«Δεν θέλει πολύ για να καταστρέψεις μια ήπειρο»!

Οικολογική κρίση

Από την προοπτική της ορθόδοξης προσέγγισης της Δημιουργίας -και πιο συγκεκριμένα, υπό το πρίσμα όσων είπαμε σχετικά με την αποστολή του ανθρώπου να αντιπροσφέρει ευχαριστιακά τον κόσμο στον Θεό- τι μπορούμε να πούμε για τη σημερινή κρίση του περιβάλλοντος, για την οικολογική καταστροφή που μας απειλεί σε όλες σχεδόν τις περιοχές του πλανήτη; Όπως επισημαίνει ο Αμερικανός ποιητής Robert Frost, «δεν θέλει πολύ για να καταστρέψεις μια ήπειρο»· ή, μπορούμε να προσθέσουμε, έναν ολόκληρο πλανήτη.

Το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να πούμε είναι πως η παρούσα κρίση δεν είναι στην πραγματικότητα μια κρίση περιβαλλοντική, αλλά κρίση εσωτερική του ανθρώπου με τον εαυτό του. Η θεμελιώδης δυσκολία δεν έγκειται εκτός αλλά εντός, δεν θα πρέπει να αναζητηθεί στο οικοσύστημα, αλλά στην καρδιά του σύγχρονου ανθρώπου. Το βασικό πρόβλημα δεν είναι τεχνολογικό ή οικονομικό· είναι πνευματικό. Εάν η ατμόσφαιρα μολύνεται όλο και περισσότερο, αν οι λίμνες και τα ποτάμια δηλητηριάζονται, αν τα δάση πεθαίνουν και οι πράσινες πεδιάδες μετατρέπονται σε ερήμους, αυτό είναι επειδή εμείς οι άνθρωποι έχουμε αποξενωθεί από τον Θεό και από τον αληθινό μας εαυτό κι έτσι λησμονήσαμε και την πραγματική μας σχέση με τον κόσμο γύρω μας.

Η λύση δεν μπορεί να προέλθει απλώς από την ανάπτυξη τεχνολογικών δεξιοτήτων. Θα έρθει μόνο ως αποτέλεσμα της δικής μας μετάνοιας· θα είναι μια συμπαντική μετάνοια· κι εδώ χρησιμοποιώ τη λέξη με την αυθεντική έννοια του όρου, που είναι η μεταστροφή του νοός. Είναι απαραίτητο να αλλάξουμε εκ βάθρων τον τρόπο που σκεφτόμαστε για τον Θεό, τον κόσμο και τους εαυτούς μας.

Και στο σημείο αυτό, θέλω να στραφώ σ’ ένα απολύτως συναφές θέμα. Η κακοποίηση του περιβάλλοντος από την πλευρά μας αποτελεί αμαρτία. Η πρόταση αυτή υιοθετήθηκε με μεγάλη έμφαση από το Πρώτο Διεθνές Συμπόσιο Θρησκείας, Επιστήμης και Περιβάλλοντος, που συγκλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1995 από την Αυτού Θεία Παναγιότητα, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο Α’ και το οποίο ολοκλήρωσε τις εργασίες του στην Πάτμο. Το να πει κανείς ότι η κακοποίηση του περιβάλλοντος δεν προέρχεται απλώς από λάθος υπολογισμούς, αλλά αποτελεί αμαρτία, μπορεί να φανεί σε πολλούς προφανές. Είναι όμως σημαντικό θέμα και οι περισσότεροι χριστιανοί στο παρελθόν το παρέβλεψαν, θεωρώντας ότι η αμαρτία σχετίζεται μόνο με πράξεις μας απέναντι σε άλλους ανθρώπους. Κι όμως, η σκέψη αυτή είναι τραγικά κοντόφθαλμη. Η κακοποίηση της γης και του αέρα, των ζώων και των φυτών, προέρχεται από την αμαρτωλή μας λαιμαργία και τον αμαρτωλό μας πόθο για εξουσία. Θα πρέπει, άραγε, να μετανοήσουμε για την αμαρτία που διαπράττουμε ενάντια στο περιβάλλον; Θα πρέπει να αφουγκραστούμε την κραυγή της γης (κι εδώ μεταφέρω τα λόγια του Ευχολογίου στην ακολουθία περί κινδύνου εκ σεισμών): «Η γη, αν και χωρίς λόγια, κραυγάζει: γιατί, άνθρωποι, με καταδικάζετε σε τέτοια δεινά;».

