Θεολογία και ΖωήΟρθόδοξη πίστη

Ὅσο πιὸ κοντὰ στὸ Θεὸ τόσο πιὸ ταπεινὸς (Δορμπαράκης Γεώργιος Πρωτοπρεσβύτερος)

6 Ιουνίου 2023

Ὅσο πιὸ κοντὰ στὸ Θεὸ τόσο πιὸ ταπεινὸς (Δορμπαράκης Γεώργιος Πρωτοπρεσβύτερος)

Ἔνιωσε τὴν ἀνάγκη νὰ προσπέσει καὶ νὰ φιλήσει, ὄχι τὰ πόδια ἀλλὰ τὰ παππούτσια τῆς γερόντισσας, ποὺ καθόταν ἀπέναντί του στὸ ἐξομολογητάρι. Συγκρατήθηκε ὅμως. Ὄχι γιατί εἶχε ὁ ἴδιος κάνενα πρόβλημα – θεώρησε ὅτι μία τέτοια κίνηση θὰ ἐξύψωνε τὸν ἴδιο – ἀλλὰ γιατί ἡ γερασμένη γυναῖκα θὰ στεναχωριόταν καὶ θὰ ἀντιδροῦσε.

«Κύριε, τί ψυχὲς ἔχεις στὸν κόσμο τοῦτο τὸν ἀπατεῶνα; Τί διαμάντι εἶναι αὐτὴ ἡ γυναῖκα; Πῶς μπορεῖ καὶ κρύβεται τέτοια ἁγιότητα μέσα σ’ ἕνα τέτοιο ραγισμένο καὶ ἑτοιμόρροπο σῶμα, κυρτωμένο ἀπὸ τὰ χρόνια, χαμένο μάλιστα μέσα σ’ ἕνα δρομάκι μίας μικρῆς συνοικίας;»

Ἡ γερόντισσα ἴσα ποὺ εἶχε μπορέσει νὰ σύρει τὰ πόδια της στὸ ναό, ὑποβασταζόμενη μάλιστα ἀπὸ μία μεσήλικη γνωστή της κυρία.

«Πάτερ», εἶπε ἡ κυρία φέρνοντάς την, «ἐπέμενε πάρα πολὺ ἡ γιαγιὰ γιὰ νὰ ἔλθει. Δὲν ἔχει κανέναν στὸν κόσμο, μᾶλλον ἔχει συγγενεῖς ἀλλὰ μένουν λίγο μακριά, ὁπότε μένει μόνη. Ἔτσι, τὴν ἐξυπηρετῶ λιγάκι ἐγώ, ὅταν μπορέσω.

Καιρὸ μὲ πιλάτευε νὰ τὴν φέρω, γιατί νιώθει, λέει, πολὺ ἁμαρτωλὴ, ποὺ ἔχει τόσο καιρὸ νὰ πάρει εὐχὴ ἀπὸ τὸν παππά καὶ φοβᾶται μήπως φύγει ξαφνικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ βρεθεῖ στὴν κόλαση».

Ἡ γερόντισσα εἶχε καθίσει μὲ τὸ ζόρι στὴ θέση ποὺ τῆς ὑπέδειξε ὁ ἱερέας. Βαριανάσαινε μάλιστα. Ὅταν ἄνοιξε τὸ στόμα της «νὰ μολογήσει τὰ κρίματά της», ὅπως χαρακτηριστικὰ εἶπε, ἕνας πόνος καὶ μία ὀδύνη φάνηκαν νὰ βαθαίνουν τὶς ρυτίδες τοῦ προσώπου της. Δάκρυα ἄρχισαν νὰ κυλοῦν ἀπὸ τὰ βαθουλομένα μάτια της.

«Πάτερ», εἶπε καὶ φάνηκε νὰ γέρνει περισσότερο τὸ ἤδη κυρτωμένο σῶμα της. «Πάτερ, εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλή. Βρωμίζω καὶ τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέω. Ἀπορῶ, πῶς μὲ κρατάει ἀκόμα ὁ Θεὸς, ποὺ μολύνω ἔτσι τὴ γῆ ποὺ κατασκεύασε. Πρέπει νὰ ντρέπονται γιὰ μένα οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἄγγελοι, καὶ μᾶλλον πρέπει νὰ γελᾶ μαζί μου, ἀκόμη κι αὐτὸς ὁ τρισκατάρατος, ὁ ἐξαποδώ…»

Ὁ παππᾶς δὲν μίλησε. Κάτι ἄρχισε νὰ ὑποψιάζεται γιὰ τὸ πνευματικὸ ὕψος τῆς γιαγιᾶς, γιατί τὰ λόγια της τοῦ θύμισαν, αὐτὰ ποὺ λέγανε γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους πάντοτε οἱ ἅγιοί τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ἴδια σχεδὸν ποὺ εἶχε ἀκούσει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ὁσίου γέροντα Ἰάκωβου Τσαλίκη, παρόμοια ποὺ ὑμνολογοῦν οἱ λατρευτικὲς ἀκολουθίες, ἰδίως στὸν ὑπὲρ μέλι σταλαγμὸ τοῦ βιβλίου τῆς Παρακλητικῆς. Στ’ αὐτιὰ καὶ στὸ στόμα του συχνὰ ἐρχόταν τὸ κατανυκτικὸ τροπάριο ἀπὸ τὸν βαρὺ ἦχο, ποὺ ἦταν σὰ νὰ τὸ ἔψελνε ἡ γερόντισσα μὲ τὸν δικό της τρόπο: «Γέγονα τῶν δαιμόνων μὲν γέλως, τῶν ἀνθρώπων δὲ ὄνειδος, τῶν Δικαίων θρῆνος, τῶν Ἀγγέλων πένθος, μολυσμὸς ἀέρος, καὶ γῆς καὶ ὑδάτων· σῶμα γὰρ ἐμίανα, ψυχὴν καὶ νοῦν ἐσπίλωσα, παραλόγοις πράξεσι, Θεῷ ἐχθρὸς πέφυκα· οἶμοι, Κύριε, ἥμαρτόν σοι, ἥμαρτον συγχώρησον».

