene «σκηνή». Προέρχεται από το ελλην. σκηνή, μέσω του λατιν. scaena / scena. Από το υποκοριστικό του λατιν. scene, από το scenarium, προήλθε το ιταλ. scenario πού πέρασε σε διάφορες γλώσσες (αγγλ. scenario, γαλλ. scenario κ.α.) και επανήλθε στα Ελληνικά ως σενάριο (αντιδάνειο). Από το θέμα σχ- (τού έχω, πβ. κατά-σχ-ω, παρά-σχ-ω, σχ-εδόν) πού είδαμε και στο σχέδιο, προήλθε και η λ. σχήμα πού έδωσε, μέσω του λατιν. schema, το αγγλ. scheme.

Μία λέξη πού θα ξαφνίαζε ίσως όταν κανείς διαπιστώσει ότι είναι ελληνική, είναι η αγγλική λ. pain «πόνος». Η λέξη αυτή προήλθε από την ελλην. λ. ποινή πού σήμαινε αρχικά «τιμή αίματος, εκδίκηση (γιά έγκλημα)» και μετά «τιμωρία». Μέσω του λατ. poena, πού έδωσε το γαλλ. peine (αρχικά σήμαινε «τά βασανιστήρια των μαρτύρων της πίστεως»), προήλθε το αγγλ. pain με τη σημ. «πόνος» ως απόρροια των πόνων από τα βασανιστήρια και ως επακόλουθο της τιμωρίας γενικότερα. Εξίσου ίσως θα ξάφνιαζε και η αγγλική λ. calm «κάλμα, νηνεμία».

Κι αυτή προήλθε από ελληνική λέξη, το αρχ. καύμα, πού δήλωνε τον καύσωνα και το θέρος, οδηγώντας συνεκδοχικά στη σημ. της ηρεμίας της θάλασσας, της έλλειψης δυνατών ανέμων. Στην Αγγλική έφτασε η λέξη από το ιταλ. calma πού ανάγεται σε όψιμο λατιν. cauma από το καύμα. Ότι η λ. ξαναγύρισε στην Ελληνική μέσω της Ιταλικής ως κάλμα, δηλ. ως αντιδάνειο, είδαμε ότι αποτελεί συχνό φαινόμενο. Το αρχ. πειρώμαι «προσπαθώ, αποπειρώμαι, τολμώ» έδωσε στη μεταγενέστερη Ελληνική τη λ. πειρατής πού προφανώς θα σήμαινε αρχικά αυτόν πού αποτολμά παράτολμα και παράνομα εγχειρήματα. Μέσω του λατιν. pirata η λ. έδωσε το αγγλ. pirate.

Στην εκκλησιαστική γλώσσα μία σειρά από αγγλικές λέξεις προέρχονται από την Ελληνική, χωρίς αυτό να είναι αμέσως αισθητό στον μή ειδικό. Τέτοιες είναι οι αγγλικές λέξεις priest, clergy (καί clerc), bishop, monk κ.α. Συγκεκριμένα το ελλην. πρεσβύτερος (αρχική σημ. «γεροντότερος») έδωσε το όψιμο λατ. presbyter. Από αυτό, με ορισμένες μεταβολές, προήλθε το αρχ. αγγλ. preost και κατόπιν το μεσαίων. αγγλ. preist, πού έδωσε το νεότ. αγγλ. priest. Το ελλην. κληρικός (από τη λ. κλήρος) «αυτός πού του πέφτει ο κλήρος, πού του ανατίθεται ένα έργο» έδωσε το όψιμο λατιν. clericus απ’ όπου τα αρχ. αγγλ. cleric και clerc. Από αυτά προήλθε το αγγλ. clerk «λόγιος» – «υπάλληλος εξουσιοδοτημένος με συγκεκριμένο έργο» – «απλός υπάλληλος». Το αρχ. αγγλ. clerc έδωσε και τον εκκλησιαστικό όρο clergy «κληρικός, ιερωμένος». Το ελλην. επίσκοπος είναι η λέξη απ’ όπου προήλθε το αγγλ. bishop «επίσκοπος», μέσω του όψιμου λατιν. episcopus, απ’ όπου τα αρχ. αγγλ. bisceop και μεσαίων. αγγλ. bishhop πού προηγήθηκαν του νεότερου αγγλικού bishop. Ως προς το αγγλ. monk «μοναχός» προήλθε από το μεταγεν. ελλην. μοναχός μέσω του όψιμου λατιν. monachus, απ’ όπου το αρχ. αγγλ. munuc και μετέπειτα το νεοτ. αγγλ. monk. Το αγγλ. chart «χάρτης» αλλά και το card «κάρτα» προήλθαν από το έλλην. χάρτης. Το bomb «βόμβα» από το αρχ. ελλην. βόμβος. Το «πολύ αμερικάνικο» buffalo από το ελλην. βούβαλος. Το ελλην. δίπλωμα (από διπλώνω, διπλούς) με τη σήμ. «επίσημο έγγραφο» έδωσε το diploma και από αυτό το diplomat «διπλωμάτης» κ.ο.κ.

Όπως έγινε, ελπίζω, φανερό, ένα πλήθος από ξένες λέξεις, εν προκειμένω αγγλικές, έλκουν την καταγωγή τους από την ελληνική γλώσσα, απευθείας ή, πιο συχνά, μέσω της λατινικής γλώσσας. Όσα γράφονται εδώ δεν δίδονται για να αποτελέσουν αφορμή κομπασμού αλλά ως νύξεις για γλωσσική αυτογνωσία και περίσκεψη, για το πόσα έχει κανείς να κερδίσει από μία ετυμολογική περιδιάβαση στους δρόμους της γλώσσας μας.

Πηγή: http://www.agiazoni.gr