Πράγματι, μέσα στην αμαρτία μας, έχουμε καταφέρει και εξακολουθούμε να καταφέρουμε βαρύτατα «πλήγματα» στην υπομονετική γη που ο Θεός στη γενναιοδωρία Του μας έδωσε τη χάρη να κατοικούμε. Φοβερά και απαίσια δεινά στην ατμόσφαιρα και στις πηγές, στα δέντρα και τα ζώα. Και γι’ αυτά τα τρομερά δεινά χρειάζεται να ζητήσουμε συγχώρεση. Κύριε, ελέησέ μας τους αμαρτωλούς!

Βασιλιάς, οικονόμος, ιερέας

Στη χριστιανική παράδοση, τρεις είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούνται συνήθως για να περιγράψουν τη σχέση του ανθρώπου με την κτίση. Η πρώτη είναι «βασιλιάς». Η λέξη απαντά στη Βίβλο και ιδιαίτερα στη διήγηση της Δημιουργίας στη Γένεση, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά:

«Μετά είπε ο Θεός: Άς φτιάξουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας και την ομοίωση, και ας εξουσιάζει στης θάλασσας τα ψάρια, στου ουρανού τα πτηνά, στα ζώα και γενικά σ’ όλη τη γη και στα ερπετά που σέρνονται πάνω σ’ αυτήν». Σήμερα, ωστόσο, η βιβλική γλώσσα περί βασιλείας δεν είναι καθόλου δημοφιλής μεταξύ των χριστιανών της Δυτικής Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής. Θεωρείται από πολλούς ότι υποβάλλει δεσποτική και αλαζονική στάση απέναντι στην κτίση· τη στάση, δηλαδή, που έχει οδηγήσει στη σημερινή οικολογική κρίση.

Αυτή η κριτική στάση όμως, στηρίζεται σε μια παρανόηση. Στην πραγματικότητα, η κλήση της κοσμικής βασιλείας, όπως περιγράφεται στη Γένεση, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη προς την σκληρή εγωκεντρική τυραννία. Κι αυτό διότι στην αφήγηση της Γενέσεως η κυριαρχία μας πάνω στην κτίση είναι απόρροια της δημιουργίας του ανθρώπου «κατ’ εικόνα του Θεού». Η κυριαρχία μας, λοιπόν, αντί να είναι εγωιστική και καταπιεστική, θα έπρεπε να απηχεί τις ιδιότητες του Θεού ως αρχέτυπο του ανθρώπου. Η συμπεριφορά μας προς την κτίση θα έπρεπε να απηχεί την ευγενική και εγκάρδια ευσπλαχνία που αποτελεί ίδιο γνώρισμα του Θεού, λόγω των δυσκολιών που προκύπτουν από την έννοια της βασιλείας, οι χριστιανοί οικολόγοι της Δύσης συχνά προτιμούν να αναφέρονται στη σχέση αυτή ως σχέση οικονομίας προς την κτίση. Η διατύπωση αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι διευκρινίζει πως η κυριαρχία μας πάνω στον κτιστό κόσμο δεν είναι δικαιωματική και απόλυτη, αλλά δοσμένη από τον Θεό. Δεν είμαστε οι ιδιοκτήτες της κτίσης, καθώς ο κόσμος ανήκει στον Θεό και όχι σε εμάς. Ο Θεός απλώς εμπιστεύεται τον κόσμο στα χέρια μας. Μιλώντας ωστόσο για οικονομία, αντιμετωπίζουμε ορισμένα άλλα προβλήματα. Ο όρος αυτός απηχεί νοήματα που συνδέονται με μια χρηστική, ή διαχειριστική αντίληψη περί φύσης, σαν να επρόκειτο για (χρηματιστηριακή) μετοχή που θα πρέπει να επενδυθεί ή να αξιοποιηθεί. Δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να αντικειμενικοποιήσουμε ή να αποπροσωποποιήσουμε τον κόσμο γύρω μας. Ας αντιμετωπίσουμε τη φύση ως ένα πρόσωπο απέναντι μας, ένα «εσύ» και όχι ένα απρόσωπο, ουδέτερο, «αυτό».