«Τί σὲ βαραίνει γιαγιά;» εἶπε ὁ παππᾶς ποὺ καταλάβαινε πιὰ, ὅτι εἶχε χωθεῖ σ’ ἕναν μυστικὸ ἀνελκυστήρα – τὴν καρδιὰ τῆς πιστῆς αὐτῆς γυναίκας – κι ἀνέβαινε μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα, ἴσα στὰ κράσπεδα τῆς Τριαδικῆς Θεότητας.

«Πάτερ μου, εἶμαι καταδικασμένη γιατί δὲν ἀγαπῶ, ὅπως πρέπει, τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπό μου. Ἔχω πάντοτε στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά μου αὐτὸ, ποὺ ἀπὸ μικρὴ μὲ ἔμαθε ὁ ἅγιος παπὰς τοῦ χωριοῦ μου, τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδία σου, καὶ τὸν πλησίον σὰν τὸν ἑαυτό σου». Πάτερ μου, βλέπω πόσο λειψὴ εἶμαι στὴν ἀγάπη αὐτήν. Οἱ λογισμοί μου πολλὲς φορὲς βρίσκονται σὲ ἄλλα πράγματα, παρὰ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μὲ παρασύρει τὸ στομάχι μου, γιατί πρέπει κάτι νὰ τσιμπήσω γιὰ νὰ στέκομαι, ὅταν κρυώνω φοβᾶμαι μὴ καὶ πουντιάσω, ὁπότε θὰ γίνω βάρος στὴν καλὴ γυναίκα ποὺ μὲ ἔφερε, τρέμω μὴ καὶ πέσω καὶ σύρω γύρω μου ἔτσι κι ἄλλους ἀνθρώπους…

Κάνω βέβαια λίγα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ λέει ἡ ἐκκλησία, ἀλλὰ στὸ σπίτι ὄχι στὸ ναό. Διαβάζω, ὅσο μποροῦν ἀκόμη τὰ μάτια μου καὶ καταλαβαίνει τὸ μυαλό μου, λίγο μεσονυκτικό, τὸν ὄρθρο, τὸν ἑσπερινὸ καὶ τὸ ἀπόδειπνο. Λέω κάποιες παρακλήσεις στὴ γλυκιὰ Παναγία μας, κι ἔχω μάθει ἀπὸ μικρὴ καὶ τοὺς Χαιρετισμούς. Λέω καὶ τὸ «Κύριε ἐλέησον», πρὶν φυράνει τὸ μυαλό μου. Μά νιώθω, πὼς δὲν φτάνουν αὐτά. Σᾶς εἶπα καὶ πρὶν, πὼς μὲ κλέβουν κάποιοι λογισμοί. Ὁπότε βρίσκομαι μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι ὅσο σκέφτομαι τὶς ἐλλείψεις μου, ὅσο καταλαβαίνω πὼς εἶμαι σὰν πτῶμα ἀπὸ πλευρᾶς πνευματικῆς, τόσο μοῦ ἔρχονται δάκρυα. Κλαίω, πατέρα μου, τὸν ἑαυτό μου, κλαίω, κλαίω χωρὶς σταματημό…

Πῶς λοιπὸν νὰ μὴν εἶμαι μία βρῶμα πάνω στὴ γῆ; Χῶμα καὶ στάχτη, πάτερ μου. Γι’ αὐτὸ θέλω νὰ μοῦ διαβάσεις μία εὐχή, νὰ κοινωνῶ ἄξια, νὰ μὴ χάσω τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴ βρεθῶ στὴν κόλαση…»

Τὰ δάκρυα ἔτρεχαν βροχὴ ἀπὸ τὰ μάτια τῆς γερόντισσας. Μὰ δὲν τὰ καλόβλεπε κι ὁ παπάς, γιατί τὰ δικά του δὲν πήγαιναν πίσω.

Ὁ παππᾶς ἄρχισε νὰ νιώθει μία ψυχικὴ εὐφορία. Σὰν νὰ τοῦ μύρισε εὐωδιαστὸ λιβάνι, μὰ δὲν ἦταν ἀπ’ αὐτὸ ποὺ εἶχε κάψει στὴν πρωϊνὴ λειτουργία.

«Γιαγιά», εἶπε τρεμουλιαστά, «γιαγιά, σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ μνημονεύεις στὶς προσευχές σου. Συνέχισε, γιαγιά, νὰ κάνεις ὅ,τι κάνεις καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ σ’ ἀφήσει».

Σηκώθηκε. Ἅρπαξε τὸ ρυτιδιασμένο χέρι τῆς γερόντισσας καὶ τὸ φίλησε πολλὲς φορές, μουσκεύοντάς το μὲ τὰ δάκρυά του.

Στὸ τέλος, λύγισε. Γονάτισε μπροστά της καὶ τότε εἶδε τὴ χάρη καὶ τὸ θαῦμα, ποὺ τοῦ ‘δωσε ὁ Χριστός. Ὅταν σήκωσε τὰ μάτια του, ἡ γερόντισσα ἦταν μέσα σ’ ἕνα ἐξαίσιο φῶς καὶ δίπλα της νὰ τὴν ἀγκαλιάζει ἡ ἴδια ἡ Κυρὰ ἡ Παναγιά…

 

Πηγή: agiazoni.gr