Δεδομένων αυτών των πιθανών παρανοήσεων των όρων «βασιλεύς» και «οικονόμος», ίσως είναι προτιμότερο να χρησιμοποιήσουμε μια τρίτη λέξη – μια λέξη που έχουμε ήδη χρησιμοποιήσει μιλώντας νωρίτερα για τον Ψαλμό με τον οποίο ξεκινά ο Εσπερινός: είναι η ανθρώπινη κλίση μας να γίνουμε ιερείς της Κτίσης. Η ιεροσύνη στην ουσία της, όπως έχουμε ήδη πει, είναι η προσφορά, η ευχαριστία και η ευλογία. Ιερέας -και στο σημείο αυτό δεν αναφέρομαι στη θεσμική ιεροσύνη, αλλά στην οντολογική ιεροσύνη που ενέχεται στο κάθε ανθρώπινο πρόσωπο και η οποία ανανεώνεται με το μυστήριο του Βαπτίσματος- είναι αυτός που παίρνει τον κόσμο στα χέρια του ή στα χέρια της και τον ανταποδίδει, τον αντιπροσφέρει στον Θεό, επαναφέροντας την ευλογία του Θεού πάνω σε ό,τι αυτός ή αύτη προσφέρει. Μέσω αυτής της ιερατικής προσφοράς, η κτίση έρχεται σε επαφή με τον ίδιο τον Θεό. Αυτή είναι η ουσία της ιεροσύνης. Αυτή είναι η κλίση που μας δόθηκε ως ανθρώπινα όντα από τον Θεό και που μόνο ο άνθρωπος μπορεί να επιτελέσει.

Λειτουργώντας με τον τρόπο αυτό, ως ιερείς της κτίσης, εμείς, τα ανθρώπινα όντα, μεταμορφώνουμε τον κόσμο σε ευχαριστιακή προσφορά. Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Δημητρίου Α’, προκατόχου του νυν Οικουμενικού Πατριάρχη:

«Ας θεωρήσουμε τους εαυτούς μας, ο καθένας ανάλογα με τη θέση του ή τη θέση της, ως προσωπικά υπεύθυνους για τον κόσμο, που μας εμπιστεύθηκε ο Θεός. Ό,τι προσέλαβε ο Υιός του Θεού και το έκανε σάρκα Του μέσα από την Ενσάρκωσή Του, δεν θα έπρεπε [να επιτρέψουμε] να χαθεί Αντίθετα, θα έπρεπε να γίνει ευχαριστιακή προσφορά στον Δημιουργό- ένας ζωοποιός άρτος, από τον οποίο θα μεταλαμβάνουν εν δικαιοσύνη και αγάπη όλοι- ένας δοξαστικός ύμνος για όλα τα πλάσματα του Θεού».

Προκειμένου να εκτιμήσουμε την -πραγματική αξία αυτής της έννοιας της κοσμικής ιεροσύνης, θα πρέπει να προσθέσουμε δυο στοιχεία. Πρώτον, το ότι δεν υπάρχει αυθεντική προσφορά χωρίς θυσία, χωρίς αυτό που ο Πατριάρχης Δημήτριος ονομάζει «ασκητικό πνεύμα». Ο Δημήτριος εδώ, σαφώς ερμηνεύει τον ασκητισμό με την ευρύτερη και πιο θεμελιώδη σημασία του, σύμφωνα με την οποία άσκηση δεν σημαίνει απλώς νηστεία, αγρυπνία και μετάνοιες, αλλά κάθε μορφής ηθελημένο περιορισμό, περισσότερη απλότητα σε κάθε επίπεδο και έκφανση της καθημερινής μας ζωής. Η οικολογική κρίση μπορεί να λυθεί -εάν μια λύση είναι ακόμη εφικτή- μόνον μέσω της επιθυμίας μας για αυτοπεριορισμό στην κατανάλωση όχι μόνον τροφής, αλλά και όλων των φυσικών πόρων. Μπορεί να λυθεί μόνον εάν προβούμε στη διάκριση μεταξύ του τι επιθυμούμε και του τι χρειαζόμαστε, μεταξύ των εγωιστικών μας επιθυμιών και των φυσικών μας αναγκών. Μόνο μέσα από την άρνηση του εαυτού μας, μέσω της απόφασης της αποχής, μέσω της απόφασης να πούμε μερικές φορές “όχι” στον εαυτό μας, θα επανανακαλύψουμε την πραγματική μας θέση στο σύμπαν.

Όπως τόνισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στα συμπεράσματα του Τέταρτου Διεθνούς Συμποσίου Θρησκείας, Επιστήμης και Περιβάλλοντος (πού πραγματοποιήθηκε στη Βενετία στις 10 Ιουνίου 2002), το στοιχείο αυτό της “θυσίας” αποτελεί ακριβώς τη “χαμένη διάσταση” του οικολογικού μας προγράμματος. «Χωρίς θυσία», είπε, «δεν μπορεί να υπάρχει ευλογία και κοσμική μεταμόρφωση». Πράγματι, ο κόσμος δημιουργήθηκε για να μετέχει στη χαρά. Ωστόσο, στην πτωτική και αμαρτωλή κατάσταση που βρισκόμαστε, υπάρχει μόνον ένας δρόμος που οδηγεί στη μεγάλη χαρά της Ανάστασης, κι αυτός είναι ο δρόμος του Σταυρού. Όπως επαναλαμβάνουμε στον Όρθρο κάθε Κυριακή: «Ιδού, μέσω του Σταυρού η χαρά εισήλθε στον κόσμο». Μέσω του Σταυρού. Δεν υπάρχει κανένας άλλος δρόμος.

Δεύτερον, και σημαντικότερο: δεν μπορεί να υπάρξει αυθεντική πράξη Ιερατικής προσφοράς χωρίς αγάπη. Η αγάπη βρίσκεται στο κέντρο του θείου μυστηρίου της Αγίας Τριάδας αλλά και στο κέντρο του ανθρώπινου μυστηρίου. Η αγάπη είναι εκείνη που εκφράζει την εικόνα του Θεού μέσα μας, η αγάπη είναι που κάνει ικανό τον καθένα μας να ενεργεί ως ιερέας της κτίσης, αντιπροσφέροντας τον κόσμο ευχαριστιακά στον Δημιουργό. Στις απαρχές της σύγχρονης εποχής, ο Ρενέ Ντεκάρτ χρησιμοποίησε ως αξίωμα τη ρήση Cogito, ergo sum, δηλαδή, Σκέφτομαι, άρα υπάρχω. Η σκέψη, ωστόσο, η δυνατότητα ανάπτυξης επιχειρημάτων και σύναξης αποτελεσμάτων μέσω των νοητικών διεργασιών του εγκεφάλου, δεν αποτελεί την μοναδική, ή τουλάχιστον, την υψηλότερη λειτουργία των ανθρώπινων όντων. Πόσο πιο σοφοί θα ήμασταν αν λέγαμε Amo, ergo sum, δηλαδή, Αγαπώ, άρα υπάρχω· ακόμα καλύτερα, στην παθητική φωνή, αγαπιέμαι άρα υπάρχω. Όπως έλεγε ο Ρουμάνος θεολόγος πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, καθόσον δεν Αγαπιέμαι από τους άλλους δεν υφίσταμαι. Χωρίς αγάπη -την αγάπη των άλλων για μένα και την αγάπη την ανταποδοτική, τη δική μου για τους άλλους- δεν μπορεί να υπάρχει χαρά και δεν μπορεί να υπάρχει νόημα.

Εάν αυτό αληθεύει για τις διαπροσωπικές σχέσεις, αληθεύει επίσης για τη σχέση μας με τον φυσικό κόσμο! Η οικολογική κρίση, είπαμε ήδη, δεν μπορεί να λυθεί χωρίς θυσία. Μπορούμε να προσθέσουμε: δεν μπορεί να λυθεί χωρίς αγάπη. Θυμάμαι τώρα, πως στη δεκαετία του 1960, όταν ήμουν διάκονος στη Μονή Αγίου Ιωάννου θεολόγου στην Πάτμο, ο γέροντάς μας, ο πατήρ Αμφιλόχιος, συνήθιζε να μας λέει: «Γνωρίζετε πως ο Θεός μας έδωσε μια ακόμη εντολή, που δεν αναφέρεται στην Αγία Γραφή; Είναι η εντολή να αγαπάτε τα δέντρα». Πίστευε, πως όποιος δεν αγαπούσε τα δέντρα δεν αγαπούσε τον Χριστό. «Όταν φυτεύετε ένα δέντρο», μας έλεγε, «φυτεύετε ελπίδα, φυτεύετε ειρήνη, φυτεύετε αγάπη και θα λάβετε τη χάρη του Θεού». Ήταν ένας οικολόγος πολύ πριν η οικολογία έρθει στην επικαιρότητα. Ακούγοντας τις εξομολογήσεις των χωρικών, τους έβαζε ως επιτίμιο ή ποινή, να φυτέψουν ένα δέντρο. Και δεν ήταν μόνο αυτό: ο ίδιος περιφερόταν στο νησί για να δει πως πηγαίνουν τα επιτίμια των χωρικών, να δει αν πότιζαν τακτικά το δέντρο που είχαν φυτέψει και αν το φρόντιζαν να μην τα φάνε οι κατσίκες. Το παράδειγμα και η επίδρασή του μεταμόρφωσαν το νησί: εκεί που πριν ογδόντα χρόνια το νησί ήταν γεμάτο ξερές και γυμνές πλαγιές, σήμερα φύονται πεύκα και ευκάλυπτοι.

«Να αγαπάτε τα δέντρα», επέμενε ο πατήρ Αμφιλόχιος. Δεν είχε δίκιο; Δεν μπορούμε να σώσουμε ό,τι δεν αγαπάμε.

Ο κοσμικός Χριστός

Πριν ολοκληρώσω τις σκέψεις μου σχετικά με την ορθόδοξη προοπτική της Δημιουργίας -που ενώνουν τον άνθρωπο και τα ζώα σε μια άρρηκτη “γήινη κοινότητα”- θέλω να σας ζητήσω να ακλουθήσετε μαζί μου κάθε ένα από τα στοιχεία της κτίσης που έπαιξαν κάποιο ρόλο στην ιστορία της ζωής και του θανάτου του Χριστού:

  • Ένα άστρο εμφανίστηκε τη στιγμή της Γέννησής Του.
  • Ένα βόδι και ένας όνος, ένα γαϊδούρι, στάθηκαν πλάι στη φάτνη.
  • Στη διάρκεια των σαράντα ήμερων του πειρασμού στην έρημο βρισκόταν με τα θηρία, δηλαδή, τα άγρια ζώα.
  • Συχνά μιλούσε για τον εαυτό Του ως ποιμένα και για τους μαθητές Του ως ποίμνιο.
  • Παρομοίαζε την αγάπη Του για την Ιερουσαλήμ με τη μητρική αγάπη πού έχει μια όρνιθα για τα μικρά της.
  • Δίδασκε ότι κάθε στρουθίο, κάθε σπουργίτι, είναι πολύτιμο στα μάτια του Κυρίου.
  • Εμπλούτιζε τις παραβολές Του με αναφορές στα αγριόκρινα, στο θάμνο του σιναπιού που στη σκιά του φωλιάζουν τα πουλιά, στο πρόβατο που έπεσε στο πηγάδι την ήμερα του Σαββάτου.
  • Ενθάρρυνε τον άνθρωπο να είναι έξυπνος σαν φίδι και αθώος σαν περιστερά.
  • Ως Κύριος της Φύσης σταμάτησε την καταιγίδα  και περπάτησε επί των υδάτων.

Η πιο εντυπωσιακή στιγμή απ’ όλες είναι όταν ολόκληρη η κτίση συμμετέχει στο Πάθος του Κυρίου: η γη σείεται, οι πέτρες ανοίγουν στα δυο, όλος ο κόσμος τρέμει. Με τα λόγια του αγίου Εφραίμ του Σύρου, «οι άνθρωποι σιώπησαν κι έτσι οι πέτρες κραύγασαν». Όπως το εκφράζει το παλαιό αγγλικό ποίημα Το Όνειρο του Σταυρού, «όλη η κτίση θρήνησε». Αυτή η απόλυτη, καθολική συμμετοχή στο Πάθος του Ιησού εκφράζεται υπέροχα στα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής:

«Δεύτε και μαζί με όλη την Κτίση, ελάτε να θρηνήσουμε τον Δημιουργό».

«Όλη η γη έτρεμε από φόβο, Κύριε, και ο ήλιος έκρυψε τις ακτίνες του, όταν το δικό σου φως κρύφτηκε στη γη».

«Ο ήλιος και η σελήνη σκοτείνιασαν, Σωτήρα, ως πιστοί υπηρέτες ντυμένοι στα μαύρα ενδύματα του θρήνου».

«Ω λόφοι και κοιλάδες, στενάζει η Παρθένος, όλοι οι άνθρωποι κι ολόκληρη η κτίση, θρηνεί και οδύρεται μαζί με εμένα, τη Θεοτόκο».

Το πιο εντυπωσιακό από όλα τα εγκώμια είναι ωστόσο εκείνο, το οποίο αναφέρει: «Όλη η κτίση άλλαξε χάρη στο Πάθος Σου: γιατί όλα τα κτίσματα υπέφεραν μαζί Σου, γνωρίζοντας ότι Εσύ συνέχεις τα πάντα ενωμένα».

Αναρωτιέμαι: σκεφτόμαστε αρκετά την επενέργεια της Ενσάρκωσης του Κυρίου στο περιβάλλον; Σκεφτόμαστε αρκετά το ότι ο Ιησούς εμπεριέχει την οικολογία, ενσωματωμένη όπως εμείς στη γη. Σκεφτό­μαστε αρκετά ότι η ανθρώπινη υπόστασή Του εμπεριέχει «ολόκληρη την εξέλιξη της γήινης ιστορίας»; Έχουμε συνείδηση ότι ο Χριστός ήρθε για να σώσει όχι μόνο το ανθρώπινο γένος, αλλά ολόκληρη την κτίση; Έχουμε συνεχή συναίσθηση ότι δεν σωζόμαστε από τον κόσμο αλλά με τον κόσμο;

Αυτή είναι λοιπόν η ορθόδοξη προοπτική της Δημιουργίας. Αυτή είναι η κλίση μας ως ιερέων της κτιστής δημιουργίας. Αυτή είναι η ορθόδοξη απάντηση στην οικολογική κρίση. Αυτό είναι το βαθύτερο νόημα του ύμνου που καθημερινά ψάλλουμε στο ξεκίνημα του Εσπερινού: «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριο».

(Μητροπολίτου Διοκλείας, Καλλίστου Γουέαρ, «Αρχή ημέρας-. Ορθόδοξη προσέγγιση της Δημιουργίας». Ιωάννινα 2007).